Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

40 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 40η

Είμαστε στο Δ' μέρος του 11ου κεφαλαίου. 
Το κεφάλαιο έχει τίτλο "Η ΣΤΕΨΗ 1208 μΧ" και το μέρος αυτό έχει τίτλο "ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΘΕΟΔΩΡΟΣ".

Πρόκειται για τη Στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη ως αυτοκράτορος των Ρωμαίων με κάθε επισημότητα στην Νίκαια, όπου βρίσκεται εξόριστη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε τέσσερις Ρωμαϊκές Αυτοκρατορίες αυτή τη στιγμή. 
α) η Γερμανική, που είναι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Δύσης κι η οποία έχει την ευλογία του Πάπα, η Λατινική, 
β) η Λατινική, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης που έχει επίσης την ευλογία του Πάπα κι είναι το κράτος των σταυροφόρων,
γ) η Ελληνική, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Νίκαιας που έχει την ευλογία του Πατριάρχη, και 
δ) η Μουσουλμανική, το Σουλτανάτο του Ρουμ των Σελτζούκων Τούρκων,  που έχει την ευλογία του Ουλ Ισλάμ.
Ο Νικηφόρος, αφού έχει βρει την Ζωή κι έχει ζήσει μαζί της μερικές μέρες, συναντά τους φίλους του κι έρχονται μαζί τους στη Νίκαια για να παραστούν στη στέψη του Λάσκαρη.
******************************************************


 
Δ’ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΘΕΟΔΩΡΟΣ


Ο Νικηφόρος δεν μπήκε στην Νίκαια. Πήρε τον δρόμο για την Απάμεια. Ήταν ένα ταξίδι μιας μέρας. Ξημέρωμα της Κυριακής των Βαΐων, έφτασε. Πήγε στο γνωστό λιμάνι, εκεί όπου είχαν φτάσει με το “Δήλος”. Εκεί είχε κανονίσει με τον Βαρδάνη να συναντηθούν. Τον βρήκε να περιμένει συνεπής στο ραντεβού τους. Δεν ήταν μόνος, μαζί του ήταν κι ένας ακόμα άγνωστος άντρας. Είχε κάτι πάνω του που φαινόταν γνωστό στον Νικηφόρο, αλλά, ήταν απροσδιόριστο.
«Ο Διογένης Ιάσων» είπε ο Βαρδάνης συστήνοντας τον “άγνωστο”. «Έχετε γνωριστεί και πολύ καλά μάλιστα!»
Έκπληκτος ο Νικηφόρος τον παρατήρησε καλύτερα κι αναγνώρισε τον ερημίτη. Αυτό που του έδινε την απόκοσμη όψη, που με αυτήν τον είχε γνωρίσει παλιά, ήταν κυρίως τα μάτια του. Ό,τι κι αν είχε αλλάξει πω του, αυτό είχε μείνει ίδιο. Τα ίδια μάτια έλαμπαν τώρα, όπως και τότε, και προφανώς, όπως πάντα. Ήταν ξυρισμένος όπως οι Φράγκοι. Χωρίς τα μακριά ακατάστατα μαλλιά και τα πυκνά του γένια ήταν αγνώριστος. Αγκαλιάστηκαν αμέσως κι έδειξαν αυθόρμητα την χαρά τους που ξανασυναντήθηκαν.
«Που είναι η Ζωή, Νικηφόρε;» τον ρώτησε. «Την πήρες από το μοναστήρι;»
«Την άφησα έξω από τη Νίκαια για να μπει μόνη της. Δεν ήθελα να με δουν μαζί της. Μπήκε στην πόλη πάνω σε ένα γαϊδουράκι με ράσα καλογριάς. Έτσι, δεν έχει καμιά σχέση μαζί μου, όπως καταλαβαίνεις.»
«Ωραία λοιπόν. Θα βρεθούμε και πάλι όλοι.. Χαίρομαι που σε βλέπω ναύαρχε» είπε ο Διογένης.
