Είμαστε στο 10ο κεφάλαιο με τίτλο "ΑΡΧΗ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ 1205-1208 μΧ".
Στο Α' Μ'έρος (ΑΚΕΦΑΛΟ ΚΡΑΤΟΣ) και στο Β' (Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ) είδαμε την κατάσταση που επικράτησε στην Αθήνα, όπως και στις άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, από την πτώση της Πόλης μέχρι την κατάληψή της από τους Φράγκους.
Στο Γ' μέρος βλέπουμε πώς ο Νικηφόρος κι η οικογένειά του, επιζούν της καταστροφής και προσαρμόζονται στο καινούργιο περιβάλλον. Ο Νικηφόρος χρίζεται ιππότης από τον Όθωνα Ντε Λα Ρος, τον καινούργιο αφέντη της πόλης, τον Σιρ Ντ' Ατέν.
**************************************
Γ’
ΣΤΗΝ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΑΘΗΝΑ
Ο Νικηφόρος έγινε φίλος με κάποιους Φράγκους, όπως τους ιππότες Εστάς ντε Βιτώ και Γκι ντε Σαλιέ. Συνάντησε και τους Βουργουνδούς που είχε σώσει στο Ζαντάρ, τους αδελφούς Ρομπέρ και Φιλίπ ντ’ Επινάκ. Τους είχε συναντήσει στην Πόλη λίγο πριν την Άλωση. Συνδέθηκαν και πάλι κι έγιναν φίλοι. Στους δυο ντ’ Επινάκ άρεσε πολύ ο τρόπος ζωής και το κλίμα εδώ στην Ελλάδα. Έμοιαζε το μέρος με τις νότιες περιοχές της Βουργουνδίας, αλλά, είχε περισσότερο ήλιο. Αγάπησαν αυτόν τον τόπο σαν δικό τους ενώ το ίδιο ένιωθαν κι ο Εστάς ντε Βιτώ όπως κι ο Γκι ντε Σαλιέ. Οι Φράγκοι κι ο Νικηφόρος έγιναν μια παρέα.
«Τα
πράγματα άλλαξαν πολύ στο Ιμπεράτουμ»
είπε ο Εστάς ντε Βιτώ εκεί που έπιναν
κρασί μαζί με τον Ρομπέρ.
«Οι
Βούλγαροι έπιασαν τον Βαλδουίνο κι
αυτοκράτορας
τώρα είναι ο αδελφός του, ο Ερρίκος»
είπε ο Ρομπέρ. «Αυτός
σας συμπαθεί πολύ εσάς τους Γραικούς.»
«Δεν
είναι ακόμη αυτοκράτορας»
τον διόρθωσε ο Εστάς.
«Έγινε
Βάϊλος όσο ελπίζουν ακόμη
να
βρεθεί ο Βαλδουίνος. Λένε,
πάντως, ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
Δεν θα τον αφήσουν οι Βούλγαροι να φύγει
ζωντανός.»
«Ο
δικός σας ο Τεό Βρανάς έγινε Ρήγας της
Θράκης. Πήρε μεγάλη εξουσία από τον
Ερρίκο για να αντιμετωπίσει τους
Βούλγαρους»
συμπλήρωσε ο Ρομπέρ.
Ο
Νικηφόρος είχε βελτιώσει τα γαλλικά
του. Αυτό τον διευκόλυνε να είναι φίλος
με τους ανοιχτόκαρδους, γενναίους
Φράγκους που τον τιμούσαν με την φιλία
τους. Ήταν άνθρωποι με τους οποίους
μπορούσε να συνεννοηθεί και να χτίσει
σχέση εμπιστοσύνης. Δεν ήταν βέβαια
όλοι οι Φράγκοι φιλικοί μαζί του ούτε
ο Κύρης των Αθηνών ή Σιρ ντ’ Ατέν. Έτσι
ήταν, όμως, ο Όττο ντε λα Ρος από χαρακτήρα.
