Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

46 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 46η

Το Β' μέρος σήμερα του 13ου κεφαλαίου.
Είμαστε πάντα στο Ικόνιο. Εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης και ζητά από την Ζωή να γίνει η βοηθός του στο μεγάλο ταξίδι που ετοιμάζει.
Η είσοδος στη σκηνή του τελευταίου αυτοκράτορα που στέφθηκε στην Πόλη αλλά παραιτήθηκε του τίτλου του για χάρη του νέου ελληνισμού, δεν είναι μια απλή είσοδος στο προσκήνιο. Έρχεται με την φιλοδοξία να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων και την ιστορία του κόσμου.
Οι πολλές παραπομπές στο μέρος αυτό, οφείλονται στους τόπους που οδηγούν στον Ιερέα Ιωάννη και σε εκείνους που προηγήθηκαν στην αναζήτησή του.
********************************************
παραπομπές:
(*1)
Πνιγμός του Μπαρμπαρόσα: Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της Γ’ σταυροφορίας που έχασε έτσι ξαφνικά τον αρχηγό της και τελείωσε άδοξα
(*2)
Ασσασίνοι: Το Βασίλειο του Γέρου του Βουνού βρισκόταν στον βορά της Περσίας, ανάμεσα στα όρη του Καυκάσου και την Κασπία. Εκπαίδευε τους Ασσασίνους-του (από το Χασίς προέρχεται η λέξη) που εκτελούσαν αποστολές αυτοκτονίας όπου τους έστελνε. Οι Ασσασίνοι πίστευαν ότι με τον θάνατό τους θα πάνε κατ’ ευθείαν στον παράδεισο.
(*3)
Μπαουντολίνο: Ήρωας του μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο (με τον ομώνυμο τίτλο) που υποτίθεται ότι έψαξε στα χρόνια 1190-1204 το βασίλειο του Ιωάννη του Πρεσβύτερου
(*4)
Σαββατύων: Ο ποταμός αυτός σύμφωνα με τα ιερά βιβλία των Εβραίων, έσερνε πέτρες με τα ορμητικά νερά του και γι αυτό ήταν αδιάβατος εκτός από το Σάββατο που άφηνε πέρασμα για να περνούν οι πιστοί του. Γι αυτό τον ονόμασαν Σαββατύονα.
(*5)
Χαμένες φυλές: Εκτός από την φυλή του Ιούδα και του Βενιαμίν, οι άλλες δέκα από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ θεωρείται ότι έχουν χαθεί όταν τις μετακίνησαν οι Ασσύριοι στην περιοχή της Μηδίας και η αναζήτησή τους ήταν ένα θέμα που επανερχόταν σε όλες τις εποχές.
(*6)
Σχετικά με τις περιοχές αυτές έγραψε ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης που ταξίδεψε τα χρόνια 1159-1172 μΧ σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, της Νότιας Γαλλίας, της Ιταλίας, των Βαλκανίων, του Αιγαίου, της Μεσοποταμίας, της Αραβίας και της Περσίας φθάνοντας μέχρι και την Ινδία και την Υεμένη. Ο Βενιαμίν κατέγραφε τις εβραϊκές κοινότητες αλλά ουσιαστικά αναζητούσε τις δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ και τον ποταμό Σαββατύονα


Γ’ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Η Αϊσέ ανήγγειλε την άφιξή του στον Κήπο. Μπορούσε εκεί να την δει και να της μιλήσει ελεύθερα. Η Ζωή κατέβηκε τρέχοντας. Ήταν όμορφος σαν θεός, όπως τον ήξερε, με τα σγουρά καστανόχρωμα μαλλιά και τα γαλαζοπράσινα μάτια του. Φαινόταν λίγο μεγαλύτερος. Είχαν περάσει πέντε χρόνια που είχε να τον δει. Για άνθρωπο που ερχόταν από τον Άδη, στεκόταν καλά. Φορούσε ρούχα Ενετού εμπόρου και κρατούσε στο χέρι το καπέλο του. Δεν ήταν στρατιώτης, μάλλον οδοιπόρος ήταν, αλλά, πάντως ο Κωνσταντίνος. Με μάτια που δάκρυζαν, άνοιξε την αγκαλιά της και τον έσφιξε εκεί μέσα. Ρουφούσε το είναι του, αυτό που της είχε λείψει. Δεν είχε ποτέ κατακτήσει το κορμί του ούτε είχε κατακτηθεί απ’ αυτό. Την βασάνιζε πάντα αυτή η έλλειψη, τόσο συνειδητή και τόσο αχρείαστη. Ένιωσε την ταραχή του και τραβήχτηκε λίγο πίσω για να τον κοιτάξει ίσια μέσα στα μάτια. Εκεί τα είδε όλα κι εκεί του απάντησε «ναι» σε ό,τι κι αν επρόκειτο να της ζητήσει.
