Μπαίνουμε στο 14ο κεφάλαιο, προτελευταίο του βιβλίου.
Η δράση επιταχύνεται. Όλοι συγκλίνουν στην Μικρασία.
Ο Καϊχοσρόης με τον Λάσκαρη ετοιμάζονται για μια αποφασιστική μάχη που θα διατηρήσει ή όχι το βασίλειο της Νίκαιας και, μαζί του, τις ελπίδες αναγέννησης του νέου ελληνισμού.
Ο Κωνσταντίνος κι η Ζωή ετοιμάζονται για την συνάντηση με τον Ιερέα Ιωάννη και την επαναφορά του νέου ελληνισμού από έναν άλλον, καθαρότερο, δρόμο.
Ο Νικηφόρος μαζί με τους φίλους του -Ρωμιούς και Φράγκους- εκστρατεύουν κι αυτοί στην Μικρασία για να ελευθερώσουν τη Ζωή. Δεν είναι εύκολο το εγχείρημά τους.
***************************************
1211
μ.Χ.
Α’
ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ
Ο
“Μαύρος Δράκος” θεωρείτο ρωμαίικο
πλοίο κι ήταν στον Πειραιά εδώ και καιρό.
Ήταν ένα χελάνδιο που το είχε αγοράσει
ο Κρητικός ιδιοκτήτης του από τον παλιό
διαλυμένο ρωμαϊκό στόλο. Το είχε
μετατρέψει σε πειρατικό. Οι Φράγκοι το
είχαν αφήσει να ξεχειμωνιάσει στον
Πειραιά. Ήταν δεμένο σε ένα λιμανάκι
από τα πολλά που σχηματίζονταν στα
βράχια της πειραϊκής χερσονήσου, Με τον
“Μαύρο Δράκο” θα έκανε την δουλειά
του, τελικά, ο Νικηφόρος.
Ήταν
γνωστό πως η
ναυσιπλοΐα επιτρεπόταν
απ’
τα τέλη
Απριλίου ως
τα τέλη Οκτωβρίου. Οι
σοβαρές ναυτικές δυνάμεις απαγόρευαν
τον απόπλου έξω από
αυτά τα όρια Ο
άστατος χειμωνιάτικος
καιρός
μπορούσε
να
στείλει ένα πλοίο στο βυθό με συνοπτικές
διαδικασίες.. Για
τα ρωμαϊκά πλοία, όμως, τα πρώτα χρόνια
μετά την άλωση της Πόλης,
δεν
ίσχυαν αυτοί
οι περιορισμοί.
Δεν υπήρχε καμιά αρχή για να τους
επιβάλλει την
απαγόρευση.
Οι Βενετσιάνοι κι οι Γενουάτες
ενδιαφέρονταν για τα δικά τους πλοία.
Σε
αυτά
επέβαλαν ρήτρες
ασφάλειας.
Οι
ενδεχόμενες ζημιές από τις κακοκαιρίες
είχαν επιπτώσεις στο εμπόριο και την
ισχύ των συμβολαίων. Γι αυτό φρόντιζαν
ώστε το εμπόριο της δικαιοδοσίας τους
να είναι όσο γινόταν ασφαλές. Όλα
τα άλλα ας
έκαναν του
κεφαλιού τους.
Έτσι,
ο “Μαύρος Δράκος” είχε το ελεύθερο να
φύγει. Το
πλοίο ξεκίνησε από τον Πειραιά στις
τρεις Απριλίου του έτους 1211 με το
ημερολόγιο των Φράγκων. Ήταν το έτος
6719 με το ρωμαϊκό ημερολόγιο. Έφυγε πριν
την γιορτή του Αη Γιώργη,
για να βρεθεί έγκαιρα στις Οινούσσες.
Εκεί το πειρατικό θα έστηνε
καρτέρι στα
πρώτα πλοία που θα ξεμύτιζαν από Σμύρνη
ή
Αδραμύττιο. Τα εμπορεύματα των
αμπαριών τους, αλλά,
και τα πληρώματα, ήταν στο
στόχαστρο
του
“Μαύρου Δράκου”. Οι άνθρωποι
ήταν κι αυτοί πολύτιμο αγαθό
αφού,
μοσχοπουλιόνταν
σαν σκλάβοι.