Δεν είχε κανέναν φίλο, ούτε φυσικά και
τον Νικηφόρο.
Ο
Όθων ήταν αυταρχικός, είρων και γινόταν
αμέσως αντιπαθής.
Συντηρητικός και τσιγκούνης μαζί,
ήταν
αχώνευτος. Δεν κατάφερε να κερδίσει
ούτε μια σταγόνα συμπάθειας από τους
υπηκόους του, είτε Γραικούς είτε Φράγκους.
Ο Νικηφόρος μιλούσε άνετα γι αυτόν και
τον κορόιδευε με τους φίλους του Γάλλους.
Δεν είχαν ούτε αυτοί καλή ιδέα για τον
ηγεμόνα τους και τον στόλιζαν κανονικά.
«Τι
άνθρωπος είναι η εξοχότητά του ο Μέγας
Κύρης μας;»
ρώτησε ο Νικηφόρος μια φορά τον Φιλίπ.
Ο
Φιλίπ ντ’ Επινάκ ήταν ο πιο αυθόρμητος,
ειλικρινής κι έντιμος Φράγκος από όλους.
«Σπαγκοραμμένος
και τσιφούτης είναι»
είπε ο Φιλίπ.
«Φιλίπ,
μην βρίζεις την Εξοχότητά του»
τον μάλωσε ο αδελφός του.
«Έλα
τώρα, μεταξύ μας είμαστε. Εκφράσου
ελεύθερα, Φιλίπ» του
είπε ο Γκι ντε Σαλιέ.
«Όσο
γενναιόδωρος κι ανοιχτόκαρδος είναι ο
Ρήγας μας ο Βονιφάτιος, τόσο στενόκαρδος
είναι ο υποτελής του. Δεν έμοιασε στον
Μομφερά ο Μέγα-Σιρ»
είπε ο Εστάς.
«Και
η γυναίκα του, ρε παιδιά, αυτή η Ισαβέλλα,
αντί να τον μαλακώνει, τον κάνει
χειρότερο!»
«Κι
είναι κόρη του πιο αγαπητού αρχιστράτηγου
του αυτοκράτορα, του Γοδεφρείδου
Βιλεαρδουίνου!»
είπε ο Γκι.
«Νομίζω
ότι δεν έμοιασε καθόλου στον πατέρα
της»
σχολίασε ο Εστάς.
Οι
σχέσεις του Νικηφόρου με τους Βουργουνδούς
νέους φίλους του δεν θύμιζαν κατακτητές
με κατακτημένο. Ίσως να συνέβαινε αυτό
επειδή οι αδελφοί ντ’ Επινάκ θεωρούσαν
ότι του χρωστούσαν τη ζωή τους. Εξάλλου,
είχε συμμετάσχει στην Δ’ Σταυροφορία
κι εκείνος, έστω και στην αρχή της. Αυτής
της σταυροφορίας κατάληξη ήταν και
τούτη εδώ η κατοχή. Ίσως να έφταιγε που
είχε μάθει τα γαλλικά πολύ καλά και
μπορούσε να μιλάει στη γλώσσα τους. Για
όλους αυτούς τους λόγους, πάντως, είχε
μια πολύ καλή και φιλική μεταχείριση.
Δεν ήταν το ίδιο οι Φράγκοι με τους
περισσότερους Γραικούς. Η πλέμπα των
Αθηνών υπέφερε από κακομεταχείριση και
το αρχοντολόι από υποτίμηση. Κανείς δεν
ήταν, τελικά,
ευχαριστημένος
από
την κατοχή των Βουργουνδών.
Οι
Φράγκοι θεωρούσαν τους ντόπιους σαν
κατώτερης ποιότητας ανθρώπους και τους
συμπεριφέρονταν υποτιμητικά. Όταν ήταν
μπροστά ο Νικηφόρος, βέβαια, πρόσεχαν
τι έλεγαν κι απέφευγαν τους χαρακτηρισμούς.
