Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

49 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 49η


Β' μέρος του 14ου κεφαλαίου.
Ο Νικηφόρος κι οι φίλοι του είναι καθ' οδόν προς το Ικόνιο. Θέλουν ένα μήνα για να φτάσουν από την Αθήνα στην πρωτεύουσα του σουλτανάτου.
Στο μεταξύ, εκεί, στο σουλτανάτο, στο Ικόνιο, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ετοιμάζεται για ένα ταξίδι στην Μικρασία. Θα το κάνει μόνος του και έτσι θα προετοιμάσει καλύτερα την εκστρατεία του στα βάθη της ανατολής. Η Ζωή τον αποχαιρετά προβληματισμένη.
****************************************
παραπομπές:
(*1) Χώρα των Σιν είναι η Κίνα και θάλασσα των Νικπά είναι το θαλάσσιο εμπορικό κέντρο της Κίνας Νιν-πο που βρίσκεται νοτιανατολικά της Σαγκάης. Τους τόπους αυτούς αναφέρει ο Βενιαμίν της Τουδέλης που ταξίδεψε στα μέσα του 12ου αι. στο βιβλίο του “Το βιβλίο των ταξιδιών σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική”, εκδόσεις “Στοχαστής”.
(*2) Δηλαδή τον 4ο αι. μ.Χ. Ο Νόννος Πανοπολίτης έζησε στην Αλεξάνδρεια και το έργο του “Διονυσιακά” έχει 21.000 στίχους (εξάμετρους) και χωρίζεται σε 48 βιβλία-Ραψωδίες.
  
Β’    ΣΤΟ ΙΚΟΝΙΟ

Υπολόγιζαν ότι η Ζωή θα ήταν κλεισμένη στο χαρέμι του Σουλτάνου, έκαναν, όμως, λάθος. Δεν ήταν φυλακισμένη πουθενά και δεν ήταν καν στον γυναικωνίτη του παλατιού. Το ίδιο εκείνο πρωινό ξύπνησε ευτυχισμένη στο σπίτι του Μεϊρ Εφραίμ στο κρεβάτι του Κωνσταντίνου Λάσκαρη. Είχε μείνει εκεί κι είχε κοιμηθεί μαζί του στο δωμάτιο που τους είχε δώσει ο Εβραίος που τον φιλοξενούσε. Το κορμί του, που την ζέσταινε όλο το βράδυ, ήταν δίπλα της γυμνό και ποθητό. Ένιωθε ζωντανή, ξαναγεννημένη κι ευτυχισμένη. Τον αγκάλιασε και τον χάιδεψε τρυφερά.
«Δεν μπορώ να σε χορτάσω» του ψιθύρισε με μια φωνή γεμάτη τρυφερότητα. «Έλειπες τόσο καιρό!»
«Η αλήθεια είναι πως εμένα μου έλειψες περισσότερο από όσο φανταζόμουνα» παραδέχτηκε εκείνος. «Όπου κι αν ήμουν εσένα σκεφτόμουν. Όχι ανάρμοστα, αλλά, συνεχώς. Ίσως δεν έπρεπε να δεθώ μαζί σου τόσο πολύ.»
«Έχεις μάθει να εξασκείσαι στην εγκράτεια» του είπε με προκλητικό χαμόγελο.
«Με αυτό που έχω αναλάβει, πρέπει να μην εξαρτώμαι από τίποτε και να μην κουβαλάω κανέναν. Δεν θέλω να βλάψω άλλον εκτός από τον εαυτό μου, αν ποτέ μου συμβεί κάτι κακό, πράγμα καθόλου απίθανο. Ούτε μπορώ να είμαι απερίσπαστος όσο έχω σφοδρές επιθυμίες που με ορίζουν κι υπαγορεύουν τις πράξεις μου.»