Μέσα
σε το πλοίο χώρεσαν ο Νικηφόρος, οι
Φράγκοι κι οι
Ρωμιοί
φίλοι του. Ήταν ο Ρομπέρ κι ο Εστάς κι ο
ανιψιός του μητροπολίτη Βεράρδου,
Γουλιέλμος Ντελφόρ. Ήταν ακόμη ο Ιγνάτιος
κι ο Στέφανος, οι ναυτικοί του “Δήλος”
που τους είχε στο “Σερφιώτικο” και στο
“Καρτέρι”. Έφυγαν με τον “Μαύρο Δράκο”
για να φτάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν
στις ακτές της Ιωνίας.
Ο πειρατής, ο
καπιτάν-Μανούσος
Ζωγιανός, ήταν γνωστός του Νικηφόρου
από τα παλιά. Κάποτε ήταν κι αυτός
νομιμόφρων πλοιοκτήτης-ναύαρχος κι
έμπορος ναυτικός. Τώρα είχε γίνει
πειρατής και
γυρνούσε τις θάλασσες για
να κερδίζει τα προς το ζην.
Το τσούρμο που κουβαλούσε μαζί του ήταν
ένα σύνολο από διακόσιους ανθρώπους με
μεγάλη ποικιλομορφία.
Στο
πλήρωμα περιλαμβάνονταν
σαλταδόροι και κωπηλάτες, Ρωμιοί,
Βούλγαροι, Φράγκοι, Σαρακηνοί και
Τούρκοι. Άλλοι απ’
αυτούς
ήταν
χριστιανοί, άλλοι Εβραίοι κι άλλοι
μουσουλμάνοι. Υπήρχαν ακόμα και Κουμάνοι
ή Βλάχοι παγανιστές.
Ήταν
άνθρωποι που δεν είχαν κανέναν άλλο
τρόπο για να ζήσουν πέρα από την
περιπέτεια. Με
ρακένδυτες στολές και μαχαίρια,
αποτελούσαν μιαν άγρια συνάθροιση.
Προξενούσαν
τον φόβο ακόμα και στο πιο αρματωμένο
εμπορικό που θα τους έβρισκε
μπροστά του κοντά
σε μιαν ακτή.
Ο
Νικηφόρος ήταν ανήσυχος. Έτσι κι αλλιώς
είχε χάσει την ηρεμία του εδώ και δυο
μήνες περίπου. Το μήνυμα του Ακομινάτου
τον είχε ζωντανέψει και τού
’χε τεντώσει τα νεύρα. Η περγαμηνή έλεγε
ότι η Ζωή βρισκόταν στο Ικόνιο, στο
χαρέμι του σουλτάνου Καϊχοσρόη. Ο
Διογένης, μεταμφιεσμένος σε σούφι με
το όνομα Γιάσουα Μπεν Ραμπίν, πήγαινε
εκεί για να την συναντήσει.
Την
άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1211, όποτε
μπορούσε, ο Νικηφόρος θα συναντούσε τον
Διογένη στο Ικόνιο. Θα
έβλεπαν
μαζί οι δυο τους τι
θα
μπορούσε
να γίνει για να ελευθερωθεί η έγκλειστη
Ζωή. Θα συζητούσαν
επίσης
πώς θα συνεχιζόταν η Συνωμοσία της
Νίκαιας. Στο περιθώριο της περγαμηνής
είχε ζωγραφισμένους σε μικρογραφίες
δύο χάρτες. Ο ένας έδειχνε τη διαδρομή
από τη Σμύρνη ως το Ικόνιο με περάσματα
και πανδοχεία. Ο άλλος έδειχνε την πόλη
του Ικονίου με το παλάτι, τις εισόδους
και το σημείο που θα βρισκόταν ο Διογένης.
Εκεί θα τον αναζητούσε
αν κατάφερνε να φτάσει στην πρωτεύουσα
του Σουλτανάτου του
Ρουμ.
Σουλτάνος ήταν ο Καϊχοσρόης, που ο
Νικηφόρος τον γνώριζε απ’ την
Κωνσταντινούπολη και την Προύσα. Ήξερε
ότι ο Λάσκαρης τον είχε πάρει μαζί του
στη Νίκαια μετά την άλωση. Τον είχε
βοηθήσει να πάρει τον θρόνο του
σουλτανάτου. Συμβουλή του Ακομινάτου
ήταν ότι -για το καλό
του- καλύτερα να απέφευγε τον Καϊχοσρόη.
Αν χρειαζόταν
σε
κάποια φάση του ταξιδιού να δώσει λόγο
για την παρουσία του εκεί, ας έλεγε
ψέμματα. Η
καλύτερη
δικαιολογία ήταν να πει ότι ταξίδευε
προς τους Άγιους Τόπους.