Απέφευγαν τις κουβέντες που ήταν
προσβλητικές για τους Γραικούς. Από
την άλλη, για
τους Αθηναίους οι Φράγκοι ήταν κατακτητές
και τίποτε άλλο. Φόβος και δέος ήταν
αυτό που ένιωθαν οι ντόπιοι απέναντί
τους και τίποτε δεν μαλάκωνε αυτή τη
σκληρή στάση τους.
Οι Φράγκοι είχαν υπό διωγμό την ανατολική
εκκλησία αλλά οι Γραικοί επέμεναν στην
πίστη τους. Ήθελαν μ’ αυτόν τον τρόπο
να διατηρήσουν την ιδιαίτερη ταυτότητά
τους. Μια ταυτότητα που, ρωμαϊκή, επέμεναν
οι ίδιοι να την ονομάζουν και γραικική
την ονόμαζαν
οι Φράγκοι. Για
τους Φράγκους, Ρωμαίοι ήταν οι κάτοικοι
της Ρώμης κι ο Πάπας. Οι ελληνόφωνοι
αιρετικοί ήταν Γκριέ, Γραικοί, Έλληνες
και τίποτε άλλο.
«Δεν
μπορούμε να τα βρούμε μαζί τους. Ακολουθούν
τον
Πάπα
ενώ εμείς
το
Πατριαρχείο» έλεγε
ο παππούς Λέων.
«Με
όλο τον σεβασμό, νομίζω πως είναι πιο
σημαντικές οι διαφορές μας, πατέρα»
σημείωνε ο Δωρόθεος.
«Δεν είναι μια απλή διαφορά στο δόγμα.
Αυτοί είναι πλούσιοι γιατί νίκησαν κι
έκλεψαν το βιος μας, κι εμείς φτωχοί
γιατί ηττηθήκαμε.»
«Επί
πλέον, οι Φράγκοι είναι σιδηρόφρακτοι
κι εμείς άοπλοι»
είπε ο Νικηφόρος.
«Αυτοί
είναι Φράγκοι κι εμείς Ρωμιοί. Αυτό τα
λέει όλα»
είπε ο νεαρός Λέων.
«Μπορεί
να έχουμε κι άλλες διαφορές, αλλά, ο
κόσμος καταλαβαίνει ότι αυτοί είναι
καθολικοί κι εμείς ορθόδοξοι. Με την
πίστη ξεχωρίζουμε από αυτούς»
είπε ο παππούς Λέων.
«Δόξα
τω θεώ, εμείς τουλάχιστον, χάρη στον
Νικηφόρο,
τα
πάμε καλά μαζί τους»
είπε ο Δωρόθεος.
«Η
αλήθεια είναι ότι σταμάτησε το μεγάλο
κακό με τους πολέμους»
είπε ο παππούς Λέων. «Όλα
τα
τελευταία χρόνια
ησυχάσαμε από αυτά.»
Η
ειρηνική περίοδος που ακολούθησε μετά
τα ταραγμένα
πρώτα
χρόνια του 13ου αιώνα βοήθησε. Επουλώθηκαν
πολλές πληγές. Ο Νικηφόρος έκανε ταξίδια
με το “Δήλος”. Μετέφερε προϊόντα της
Αττικής και της Βοιωτίας στη Μασσαλία.
Έφερνε προϊόντα της Γαλλίας στον Πειραιά.
Στην
Ελλάδα είχε ιδρυθεί μια «μικρή Γαλλία»,
μέρος της
οποίας ήταν κι η Ηγεμονία των Αθηνών. Η
σχέση της με την
μητέρα
Γαλλία είχε τονώσει το εμπόριο και είχε
δώσει δουλειές στα πλοία. Χάρη
σε αυτές τις δουλειές και χάρη στο
εμπόριο, ο Νικηφόρος
κατάφερε να επισκευάσει το κτήμα.
Το
“Σερφιώτικο”
ξαναχτίστηκε
από την αρχή. Μετά από μερικά χρόνια δεν
φαινόταν ούτε
ίχνος
απ’
την
καταστροφή που το είχε βρει. Εκεί έμεναν
ο Νικηφόρος με τη γυναίκα του και τα
παιδιά τους.
