Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

37 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 37η

Σήμερα ξεκινά το 11ο κεφάλαιο. Τίτλος του "Η ΣΤΕΨΗ" (1208μ.Χ.)
Πρόκειται για την στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη ως του αληθινού και μόνου αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που βρίσκεται εξόριστη στη Νίκαια.
Από την Αθήνα ξεκινούν ο Νικηφόρος με τον Ακομινάτο και τους μητροπολίτες Κορινθίας και Άργους, που έδιωξαν οι Φράγκοι και προστατεύει ο Λέων Σγουρός, για να παραβρεθούν στην μεγάλη τελετή. 
Το Α' μέρος με τίτλο "ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ" περιγράφει αυτή την μετάβαση κι αυτά που βρήκαν στην Βιθυνία. Ο Νικηφόρος, βέβαια, έχει πρώτη του προτεραιότητα να βρει την Ζωή.
******************************************


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο : Η ΣΤΕΨΗ  1208 μ.Χ.

Α’ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Αρχές Μάρτη του 1208 μ.Χ. έφυγε το “Δήλος” από τον Πειραιά. Θα ταξίδευε σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή πού ‘χε συνηθίσει να κάνει τα τελευταία χρόνια. Στα δρομολόγια από τον Πειραιά για Μασσαλία είχε μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα, κεραμικά και λάδι. Τώρα μαζί με τα ίδια προϊόντα, είχε και κάποιους επιβάτες για την Προποντίδα. Επτά άνδρες περίμεναν στην ακτή. Κάθονταν στο μοναδικό καπηλειό του λιμανιού και περίμεναν σήμα για να επιβιβαστούν στο “Δήλος”. Ήταν όλοι γνωστοί από παλιά. Ο Νικηφόρος που ήταν ακόμη ιδιοκτήτης του πλοίου, αλλά, δεν ταξίδευε πια σαν ναύαρχος, παρά σαν ταξιδιώτης. Ο Μιχαήλ ήδη εξήντα επτά ετών, ήξερε πως το ταξίδι θα τον ταλαιπωρούσε, αλλά, ήθελε οπωσδήποτε να το κάνει. Ο Γεώργιος Βαρδάνης που έμενε στο μοναστήρι του Υμηττού είχε έρθει κι αυτός. Ήταν κι ο ηλικιωμένος, αλλά, δυνατός Δωρόθεος Καρτεράνος με τον δεκαεννιάχρονο γιο του Πλατώνιο. Μαζί τους ταξίδευαν και δυο γέροι με γενειάδες και κάτασπρα μαλλιά. Ήταν οι μητροπολίτες Κορίνθου και Θηβών πόυ είχαν εκδιωχθεί από τις μητροπόλεις τους. Τις θέσεις τους τις είχαν πάρει Λατίνοι επίσκοποι κι έτσι αυτοί διέμεναν στον Ακροκόρινθο και στην Ακροναυπλία. Μαζί τους ήταν, φυσικά, κι ο Λέων Καρτεράνος, ο νεαρός που είχε αναλάβει πλοίαρχος του “Δήλος” εδώ και καιρό.
Οι επτά θα έκαναν το ταξίδι στη Νίκαια για να είναι παρόντες στη στέψη. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης θα χριζόταν ως αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, έστω και εν εξορία.
«Θα αποβιβαστούμε στην Απάμεια. Το λιμάνι είναι σε ρωμαϊκά χέρια» είπε ο Λέων.
«Είδα ότι οι Φράγκοι ζήτησαν να τους δώσεις πολλές λεπτομέρειες. Πες μας, Λέοντα, τι ακριβώς ήθελαν να μάθουν;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Πήραν πλήρη περιγραφή του φορτίου και ρώτησαν για τους επιβάτες. Δεν θα μας άφηναν να φύγουμε αλλιώς» είπε ο Λέων. «Τους είπα ότι έχω πέντε επιβάτες.»
«Πέντε, ε; … καλά έκανες» είπε ο Νικηφόρος.
Δεν μπορούσε να πει κουβέντα για τους δυο γέροντες μητροπολίτες. Θα τους απαγόρευαν την μετακίνηση κι ίσως να τους έκλειναν στη φυλακή. Ήταν προστατευόμενοι του Λέοντα Σγουρού, του μόνου γραικού που ακόμα τους πολεμούσε, άρα ήταν παράνομοι. Ο Νικηφόρος είχε αποδεχτεί την παράκληση του Μιχαήλ να τους πάρουν μαζί τους και είχε διακινδυνέψει. Ευτυχώς, ο Λέων τα είχε καταφέρει.
«Δεν θά ‘ναι ευτυχείς οι φίλοι σου μ’ αυτό που κάνουμε, αλλά, δεν γίνεται αλλιώς» είπε ο Ακομινάτος στον Νικηφόρο. «Ας μην αργήσουμε να επιβιβαστούμε.»