Ο
Ακομινάτος τον ενημέρωσε ότι ο πρώην
βασιλιάς της Ρωμανίας Αλέξιος βρισκόταν
από πέρσι στο Ικόνιο. Ο Αλέξιος
εξακολουθούσε να διατηρεί τον τίτλο
του αυτοκράτορα κι ένα μικρό μέρος από
την παλιά του αίγλη. Ο ρόλος του ήταν
πολύ σκοτεινός καθώς ήταν γνωστός δειλός
και μηχανορράφος. Ο Καϊχοσρόης του
χρωστούσε ευγνωμοσύνη, περισσότερη απ’
όση στον Λάσκαρη. Γι αυτό ο Νικηφόρος
θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός αν
τύχαινε να μιλήσει με τον Καϊχοσρόη.
Δεν θα έπρεπε να δηλώσει πίστη στον
Θεόδωρο παρά μόνο στον Σιρ ντ’ Ατέν,
του οποίου ήταν ιππότης. Ας δήλωνε,
επίσης, πίστη στο Θεό και στους Ιερούς
Τόπους. Εξάλλου εκεί πήγαινε για να
προσκυνήσει σαν πραγματικός ταπεινός
πιστός κι όχι σαν σταυροφόρος κατακτητής.
«Οι
συμβουλές του Ακομινάτου είναι πολύτιμες»
είπε στον Εστάς με τον οποίο μιλούσαν
πολύ.
«Ο
Μητροπολίτης σε αγαπάει» του
είπε ο Εστάς.
«Μακάρι
να τον είχαμε στην Αθήνα» είπε
ο Νικηφόρος.
«Να
όμως που τώρα ξέρει πράγματα και σε
βοηθάει.»
«Θα
είμαστε για όλους ταπεινοί προσκυνητές.»
«Κατά
βάθος αυτό ήμασταν πάντα» είπε
ο Εστάς.
Ο
Νικηφόρος αναρωτιόταν πώς να ένιωθε
τώρα η Ζωή. Την είχε αφήσει στη Νίκαια
πριν τρία χρόνια. Η απαγωγή της από τον
πολέμαρχο μιας φυλής Τουρκομάνων νομάδων
την είχε στείλει, τελικά, στο χαρέμι του
Ικονίου. Δεν ήξερε γιατί άραγε ο Καϊχοσρόης
δεν την είχε στείλει πίσω στον Θεόδωρο
Λάσκαρη σαν πεσκέσι. Στο χαρέμι μπορούσε
να μένει μόνο σαν γυναίκα του Σουλτάνου
ή σαν φιλοξενούμενη.
«Γιατί
άραγε δεν την επέστρεψε ο Καϊχοσρόης,
σαν δώρο, στον Λάσκαρη;»
αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος.
«Από
όσο ξέρω»
είπε ο Ρομπέρ που έπινε μαζί του κρασί
«δεν
μένει εύκολα μια γυναίκα σε ένα χαρέμι.»
«Αυτό
λέω κι εγώ»
είπε ο Νικηφόρος. «Σαν
γυναίκα του ή σαν φιλοξενούμενη την
έχει εκεί μέσα;»
Οι
Σουλτάνοι έπαιρναν στο χαρέμι τους
χριστιανές και τις είχαν για τεκνοποίηση.
Δεν τις υποχρέωναν να ασπαστούν το
Ισλάμ. Ίσως να ήταν αυτή η περίπτωση της
Ζωής. Αν ήταν αλλιώς, ο Καϊχοσρόης δεν
είχε λόγο να την φιλοξενεί, θα την είχε
στείλει στη μάνα της. Δεν του άρεσε αυτή
η σκέψη.
«Ελπίζω
πως η Ζωή θα τα έχει καταφέρει»
είπε.
«Μην
ανησυχείς. Κάνε υπομονή»
του έλεγαν.
Αυτή
ήταν η αλήθεια. Εδώ που ήταν δεν μπορούσε
ούτε να ξέρει ούτε να κάνει τίποτε.
Κοιτούσε μόνο τη θάλασσα και έκανε
υπομονή. Πίστευε πως θα έλυνε οριστικά
όλες αυτές τις απορίες του όταν θα
έφταναν στο Ικόνιο.