«Χαίρομαι κι εγώ που σας βλέπω. Σας πειράζει που φορώ αυτή την πανοπλία; Πώς με βλέπετε; Με ιππότης των Φράγκων ή με Καταφρακτάριος των Ρωμαίων μοιάζω;» είπε ο Νικηφόρος κι έδειξε την στολή του.
«Βλέπω τον δικέφαλο αετό στον μανδύα σου και με πιάνει μια συγκίνηση» είπε ο Βαρδάνης.
«Κι εγώ βλέπω ένα κόκκινο μαντίλι με λευκό κρίνο στο πέτο σου» είπε ο Διογένης.
Ήταν μεσημέρι της Κυριακής των Βαΐων κι έψαξαν για ένα καπηλειό. Η Απάμεια ήταν λιμάνι σημαντικό. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια που η Νίκαια ήταν πρωτεύουσα, είχε γίνει το κυριότερο λιμάνι του Δεσποτάτου. Είχε πολλούς ναυτικούς κι αρκετά καπηλειά τριγύρω. Διάλεξαν ένα που είχε και δωμάτιο διαθέσιμο για να κοιμηθούν το βράδυ. Ήταν η τελευταία τους ευκαιρία για κρασοκατάνυξη καθώς η εβδομάδα που ερχόταν ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα. Όλα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Με τόσους παπάδες να τριγυρνούν στο παλάτι των Λασκαραίων, όλα θα ήταν απαγορευμένα.
Ήπιαν αρκετές κανάτες κρασί και μίλησαν πολύ για όλα. Είχαν πολλά να πουν. Ο Βαρδάνης μίλησε όσα είδε στην Πόλη του Κωνσταντίνου η οποία τον εντυπωσίασε.
«Παρά τις λεηλασίες που έχει υποστεί είναι τρομερή. Το όνειρό μου να δω την βασιλεύουσα πόλη της Ρωμιοσύνης έχει πραγματοποιηθεί.»
Τους είπε για την πόλη που είχαν πλέον οι Λατίνοι. Τα ίχνη της καταστροφής, τέσσερα χρόνια μετά την εισβολή, ήταν ακόμη ευδιάκριτα. Οι εκκλησίες, τα αρχοντικά, οι πλατείες κι οι δρόμοι είχαν σημάδια. Ιδιαίτερα περιέγραψε τα μέρη που είχε επισκεφτεί γιατί αυτά έπρεπε να αναφέρει ο Νικηφόρος, αν τον ρωτούσαν. Ο Βαρδάνης μιλούσε για τον Θεόδωρο Βρανά και την Άννα τη Φράγκα, τη σύζυγό του, αλλά και τις παρέες τους. Ο Μπλουά, ο Βιλεαρδουίνος κι άλλοι Λατίνοι είχαν γίνει γνωστοί του. Ο Νικηφόρος δεν τους ήξερε.
«Καλύτερα μην πεις γι αυτούς στη Νίκαια» του είπε.
Ο Διογένης έμοιαζε σαν ένας εξ ολοκλήρου καινούριος άνθρωπος. Τους εξήγησε τι έκανε στην Κωνσταντινούπολη τα τελευταία χρόνια.
«Παλιότερα η ειδικότητά μου ήταν να καταριέμαι. Τώρα είχα διαφορετική αποστολή, προφήτευα. Έλεγα στους Ρωμιούς να αλλάξουν όνομα αν ήθελαν να σωθούν. Δεν καταλάβαιναν τίποτε, όπως δεν καταλάβαιναν κι οι Φράγκοι. Ήταν σαν να παραμιλούσε ένας τρελός.»
«Και ποιο το κέρδος;» ρώτησε ο Καλλίμαχος.