Η στέψη Ρωμαίου αυτοκράτορα, έστω και στη Νίκαια, αμφισβητούσε έμπρακτα την λατινική εξουσία. Ο αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης αποκτούσε επίσημοι ανταγωνιστή κι ο θρόνος γινόταν διεκδικούμενος. Έμπρακτα, η ανακήρυξη ήταν μια πράξη αντίστασης κι επανάστασης κατά της εξουσίας των Λατίνων. Το ότι πήγαιναν σε αυτή την στέψη δεν θα άρεσε καθόλου στον Ντε Λα Ρος και στους Φράγκους του Ερρίκου. Δεν μπορούσαν, όμως, να μην τους δώσουν την άδεια, όσο δεν ήταν βέβαιοι για τον τελικό προορισμό των επιβατών. Έτσι, δεν εμπόδισαν την αναχώρηση του πλοίου ούτε και το έψαξαν εξονυχιστικά. Η παρουσία ενός Ιππότη των Αθηνών ήταν λόγος αρκετός για να μην εμποδιστεί ο απόπλους.
«Τι σε προβληματίζει, Νικηφόρε;» τον ρώτησε ο Λέων.
«Αναρωτιέμαι πώς ήξεραν οι Φράγκοι ότι θα έχεις μαζί σου στο “Δήλος” κι επιβάτες. Κανονικά μόνο το φορτίο σου θα έπρεπε να γνωρίζουν» είπε ο Νικηφόρος.
«Εγώ τους το είπα, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με ρώτησαν μόλις έμαθαν ότι θα πάω στην Κωνσταντινούπολη. Όταν τους είπα ότι θα μεταφέρω επιβάτες με κοίταζαν ύποπτα. Μου είπαν να φέρω άδεια από τον Φρούραρχου των Αθηνών,»
«Κι εσύ τι έκανες;»
«Ζήτησα από τους φίλους σου να μεσολαβήσουν.»
«Γιατί δεν το έλεγες σε εμένα να τους μιλήσω εγώ;» του είπε ο Νικηφόρος.
«Δεν χρειάστηκε. Το είπα στον Ρομπέρ. Εκείνος μίλησε στον Εστάς ντε Βιτώ κι αμέσως μου έδωσαν την άδεια να σας πάρω σαν επιβάτες.»
«Δεν πιστεύω να έμαθαν κάτι για τους γέροντες, ε;»
«Όχι, πιστεύουν ότι πάτε μόνο οι τρεις της οικογένειας κι ο πατήρ Ακομινάτος με τον Βαρδάνη. Για τους Κορίνθου και Θηβών δεν έχουν ιδέα. Ξέρω ότι τους έχουν άχτι κι ότι αν το μάθαιναν θα τους συνελάμβαναν στη στιγμή.»
«Ας είμαστε προσεκτικοί» του είπε ο Νικηφόρος.
Επιβιβάστηκαν στο πλοίο και τακτοποιήθηκαν. Έμεναν σε προστατευμένους χώρους κάτω από το κατάστρωμα. Δεν ήταν μικρό το πλοίο αλλά είχε πλήρωμα και κωπηλάτες και αμπάρια για φορτίο. Δεν είχε διευκολύνσεις για επιβάτες. Το ταξίδι ήταν δύσκολο και ταλαιπώρησε πολύ τους ηλικιωμένους. Το Αιγαίο τον Φεβρουάριο είχε άστατο καιρό, αλλά, δεν είχε, τουλάχιστον, βοριάδες. Αυτός ο καιρός δεν εμπόδιζε το “Δήλος” να ανοίξει τα πανιά του.
Κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους στα μέσα του Μάρτη του 1208. Ο Λέων τους άφησε στην Απάμεια, αφού, φρόντισε να τους βρει άμαξα και άλογα. Από εκεί θα συνέχιζαν μέσω αμαξιτών δρόμων μέχρι τη Νίκαια. Ξεκουράστηκαν ένα βράδυ και ξεζαλίστηκαν από το κούνημα του πλοίου. Την άλλη μέρα, από τα χαράματα κιόλας, ξεκίνησαν. Είχαν μιάμιση μέρα δρόμο. Στην Πύλη του κάστρου της είπαν ποιοι ήταν και για ποιον λόγο είχαν έρθει. Ζήτησαν να ενημερωθεί ο Δεσπότης Θεόδωρος. Ήρθαν αμέσως να τους υποδεχτούν ο Καλλίμαχος κι ο Κωνσταντίνος Τουρσέντης, πρωτοσπαθάριος του Λάσκαρη. Ήρθε ο Αντώνιος Στενημαχηνός, υπασπιστής του Κωνσταντίνου Λάσκαρη που είχε χαθεί στο Αδραμύττιο. Ήταν μια τιμητική κι ενθουσιώδης υποδοχή.