Οι
αλλαγές στη ζωή του Νικηφόρου ήταν
καταιγιστικές. Από τότε που είχε δει τη
Ζωή για τελευταία φορά είχε χάσει την
Αγνή, την μικρούλα Αθηναΐδα, τον Δωρόθεο
και τον Πλατώνιο. Είχε χάσει το “Σερφιώτικο”
λόγω της οικονομικής κατάστασης και
της φυλάκισής του. Είχε αποχωριστεί το
“Δήλος” κι έμενε στο «Καρτέρι» χωρίς
πλούτο, αλλά, και χωρίς καμιά ιδιαίτερη
φτώχεια. Έμενε μαζί με τα παιδιά του και
τους υπόλοιπους Καρτεράνους. Ο παππούς
Λέων ζούσε, αλλά, η γυναίκα του κι η
αδελφή της είχαν πεθάνει. Στο “Καρτέρι”,
με ό,τι είχε απομείνει από την οικογένεια
των Καρτεράνων, ζούσε πλέον κι ο Εστάς
ντε Βιτώ. Είχε παντρευτεί την Ευδοκία
όπωσ το ήθελε.
Σκόπευε να χτίσει ένα δικό του πύργο
κοντά στη Μονή
του Δαφνίου τα προσεχή χρόνια.
«Ήταν
δύσκολα τα τελευταία χρόνια» είπε
στον Εστάς.
«Ευτυχώς
που ήσουν ιππότης κι είχες την εγγύηση
του Σιρ ντ Ατέν» του
είπε ο Εστάς.
Με
τις απανωτές κακές καλλιεργητικές
χρονιές θα είχε χάσει το “Καρτέρι”. Ο
τίτλος του ιππότη κι η εγγύηση που
παρείχε ο ίδιος ο μέγα-Κύρης Όθων, τον
είχαν σώσει. Ο λαός της Αττικής τα δυο
τελευταία χρόνια είχε φτάσει στα όριά
του. Είχε πεινάσει καθώς είχε πέσει
λιμός. Μόνο χάρη στο στάρι, που έφτασε
στον
Πειραιά από την Κριμαία με τα Γενοβέζικα
πλοία, είχε βρεθεί ψωμί. Με αυτό είχαν
αντέξει οι Αθηναίοι τις δυσκολίες και
την έλλειψη αγαθών και τροφής.
Όταν
τα σκεφτόταν αυτά μελαγχολούσε. Ευτυχώς,
είχε καλή παρέα στον “Μαύρο Δράκο”. Οι
Φράγκοι Ρομπέρ, Εστάς και Γουλιέλμος
αλλά κι ο Ιγνάτιος κι ο Στέφανος ήταν
εκεί. Οι πειρατές ήταν
φιλικοί μαζί
τους, δεν ενοχλούσαν. Ξεχνούσαν τις
δυσκολίες του ταξιδιού κι απέφευγαν
τις σκέψεις πίνοντας. Διασκέδαζαν
διηγούμενοι ιστορίες. Ελιές, κρεμμύδια
και σύκα ξερά, μαζί με άφθονο κρασί που
είχαν πάρει μαζί τους, έκαναν το ταξίδι
πιο εύκολο. Οι ιστορίες για όμορφες
γυναίκες, για
μεγάλους
έρωτες, γενναίους άντρες κι επικές μάχες
ήταν τα πιο
αγαπημένα
θέματα. Ακούγονταν όμως και διηγήσεις
από τα μέρη
που είχε δει ο καθένας και απ’ τα απίθανα
που ‘χε ακούσει.
Άλλος
έλεγε για το τέλος του κόσμου, άλλος για
την απέραντη γη των Ινδιών κι άλλος για
τον μεγάλο Ωκεανό. Κάποιοι είχαν φτάσει
στις πύλες του Ουρανού και της Κόλασης.
Ο Νικηφόρος τους μίλησε για το μυθικό
βασίλειο του Ιερέα Ιωάννη στην ανατολή.
Αυτό
θα έσωνε τους Γραικούς και την πίστη
από τους ξένους
και τους ασεβείς.
Η
Μικρασία, όπου πήγαιναν, ήταν για χίλια
χρόνια ρωμαϊκή επαρχία και πιο πριν
ελληνική. Την είχαν
αποικήσει οι Έλληνες και την είχε
κερδίσει ο Μέγας Αλέξανδρος απ’ τους
Πέρσες. Κατόπιν,
την
είχε αφήσει
ο Άτταλος κληρονομιά
στους
Ρωμαίους. Εδώ είχαν αναχαιτιστεί οι
Πάρθοι κι οι Άραβες. Μετά το Μαντζικέρτ,
όμως, είχε επικρατήσει αναρχία. Κανείς
δεν ένιωθε ασφαλής στον
ανοχύρωτο
τόπο όπου εμφανίζονταν διεκδικητές εκ
του μηδενός. Άλλοτε οι μαχητές του Ισλάμ
κι άλλοτε
ηγεμόνες,
διεκδικητές
θρόνων, έσφαζαν κόσμο, άρπαζαν
πλούτη κι άφηναν στάχτη.