«Και τότε γιατί μου πρότεινες να έρθω μαζί σου;»
«Γιατί ξέρω πως είσαι ικανή. Ξέρω πως εσύ μπορείς κι ελέγχεις τα συναισθήματά σου. Ξέρω –ή μάλλον ήξερα- ότι ήσουν ερωτευμένη με τον Νικηφόρο κι είχες και παιδί μαζί του. Όλα αυτά εξασφάλιζαν κατά κάποιο τρόπο ότι μεταξύ μας δεν θα είχαμε επιπλοκές. Θα ήσουν εγκρατής εσύ, θα με κρατούσες μακριά σου.»
«Νά μια πρόβλεψη που απέτυχε πανηγυρικά» του είπε εκείνη. «Πολύ γρήγορα αποκτήσαμε “επιπλοκές”, ε;»
«Μην το γελάς, γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Εσύ λες πως με ερωτεύτηκες κι εγώ έπαθα εξάρτηση μαζί σου. Για πάνω από τέσσερις μήνες, όσο ταξίδευα, ανυπομονούσα να γυρίσω πίσω. Έπαθα ακριβώς αυτό που ήθελα να αποφύγω.»
«Και γιατί ήθελες να γυρίσεις; Τι σε πίεζε;»
«Ήθελα να βρεθώ στην αγκαλιά σου να κοιμηθώ μαζί σου, μου έλειπες πολύ. Αμ, το άλλο; Ήθελα να μιλάω μαζί σου για όλα τα θέματα… ό,τι χειρότερο δηλαδή!»
Η Ζωή διασκέδαζε με τους φόβους και τη γκρίνια του. Ήξερε πως κατά βάθος εξακολουθούσε να είναι ανεξάρτητος και μόνος. Αν επρόκειτο να διαλέξει τον σκοπό του ή εκείνην δεν θα το σκεφτόταν καθόλου, θα διάλεγε τον στόχο του. Αν εκείνη ήταν ερωτευμένη μαζί του, εκείνος όχι, δεν ήταν. Την ποθούσε, την ήθελε μαζί του, αλλά μέχρι εκεί. Τον ήξερε καλά και δεν ξεγελιόταν από τα ωραία του λόγια που θα κολάκευαν άλλες γυναίκες. Ήταν όμορφες γλυκές υπερβολές, της άρεσαν, κι έτσι τον έσπρωχνε να λέει κι άλλες.
«Και γιατί δεν πήγαινες με μια γυναίκα απ’ αυτές που υπάρχουν σε όλα τα χαμάμ; Αυτές που ξέρουν τα πάντα για τον έρωτα. Εκεί θα έσβηνες την δίψα σου.»
«Μα σε σκεφτόμουν και σε ήθελα, αυτό ήταν το φοβερό! Μ’ αρέσεις, αλλά, δεν πρέπει να σε ερωτευτώ. Δεν πρέπει νά ‘χω καμιά εξάρτηση, δεν πρέπει να σέ ‘χω συνέχεια στο νου μου. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά, εγώ δεν ανησυχώ. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα, αγόρι μου γλυκό. Εσύ δεν μπορείς να ερωτευτείς καμία. Έχεις άλλον έρωτα εσύ, αλλιώτικο, πιο δυνατό από όλα κι απ’ όλους, ακόμα κι απ’ τον εαυτό σου!»
«Λες να είναι έτσι;» της είπε χαμογελώντας.
Γνωρίζοντας τον εαυτό του, έδινε δίκιο στη Ζωή. Ήταν μονομανής και δεν παρασυρόταν συναισθηματικά. Όμως τον έρωτα δεν τον είχε ζήσει ποτέ τόσο έντονα και με τέτοιο πάθος. Το άγνωστο τον έκανε να ανησυχεί. Εκείνη τον είδε αμήχανο και τον αγκάλιασε. Της άρεσε να τον έχει κοντά της. Της άρεσε που ήταν όμορφος, ευαίσθητος, εύθραυστος και γενναίος. Της άρεσε που ζούσε τη ζωή του με άγνοια κινδύνου.