«Σπόρος είναι που σπέρνεις και περιμένεις να καρπίσει. Όταν θα μπούμε στην Πόλη, θα θυμίσουμε την προφητεία που θα έχει μείνει στο μυαλό του λαού. Θα δώσουμε την εξήγηση που θέλουμε εμείς! Θα χτίσουμε την “ελληνική αυτοκρατορία”. Τότε όλοι θα πιστέψουν ότι η αλλαγή του ονόματος θα είναι η εκπλήρωση της προφητείας. Με αυτήν σώθηκε η Πόλη και με αυτήν θα προστατευτεί στο μέλλον.»
«Πρέπει, όμως, πρώτα να έχουμε πάρει την Πόλη» του θύμισε ο Νικηφόρος.
Οι δυο συνομιλητές του τ’ άκουγαν αυτά σαν αφελή, ήταν όμως φανερό ότι αυτός τα πίστευε. Ο Νικηφόρος έκανε προσπάθεια να συνηθίσει την νέα, καθώς πρέπει, εμφάνισή του Διογένη. Ο πρώην ερημίτης είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Βρανά από τον οποίο έμαθε και τον Βαρδάνη. Έτσι γνωρίστηκαν κι ήρθαν μαζί στην Απάμεια. Στη στέψη του Λάσκαρη, δεν θα εμφανιζόταν σαν ερημίτης αλλά σαν Ιάσων Χαλδαίος. Ήταν περίεργος άντρας, με αδρά χαρακτηριστικά. Η εμφάνισή του προκαλούσε ακόμα ένα είδος φόβου, παρ’ όλο που ήταν πολύ πιο ήρεμο το πρόσωπό του.
Ο Νικηφόρος τους μίλησε για τη Ζωή και για όλη την πορεία τους σε Αδραμύττιο, Νικομήδεια και Νίκαια. Εκεί την είχε αφήσει για να έρθει στην Απάμεια.
«Ένιωσε σαν χαμένη την υπόθεση του νέου ελληνισμού μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου. Απογοητεύτηκε εντελώς και προτίμησε το μοναστήρι» τους είπε.
«Αλήθεια, πώς σε υποδέχτηκε;» ρώτησε ο Βαρδάνης. «Ήταν μοναχή, δεν θα της ήταν εύκολο.»
«Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια στιγμή από όταν την άφησα μέχρι που ξαναβρεθήκαμε.»
«Την αγαπάς, λοιπόν, τόσο πολύ;» ρώτησε ο Διογένης. «Κι η γυναίκα σου στην Αθήνα; Πώς σκέφτεσαι για εκείνην; Τι θα κάνεις; Έχεις και παιδιά...»
«Την Αγνή τη σέβομαι, την τιμώ κι έχω τύψεις που δεν της δείχνω την πίστη που της αξίζει» είπε ο Νικηφόρος «Όμως, αυτό που νιώθω για τη Ζωή τα ξεπερνά όλα. Δεν ξέρω τι έχω πάθει, όμως δεν μπορώ να μην τη σκέφτομαι. Την θέλω όσο τίποτε άλλο στη ζωή μου.»
«Βάλε να πιούμε» είπε ο Βαρδάνης. «Έτσι όπως μας τα σοβαρεύει ο φίλος μας, ταιριάζει μόνο το πιοτό!»
Ήπιαν όσο μπορούσαν. Τραγούδησαν, είπαν απίθανες ιστορίες που θυμήθηκε ο καθένας τους, ένιωσαν πολύ όμορφα. Μίλησαν για γυναίκες, δόξες και τιμές κι έπεσαν στο τραπέζι, νικημένοι από το κρασί. Ο ένας μετά τον άλλον, παρέδιδαν το πνεύμα τους στην κούραση. Δεν θυμόντουσαν την άλλη μέρα το πρωί πώς στοιβάχτηκαν και πώς κοιμήθηκαν στο δωμάτιο του καπηλειού. Το πρωί έπρεπε πλύθηκαν καλά για να ξυπνήσουν και να ξεβρομίσουν. Είχαν να φτάσουν στη Νίκαια αυθημερόν και αξιοπρεπώς. Με δυσκολία βρήκαν ένα κάρο με άχυρα για να τους μεταφέρει. Τελικά, οι τρεις άντρες κατάφεραν να φτάσουν στον προορισμό τους.
