Κεφάλαιο 5 μέρος Β'
Το "Δήλος" κάνει το ταξίδι Κωνσταντινούπολη-Απάμεια.
Με αυτό διαφεύγει ο Θεόδωρος Λάσκαρης από την Κωνσταντινούπολη στην Απάμεια, με στόχο την Προύσα και την Νίκαια.
Ο Νικηφόρος κι η Ζωή γνωρίζουν καλύτερα τον Θεόδωρο Λάσκαρη και την γυναίκα του Άννα Αγγελίνα.
Β’
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ
Το
πλοίο όπου είχαν αποκοιμηθεί εκείνο το
βράδυ ο Λάσκαρης κι η Άννα Αγγελίνα ήταν
το “Δήλος”. Κι αυτός που κράδαινε το
σπαθί στον λαιμό του Θεόδωρου Λάσκαρη,
ήταν ο Νικηφόρος. Είχε έρθει εδώ, με την
Ζωή, νωρίς το πρωί, από τα χαράματα, για
να επιθεωρήσουν το πλοίο που ήταν δεμένο
στο λιμάνι. Σε λίγο θα αναχωρούσαν από
την Πόλη. Η επιθεώρηση αυτή, στην
πραγματικότητα, ήταν μια πρόφαση για
να μείνουν για λίγο μόνοι. Ήθελαν πολύ
να απομονωθούν και να μιλήσουν ή, έστω,
να νιώσουν ελεύθερα. Αυτό όμως δεν θα
γινόταν στο αρχοντικό του Νικήτα όπου
η Ζωή ήταν όλη μέρα με την μάνα της. Ούτε
κι αργότερα στο πλοίο θα μπορούσαν αφού
θα ήταν κι άλλοι δίπλα τους. Ο Νικηφόρος
είδε αυτή την πρόφαση σαν ευκαιρία και
το πρότεινε. Εκείνη ντύθηκε αμέσως και
βγήκε μαζί του λέγοντας στην κυρά Ευανθία
πως ήταν υποχρέωσή της να τον βοηθήσει.
Είχαν έρθει με ένα άλογο κι εκείνη είχε
κάτσει μπροστά του, σχεδόν στην αγκαλιά
του. Τα κορμιά τους είχαν αγγίξει για
λίγο το ένα με το άλλο κι είχαν μεταδώσει
ένα ρίγος. Ήταν όλο αυτό έντονα ερωτικό
έστω κι αν δεν ήταν ούτε καν μια χειρονομία.
«Χαίρομαι
τουλάχιστον που σε γνώρισα!» της
είχε πει μόνο σε μια στιγμή.
Την
είχε στην αγκαλιά του καθώς ίππευαν το
άλογο.
«Κι
εγώ» του είχε απαντήσει γυρνώντας
το κεφάλι της και κοιτάζοντάς τον με το
έντονο βλέμμα της.
«Αν
δεν ήμουν παντρεμένος...» της είπε.
Με
τα δάχτυλά της του έκλεισε το στόμα.
Εκείνος με μια πολύ ελαφριά, σχεδόν
ανεπαίσθητη, κίνηση έσπρωξε το σώμα του
μπροστά και την άγγιξε. Εκείνη δεν
τραβήχτηκε, αντίθετα αφέθηκε με τα μάτια
της κλειστά. Αυτό ήταν όλο.
Μπορεί
να εκφραστεί αυτό που νιώθω με μια τέτοια
σχεδόν ανύπαρκτη κίνηση; αναρωτιόταν
ο Νικηφόρος. Σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν
πως την είχε αγκαλιά. Την σεβάστηκε
απόλυτα και δεν επωφελήθηκε να κάνει
απρεπείς χειρονομίες. Ένιωσε σαν να
είχαν πει πολλά εκείνες τις ελάχιστες
στιγμές αυτού του βουβού διαλόγου των
σωμάτων τους. Έφτασαν στο πλοίο.
Ίσως να μιλούσαν λίγο εδώ. Ίσως
να συνέχιζαν τη μικρή,
γεμάτη πάθος, κουβέντα των σωμάτων
τους που είχε αρχίσει καθώς ίππευαν το
ίδιο άλογο. Ωστόσο τίποτε δεν πρόλαβαν
να κάνουν γιατί βρήκαν μπροστά τους δυο
ξένους κρυμμένους στο πλοίο. Οι σκέψεις
τους επανήλθαν στην πραγματικότητα.