Μετά την Μαριαθήνα είχε
έρθει ο
Κωνσταντίνος. Πήρε το όνομα του χαμένου
στη θάλασσα παππού του. Η Αγνή συνέχισε
να γεννά παιδιά. Απέκτησαν ακόμη ένα
αγόρι, τον Δωρόθεο κι ένα κορίτσι, την
Αθηναΐδα. Με τα τέσσερα παιδιά τους
ζούσαν μια καλή ζωή στο
αγρόκτημα. Έβρισκαν άνετα τα προς το
ζην. Το “Δήλος” πέρασε στον Λέοντα
Καρτεράνο που το αγάπησε. Ο Λέων εξελίχτηκε
σε ένα καλό πλοίαρχο ικανό για ασφαλή
και μεγάλα ταξίδια.
Το
“Σερφιώτικο” ήταν ένα πολύ ωραίο και
παραγωγικό αγρόκτημα. Η αττική γη δεν
φημιζόταν για την καρποφορία της.
Υπήρχαν, αρκετά συχνά, χρονιές σιτοδείας.
Τότε η Αθήνα τρεφόταν με εισαγωγή σιτηρών
και τροφίμων από διάφορες άλλες περιοχές.
Αν ήταν κακή η οργάνωση ενός αγροκτήματος
μπορούσε να το οδηγήσει σε πλήρη απαξίωση
και καταστροφή. Αρκούσε να τύχαιναν δυο
τρεις απανωτές κακές χρονιές. Με τη
βοήθεια του πεθερού του Δωρόθεου, ο
Νικηφόρος αυτό το είχε αποφύγει. Τις
καλύτερες χρονιές η παραγωγή έφτανε
και περίσσευε. Συντηρούσε το αγρόκτημα
κι έμεναν αγαθά για πώληση σε τρίτους.
Η
σχέση του Νικηφόρου με τους εργάτες της
γης ήταν πιο πολύ φιλική παρά σχέση
εξουσίας. Σ’ αυτό βοηθούσαν οι βασικοί
επιστάτες του που ήταν έξυπνοι αλλά κι
εργατικοί. Ο Νικηφόρος κι οι επιστάτες
επέλεγαν εργάτες με κριτήριο την
εμπιστοσύνη και την εργατικότητα. Τα
τέσσερα παιδιά του ήταν όλα πολύ μικρά
ακόμα. Η μεγαλύτερη, η Μαριαθηνούλα, δεν
ήταν καλά-καλά ούτε πέντε χρονών. Η Αγνή,
παρά τις τέσσερις γέννες, ήταν μια πολύ
όμορφη και καλόψυχη γυναίκα. Μεγάλωνε
τα παιδιά της και πρόσεχε την οικογένειά
της. Από μικρή έτσι είχε μάθει ότι έπρεπε
να κάνει μια γυναίκα. Αυτά έπρεπε να
βάζει πάνω από όλα στη ζωή της.
Οι
Σερφιώτες έγιναν σιγά-σιγά μια απ’ τις
πιο
σπουδαίες αθηναϊκές
οικογένειες. Οι δεσμοί του Νικηφόρου
με αρκετούς Φράγκους κυρίαρχους, τού
είχαν δώσει
υψηλή
κοινωνική θέση. Καρτεράνοι και Σερφιώτες,
γενικώς,
αναβαθμίστηκαν
απ’ τους Φράγκους. Καταγράφηκαν τελικά
σαν αριστοκράτες και στο σχετικό
κατάστιχό τους.
«Αν
δήλωνες πίστη στον Πάπα, φίλε μου, θα
γινόσουν αμέσως ευγενής»
είπε ο Εστάς στον Νικηφόρο. «Θα
έπρεπε να το σκεφτείς. Τι λες;»
«Δεν
το θέλω, φίλε μου Εστάς»
απάντησε ο Νικηφόρος. «Δεν
είμαι φανατικός ορθόδοξος, αλλά.