«Είναι η δεύτερη πιο μεγάλη χαρά της ζωής μου που σε βλέπω ζωντανό» του είπε.
«Έμαθα ότι έχεις ένα παιδί. Είναι του Νικηφόρου;»
«Ναι. Αυτός ήταν η πρώτη χαρά! Τον λένε Μουτζαφέρ, στα ελληνικά Νικηφορίσκος. Είναι δυο χρονών τώρα. Αυτός με γλίτωσε από να πουληθώ σαν σκλάβα!»
«Τα έμαθα. Πέρασες κι εσύ πολλά, ε;»
«Όχι τόσα όσα εσύ, φαντάζομαι» του είπε. «Θέλω να μου τα διηγηθείς όλα.»
«Είσαι πολύ όμορφη!» της είπε. «Έτσι σε φανταζόμουν. Όποτε ήθελα παρέα, τότε σκεφτόμουν εσένα.»
Ήταν ακόμη κολλημένη στην αγκαλιά του και μιλούσαν με τα πρόσωπα να απέχουν ελάχιστα εκατοστά το ένα από το άλλο. Ήταν σκανδαλώδης αυτή η στάση μέσα στον κήπο του παλατιού του Σουλτάνου.
Ευτυχώς, δεν τους έβλεπε κανείς άλλος εκτός απ’ την Αϊσέ και τον Ευστάθιο. Κι αυτοί είχαν κοκκινίσει κι ένιωθαν άβολα. Τραβήχτηκε μακριά του, σε μια απόσταση αξιοπρεπή.
«Με σκεφτόσουν, λοιπόν;» τον ρώτησε. «Σε ποιους άλλους έκανες τέτοια τιμή;»
«Σε κανέναν! Μόνο εσένα σκεφτόμουνα, κανέναν άλλον και καμία άλλη! Με ποιον θα μπορούσα εξάλλου να τα πω εκεί πέρα μόνος, αν όχι με σένα;»
Το έλεγε τόσο πειστικά που φαινόταν αληθινό.
«Δεν μπορούμε να μιλήσουμε στον κήπο» της είπε. «Έλα το απόγευμα στο αρχοντικό του Μεΐρ Εφραίμ. Είναι Εβραίος και τον ξέρουν όλοι στο Ικόνιο. Θα μείνω στο σπίτι του απόψε. Έλα με άμαξα να μην σε δουν. Θα το ζητήσω απ’ τον Ιαθατίνη κι αυτός θα το κανονίσει.»
«Εννοείς ότι θα σου κάνει την χάρη ο Ιαθατίνης να με φέρει στο σπίτι σου;»
«Ναι! Μου κάνει όποια χάρη κι αν του ζητήσω. Είμαστε συνεταίροι. Μέχρι τώρα είμασταν δυο, τώρα θα είμαστε τρεις αφού μπήκες κι εσύ στο κόλπο.»
«Το “κόλπο” είναι το Βασίλειο του Θεού;»
«Μη με κοροϊδεύεις, σε παρακαλώ.»
«Θα έρθω. Το καλό που σου θέλω, κοίτα να έχεις μια καλή ιστορία να μου πεις. Βοηθός σε φαντασιόπληκτο καλόγερο που βλέπει οράματα, εγώ δεν γίνομαι!»
Τον απειλούσε γλυκά με ένα χαμόγελο που τον έκανε να λιώνει. Χαιρέτισε για να φύγει, αλλά, τον άκουσε να την καλεί.
«Εσύ με σκεφτόσουν;» την ρώτησε από μακριά.
«Ναι, στον Άδη! Με τον Λεωνίδα και τον Αχιλλέα!»
«Να έρθεις! Θα σε περιμένω με αγωνία!» της φώναξε κι ένιωθε πάλι σαν μικρό παιδί.