Είχαν να αντιμετωπίσουν μια περίεργη
εισβολή. Οι δυο λαθρεπιβάτες ξάπλωναν
στο κατάστρωμα, αναμαλλιασμένοι και με
τα ρούχα τους τσαλακωμένα. Ένα καραβόπανο
τους σκέπαζε.
«Ποιοι
είστε εσείς, λοιπόν;» επανέλαβε
ο Νικηφόρος.
Κρατούσε
την αιχμή του ξίφους του προς το μέρος
του άντρα που πάσχιζε να συνέλθει απ’
την έκπληξη.
«Μην
τρομάζεις, φαίνονται άρχοντες»
ψιθύρισε από δίπλα του η Ζωή.
«Είσαι
ο βαρκάρης;»
ρώτησε ο
Θεόδωρος τον απειλητικό
αλλά και ξαφνιασμένο Νικηφόρο, χωρίς
να δείχνει φόβο.
«Πάρε
το ξίφος σου από πάνω μας» είπε
τρομαγμένη αλλά αυστηρή η Άννα Αγγελίνα.
«Είμαι
ο Ναύαρχος της σακτούρας»
είπε ο Νικηφόρος. «Τι δουλειά έχετε
στο πλοίο μου;»
«Είμαι
ο δεσπότης Θεόδωρος Λάσκαρης. Η αρχόντισσα
από εδώ είναι η σύζυγός μου Άννα Αγγελίνα.
Είναι η κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου.»
Περίμενε
πως θα τους εντυπωσιάσει με τους τίτλους
του αλλά δεν πέτυχε ακριβώς το αποτέλεσμα
που ήθελε. Η μεν Ζωή τους κοίταξε καλά-καλά
σαν να τους μετρούσε, ο δε Νικηφόρος
γέλασε κοροϊδευτικά. Δεν τους είχε
γνωρίσει προσωπικά παρ’ όλο που είχε
μιλήσει με πολλούς Ρωμαίους άρχοντες.
Στο σπίτι του Νικήτα δεν είχαν συναντηθεί.
Ιδιαίτερα, μάλιστα, με αυτά που φορούσαν
δεν έμοιαζαν με άρχοντες.
«Κι
εγώ ο Πάπας Ιννοκέντιος» είπε ο
Νικηφόρος.»
Ο
Θεόδωρος κοίταζε εκνευρισμένος αλλά
ανήμπορος.
«Τα
σέβη μου, άρχοντα!» συνέχισε το
ίδιο ειρωνικά ο Νικηφόρος. «Τι
δουλειά έχουν ένας Λάσκαρης και
μια κόρη του αυτοκράτορα κάτω από
το φτωχικό μου καραβόπανο;»
«Νικηφόρε,
φαίνεται πως είναι συγγενείς
του Αλέξιου που έφυγε, και όχι του Αλέξιου
που ήρθε» του είπε η Ζωή. «Θα
κρύφτηκαν στο πλοίο σου για να μην
τους βρουν. Πρέπει να είναι
κυνηγημένοι.»
Ο
Νικηφόρος τους πρόσεξε καλύτερα. Κάπως
θυμήθηκε το πρόσωπο
του Λάσκαρη.
Τον
είχε δει με αστραφτερά ρούχα ενώ,
τώρα, ήταν ντυμένος φτωχικά.
«Έχω
μαζί μου χρυσάφι και χρήμα» είπε
ο Θεόδωρος. «Θα σε χρυσώσω αν με
περάσεις με τη σαχτούρα σου απέναντι
στη Μικρασία.»
«Κινδυνεύω
με ανθρώπους σαν κι εσάς» είπε
εκείνος. «Αν με πιάσουν θα χάσω
και το πλοίο και το κεφάλι μου!»
«Θα
σου δώσουμε ό,τι θέλεις άνθρωπε, βοήθησέ
μας. Έχουμε ανάγκη. Δεν
θα χάσεις από εμάς!» είπε η γυναίκα
που έδειχνε αναστατωμένη.