Η Ζωή σκεφτόταν ότι κάπως έτσι, πορευόμενος με αυτή την ίδια άγνοια κινδύνου, είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Ήταν το καλοκαίρι του 1203, όταν οι Λατίνοι είχαν κάνει την πρώτη τους επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος τους είχε νικήσει. Με το δικό του απόσπασμα, είχε καταδιώξει τους σταυροφόρους σε μεγάλη απόσταση έξω από τα τείχη. Όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω, οι πύλες της Πόλης είχαν κλείσει. Βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένος από τους εχθρούς. Δεν είχε καμιά ελπίδα να αντιμετωπίσει τοξότες και σιδερόφρακτους που είχαν φτιάξει γύρω του τείχος. Θα ήταν άσκοπη κι η θυσία των στρατιωτών του. Έτσι, τον υποχρέωσαν να παραδοθεί. Η πιο δυναμική κι ηρωική πράξη του ρωμαϊκού στρατού είχε λήξει με ομηρία. Οι Λατίνοι τους φέρθηκαν καλά, και σε εκείνον σαν άρχοντα, αλλά και στους ιππείς και τους καταφρακτάριούς του. Όλοι τους έμειναν για λίγο όμηροι και γύρισαν πίσω στην Πόλη μετά από λίγο καιρό. Φυσικά, πρώτα καταβλήθηκαν τα λύτρα που ζήτησαν οι προσκυνητές.
«Μου θυμίζεις τις ιστορίες που έχω ακούσει για σένα, για τον Κωνσταντίνο που έτρεψε τους Λατίνους σε φυγή.»
«Που, τελικά, πιάστηκε όμηρος» συμπλήρωσε εκείνος με αρκετή δόση ειρωνείας.
«Κι όμως, ο λαός δεν το είδε έτσι. Σε υποδέχτηκαν σαν ήρωα και νικητή όταν γύρισες απ’ την ομηρία, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.
«Που τα θυμήθηκες αυτά; Έχουν περάσει τόσα χρόνια. Πάνε αυτά, περάσανε, και μαζί τους πάει κι η Πόλη» της είπε με μια θλίψη στη φωνή του.
«Παρασύρθηκες κι άφησες τα νώτα σου ακάλυπτα.»
«Ήταν το μεγάλο μου λάθος, και το πλήρωσα.»
«Για τον λαό ήσουν ήρωας, για ένα στρατηγό όμως θα ήσουν αποτυχημένος διοικητής. Ποιος από τους δυο θα είχε το δίκιο, ο λαός ή ο στρατηγός;» τον ρώτησε.
«Μου βάζεις δύσκολα Ζωίτσα» της είπε. «Είμαι με τον λαό και το συναίσθημά του, αλλά καταλαβαίνω τον στρατηγό. Αυτός είναι ειδικός στους πολέμους. Αυτός θα είχε δίκιο, αφού πιαστήκαμε, τελικά, αιχμάλωτοι.»
«Κι ο λαός το ήξερε ότι είχατε πιαστεί κι ότι γυρίσατε με λύτρα, δεν το θεώρησε όμως αποτυχία.»
«Τι θέλεις να μου πεις, γλυκιά μου Ζωίτσα;»
«Στη ζωή δεν είναι όλα όπως φαίνονται με την πρώτη ματιά. Η Ρωμιοί έχασαν την Πόλη γιατί σκέφτονταν λογικά κι υποχωρούσαν. Έφυγαν δυο αυτοκράτορες που ήξεραν ότι ο στρατός μπορεί να μην πολεμούσε! Χάναμε τις μάχες πριν τις δώσουμε! Απ’ τους Ρωμαίους έλειπε η ψυχή. Η δική σου τρέλα, έδειχνε ότι είχες ψυχή και την μετέδιδες γύρω σου. Ακριβώς αυτό είδε ο λαός και σας ανακήρυξε ήρωες κι όχι κουτούς! Είχες την ψυχή που έλειπε από τους άλλους. Κι αν ήταν όλοι σαν εσένα δεν θα έπεφτε καμιά Πόλη ποτέ.»