Η Νίκαια είχε παράδοση θρησκευτική μια κι εκεί είχε γίνει η πρώτη οικουμενική σύνοδος. Εκεί είχε καθοριστεί κι η ημερομηνία του Πάσχα. Σε συνδυασμό με την αυτοκρατορική παράδοση, η εβδομάδα ήταν γεμάτη από μεγαλοπρέπεια και κατάνυξη. Όλοι παρακολούθησαν τα άγια Πάθη έχοντας στο νου την Πόλη του Κωνσταντίνου και τα δικά της πάθη. Όλοι είδαν στην ανάσταση του Χριστού την προαναγγελία και την προφητεία συνάμα της ανάστασης της Ρωμανίας. Ποθούσαν την ανάκτηση της πρωτεύουσας των Ρωμαίων. Η στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη είχε όχι μόνο ουσιαστικό, αλλά, κι έντονα συμβολικό χαρακτήρα. Γι αυτό όλοι φρόντισαν ώστε να είναι πραγματικά βασιλική και θεόπνευστη.
Συνέτρεχαν σ’ αυτή τη στέψη οι αναγκαίες προϋποθέσεις νομιμότητας. Ο λαός ήταν εδώ παρών και φώναξε το “άξιος”. Η σύγκλητος, δηλαδή οι φυγάδες από την Πόλη πατρίκιοι και άρχοντες, ήταν εδώ και φώναξαν επίσης “άξιος”. Ο στρατός φώναξε “άξιος”. Ήταν στρατός αποτελούμενος κατά βάση από Ρωμαίους, πράγμα που είχε να συμβεί πολλές δεκαετίες τώρα. Το “άξιος” το φώναξαν όχι μόνο οι Ρωμαίοι πρωτοσπαθάριοι κι αξιωματούχοι. Υπήρχαν και λίγοι μισθοφόροι Φράγκοι όπως και χριστιανοί Τούρκοι στο στρατό του Λάσκαρη. Δεν τους είχε ικανοποιήσει ο Λατίνος αυτοκράτορας κι είχαν έρθει εδώ. Είπε “άξιος” κι έδωσε τα αυτοκρατορικά σύμβολα κι ο Πατριάρχης. Ήταν μια σφαίρα κι ένα σκήπτρο που τα έβαλε στα χέρια του Θεόδωρου ενώ τού φόρεσε και το στέμμα.
«Θεόδωρος Λάσκαρης, πιστός εν Χριστώ βασιλεύς.»
Συμπλήρωσαν το πανηγυρικό σκηνικό οι στρατιώτες που ανέβασαν τον Θεόδωρο σε μια ασπίδα. Τον κράτησαν όλοι μαζί ψηλά όπως έκαναν και πριν χίλια χρόνια οι πραιτοριανοί στρατιώτες. Έτσι ανακήρυσσαν έναν αυτοκράτορα.
«Θεόδωρος ο Α’, αυτοκράτωρ των Ρωμαίων» φώναξαν.
Δίπλα του, η αυτοκρατόρισσα Άννα Κομνηνή Αγγελίνα. Κόρη και σύζυγος αυτοκράτορα, δέχτηκε τιμές και σύμβολα της δικής της εξουσίας. Έλαμπε από χαρά κι ευτυχία και μοίραζε τριγύρω χαμόγελα. Ο Νικηφόρος δεν μπόρεσε να μην θυμηθεί ένα κρύο πρωινό στο λιμάνι του Κοντοσκάλιου. Τότε, στο κατάστρωμα του “Δήλος”, είχε δει το ζευγάρι, που τώρα στεφόταν με τα αυτοκρατορικά διάσημα. Ήταν σκεπασμένοι με τα καραβόπανα και ζήτησαν βοήθεια για να περάσουν απέναντι στη Βιθυνία. Νά που τα όνειρα γίνονται και πραγματικότητα, αναλογίστηκε. Κοίταξε προς το μέρος που ήταν οι γυναίκες. Κοντά στην Άννα-Αγγελίνα στεκόταν η Ζωή με ένα λευκό ράσο μοναχής. Συνάντησε το βλέμμα της. Ήταν φανερό πως κι εκείνη έκανε την ίδια σκέψη.