Το απόγευμα η Ζωή προσπάθησε να ντυθεί προσεκτικά. Ήθελε να είναι ποθητή αλλά αυτό να μην φαίνεται, να μοιάζει σοβαρή αλλά να μπορεί άνετα να λυθεί στα γέλια. Ήθελε να μοιάζει με νεαρή αλλά να μην κρύβει την ηλικία της, να φορά ρούχα που να του αρέσουν, αλλά, εκείνη να του αρέσει όχι για τα φορέματά της. Στο τέλος ντύθηκε με τα καθημερινά της ρούχα. Χωρίς την συνοδεία της Αϊσέ ή του Ευστάθιου, μπήκε στην άμαξα που της έστειλε ο Καϊχοσρόης.
Πήγε στου Μεΐρ Εφραίμ. Την υποδέχτηκε μόνος και την πέρασε στο δωμάτιό του. Ο Εβραίος είχε ετοιμάσει αρκετά για τον Έλληνα έμπορο που είχε την εύνοια του Σουλτάνου. Είχε ροφήματα, κουλούρια, γλυκά, και σερμπέτια.
«Πες μου όσα πέρασες, με λεπτομέρειες. Μη φοβάσαι να πεις πολλά, θέλω να τα μάθω όλα!» του ξεκαθάρισε.
Της είπε ιστορίες που έπιαναν πέντε χρόνια κι ήθελαν πέντε βιβλία για να γραφτούν. Σαν τις χίλιες και μία νύχτες οι περιπέτειές του δεν είχαν τέλος ούτε αρχή. Παρέλασαν από τ’ αυτιά κι από τ’ αόρατα μάτια του νου, βασιλιάδες, ζητιάνοι, παλάτια, καλύβες, βουνά και κάστρα. Της μίλησε για αφόρητες ταλαιπωρίες και θριάμβους. Είχε γυρίσει την Μεσοποταμία, τον Καύκασο και την Αραβία. Βρήκε φυλές εξωτικές ψάχνοντας παντού σημάδια του Ιωάννη.
«Δεν ήμουν ο μόνος που έψαξα τον Ιερέα Ιωάννη.»
«Υπήρξαν, δηλαδή, πολλοί τρελοί σαν εσένα;»
«Έψαξε κι ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Λένε πως πνίγηκε σε ένα ποτάμι στην Κιλικία(*1) ή, χάθηκε στο Βασίλειο του Ιωάννη.»
«Δεν είσαι, λοιπόν, ο μόνος αυτοκράτορας που ψάχνει.»
«Το έψαξαν κι οι Ναΐτες ιππότες της Ιερουσαλήμ. Αυτοί συνεργάστηκαν με τον τρομερό Γέρο του Βουνού, άρχοντα των φοβερών Ασσασίνων(*2). Πήραν το Δισκοπότηρο, αλλά στον Ιερέα Ιωάννη δεν μπόρεσαν να φτάσουν.»
«Μ’ έπεισες ότι είστε πολλοί τρελοί» του είπε γελώντας.
«Ανάμεσά τους κι ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Ξεκίνησε κι αυτός για το ιερό δισκοπότηρο, αλλά, γύρισε άπρακτος
Ο Κωνσταντίνος την ενημέρωσε ότι ανάμεσα σε αυτούς που έψαχναν τον Ιερέα Ιωάννη ήταν κι ο Σαλαντίν.
«Λένε πως ο λόγος που πήρε την Ιερουσαλήμ ήταν που πλησίασε πολύ στον Ιωάννη.»
Της είπε και για άλλους που έψαξαν τον Ιερέα. Ανάμεσά τους ο Λομβαρδός Μπαουντολίνο(*3) που, αρχικά, ήταν με τον Μπαρμπαρόσα. Μετά τον πνιγμό του αυτοκράτορα, έκανε την δική του πορεία για το Βασίλειο του Ιωάννη του Πρεσβύτερου. Έκανε πλαστές επιστολές, έζησε περιπέτειες με ξωτικά και μάγους, αλλά στον Ιερέα Ιωάννη δεν έφτασε. Γύρισε στην Πόλη ρακένδυτος κι απογοητευμένος.
