Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

28 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 28η

Φτάσαμε στο μέρος Δ' του 8ου κεφαλαίου. Τίτλος του "Η ΦΥΓΗ"
Η Πόλη έχει πέσει στους Φράγκους προδομένη εκ των έσω. Ανίκανος και προδότης ο Αλέξιος Ε' Μούρτζουφλος την εγκαταλείπει. Δειλοί και μοιραίοι οι ιερείς και μοναχοί εκλιπαρούν τους σταυροφόρους και τους βάζουν στην Πόλη. Καμιά αντίσταση δεν έχει νόημα πια. 
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης κι άλλοι Ρωμιοί άρχοντες περνούν στην Βιθυνία με σκοπό να οργανώσουν στην Νίκαια και την Προύσα ένα δικό τους Δεσποτάτο. Από εκεί θα επιχειρήσουν την ανακατάληψη της Πόλης.
Ο Νικηφόρος αφήνει την Ζωή στη Βιθυνία με τους Λασκαραίους και γυρίζει στην Αθήνα, στην οικογένειά του που βρίσκεται, πλέον, σε κίνδυνο.
****************************

Δ’   Η ΦΥΓΗ

Ο Νικηφόρος είχε δει στο Ζαντάρ τα λάβαρα με τους εσταυρωμένους στα τείχη να σκίζονται από τους στρατιώτες που φορούσαν τον ίδιο σταυρό στα στήθη. Ήξερε τι θα γίνει λοιπόν και εδώ με αυτούς τους αφελείς. Τα παρακάλια κι οι δεήσεις προκαλούσαν μόνο γέλιο ή μίσος στους στρατιώτες του Χριστού. Οι προσκυνητές κι επίδοξοι ελευθερωτές των Αγίων Τόπων τους αγνόησαν παντελώς ή τους έκαναν πέρα βίαια όταν χρειάστηκε.
«Κυρ Νικήτα, τι λες; θα έρθεις μαζί μας;» τον ρώτησε ο Νικηφόρος. «Φεύγουμε, δεν γίνεται τίποτε, χάθηκαν όλα!»
«Θα βρω την οικογένειά μου. Πρέπει οπωσδήποτε να τους φροντίσω.»
«Πάρτε τους κι ελάτε μαζί μας. Τι θα κάνετε εδώ; Αυτοί θα τα ισοπεδώσουν όλα. Θα μπουν στα σπίτια σας και δεν θα αφήσουν τίποτα όρθιο. Θα κλέψουν και θα βιάσουν τις γυναίκες σας. Όσους από εσάς δεν σας σκοτώσουν, θα σας πουλήσουν για σκλάβους. Ελάτε να φύγουμε με το πλοίο μου, είναι στο λιμάνι του Ιουλιανού.»
«Συνεννοήθηκα με κάποιους φίλους μου Γενουάτες. Ο Μπαρτολομέο Τιέπολο μου έχει υποσχεθεί πως ό,τι κι αν γίνει θα με προστατέψει.»
«Κι ο Λάσκαρης, οι Παλαιολόγοι; ο Πατριάρχης; Τι θα γίνουν όλοι αυτοί ρώτησε ανήσυχος ο Νικηφόρος. Σκεπτόταν ότι ίσως έπαιρνε κάποιους μαζί του.
«Μην ανησυχείς» του είπε ο Νικήτας. «Πηγαίνετε εσείς. Πάνω κάτω όλοι γνωρίζαμε τι επρόκειτο να συμβεί. Ξέραμε ότι η Βασιλεύουσα δεν είχε ελπίδες από τη στιγμή που πρόδωσε ο Μούρτζουφλος. Πριν έρθουν στην Αγιασοφιά, όλοι κανόνισαν την διαφυγή τους.»
«Φεύγουμε τότε κι εμείς. Θα τραβήξουμε για τις ακτές απέναντι, στην Προύσα και στη Νίκαια.»