δεν θα πουλήσω την πατροπαράδοτη πίστη
για έναν τίτλο.»
«Πάντως
ιππότη θα σε χρίσει ο Ντε Λα Ρος. Αυτό
να τι ξέρεις.»
Ήταν
μια εισήγηση των επιτελών του Μέγα-Κύρη
και φίλων του Νικηφόρου. Το στήριξαν οι
αδελφοί ντ’ Επινάκ και συνυπέγραψαν
πολλοί Βουργουνδοί. Ήταν η αναγνώριση
για την αυταπάρνηση που είχε δείξει
όταν τους είχε μεταφέρει από τον Εύριπο
στην Πόλη. Παρά την αρρώστια και το
θανατικό, αυτός είχε σταθεί δίπλα τους.
Πολλοί από τους σταυροφόρους εκείνους
είχαν
βεβαιώσει
πως τους
είχε βοηθήσει. Ψύχραιμος και με κίνδυνο
της δικής του υγείας και ζωής είχε
καταφέρει να ολοκληρώσει
το
ταξίδι.
Του ανακοίνωσαν την απόφαση του Όθωνα
να τον κάνει ιππότη. Του ζήτησαν για
ανταπόδοση μια γερή κρασοκατάνυξη.
«Φίλε
μου, ήρθε η ώρα να σου ανταποδώσει η
Φραγκιά κι η Ευγένειά του, ο Σιρ ντ’
Ατέν, το καλό που μας έκανες. Έσωσες τους
Βουργουνδούς σε εκείνο το δύσκολο και
γεμάτο μαύρο θάνατο ταξίδι! Ευλογούμε
τον θεό που μπορούμε τώρα να στο
ανταποδώσουμε.
Αξίζει να αμειφθεί μια τέτοια ευγενική
ενέργεια. Εξ άλλου ήσουν κι εσύ μέλος
της σταυροφορίας που έφερε όλα αυτά τα
κέρδη στους αρχηγούς της. Και δεν είναι
μόνο αυτά που σε κάνουν άξιο. Όποτε
χρειαστήκαμε
βοήθεια,
την
προσέφερες χωρίς ανταμοιβή»
είπε ο Φιλίπ ντ’ Επινάκ στον Νικηφόρο.
«Και
γι αυτό το καλό νέο θα μας κεράσεις όσο
κρασί μπορούμε να πιούμε. Θα πίνουμε
μέχρι που να τινάξουμε τα πέταλα»
είπε ο Εστάς ντε Βιτώ.
«Σου
χρωστάμε τη ζωή μας στη Ζάρα»
είπε ο Ρομπέρ πιάνοντάς τον από τον ώμο.
«Κακώς
πάτε να με τιμήσετε. Σε όλα αυτά έκανα
απλά το χρέος μου»
είπε ο Νικηφόρος. «Στη
μια περίπτωση ήμουν ναύαρχος του πλοίου
μου κι είχα ανθρώπους να μεταφέρω. Στην
άλλη ήσασταν τόσο μεθυσμένοι που δεν
θυμάστε τι έγινε και μεγαλοποιήσατε τα
γεγονότα!»
«Το
χρέος που λες δεν είναι αυτονόητο για
όλους φίλε μου»
είπε ο Ρομπέρ.
«Ποτέ
μου δεν έχω φοβηθεί όσο στη Ζάρα»
είπε ο Φιλίπ. «Όσο
κι αν είχα πιει, θυμάμαι καλά πως ήμουν
δεμένος και με απειλούσαν κάτι κροατικά
μαχαίρια.»
«Λοιπόν,
ο Κύρης μας το είδε αλλιώς. Από τη στιγμή
που
η
ακατάδεχτη Ευγένειά του το αποφάσισε,
περιττεύουν τα σχόλια»
είπε ο Εστάς ντε Βιτώ.