Ο Τουρσέντης τους μετέφερε τα καλωσορίσματα από μέρους του Λάσκαρη κι ο Καλλίμαχος απ’ την Άννα-Αγγελίνα. Ο Στενημαχηνός τους οδήγησε σε ένα μεγάλο αρχοντικό στην καλή συνοικία της Νίκαιας κοντά στο νέο παλάτι. Τους έδωσαν δωμάτια και τους περιποιήθηκαν σχολαστικά.
«Θα σας δουν αύριο το μεσημέρι ο αυτοκράτορας με την σύζυγό του» τους ενημέρωσαν. «Εσείς να ξεκουραστείτε κι ετοιμαστείτε για την ακρόαση.»
Σε λίγες μέρες, την Κυριακή στις 19 του μηνός, ημέρα της Σαρακοστής, θα ξεκινούσε εδώ στη Νίκαια μια Σύνοδος. Οι ορθόδοξοι επίσκοποι, μεταξύ των άλλων, θα εξέλεγαν τον νέο Πατριάρχη ”Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης”. Θα ήταν “εν εξορία”, δηλαδή, εγκατεστημένος εδώ στη μητρόπολη της Νίκαιας. Αυτός ο Πατριάρχης θα μπορούσε στη συνέχεια να στέψει με επισημότητα και νομιμότητα τον νέο αυτοκράτορα. Θα ήταν ο “Πιστός τω Χριστώ τω Θεώ Βασιλεύς, Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων”. Η εκλογή Πατριάρχη ήταν η μόνη εκκρεμότητα. Μετά από αυτήν μπορούσε να γίνει η στέψη σύμφωνα με το μεγαλοπρεπές τυπικό των Ρωμαίων. Είχαν προσδιοριστεί οι ημερομηνίες, έρχονταν κι οι τελευταίοι επίσκοποι για την Σύνοδο. Ο Νικηφόρος, βέβαια, δεν αναρωτιόταν καθόλου ούτε αγωνιούσε για το τελετουργικό. Εκείνο που τον ένοιαζε ήταν να μάθει που βρισκόταν η Ζωή. Προτίμησε να ξεμοναχιάσει τον Καλλίμαχο και να τον ρωτήσει.
«Εδώ κι έξι μήνες πήρε την απόφαση να κλειστεί σ’ ένα μοναστήρι» του είπε εκείνος. «Απέρριψε πολλές προτάσεις για γάμο και δεν προσαρμόστηκε στη ζωή εδώ. Έτσι αποχώρησε για τη Μονή της Αγίας Παρασκευής.»
«Που είναι αυτή η Μονή; Είναι εδώ κοντά;»
«Είναι μακριά. Βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην Πέργαμο και στγο Αδραμύτιο.»
«Θα έρθει για τη στέψη;»
«Δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο στις Μονές. Εξάλλου δεν θα το ξέρει καν ότι πρόκειται να γίνει η στέψη του Θεόδωρου. Υποθέτω πως όταν το μάθει θα είναι αργά.»
«Η διακήρυξη του ρωμαίικου ελληνισμού τι έγινε;»
«Στάσιμη! Χάθηκε ο Κωνσταντίνος στο Αδραμύτιο κι ο Θεόδωρος Λάσκαρης δεν θέλει να μπει επί κεφαλής.»
«Πώς σκοτώθηκε ο Κωνσταντίνος; Δεν μάθαμε στην Αθήνα τίποτε. Μόνο ότι χάθηκε στο Αδραμύτιο.»
«Δεν ξέρουμε σίγουρα αν σκοτώθηκε, δεν βρήκανε το σώμα ή το κεφάλι του κι ας ψάξαμε πολύ. Απλά, εξαφανίστηκε εντελώς, χάθηκε από προσώπου γης, στη διάρκεια της μάχης με τους Φράγκους.»
«Πες μου γι αυτήν την μάχη» είπε ο Νικηφόρος.
«Χάσαμε πολλούς Ρωμιούς και μισθοφόρους, ήταν μια καταστροφή. Ήταν εκεί ο Τουρσέντης κι ο Στενημαχηνός, αν θες, ρώτα τους. Ο Κωνσταντίνος δεν βρέθηκε πουθενά. Ούτε αιχμάλωτος πιάστηκε, ούτε νεκρό τον βρήκαμε πουθενά. Μετά από τόσο καιρό, όλοι λέμε πια ότι σκοτώθηκε.»
«Τι κρίμα να χαθεί ένας τόσο γενναίος άντρας!»