«Φύγετε και καλό δρόμο. Ίσως μια μέρα συναντηθούμε ξανά» είπε ο Νικήτας κι έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση.
«Γεια σας φίλοι μου. Θα φύγω με τους Λασκαραίους» είπε ο Καϊχοσρόης που ανέβηκε κι αυτός στο άλογό του.
Έριξε μια ματιά στη Ζωή και της είπε ευγενικά.
«Χάρηκα που είχα την τύχη να γνωρίσω την ευγενική σας προσωπικότητα Κυρία μου.»
«Κι εγώ χάρηκα, Σουλτάνε Ιαθατίνη» του είπε εκείνη. «Ίσως, όμως, ξανασυναντηθούμε στην απέναντι ακτή.»
«Γεια σας άτυχοι φίλοι, Γιουνάνοι» είπε ο Καϊχοσρόης. «Χάνετε το πιο μεγάλο στολίδι του κόσμου. Θα έπρεπε κι ο τελευταίος από εσάς να έχει πέσει σε αυτά τα τείχη πριν παραδώσετε μια τέτοια πόλη στους βαρβάρους!»
«Μας αξίζει ό,τι παθαίνουμε» του είπε ο Νικηφόρος με σκυθρωπό ύφος κι ανέβηκε στο άλογο. «Ίσως συναντηθούμε στην Βιθυνία.»
Γύρισε προς τη Ζωή. Την είδε πάνω στο άλογο. Κοιτούσε προς την πομπή με τα λάβαρα και τους σταυρούς που σερνόταν ικετεύοντας για έλεος.
«Τι θλιβερό τέλος!» είπε εκείνη.
Την πλησίασε, της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο και της έσφιξε το μπράτσο δίνοντάς της κουράγιο.
«Πάμε να φύγουμε, Ζωή. Δεν είναι τόπος για κανέναν άνθρωπο εδώ. Επί τρεις μέρες εδώ μέσα θα είναι όλα ένα απέραντο σφαγείο!»
Έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου της. Το έστρεψε, μαζί με το δικό του, προς τον νοτιά για να φύγουν. Κάλπασαν κι οι δυο ελεύθερα προς το λιμάνι του Ιουλιανού. Θα αργούσαν να φτάσουν εκεί οι κατακτητές. Είχαν τόσα πολλά να λεηλατήσουν στον δρόμο τους που θα άφηναν αυτόν τον δρόμο ανοιχτό. Είχαν άνεση χρόνου για να φύγουν από μια πόλη βυθισμένη στην απελπισία, στο τέλος της. Ζούσε τον εξευτελισμό, μετά από εννιακόσια χρόνια θριάμβων, κι εκλιπαρούσε τους βιαστές της να την λυπηθούν.
Οι αρχηγοί των σταυροφόρων πήγαν, πρώτα, στα άδεια αρχοντικά σπίτια των Ρωμιών. Τα είχαν σταμπάρει από καιρό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, αφού πέταξαν στον δρόμο τις οικογένειες που ζούσαν μέσα. Για ένα πολύ μικρό διάστημα, στην αρχή της κατάληψης, ο λαός νόμισε ότι οι κατακτητές θα φερθούν σαν Χριστιανοί. Έλπισαν πως δεν θα τους πειράξουν, όμως, αυτό κράτησε λίγο, μέχρι που έπεσε το σύνθημα για την αρπαγή. Οι σταυροφόροι έπεσαν σαν ακρίδα σε ό,τι πολύτιμο υπήρχε. Εξαίρεση αποτέλεσαν μόνο οι Βενετοί που τους συγκράτησε ο Δάνδολος. Οι εισβολείς σκότωναν, βίαζαν και λεηλατούσαν την κατακτημένη πόλη για τρεις συνεχείς ημέρες.