Ο
Νικηφόρος κι η Ζωή, στη στιγμή, συνεννοήθηκαν
με ένα βλέμμα μόνο που αντάλλαξαν. Θα
τους βοηθούσαν. Είχαν δει την τρομερή
πίεση κάτω από την οποία ζούσε η Πόλη
αυτόν τον μήνα που ήταν εδώ. Είχαν ακούσει
και για αντεκδικήσεις του νέου αυτοκράτορα.
Γι αυτό εξάλλου είχαν αποφασίσει να
φύγουν απ’ την αρρώστια που κυριαρχούσε
στη Βασιλεύουσα. Ήταν επικίνδυνο να
βοηθήσουν συγγενείς του φυγάδα πρώην
βασιλιά, δεν μπορούσαν όμως να τους
αφήσουν πίσω. Δεν θα είχαν κανένα έλεος
οι διώκτες τους. Ακόμη και τυχοδιώκτες
μπορεί να τους βασάνιζαν ή να τους
σκότωναν προκειμένου να τους ληστέψουν.
«Ελάτε
μαζί μας» είπε ο Νικηφόρος. «Θα
σας βγάλω από την Πόλη σήμερα κιόλας.
Έχετε άλογο;»
«Ναι,
πάω να
το φέρω»
είπε ο Θεόδωρος.
Με
τα δυο άλογα γύρισαν κι οι τέσσερις στο
αρχοντικό του Νικήτα. Μπήκαν από το πίσω
μέρος του κήπου, όπου είχε μια πόρτα,
για να μην τους δει κανείς και τους
καρφώσει.
«Ώστε,
γνωρίζεις τον κυρ-Νικήτα;»
είπε ο Θεόδωρος όταν είδε που είχαν
φτάσει.
«Εγώ
γνωρίζω τον
αδελφό του»
απάντησε ο Νικηφόρος. «Εδώ γνώρισα
και τον ίδιο.»
Ο
Νικήτας γνώρισε αμέσως τους δυο άρχοντες.
Ήταν φίλοι του και τους εκτιμούσε. Τους
απέδωσε τον απαιτούμενο σεβασμό. Χάρηκε
που τους είδε. Καταλάβαινε τις δυσκολίες
τους κι ήταν πρόθυμος για κάθε βοήθεια.
«Μην
ανησυχείτε, θα σας βοηθήσει ο Νικηφόρος
να φύγετε» είπε ο Νικήτας.
«Δεσπότη
Θεόδωρε, συγνώμη που σου έτεινα
το σπαθί μου» του
είπε ο Νικηφόρος.
«Κι
όμως, ήσουν ευγενικός κι υπομονετικός
με τους δύο λαθρεπιβάτες σου
Ναύαρχε» του είπε ο Θεόδωρος.
«Σε σένα εξ άλλου στηριζόμαστε
για τη συνέχεια.»
«Χαρά
μου και τιμή μου να σας βοηθήσω,
Ευγενέστατε» είπε ο Νικηφόρος.
«Στη
Νίκαια να πάτε» τους είπε ο Νικήτας.
«Η
Απάμεια κι η Πάνορμος, τα λιμάνια που
βγάζουν στη Νίκαια, είναι στον δρόμο
μας» είπε ο Νικηφόρος. «Θα
σας αφήσω όπου νομίζετε καλύτερα.»
«Θα
πάμε στη Βιθυνία» είπε ο Θεόδωρος.
«Εκεί έχουμε εκτάσεις κι
ανθρώπους. Ελπίζω να επιστρέψουμε
γρήγορα! Σε ευχαριστώ Νικήτα,
εσένα και τους φίλους σου για
την βοήθεια. Δεν θα ξεχαστεί
ποτέ!»
Κατέστρωσαν
ένα γρήγορο σχέδιο για τον τρόπο που θα
αντιμετώπιζαν τον έλεγχο από τα
βενετσιάνικα πλοία. Είχαν επιβάλει τον
νόμο της Βενετίας όχι μόνο στον Κεράτιο,
αλλά, και στον Βόσπορο και στην Προποντίδα.