Τότε,
ένας
νεαρός και
δυναμικός
Σελτζούκος διάδοχος, ο
Σουλεϊμάν, είχε επιβληθεί.
Είχε καταφέρει
να νικήσει τους άτακτους και τους
Γαζήδες. Οι
Νομάδες
κι οι
πολεμιστές
της πίστης τον είχαν προσκυνήσει. Είχε
φτιάξει το Σουλτανάτο με
πρώτη του
πρωτεύουσα την
Νίκαια, αλλά, δεν στέριωσε
εκεί. Η δεύτερη πρωτεύουσα, το Ικόνιο,
ήταν μια πόλη μουσουλμανική. Κοίταζε
προς
την Περσία
για πολιτισμό και προς
την
Αραβία για θρησκεία. Οι ελληνόφωνοι
Ρωμιοί που ζούσαν εδώ είχαν θρησκευτική
ελευθερία. Το σημαντικό, όμως, ήταν η
προστασία
απ’ τους άτακτους που είχαν βυθίσει
την Μικρασία στο χάος.
«Μην
ανησυχείς Νικηφόρε, θα τα καταφέρουμε»
του είπε ο Ρομπέρ που τον έβλεπε να
βυθίζεται σε σκέψεις.
«Δεν
ξέρω τι θα βρούμε. Αυτό με ανησυχεί, φίλε
μου.»
«Εν
ανάγκη θα ζητήσουμε τη βοήθεια του
Σουλτάνου. Αφού τον γνωρίζεις, θα
βοηθήσει.»
«Γιατί
άραγε κρατάει τη Ζωή στο χαρέμι του;
Γιατί δεν την ελευθέρωσε; Άρα, κάποιο
πρόβλημα υπάρχει. Σκέφτομαι ότι ίσως
είναι αιτία ο Αλέξιος.»
«Ποιος
είναι πάλι αυτός;»
τον ρώτησαν επίτηδες.
«Εκείνος
ο αυτοκράτορας που θέλατε να εκθρονίσετε
αλλά σας την έφερε και το έσκασε μόνος
του, ο
αήττητος!»
Όλοι
γέλασαν μ’ αυτό που άκουσαν, ιδιαίτερα
οι Φράγκοι.
«Αλήθεια,
γιατί τό ‘σκασε αυτός ο δειλός;» είπε
ο Ρομπέρ.
«Ήμουν
με τον Βονιφάτιο και θυμάμαι ότι
ανησυχούσαμε.»
«Εσείς
οι Ρωμιοί ήσασταν πολύ περισσότεροι
και καλά οργανωμένοι, αλλά ξαφνικά …
φύγατε!»
είπε ο Εστάς.
«Ήμουν
κι εγώ εκεί»
είπε ο Νικηφόρος. «Είδα
κι εγώ την δύναμη πού
‘χε στα χέρια
του ο Αλέξιος. Είδα το απέραντο στράτευμά
του. Τον
είδα να προβληματίζεται κι όταν
βράδιαζε,
τον είδα να αποχωρεί! Δεν ξέρω τι
σκεφτόταν, όμως δεν έδωσε τη μάχη κι
έφυγε σαν
δειλός. Ανάξιος για βασιλιάς!»
«Ο
Λάσκαρης είναι γενναίος. Αυτός είναι
καλός για βασιλιάς» παραδέχτηκε
ο Ρομπέρ.
«Κι
ο Ερρίκος» είπε
ο νεαρός Γουλιέλμος. «Κι
ο δικός μας βασιλιάς είναι γενναίος»
είπε καθώς μπήκε απότομα με τη νεανική
του ορμή στην κουβέντα.
«Δεν
έχουμε απέναντί μας τον αυτοκράτορα»
του είπε ο Εστάς. «Στον
Καϊχοσρόη πάμε.»
«Όμως
ο Αλέξιος, αυτή η παμπόνηρη αλεπού, θα
βρεθεί μπροστά μας»
είπε ο Ιγνάτιος.
«Απλά,
τον
χρησιμοποιούν» είπε
ο Στέφανος.
«Πάντως
εμείς θα τον βρούμε μπροστά μας»
είπε ο Νικηφόρος.
«Γι αυτό ας προσέχουμε!»
«Είπες
για τον Αλέξιο, Νικηφόρε, όμως δεν είπες
για τον Σουλτάνο. Λένε πως είναι γενναίος
και
δυνατός.
Πες μας, εσύ που τον γνώρισες»
του ζήτησε ο Ιγνάτιος.