«Την
Κυριακή, πάνω στην Ακρόπολη θα γίνεις
ιππότης. Θα ορκιστείς πίστη στον μέγα-Κύρη
των Αθηνών και Θηβών και εκείνος θα σε
χρίσει.»
«Πρέπει
να το ξέρει η Ευγένειά του ότι πίστη του
δίνω αλλά κόντρα στους Γραικούς δεν
πηγαίνω»
είπε ο Νικηφόρος. «Για
πόλεμο με Γραικούς ας βρει άλλον να
χρίσει ιππότη.»
«Θα
στο πει κι εκείνος. Γίνονται τέτοιες
εξαιρέσεις στον ιπποτικό κανόνα»
του είπε ο Γκι ντε Σαλιέ.
Ο
Γκι ήταν
σενεσάλος του Όθωνα ντε λα Ρος, κάτι σαν
δικαστής και συνταγματάρχης μαζί. Αυτός
το είχε ρυθμίσει.
«Ο
αυτοκράτορας Ερρίκος έκανε την αρχή με
τον Τεό Βρανάς κι εξαίρεσε κάποιες
ιπποτικές του υποχρεώσεις. Έτσι θα γίνει
και με εσένα.»
«Κι
όπως είπαμε, απόψε θα τα πιούμε»
είπε ο Εστάς που ήταν ο ανοιχτόκαρδος,
εύθυμος τύπος της παρέας.
«Τέτοια τιμή αξίζει να την ποτίσει
κανείς με πολύ, πάρα πολύ, καλό κρασί!»
«Μετά
την ορκωμοσία σας προσκαλώ όλους σπίτι
μου»
είπε ο Νικηφόρος χαρούμενος. «Έχω
καινούριο πολύ καλό και γλυκόπιοτο
κρασί με βότανα και μυρωδικά. Θα
σας τρελάνει. Έχω κι ένα μικρό μοσχάρι
για εκείνη τη μέρα. Θα με τιμήσετε να
φάμε με την οικογένειά μου;»
«Ούτε
να το συζητάς!» του
είπαν όλοι.
Η
τελετή για τον Νικηφόρο, πάνω στην
Ακρόπολη, ήταν εντυπωσιακή. Οι στολές,
οι περικεφαλαίες των Φράγκων και τα
χρωματιστά ρούχα τους έδιναν τον γιορτινό
τόνο. Υπήρχαν όπλα, λάβαρα, σημαίες,
χρυσάφια, στολισμένα άλογα, σπαθιά
αστραφτερά, χαλιά
και λουλούδια. Όλα έδιναν στο
υπέρλαμπρο τοπίο του Ιερού Βράχου
ένα άρωμα μεγαλοπρέπειας. Ο Όθων ντε λα
Ρος κάλεσε σε μια στιγμή τον Νικηφόρο
να πάει κοντά του. Ήταν ντυμένος με ρούχα
Ρωμαίου Καταφρακτάριου με τα διακριτικά
του “Σερφιώτικου” πάνω του. Το όνομα
της πόλης των Αθηνών ήταν γραμμένο στην
πανοπλία του. Φορούσε το πορφυρό λάβαρο
με τον χρυσό δικέφαλο αετό στο κοντάρι.
Αυτή θα ήταν η προσωπική του στολή. Στο
κοντάρι του ψηλά ανέμιζε το κόκκινο
μαντίλι της Ζωής με τον άσπρο κρίνο.
Σάλπιγγες
και παιάνες έπαιξαν πολεμικά εμβατήρια.
Ο Όθων ακούμπησε το ξίφος του στους
ώμους του Νικηφόρου που έστεκε γονυπετής.
Κατά το φράγκικο έθιμο, το ένα μόνο
γόνατο ακουμπούσε στη γη. Δεν ήταν
πεσμένος μπρούμυτα, όπως θα απαιτούσε
το ρωμαϊκό τελετουργικό σ’ ανάλογες
περιστάσεις. Ο Νικηφόρος έδωσε τον όρκο
πίστης στον Μέγα Κύρη του. Εκείνος τον
έχρισε πιστό ιππότη του Μεγακυράτου
Αθηνών και Θηβών.