Θα παρίσταναν πως ήταν όλοι τους μια
οικογένεια ναυτικών.
«Εμείς
που θα πάμε κόρη μου;» ρώτησε με
ανησυχία η Ευανθία τη Ζωή.
«Θα
γίνουμε για λίγο όλοι παιδιά σου μητέρα.
Μέχρι την Πάνορμο τουλάχιστον»
της απάντησε.
Η
κυρά Ευανθία την κοίταξε απορημένη γι
αυτά τα παράξενα λόγια της κι ο Νικηφόρος
της εξήγησε.
«Αν
μας ρωτήσουν, θα πούμε ότι είμαστε
γαμπροί σου, εγώ και ο Θεόδωρος.
Παντρευτήκαμε τις κόρες σου,
την Ζωή και την Άννα. Ήρθαμε για
δουλειές και γυρίζουμε όλοι μαζί
στην Αθήνα. Είμαστε οικογένεια
και γυρνάμε σπίτι μας.»
«Όπως
θέλετε παιδιά μου. Ελπίζω να τα έχετε
σκεφτεί καλά όλα αυτά.»
«Είναι
ο μόνος τρόπος αν μας ελέγξουν οι Βενετοί»
είπε ο Νικηφόρος.
Χαιρέτισαν
τον Νικήτα που υποσχέθηκε στον Λάσκαρη
κάθε βοήθεια. Του ζήτησε να επιστρέψει
γιατί η αυτοκρατορία χρειαζόταν τα
παλικάρια της. Στον Νικηφόρο έδωσε
κάποια αντίγραφα των χρονικών του και
μια επιστολή για τον Μιχαήλ στην Αθήνα.
Ύστερα έφυγαν με δυο άλογα και μια άμαξα
του Νικήτα για το λιμάνι. Το «Δήλος» και
το πλήρωμά του τους περίμεναν για το
ταξίδι της επιστροφής.
Ο
Νικηφόρος ήταν χαρούμενος. Έστω και
κατ’ όνομα, θα ήταν ο «σύζυγος» της
Ζωής. Έβλεπε ότι το ίδιο αισθανόταν κι
εκείνη και ένιωθε σαν μικρό παιδί.
Εξόρκιζαν τον αμοιβαίο πόθο τους άλλοτε
χάρη στην αυτοσυγκράτησή του κι άλλοτε
χάρη στην
αξιοπρεπή της
στάση. Αυτή
την αυτοσυγκράτηση
και
την αξιοπρέπεια, αισθήματα με
ευγένεια κι ανωτερότητα, θα έφταναν
να τα μισήσουν. Γιατί
με αυτά διέστρεφαν το νόημα της
ζωής και στερούσαν τους εαυτούς τους
από την ευτυχία. Με αυτά προστάτευαν
μια «τάξη» που μέτρο της ήταν η δυστυχία
που θα προκαλούσε στην Αγνή.
Άφησαν
την Πόλη σχεδόν ανακουφισμένοι. Το
“Δήλος” έβγαινε από το λιμάνι του
Κοντοσκάλιου. Σκέφτονταν κι οι δύο την
Αγνή. Με
τη σκέψη της κρατούσαν μακριά τους
πειρασμούς του σώματος, αλλά, όχι
και της ψυχής. Η Ζωή ζωγράφιζε σε παπύρους
και δέρματα ζωγραφιές που ήταν
μικροζωγραφική. Εκφραζόταν μέσα από
αυτά με μια τεχνοτροπία πρωτότυπη για
τους ρωμαϊκούς τρόπους. Χρησιμοποιούσε
τα χρώματα μέσα
από καινούργιες
τακτικές. Εκείνος
ήταν συνέχεια με ένα φτερό χήνας
στο χέρι, ένα βαζάκι μελάνης δίπλα και
μια περγαμηνή μπροστά του. Έγραφε
σκέψεις, συνέθετε στίχους, εκφραζόταν
όπως μπορούσε για να την έχει δίπλα του
συνεχώς.