«Είχε
πολλή χάρη. Θυμάμαι ένα μουσουλμάνο
πρίγκιπα, νεαρό και ευγενικό, κι επίσης
δυνατό και έξυπνο.»
«Όχι
όπως εσείς οι κουτόφραγκοι» είπε
ο Ιγνάτιος με διάθεση να πειράξει τους
Φράγκους. «Έχετε
δύναμη περισσή αλλά από μυαλό ούτε
κοκόρου γνώση.»
«Εσείς,
οι έξυπνοι Γραικοί! Που μόλις βλέπετε
λόγχη κοκόρου το σκάτε σαν τις κότες»
είπε πειραγμένος ο Ρομπέρ.
«Αν
ήσασταν έξυπνοι δεν θα σαν είχαν δούλους
τους οι Λατίνοι, οι Βούλγαροι κι οι
Τούρκοι»
είπε ο Γουλιέλμος.
Κάτι
πήγε να πει γι απάντηση ο Ιγνάτιος αλλά,
με μια κίνηση, ο Νικηφόρος τον συγκράτησε.
«Έχουν
δίκιο οι φίλοι μας οι Φράγκοι»
τους είπε.
«Εμείς δεν καταδεχόμαστε ούτε
Γραικούς να μας λένε. Περνιόμαστε για
Ρωμαίοι,
αλλά, οι
στρατοί μας μπροστά στους Φράγκους
ή τους
Βούλγαρους
το βάζουν στα πόδια. Ας γίνουμε, πρώτα,
δυνατοί
και μετά να τα ψάλλουμε
στους
φίλους από εδώ.»
«Μόνη
ελπίδα ο Λάσκαρης τώρα που πέθανε ο
άλλος
γενναίος Γκριέ, ο Λέων Σγουρός»
είπε ο Εστάς.
«Γνώρισα
τον
Καϊχοσρόη»
είπε ο Νικηφόρος, «Ήταν
κεφάτος νεαρός, γλεντζές,
έξυπνος
και διπλωμάτης. Σκεφτείτε
ότι κατάφερε να πείσει τους Γαζήδες να
τον δεχτούν Σουλτάνο
μόλις
πέθανε ο αδελφός του. Δεν
ήταν καθόλου εύκολο.»
«Μακάρι
να μην χρειαστεί να τον συναντήσουμε.
Εμείς τη Ζωή πάμε να κλέψουμε. Ο Καϊχοσρόης
είναι αντίπαλός μας»
είπε ο Ρομπέρ κλείνοντας τη συζήτηση.
Ο
πειρατής, πήρε το ναύλο που είχαν
συμφωνήσει και τους άφησε στις Οινούσες.
Από εκεί με ψαροκάϊκο πέρασαν στη Σμύρνη.
Ήταν δεκαοχτώ Απριλίου κι είχαν φύγει
απ’ τον Πειραιά πριν δεκαπέντε μέρες.
Ήξεραν πως τώρα στη στεριά τους περίμεναν
περιπέτειες.
«Έχουμε
πορεία δεκαπέντε περίπου ημερών σε
εδάφη επικίνδυνα» είπε
ο Νικηφόρος.
Κινδύνευαν
από τους
μουσουλμάνους
Γαζήδες κι απ’
τους Ακρίτες
χριστιανούς που πάλευαν ασταμάτητα.
Νικούσε
πότε ο ένας και πότε ο άλλος και
μετακινούσαν
τα σύνορα των δυο Ρωμανιών. Άλλοτε το
όριο πήγαινε προς την ανατολή κι άλλοτε
προς τη Δύση. Δεν έλειπαν οι μετακινήσεις
και στον άξονα βορά νότου.
Είχαν
αρκετά χρήματα μαζί τους αφού ο
Μητροπολίτης Βεράρδος χρηματοδότησε
το ταξίδι. Μπορούσαν να πληρώνουν
πανδοχεία για ύπνο και ξεκούραση και
να ’χουν
αρκετά
καλή τροφή.
Αγόρασαν επτά άλογα, ένα για τον καθένα
κι ένα για τα
κοινά πράγματα.
Ήταν αρματωμένοι κι
ήξεραν
να πολεμούν, έτσι δεν είχαν τον φόβο των
ληστών. Η
πλατιά κι ακαθόριστη ζώνη-σύνορο
ανάμεσα στις Ρωμανίες
ήταν πεδίο
αβεβαιότητας. Ομάδες ληστών εμφανίζονταν
ξαφνικά
από
το πουθενά.
Η
παρουσία τους στη Σμύρνη έγινε αισθητή
αφού εκεί έγιναν
οι αγορές αλόγων και προμηθειών.