«Κι άλλοι πολλοί έψαξαν και ψάχνουν για το Βασίλειο. Όποιος το βρει θα γίνει διάδοχος του Ιερέα Ιωάννη. Θα φτιάξει τον κόσμο έτσι όπως νομίζει αυτός.»
«Μετά από όλα αυτά πιστεύεις ακόμη ότι ένα τέτοιο Βασίλειο υπάρχει;»
«Δεν ξέρω αν υπάρχει» της είπε με ζέση στη φωνή του. «Ξέρω ότι πρέπει να υπάρχει! Και το θέλω τόσο πολύ που θα πει ότι υπάρχει!»
«Έχεις κάτι καινούργιο που δεν το ήξερες και δεν το αναζήτησες πέντε χρόνια τώρα;»
«Είδα όλα τα μέρη που ανέφεραν οι διάφορες φήμες που ακούγονταν. Σ’ αυτά δεν χρειάζεται να ψάξω ξανά. Ξέρω πού θα το βρω! Ακριβώς μετά τον ποταμό Σαββατύονα(*4), εκεί που βρίσκονται οι δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ(*5).»
«Μου φαίνεται λίγο θολό αυτό που λες ότι γνωρίζεις» του είπε διπλωματικά.
Δεν ήθελε να του μιλήσει προσβλητικά.
«Πιστεύω πως ξέρω πού θα βρω τον Ιερέα Ιωάννη. Δεν μπορεί να τον ψάχνουν τόσοι άνθρωποι με δύναμη και κύρος κι αυτός, απλά, να μην υπάρχει» της είπε πεισματικά.
«Έχεις καμιά νέα ιδέα στο μυαλό σου;» τον ρώτησε.
«Κάτι σκέφτομαι. Πού πήγαν οι ιερείς κι οι σοφοί της παλιάς θρησκείας; Ο Νόννος έγραψε τα “Διονυσιακά” του επί Αναστασίου. Τότε ακόμα, οι εθνικοί είχαν δύναμη και σοφία. Μπορούσαν να οργανωθούν, να προετοιμάσουν μια επιστροφή τους. Για σκέψου τους σοφούς της Πλατωνικής Ακαδημίας. Την έκλεισε ο Ιουστινιανός κι αυτοί πήγαν στον Χοσρόη στην Περσία. Λες να μην ετοίμασαν την αντεπίθεσή τους; Πρέπει να είναι οι Νεστοριανοί!»
«Αυτοί οργάνωσαν το Βασίλειο του Θεού;»
«Πιστεύω ότι έτσι το ονόμασαν, μόνο και μόνο για να του προσδώσουν κύρος.»
«Οι Νεστοριανοί ισχυρίζονται ότι είναι μουσουλμάνοι.»
«Τίποτε δεν είναι! Στις περιοχές των Χριστιανών λένε ότι είναι Χριστιανοί και στα μουσουλμανικά εδάφη λέγονται Μουσουλμάνοι. Μας δουλεύουν όλους!»
«Μπορεί να είναι έτσι, αυτό όμως δεν είναι αρκετό και το ξέρεις. Πού βρίσκονται οι Νεστοριανοί;»
«Βρήκα τις σημειώσεις κάποιου Βενιαμίν. Είναι Ισπανο-Εβραίος(*6). Πήγε και βρήκε τις δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ και τον Σαββατύονα ποταμό. Κατέγραψε τα πάντα για ό,τι βρήκε στον δρόμο του. Με το βιβλίο του για οδηγό δεν ψάχνω στο άγνωστο.»
Η Ζωή είδε ότι οι ερωτήσεις της δεν τον δυσκόλευαν. Για όλα είχε έτοιμη κάποια πληροφορία που έδινε απάντηση. Εξ άλλου, μέσα σε πέντε χρόνια αναζητήσεων δεν μπορεί να μην είχε βρει ορισμένες από τις απαντήσεις που έψαχνε. Ήταν λογικό ότι η διάψευση των ελπίδων του δεν μπορούσε να γίνει με χρήση λογικών συλλογισμών και μόνο.
«Θα πας να τα επαληθεύσεις επί τόπου όλα αυτά;»
«Ναι. Και θέλω να έρθεις κι εσύ μαζί μου!»