«Όχι μόνο γενναίος» πρόσθεσε ο Καλλίμαχος. «Ήταν πρόθυμος να ηγηθεί της αναγέννησης των Γραικών. Ήθελε να δουλέψει για το όραμά μας.»
«Δυστυχώς, έτσι είναι» συμφώνησε ο Νικηφόρος. «Λες να ζει ακόμα;»
«Και πού έχει εξαφανιστεί. Γιατί να το κάνει;»
«Σωστά. Πότε θα γίνει η Στέψη;» ρώτησε ο Νικηφόρος
«Το Πάσχα. Σαράντα μέρες μετά τη Σύνοδο που θα εκλέξει τον νόμιμο Πατριάρχη. Πρέπει να υπάρχει ένας νόμιμος Πατριάρχης να δώσει το στέμμα.»
«Γιατί δεν έκανε τη στέψη τόσο καιρό ο Καματηρός;»
«Αρχικά έλεγε ότι δεν μπορούσε να μετακινηθεί απ’ την Θράκη κι έστειλε εδώ την παραίτησή του. Μετά όμως πέθανε στην Αδριανούπολη κι ο θρόνος χήρεψε.»
«Κι άνοιξε ο δρόμος για να συγκληθεί αυτή η Σύνοδος, ε; Καλό είναι αυτό. Σύνοδος εν εξορία, αυτοκράτωρ εν εξορία. Τουλάχιστον, το γένος των Ρωμαίων θα έχει μια κεφαλή για να παλεύει για την επανάκτηση της Πόλης.»
«Ας ελπίσουμε πως έτσι θα γίνουν τα πράγματα» είπε ο Καλλίμαχος. «Όμως, για πες μου, εσύ τι θα κάνεις; Σκοπεύεις να πας στην Αγία Παρασκευή;»
«Ναι, αυτό θα κάνω» είπε ο Νικηφόρος χωρίς καν να χρειαστεί να το σκεφτεί. «Μετά τη σύνοδο κι ως τη στέψη, θα πάω. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγω χωρίς να το καταλάβουν αυτοί που ήρθαν μαζί μου από την Αθήνα.»
«Θα σε βοηθήσω αν με χρειαστείς» είπε ο Καλλίμαχος.
«Νομίζω πως θα σε χρειαστώ. Θα σου πω όταν δω πως είναι εδώ η κατάσταση.»
Η επίσημη υποδοχή των ταξιδιωτών από την Αθήνα έγινε στο τρίκλινο του θρόνου. Ήταν η αίθουσα του παλατιού των Λασκαραίων στην Νίκαια. Προηγουμένως ο Θεόδωρος είχε δει κατ’ ιδίαν, μαζί με την Άννα-Αγγελίνα, τον Νικηφόρο. Αντάλλαξαν λίγες κουβέντες και, μετά, τον ρώτησαν να τους πει για εκείνους που είχαν έρθει από την Αθήνα. Τον Μιχαήλ βέβαια τον γνώριζαν. Η γνωριμία είχε γίνει πριν από τριάντα χρόνια στην Πόλη όπου ζούσε ο Ακομινάτος πριν έρθει στην Αθήνα. Μίλησαν για τον θάνατο του Νικήτα Χωνιάτη, που ήταν αγαπητός σε όλους, και για τον χαμό του Κωνσταντίνου. Ο Νικηφόρος τους είπε ότι μαζί του είχαν έρθει ο πεθερός του κι ένας κουνιάδος του. Ακόμη ήταν ο πρώην γραμματικός του Ακομινάτου και δυο μητροπολίτες. Αυτούς τους είχε υπό την προστασία του ο Σγουρός.
«Στη Θήβα και την Κόρινθο έχουν τοποθετηθεί Λατίνοι μητροπολίτες. Ο Σγουρός πήρε μαζί του στα κάστρα του τους ορθόδοξους γέροντες. Αυτοί έκαναν το ταξίδι μέχρι εδώ για να προσκυνήσουν εσένα, τον ελευθερωτή των Ρωμαίων, όπως σε ονομάζουν.»
«Θα τιμήσω τους γέροντες» είπε ο Λάσκαρης. «Θέλω να βοηθήσω τον Σγουρό! Μου φαίνεται πως μόνο αυτός, εκτός από εμάς, θέλει πραγματικά να σώσει την τιμή των Ρωμαίων. Όλοι οι άλλοι δίνουν όρκους υποτέλειας στον Ερρίκο.»
«Παλεύει τέσσερα χρόνια τώρα στα τρία κάστρα του κι αντέχει. Είναι, όμως, πολύ μόνος» είπε ο Νικηφόρος.
«Θα πρέπει να κάνουμε κάτι γι αυτό» είπε ο Λάσκαρης.

 
******************************************
Η συνέχεια αύριο, Πέμπτη.