Φυσικά
έμαθε
για την άφιξή
τους κι
ο
άρχων της περιοχής Μανουήλ Μαυροζώμης.
Έστω και τυπικά, ο Μαυροζώμης ήταν
επαρχιακός διοικητής και
στρατηγός του Λάσκαρη. Επιτηρούσε τις
περιοχές κοντά στη
Σμύρνη και τη Φιλαδέλφεια που ανήκαν
στην αυτοκρατορία. Κατά ένα
παράδοξο
τρόπο ήταν, ταυτόχρονα, υποτελής και
του
Καϊχοσρόη.
Στο σουλτανάτο ανήκαν οι περιοχές γύρω
από τη Λαοδίκεια και τις Χώνες. Ήταν
υποτελής σε δυο άρχοντες και κατείχε
μια περιοχή που ήταν η μισή Ρωμαίικη κι
η άλλη μισή Μουσουλμανική. Για τις
ελληνικές περιοχές ήταν ο Μανουήλ
Κομνηνός Μαυροζώμης, ενώ,
για
τις τουρκικές ήταν ο Εμίρης Κομνηνός.
Φυσικά, ο Μαυροζώμης χρησιμοποιούσε το
επίθετο “Κομνηνός”
για να αποκτά κύρος. Δεν είχε συγγενικό
δεσμό με την ξακουστή ρωμαϊκή οικογένεια.
Η επικράτειά του, μισο-ελληνική και
μισο-τουρκική, βρισκόταν στο
σύνορο των
δύο Ρωμανιών. Ήταν ακριβώς η περιοχή
που έπρεπε να διασχίσουν οι έξι για να
φτάσουν στο Ικόνιο.
Μετά
από
τρεις μέρες πορεία έφτασαν στη Φιλαδέλφεια.
Ειδοποιήθηκαν
από αγγελιαφόρο ότι τους ζητούσε ο
άρχοντας Μαυροζώμης στο παλάτι του.
Στην είσοδο τους ζήτησαν να αφήσουν τα
όπλα τους για να μπουν στο κάστρο.
«Αυτό,
Νικηφόρε, είναι αδύνατο» του
είπε ο Ρομπέρ.
Οι
Φράγκοι δεν θα αφοπλίζονταν
ποτά κι από κανέναν. Μετά
από μια δύσκολη συνεννόηση και με την
ειδική
άδεια
του Μαυροζώμη εισήλθαν στο αρχοντικό
του οπλισμένοι. Μπήκαν στην αίθουσα του
θρόνου κι οι υποτακτικοί ανήγγειλαν
τον καθένα με το όνομά του. Οι έξι
επισκέπτες
γονάτισαν
ιπποτικά και τον χαιρέτισαν με τον
φραγκικό τρόπο.
«Εσείς
οι Ρωμαίοι, γιατί δεν με
προσκυνάτε
ρωμαϊκά;»
ρώτησε ο Μαυροζώμης. Τους ήθελε πεσμένους
στο πάτωμα για να τιμήσουν το αξίωμά
του.
«Είμαστε
όλοι ιππότες και υπήκοοι του Κύρη μας
του Σιρ ντ’ Ατέν»
εξήγησε ο Νικηφόρος. «Ακολουθούμε
συνεπώς τους φραγκικούς τρόπους,»
«Ο
κύριος είναι ιππότης του Οίκου του Όθωνα
ντε λα Ρος, μέγα-Κύρη των Αθηνών. Οι
κύριοι από εδώ ...»
άρχισε να λέει ο Ρομπέρ στα
γαλλικά.
Ο Μαυροζώμης δεν καταλάβαινε
τίποτε και του έκανε νόημα να σωπάσει.
«Πάψε
σε παρακαλώ Ρομπέρ»
του είπε ο Νικηφόρος. «Μίλα
ελληνικά αν θες. Ο κύριος αυτός δεν ξέρει
γαλλικά και ό,τι λες πηγαίνει τσάμπα.»
«Μεσιέ
Σιρ ντε Φιλαντέλφ»
άρχισε τα “ελληνικά” του ο Ρομπέρ. «Νου
σομ, Σεβαλιέ, Ιππότες Κύριο σεβαστό,
Σεβαλιέ ντ’ Οττό ντ’ Ατέν. Απαιτουμέ
ρεσπεκτέ από εσάς όπως εσάς απαιτουτέ
ρεσπεκτέ από ημάς!». Γύρισε
προς
τον Νικηφόρο και
με το
βλέμμα του τον
ρώτησε
“τα
είπα καλά;”
«Τέλος
πάντων, αφήστε τα τυπικά» είπε
ο Μαυροζώμης.