Η Ζωή, με τα μάτια της τού υπέδειξε να κοιτάξει σε ένα σημείο. Του έδειχνε τον πορφυρό χιτώνα που φορούσε τώρα ο Λάσκαρης. Ο Νικηφόρος τον πρόσεξε καλύτερα. Στον χιτώνα, κεντημένα με χρυσές κλωστές, ήταν το σήμα του σταυρού με τα τέσσερα Β κι ένας δικέφαλος αετός. Τον δικέφαλο φορούσε στο στήθος του κι ο Νικηφόρος. Ο σταυρός με τα τέσσερα Β ήταν το βασιλικό σήμα των αυτοκρατόρων απ’ την εποχή του Ηράκλειου. Ο δικέφαλος αετός ήταν καινούριο βασιλικό σήμα. Είχε προστεθεί -προφανώς- με φροντίδα της Άννας-Αγγελίνας. Ήταν ο αετός που εισχωρούσε στη βασιλική χλαμύδα με στόχο να την μετατρέψει από ρωμαϊκή σε ελληνική. Θα γινόταν κι αυτό όσο πιο σύντομα επέτρεπαν οι εξελίξεις.
Ο διπλός γιορτασμός για το ορθόδοξο Πάσχα και τη Στέψη του αυτοκράτορα προκάλεσε ένα γλέντι τρικούβερτο. Τα αρνιά στις σούβλες και το άφθονο κρασί, έδωσαν τον τόνο για ένα ατελείωτο πανηγύρι. Όλα ήταν γιορτινά. Πυροτεχνήματα και παραδοσιακά έθιμα είχαν την τιμητική τους. Ο ιππόδρομος γέμισε με μάγους και γελωτοποιούς. Ακόμα, μέχρι κι ιπποτικοί αγώνες οργανώθηκαν.
Όλο αυτό κράτησε τρεις μέρες. Η πόλη, στολισμένη με λάβαρα και σημαίες δεν έδειχνε καμιά διάθεση να σταματήσει να γλεντά. Η οργιαστική βλάστηση του Απρίλη συνηγορούσε στο διάχυτο κέφι. Το άφθονο κρασί και τα πολλά και ποικίλα εδέσματα ήταν κίνητρα για ένα διονυσιακό ξεφάντωμα. Το γλέντι δεν θα τελείωνε ποτέ αν οι κήρυκες δεν θύμιζαν, με γαϊδουρινή υπομονή κι επιμονή, το τέλος. Έλεγαν στο πλήθος πως οι τρεις μέρες είχαν περάσει. Έπρεπε να σταματήσουν οι γιορτασμοί και να γυρίσουν όλοι στις δουλειές τους. Την Τετάρτη μετά το Πάσχα κάπως ηρέμησε η πόλη και κόπασε ο θόρυβος από τις μουσικές και τα θεάματα. Καταλάγιασαν οι διασκεδάσεις κι η πόλη ξεκουράστηκε. Η μυριόστομη ευχή «και του χρόνου στην Πόλη» ακούστηκε χιλιάδες φορές. Τόσο πολύ που είχε αντικαταστήσει ακόμα και το «Χριστός Ανέστη» και το «Καλό Πάσχα». Στην αρχή, τα πρώτα χρόνια, την ευχή αυτή την συνόδευαν οργή κι αγανάκτηση. Μετά την συνόδευε η ελπίδα κι η παράκληση. Τώρα, για πρώτη φορά, συνοδευόταν από αισιοδοξία κι από βεβαιότητα. Η αυτοκρατορία, έστω και εξόριστη, είχε στηθεί ξανά στα πόδια της.
 
******************************************************
Η συνέχεια αύριο Τρίτη.