«Τι σε κάνει, Κωνσταντίνε, να μου το προτείνεις αυτό; Δεν είναι μια απλή πρόταση για ένα ταξίδι αυτό που λες. Είναι πολύ σοβαρό με άγνωστο χρόνο διάρκειας κι άγνωστη έκβαση. Πώς έφτασες να θέλεις εμένα;»
«Πριν το σκεφτώ, μού το επέβαλε η καρδιά μου.»
«Να μου πεις τι σκέφτηκες. Πέρα απ’ τα συναισθήματα» του ζήτησε.
«Είχα τρεις καλούς λόγους» της είπε. «Επιθυμείς κι εσύ διακαώς την επικράτηση του ελληνισμού. Με τόση αμορφωσιά τριγύρω μας, θα μείνουν όλα μακρινό όνειρο αν δεν βρεθεί κάτι συνταρακτικό να το επιβάλει.»
«Περιμένω να ακούσω τον δεύτερο λόγο.»
«Γιατί δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις! Στη Νίκαια δεν αντέχεις να γυρίσεις, στην Αθήνα δεν μπορείς να πας. Εδώ είσαι σε ένα γυναικωνίτη σε μια χρυσή φυλακή. Το μοναστήρι πρέπει να είναι για σένα εφιάλτης.»
«Κι αυτός ο λόγος είναι καλός αλλά έχει ένα πρόβλημα, τον Νικηφορίσκο.»
«Θα βρούμε λύση για το μικρό» είπε ο Κωνσταντίνος.
«Κι ο τρίτος λόγος;»
«Γιατί … με αγαπάς και θέλεις να είσαι μαζί μου. Τώρα μάλιστα σε χρειάζομαι πολύ.»
«Γιατί σε αγαπάω, ε;» είπε η Ζωή χαμογελώντας και χαϊδεύοντας το πρόσωπο του. «Ώστε έτσι λοιπόν!… Κι εσύ; Εσύ ... απλά με χρειάζεσαι;»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω και σε θέλω το ίδιο με σένα, ίσως ακόμα πιο πολύ!» της είπε εκείνος.
Ο Κωνσταντίνος την αγκάλιασε και δεν την άφησε ούτε να αναπνεύσει. Τη γέμισε φιλιά και την κράτησε σφιχτά πολλή ώρα. Η Ζωή πρόλαβε να του πει λόγια αγάπης τρυφερά, όλα όσα ήθελε χρόνια να του πει, αλλά, τον είχε για νεκρό. Εκείνος δεν είπε πολλά. Τού έβγαιναν αυθόρμητα ερωτικά αισθήματα και λόγια αφοσίωσης. Στα «σε αγαπάω» της Ζωής εκείνος απαντούσε «σε θέλω». Στα «σε είχα ερωτευτεί και μού ‘λειψες» εκείνος απαντούσε «δεν θέλω να ζω χωρίς εσένα». Έκαναν έρωτα κι έμειναν όλο το βράδυ μαζί. Ο Νικηφόρος πέρασε από το μυαλό της μια-δυο φορές χωρίς να νιώσει τύψεις ή ενοχές. Μέσα της τον έβλεπε δίπλα στην Αγνή και τα παιδιά του, έτσι τον έβγαζε εύκολα από την καρδιά της. Όλο της το είναι και το κορμί σκιρτούσε ερωτικά με αυτόν εδώ τον μεγάλο έφηβο που την έκανε να νιώθει σαν θεά.
Ένιωθε ερωτευμένη μαζί του κι ας ήξερε πως ο έρωτας δεν ήταν αμοιβαίος. Εκείνος ήταν αφιερωμένος στον στόχο του. Ο έρωτας ήταν δευτερεύουσα λειτουργία γι αυτόν. Όμορφη και σημαντική, όμως, όχι η πρώτη. Αλλά, η Ζωή δεν ζητούσε πια τον θυελλώδη έρωτα. Ήθελε από αυτόν να την έχει ανάγκη και να ικανοποιεί τη δίψα του σώματος και της ψυχής του, κι αυτά της ήταν αρκετά. Στους τρεις λόγους που μου είπε για να με πείσει, ο έρωτας ήταν ο τρίτος λόγος στη σειρά σκέφτηκε και χαμογέλασε. Δεν την πείραζε που ήταν έτσι τα πράγματα. Κι έτσι, πάλι υπέροχα ήταν.

********************************************
Η συνέχεια αύριο, Τετάρτη