Θα
ακολουθούσε το γλέντι με τους φίλους
του, αλλά, καθυστέρησε λίγο δικαιολογημένα.
Ο Ντε Λα Ρος εξέφρασε την επιθυμία να
επισκεφτεί το “Σερφιώτικο”, να δει τον
χώρο που ζούσε ο νέος ιππότης του. Η
παρουσία του εκεί τιμούσε και το αγρόκτημα
και τον Νικηφόρο και μετέδιδε ένα
ολοκάθαρο χρήσιμο μήνυμα. Η περιουσία
αυτή είχε πλέον την προσωπική προστασία
του Φεουδάρχη. Ήταν μια κίνηση που ο
Νικηφόρος την δέχτηκε ευπρόσδεκτα. Στην
είσοδο του κτήματος σε τρία κοντάρια
ανέμιζαν τα εμβλήματα. Το έμβλημα του
Όττο και του
Μεγακυράτου, ο θυρεός με τα κόκκινα κι
άσπρα τετράγωνα. Το έμβλημα του
Ερρίκου της
Φλάνδρας, ο χρυσός σταυρός σε πορφυρό
φόντο. Δίπλα τους ο
Δικέφαλος αετός του
Νικηφόρου. Ο Όθων
περιεργάστηκε τις εγκαταστάσεις, τα
υποστατικά και τα δωμάτια του σπιτιού.
Έδειξε ότι τα ενέκρινε, αυτός ο ακατάδεχτος
και ψηλομύτης Φράγκος. Είδε ότι το σπίτι
είχε μια βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία.
Είπε ότι θα ήθελε να μάθει γι αυτά
περισσότερα.
«Ιππότη,
εγκρίνω το αγρόκτημά σου. Έχει οργάνωση.
Θυμίζει
τα κτήματα στην πατρίδα μου. Θα
είναι αποδοτικό.»
«Ευχαριστώ
την Ευγένειά σας, Μέγα Κύρη, για τα καλά
σας λόγια»
είπε ο Νικηφόρος.
«Θέλω
να μάθω για την αρχαία Ελλάδα»
είπε ο Όθων. «Είναι
ευκαιρία, αφού είμαι ηγεμόνας σε αυτή
την ξεχωριστή πόλη να μάθω την ιστορία
της και τους σοφούς της. Θέλω το δίκαιο
που θα ισχύει εδώ να είναι μείγμα
φραγκικής ευγένειας κι ελληνικής
σοφίας.»
«Ο
Μιχαήλ Ακομινάτος ήταν ο ειδικός επ’
αυτού.»
«Ο
τραγόπαπας μάς εγκατέλειψε! Ευτυχώς
που
έχουμε
εσένα. Θέλω να μιλήσουμε γι αυτά τα
θέματα!»
είπε ο Όθων και χωρίς να περιμένει καμιάν
απάντηση έφυγε.
Στο
γλέντι ήρθαν οι Καρτεράνοι, παππούδες,
γιαγιάδες και παιδιά. Έμαθαν στους
στρατιώτες να χορεύουν ελληνικά. Άκουσαν
τραγούδια από ένα τραγουδιστή κι
οργανοπαίκτη που φώναξε ο Νικηφόρος. Η
παρέα ήρθε στο κέφι. Κάποια στιγμή ο
Εστάς πήρε το όργανο και ζήτησε να κάνουν
ησυχία. Ήθελε να πει τραγούδια από την
πατρίδα του. Υποκλίθηκε με θεατρικές
κινήσεις στο κοινό. Αφιέρωσε τα τραγούδια
στην οικοδέσποινα Αγνή κοιτάζοντας
όμως προς την Ευδοκία. Η νεαρή είχε
κοκκινίσει σαν παντζάρι.
«Αν
μου επιτρέπει η Χάρη σου, Νικηφόρε,
αφιερώνω το ποίημα στην οικογένειά σου.