Βγάζοντας τον χειρότερό τους εαυτό οι προσκυνητές Φράγκοι, έκαναν ό,τι χειρότερο μπορούσαν. Έριχναν τα χρυσά κύπελλα, τα μανουάλια και τις χρυσές επενδύσεις από τις κολώνες στο κέντρο των ναών. Τα μάζευαν και τους έβαζαν φωτιά. Τα έλιωναν ώστε να μπορούν να πάρουν καθαρό τον χρυσό. Κατέλυσαν τα πάντα, κατέστρεψαν ό,τι όμορφο υπήρχε. Μαζί με τις τρεις πυρκαγιές που είχαν ήδη κατακάψει την πόλη, διέλυσαν ένα δημιούργημα αιώνων. Και όταν κηρύχτηκε το τέλος της λεηλασίας, αυτό που είχε απομείνει ήταν ένα ρημάδι.
Η πιο όμορφη πόλη του κόσμου είχε γεμίσει νεκρούς κι ερείπια. Τα λάφυρα που αποκτήθηκαν εδώ ήταν περισσότερα από όλα τα λάφυρα που κατακτήθηκαν ποτέ. Όλες οι άλλες πόλεις μαζί δεν έφταναν να ισοφαρίσουν αυτό που έγινε στην Πόλη. Υπολόγισαν ότι πάνω από το μισό του πλούτου του γνωστού κόσμου βρισκόταν εδώ. Αυτός ο πλούτος λεηλατήθηκε από το πλήθος των σταυροφόρων και τις επίσημες ηγεσίες του. Οι στρατιώτες του Χριστού με πολύ “χριστιανικό” τρόπο εξαφάνισαν όλες τις αμαρτίες αυτής της πόλης εξαφανίζοντας και την ίδια την πόλη. Το μεγαλύτερο έγκλημα στην ιστορία είχε πραγματοποιηθεί. Μετά από αυτό, ο Ερρίκος Δάνδολος μπορούσε επιτέλους να μείνει ήσυχος ότι είχε πάρει πλήρως την εκδίκησή του. Τους τιμώρησε για όσα τράβηξε ο ίδιος σε αυτόν εδώ τον τόπο. Τότε, πριν από εικοσιδύο χρόνια, όταν είχε χάσει το φως του στην επίθεση του πλήθους κατά των Λατίνων.
Λίγες μέρες μετά θα ησύχαζε όλη αυτή η φασαρία. Όταν θα είχε συληθεί κάθε γωνιά της Πόλης, οι νικητές θα μοίραζαν την λεία. Η μοιρασιά θα γινόταν με βάση τη συμφωνία Partitio Romaniae που είχαν υπογράψει πριν από ένα μήνα περίπου. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος θα γινόταν αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι θα ήταν ο νέος Πατριάρχης Νέας Ρώμης. Αυτός θα έφερνε οριστικά τη σχισματική ελληνική ορθόδοξη εκκλησία κάτω από την σκέπη του Πάπα. Ύστερα θα ξεκινούσαν για να κατακτήσουν, ένα προς ένα, τα εδάφη που είχαν μοιράσει στα χαρτιά. Θα έπρεπε να τα υποτάξουν με το σπαθί τους. Υπήρχαν, λοιπόν, πολλά ακόμα για να κάνουν οι στρατιώτες του Χριστού. Οι Άγιοι Τόποι μπορούσαν να περιμένουν καμιάν άλλη σταυροφορία για να ελευθερωθούν.
«Χαίρομαι πολύ που φεύγουμε από εδώ» είπε στην Ζωή ο Νικηφόρος.
«Πού θα με πας;» τον ρώτησε καθώς ξεπέζευαν.
«Θα περάσουμε απέναντι στη Απάμεια για να βγούμε στα μέρη των Λασκαραίων. Υποθέτω ότι θα εκεί θα πηγαίνουν τώρα και εκείνοι.»
«Πρέπει να πάω στη Νίκαια. Η μητέρα μου θα έχει μάθει, σίγουρα, τα νέα και θα ανησυχεί πολύ για μένα. Λείπω σχεδόν δυο μήνες.»