«Σ’ ευχαριστώ που με δικαιώνεις, αλλά, ποιο είναι το συμπέρασμα; Πού το πας;»
«Λέω γλυκό μου αγόρι ότι αυτό που έχεις είναι πολύ πιο σπουδαίο από κάθε στρατηγική σκέψη και λογική. Έχεις ψυχή κι αυτό δεν πρέπει να το χάσεις.»
«Μα, γι αυτό σου λέω πως δεν είναι ώρα για έρωτες» της είπε κι αυτός χαμογελώντας.
«Γι αυτό κι εγώ σου λέω πως τώρα είναι ώρα για έρωτες και για τρέλες» είπε εκείνη. «Ώρα για την ψυχή κι όχι για το μυαλό. Γι αυτό κι εγώ θα σε ακολουθήσω στον παραλογισμό σου. Θα ψάξω κι εγώ μαζί σου τον Ιερέα Ιωάννη και τον Ερμή τον Τρισμέγιστο!»
«Το θεωρείς ακόμα παράλογο;»
«Μα … φυσικά, ναι! Τι άλλο από παραλογισμός μπορεί να είναι ένα Βασίλειο του Θεού, εγκατεστημένο στην άκρη του κόσμου;»
«Δεν ξέρω αν είναι παράλογο» είπε σκεπτικός και συνοφρυωμένος.
«Πες μου τι πιστεύεις γι αυτό που ψάχνεις.»
«Νομίζω πως είναι η μόνη ελπίδα που έχουμε για να ξαναγυρίσουν στη Γη η ελληνική ομορφιά κι η σοφία. Έστω κι αν χρειαστεί να βρούμε έναν χώρο για τους αρχαίους θεούς δίπλα στον δικό μας Θεό. Δύσκολο είναι, αλλά, οι αρχιερείς έχουν πετύχει και δυσκολότερα θαύματα. Ας συνυπάρξουν κι οι αρχαίοι θεοί μαζί με τόσους αγίους της χριστιανοσύνης. Τους διώξαμε απ’ τον Όλυμπο και πήγαν στις εσχατιές του κόσμου. Ο Ιερέας Ιωάννης, με το κύρος του θα ζωντανέψει ξανά εκείνο το αρχαίο πνεύμα.»
«Πιστεύεις πως υπάρχουν ακόμα οι αρχαίοι θεοί;»
«Ξέρουμε ότι υπάρχει ένας Θεός, ο δικός μας, αυτός που λέγεται Γιεχωβά. Άλλοι τον λένε Αλλάχ. Γιατί να μην πιστεύω κι εγώ πως θα λεγόταν κάποτε Δίας; Ο κόσμος κτίστηκε εδώ κι επτά χιλιάδες χρόνια. Για τα έξι χιλιάδες από αυτά, οι άνθρωποι ήξεραν μόνο τους αρχαίους θεούς. Για χίλια χρόνια πιστεύουν σε κάτι άλλο. Άλλαξε νομίζεις η ουσία του Θεού; Όποιος κι αν είναι ο Θεός, Αλλάχ ή Γιεχβά ή Δίας, η λογική, η ομορφιά, κι η δικαιοσύνη είναι οι ίδιες. Οι αξίες δεν αλλάζουν ούτε οι αρετές. Μπορούν να ξανακερδίσουν τον κόσμο!»
«Κι η ελπίδα σου είναι ο Ιερέας Ιωάννης;»
«Όπως κι αν λέγεται η ελπίδα, Ιερέας ή Πρεσβύτερος ή Ερμής ή Μεσσίας, εγώ τον πιστεύω. Υπάρχει και θα πάω να τον βρω! Και εσύ θα είσαι μαζί μου!»