Για όλους,
ιδιαίτερα τις κυρίες, κι ακόμη
περισσότερο στα ανύπαντρα κορίτσια»
τόνισε με έμφαση.
«Εσύ,
κάνε την μετάφραση.»
«Με
χαρά φίλε μου, θα σε ακούσουμε. Θα
μεταφράσω τα λόγια για να καταλάβουν
τι
λες»
είπε ο Νικηφόρος ενώ η Ευδοκία είχε
χαμηλώσει το βλέμμα.
Ο
Εστάς δοκίμασε με το δοξάρι τις χορδές,
κούρδισε το όργανο και κάθισε στο μέσο
του δωματίου. Ένας αργόσυρτος σκοπός
των βουνών της Βουργουνδίας ακούστηκε.
Άρχισε να απαγγέλλει το ποίημά του που
ήταν ερωτικό με πολύ πάθος. Ο ρομαντικός
του ήρωας, γύριζε από τη μάχη κι
ανυπομονούσε να δει την πριγκίπισσα
της καρδιάς του. Ο κύρης της ήθελε να
την παντρέψει με ένα γέρο πλούσιο. Ο
ήρωας ετοιμαζόταν να σκοτωθεί για χάρη
της αγαπημένης του. Παρά τις γονικές
αντιρρήσεις, όμως, ο έρωτας θριάμβευε
στο τέλος.
Ο
Νικηφόρος μετάφρασε το ποίημα σε γενικές
γραμμές ενώ ο Εστάς έριχνε καυτά βλέμματα
στην Ευδοκία. Εκείνη τον ντρεπόταν. Αν
ήταν δυνατόν, θα ήθελε να ανοίξει η γη
για να την καταπιεί. Οι Φράγκοι φίλοι
του Νικηφόρου, ο Φιλίπ κι ο Γκι ήταν
παντρεμένοι και κυράδες τούς περίμεναν.
Ο Φιλίπ ντ’ Επινάκ είχε δύο παιδιά στην
πατρίδα ενώ ο Γκι ντε Σαλιέ ήταν
παντρεμένος κι ερωτευμένος με την
γυναίκα του. Ο Εστάς κι ο Ρομπέρ όμως,
ήταν εργένηδες κι επομένως ήταν ελεύθεροι
να ερωτευτούν. Είχαν προλάβει κιόλας
να χαρίσουν τις καρδιές τους σε δυο
νεαρές Αθηναίες. Ο Εστάς ντε Βιτώ είχε
ερωτευτεί την Ευδοκία, την αδελφή της
Αγνής. Ο Ρομπέρ των Επινάκ είχε ερωτευτεί
με μια άλλη Αθηναία, την Ασπασία.
«Εστάς
φίλε μου, σε βασανίζει κάτι;»
τον ρώτησε λίγο αργότερα παίρνοντάς
τον κατ’ ιδίαν ο Νικηφόρος.
«Τι
σε νοιάζει για μένα;»
του είπε ο Φράγκος βγάζοντας αναπάντεχα
ένα παράπονο. «Εσύ
έχεις την Αγνή. Εσύ
είσαι ευτυχισμένος.»
«Κι
εσύ ποια θα ήθελες να έχεις, την Ευδοκία;»
«Διστάζω
να το πω, αλλά νομίζω πως είναι υπέροχο
κι ωραίο κορίτσι»
είπε εκείνος.
«Μπροστά της χάνω το χιούμορ μου και
γίνομαι αδέξιος. Αναρωτιέμαι πώς να με
βλέπει εκείνη. Την περνάω αρκετά χρόνια
βλέπεις …»
«Θα
το συζητήσω με την Αγνή. Να το πει με
τρόπο στην αδελφή της, να δούμε πως το
βλέπει κι εκείνη, ε;»
«Θα
περιμένω με αγωνία νέα σου»
είπε ο Εστάς.
***************************************
Η συνέχεια αύριο, Τρίτη.