Το
πλοίο ταξίδευε με το πλήρωμα. Ο Λάσκαρης
κι η Άννα βρίσκονταν
κάπου εκεί, το ίδιο κι η Ευανθία,. Αυτός
όμως. ήταν δίπλα της. Ό,τι έγραφε,
ήταν γι αυτήν. Φιλοτέχνησαν ένα ποίημα,
στην αρχαΐζουσα αττική διάλεκτο, και
μια ζωγραφιά. Έφτιαξαν ένα κοινό
πνευματικό πόνημα.
Οράν
εξεστι και γεγραμμένον
Τούτον
τον ασύγκριτόν γε νουν
Πως
εκ μελιχρών χειλέων μένων
Αναμφιλέκτοις
συλλογισμοίς δεικνύουν
Έρωτα
μαθόντες εν ευτυχία σέβειν
Ως
η Ζωής πέπονθεν φύσις
Ως
Νικηφόρου ύπερθεν, εμβαίνειν
Καταγλυκάζων
κρινέτω εκμελιτούσης
Καρδίας
λάρυγγα και ψυχής στόμα
Τούτον
πας αναπτύσσων λόγοις δώμα
Η
ζωγραφιά που το συνόδευε ήταν μια όσο
γινόταν πιο φυσική απεικόνιση των δυο
τους. Κάθονταν στην κουπαστή του “Δήλος”
με ανοιγμένα τα μεγάλα πανιά του.
«Κράτησέ
εσύ, αγάπη μου, το ποίημα και τη
ζωγραφιά» της είπε. «Εγώ
θα έρθω μια μέρα να σε βρω και τότε,
εκεί, θα τα ξαναδούμε μαζί. Στο
υπόσχομαι!»
«Θα
έρθεις να με βρεις; Όπου κι αν είμαι;»
«Δίνω
υπόσχεση ζωής και θανάτου γλυκιά
μου» της είπε. «Θα έρθω όπου
κι αν είσαι!»
Τον
κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση
και εμπιστοσύνη. Δεν κρυβόταν, βέβαια,
και το διέκρινε κι εκείνος, ένας
ανικανοποίητος πόθος όπως κι ένα πάθος.
Αυτά που η Ζωή υπονοούσε, -πιο πολύ από
αυτά που έλεγε- τον τρέλαναν. Ήταν οι
δυο τους απολύτως μόνοι στην πλώρη και
το σκοτάδι στο κατάστρωμα ήταν πηχτό.
Εκεί, στην απόλυτη μοναξιά, με τον ήχο
των λέξεων να τριγυρνά στα αυτιά, το
συναίσθημα υπερχείλισε. Καθώς βγήκε
από την καρδιά τους, έγινε αυτό που κι
οι δυο απέφευγαν επιμελώς επί τόσες
μέρες. Η Ζωή έστρεψε το κεφάλι της και
τον φίλησε στα χείλη. Ήταν απαλό φιλί,
σχεδόν φιλικό, παιδικό, αθώο, όμως έδειχνε
όλη τη φωτιά που έκαιγε μέσα της.
Η
ανταπόκρισή του ήταν κεραυνοβόλα. Την
αγκάλιασε και το δικό του φιλί έσκασε
πάνω της σαν κεραυνός. Έτσι, την κράτησε
για μια στιγμή δική του. Εκείνη αφέθηκε
εντελώς στην φωτιά του για να την κάψει.
Ήτανε μόνο μια στιγμή, τίποτε άλλο, μόνο
μια στιγμή! Ήταν αρκετή, όμως, για να
αντέξει μια ολόκληρη ζωή. Την κράτησε
έτσι μερικά δευτερόλεπτα ακόμη, μη
πιστεύοντας ότι αυτό που ποθούσε, είχε
συμβεί. Το «Δήλος» συνέχιζε την πορεία
του μέσα στο ζεστό αυγουστιάτικο πρωινό.
Η θάλασσα ήταν ακίνητη σαν λάδι κι η
Κωνσταντίνου Πόλη όλο και ξεμάκραινε.
Με ένα συναίσθημα πληρότητας μέσα στις
ψυχές τους, άφηναν
πίσω το βαρύ κλίμα της παρακμής. Δεν
θα το άφηναν να τους αγγίξει. Προτίμησαν
να κοιτάξουν μπροστά, στην ανοιχτή
θάλασσα, κατά τον νοτιά.
***********************************
αύριο η συνέχεια