«Κι εγώ θα είμαι μαζί σου γλυκό μου αγόρι!» του είπε και τον φίλησε γλυκά. «Θα είμαι μαζί σου στην αναζήτηση του παράλογου και της ελπίδας.»
Δεν αργούσε η μέρα που είχε οριστεί για την αναχώρησή τους. Ο Κωνσταντίνος είχε μαζέψει χάρτες και πληροφορίες από την Σινώπη, την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη. Εκεί είχε πάει τον καιρό που έλειπε από το Ικόνιο. Είχε βρει το χειρόγραφο του Εβραίου Βενιαμίν απ’ την Τουδέλη. Αυτός είχε επισκεφθεί πολύ πρόσφατα τις χώρες της Αβησσυνίας της Υεμένης και της Ινδίας. Είχε γράψει γι αυτές. Ήταν οι χώρες που αποτελούσαν το νότιο άκρο του πολιτισμού σύμφωνα με τους Αιγύπτιους. Είχε περάσει από την χώρα των Περσών κι είχε πλησιάσει στη χώρα των Σιν και την θάλασσα των Νικπά. Εκεί βρισκόταν το ανατολικότερο άκρο του πολιτισμού μαςi, εκεί θα πήγαινε, λοιπόν.
Θα πορεύονταν ο Κωνσταντίνος με την βοηθό του την Ζωή, σύμφωνα με τα γραπτά του Βενιαμίν. Θα χρησιμοποιούσαν και τις γνώσεις που είχαν οι Σελτζούκοι για την Μεσοποταμία. Του είχε προσφέρει πρόσβαση σε αυτή τη γνώση ο Καϊχοσρόης. Θα έβρισκε την άκρη του κόσμου. Βέβαια, ενδιαφερόταν μόνο για τα νότια κι ανατολικά άκρα του κόσμου. Ο Ήλιος από την ανατολή και τον νότο ερχόταν, άρα, εκεί θα βρισκόταν και το Βασίλειο του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο ήταν βέβαιος ότι το είχε εντοπίσει.
Είχε υπολογίσει πως θα ταξίδευε δύο χρόνια περίπου για να φτάσει στο βασίλειο του Ιερέα Ιωάννη. Θα περνούσε ένα-δύο χρόνια εκεί ώσπου να οργανώσει την εκστρατεία του. Ύστερα ήθελε άλλα δυο χρόνια επιστροφής. Όλα μαζί έκαναν γύρω στα επτά χρόνια. Είχε μελετήσει τα “Διονυσιακά” του Νόννου Πανοπολίτηii, γραμμένα πριν από οχτακόσια χρόνιαiii. Με βάση τα βιβλία αυτά, ο θεός Διόνυσος είχε εκστρατεύσει στην Ινδία και την είχε κατακτήσει. Είχε φτάσει στην άκρη του κόσμου. Της μίλησε για τον Διόνυσο.
«Ήταν γιος του Δία κι απεσταλμένος του. Δεν έκανε τυχαία την εκστρατεία του.»
«Πιστεύεις στην ειδωλολατρία, λοιπόν;» του είπε για να τον πειράξει. Της άρεσε να τον πειράζει, να παίζει μαζί του.
«Όχι, αλλά, δεν κλείνω τα μάτια στην αρχαία σοφία.»
«Ποιος ήταν, λοιπόν, ο στόχος του Διόνυσου;»
«Έβλεπε την επερχόμενη πτώση του πολιτισμού. Ούτε ο Αλέξανδρος ούτε κι η Pax Romana θα άντεχαν. Η επικράτηση των αυτοκρατόρων, των μονοθεïστών και των βαρβάρων ήταν βέβαιη. Οι νομάδες θα κατέλυαν τις πόλεις κι οι τύραννοι θα αναλάμβαναν της προστασία τους.»