«Ξέρετε
πως είστε στη χώρα μου και μπορώ να κάνω
ό,τι θέλω με εσάς. Είστε πρόσωπα σεβαστά
στον κύρη μου τον Λάσκαρη.
Επομένως θα σας δώσω
ό,τι
θέλετε. Μπορείτε μόνο να πείτε στον φίλο
σας τον Φράγκο να το βουλώσει;»
Του
είπαν ότι πήγαιναν προσκυνητές στους
Αγίους Τόπους. Αυτός γέλασε και τους
απείλησε πως αν συνέχιζαν τα ψέματα
θα τους έριχνε φυλακή
και θα έχαναν το ταξίδι. Εκείνοι
επέμειναν ότι ήταν προσκυνητές. Δεν
αποκάλυπταν τον σκοπό τους τον πραγματικό,
αφού ήταν βέβαιο ότι θα το έλεγε αμέσως
στον Καϊχοσρόη.
Τόνισαν ότι
ο Θεόδωρος Λάσκαρης θα θύμωνε
αν μάθαινε ότι τους εμπόδισε στον δρόμο
τους. Εκείνος όμως γνώριζε πολύ περισσότερα
από όσα νόμιζαν.
«Αν
πηγαίνετε στους Αγίους Τόπους, καλά
κάνετε και θα σας βοηθήσω. Σας
προειδοποιώ,
όμως, να
μην τολμήσετε να κλέψετε
γυναίκα από το χαρέμι του Σουλτάνου. Αν
σκέφτεσθε
κάτι
τέτοιο,
άδικα χάνετε τον καιρό σας. Όμως
θα σας βοηθήσω.
Είστε φίλοι του αυτοκράτορα κι εγώ θέλω
να τα έχω καλά με όλους, ακόμη και με τον
κύρη σας τον Όθωνα.»
«Δεν
είμαστε εχθροί του Σουλτάνου»
είπε ο Νικηφόρος. «Τον
γνωρίζω καλά από την Πόλη.»
«Αν
ήσασταν εχθροί δεν θα τολμούσατε να
πατήσετε στο
σουλτανάτο του. Εκείνο που σας λέω εγώ,
όμως, είναι να φροντίσετε να μην γίνεται
εχθροί του ούτε στο μέλλον! Πρέπει να
προσέχετε πως μιλάτε γιατί ο Καϊχοσρόης
κι ο Λάσκαρης ετοιμάζονται για πόλεμο
μεταξύ τους. Μην
βρεθείτε στο μέσον αυτής της διαμάχης.
Κάτι ξέρω εγώ που σας μιλάω. Τους
έχω και τους δυο Κυρίους μου. Στη διαμάχη
τους θα πρέπει να κρατήσω δύσκολες
ισορροπίες.»
Ο
Μανουήλ Μαυροζώμης τους εφοδίασε με
χαρτιά για να έχουν ασφαλή διέλευση από
τις περιοχές του. Κάλυπταν όλη σχεδόν
τη διαδρομή τους. Τον ευχαρίστησαν κι
έφυγαν χωρίς άλλη καθυστέρηση. Δυο μέρες
μετά έφτασαν στην Λαοδίκεια. Ήταν μια
πόλη κυριολεκτικά στην γκρίζα συνοριακή
ζώνη των δύο Ρωμανιών κι ανήκε επίσης
στον Μαυροζώμη. Μετά από τέσσερις μέρες
βρέθηκαν στην Αντιόχεια της Καισαρείας.
Εδώ ο νόμος του Σουλτάνου κυριαρχούσε
εμφανώς. Ξύπνησαν το πρωινό της 27ης
Απριλίου σε ένα Πανδοχείο της Αντιόχειας.
Ετοιμάστηκαν για το τελευταίο μέρος
της διαδρομής. Σε τρεις μέρες απόσταση
βρισκόταν πια το Ικόνιο, για το οποίο
είχαν έναν επιπλέον χάρτη. Αυτός έδειχνε
το σημείο που θα έπρεπε να πάνε για να
αναζητήσουν τον Διογένη. Θα είχε εμφάνιση
σούφι και το όνομα Γιάσουα. Σε αυτή την
πόλη θα ήταν εύκολο να μάθουν που
βρισκόταν το παλάτι και ο γυναικωνίτης.
Εκεί πίστευαν ότι θα βρισκόταν φυλακισμένη
η Ζωή.
***************************************
Η συνέχεια αύριο, Παρασκευή 31/7