«Κι ό,τι είχε χτίσει ο πολιτισμός θα καταστρεφόταν;»
«Ακριβώς. Γι αυτό εκστράτευσε. Έκρυψε τις δυνάμεις του ελληνισμού για να τις διαφυλάξει.»
Αυτό πίστευε. Η σοφία, η επιστήμη, ο λόγος, η τέχνη και μαζί τους οι θεϊκές δυνάμεις κρύφτηκαν για να διαφυλαχτούν. Και βρίσκονται στις εσχατιές του κόσμου.
«Είναι το θεϊκό βασίλειο του Ερμή του Τρισμέγιστου» της είπε με ζέση.
«Κι ο Ιερέας;» τον ρώτησε η Ζωή. «Τι θα κάνει;»
«Μας περιμένει. Είναι ο φύλακας. Θα του δώσουμε το μήνυμα ότι ήρθε η ώρα για την αντίστροφη πορεία.»
Κατά τον Κωνσταντίνο, ήταν η ώρα να επιστρέψουν απ’ την ανατολή οι δυνάμεις του ελληνισμού. Θα ελευθέρωναν τους ανθρώπους απ’ την αμάθεια και την δεισιδαιμονία. Ήταν η ώρα να ξαναβρεί η χώρα των θεών, η Ρωμανία-Γραικία, το χαμένο της κλέος. Όπως ο Διόνυσος προχώρησε με τη μούσα του την Αριάδνη, έτσι κι αυτός θα πήγαινε με τη δική του μούσα, τη Ζωή!
Σε επτά χρόνια από σήμερα θα γύριζαν πίσω. Θα ήταν το έτος έξι χιλιάδες επτακόσια είκοσι έξι από κτίσεως κόσμου. Με την παπική μέτρηση του χρόνου θα ήταν το 1218 μΧ.. Θα γύριζε με τα στρατεύματα του Ιερέα Ιωάννη. Τα φανταζόταν περισσότερο πνευματικά και λιγότερο στρατιωτικά. Μ’ αυτά θα επέβαλε τον ελληνισμό.
Θεωρούσε ηρωική αλλά και μάταιη την προσπάθεια του αδελφού του. Ήθελε να αναγεννήσει την αυτοκρατορία με μια στρατιωτική νίκη. Με την γυναίκα του συνδύαζαν το όνομα των Γραικών με την ορθόδοξη πίστη. Έβρισκε ευγενική την πρόθεσή τους, αλλά, χωρίς μέλλον. Θα σαρωνόταν από τους νομάδες και τους βαρβάρους κι απ’ την πρωτόγονη ορμή τους. Μισούσαν κάθε τι το ελληνικό, δεν θα άφηναν τους Γραικούς να ορθοποδήσουν.
Αντίθετα, η δική του προσπάθεια, έστω και ουτοπική, ωστόσο, στηριζόταν σε ανώτερες δυνάμεις. Το ένιωθε. Το πάθος του για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ήταν αληθινό. Αισθανόταν πως αρχαίοι και νέοι θεοί ήταν μαζί του. Ήταν ένας έρωτας αυτό που τον κατέκλυζε. “Αυτόν τον έρωτα βλέπει η Ζωή. Γι αυτό λέει ότι δεν πρόκειται να ερωτευτώ ποτέ κανέναν άλλον εκτός από τον σκοπό μου. Ίσως και να έχει δίκιο” σκέφτηκε. Προβληματίστηκε λίγο αλλά το ξεπέρασε γρήγορα. Είχε πολλά να κάνει ακόμα.

****************************************
Η συνέχεια την Δευτέρα 3/8.
Είναι η τελευταία εβδομάδα αυτών των δημοσιεύσεων καθώς την Παρασκευή 6/8 ολοκληρώνεται το βιβλίο. Πιστεύω πως το ενδιαφέρον συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και μάλιστα κορυφώνεται καθώς πλησιάζουμε στο τέλος.