«Θα πάμε μαζί» της είπε αποφασισμένος. «Τώρα πρέπει να φύγουμε από εδώ.»
Το πλήρωμα ήταν όλο εκεί. Είχαν μάθει τα νέα κι είχαν ακούσει την οχλοβοή. Ήξεραν τι είχε αρχίσει να παίζεται κι ήταν έτοιμοι για αναχώρηση. Ο Ιγνάτιος θα ξεκινούσε και με ένα μόνο νόημα του Νικηφόρου. Χαιρέτησε τη Ζωή και ζήτησε διαταγές.
«Σε περιμέναμε ναύαρχε. Φοβηθήκαμε όταν μάθαμε ότι η πόλη έπεσε χτες βράδυ κι ότι οι Φράγκοι μπήκαν μέσα.»
«Δεν έπεσε χτες βράδυ η Πόλη. Είχε δυνάμεις να διώξει τους Φράγκους, αλλά δεν είχε κουράγιο. Σήμερα το πρωί έπεσε η Κωνσταντινούπολη. Την έριξαν ο φόβος των κατοίκων της κι η δειλία κι η ανοησία των αρχόντων της.»
«Και τώρα, τι θα γίνει εδώ; Θα τους ισοπεδώσουν όπως κάνανε στη Ζάρα;»
«Αλίμονο στους δύστυχους Ρωμιούς. Όχι μόνο εδώ, σε όλη τη Ρωμανία το ίδιο θα γίνει» είπε ο Νικηφόρος. «Εσείς όμως, μην καθυστερείτε. Θα πάρουμε και τα άλογα μαζί μας. Βοηθήστε να τα ανεβάσουμε στο πλοίο.»
Η σακτούρα ήταν γρήγορο πλοίο, σαν δρόμωνας. Έφυγε βιαστικά από το λιμάνι του Ιουλιανού προς τον νότο, προς τις απέναντι ακτές της Προποντίδας. Δεν ήταν το μόνο πλοίο που εγκατέλειπε την Βασιλεύουσα εκείνο το πρωινό της Τρίτης και δεκατρείς Απριλίου του 1204. Οι φωτιές τώρα είχαν δυναμώσει στον βορά ενώ πριν μια ώρα είχαν ατονήσει κι έδειχναν ότι θα έσβηναν. Οι σπαρακτικές κραυγές των γυναικών που βιάζονταν και σφάζονταν έφταναν ως εδώ. Η πιο φοβερή μέρα στην ιστορία των Ρωμαίων είχε ξεκινήσει. Και το τέλος είχε γραφτεί με τον πιο άθλιο τρόπο.
Μετά τις τρεις μέρες, οι αρχηγοί των σταυροφόρων διέταξαν οριστική παύση της λεηλασίας. Άρχιζε πια η επίσημη μοιρασιά. Όσοι έπαιρναν μεγαλύτερη λεία από αυτήν που τους αναλογούσε, θεωρούνταν κλέφτες. Έκλεβαν τους επίσημους αρχηγούς επομένως έπρεπε να τιμωρηθούν. Τους επιβάλλονταν σκληρές τιμωρίες, ακόμα και αγχόνη, για να συνετιστούν κι οι υπόλοιποι. Μαζεύτηκε έτσι η λεία από το πλιάτσικο που θα πήγαινε στους αρχηγούς. Μετά θα άρχιζε η κατάκτηση των χωρών που είχαν κληρονομήσει οι Βενετοί και οι Φράγκοι. Η γη της αυτοκρατορίας, με βάση της συμφωνία, είχε διαμοιραστεί. Οι περιοχές της Ρωμανίας, είτε στα ευρωπαϊκά εδάφη είτε στη Μικρασία, θα περνούσαν στα χέρια των κατακτητών. Έπρεπε, όμως, να κερδηθούν και στρατιωτικά από τους ηγεμόνες που τις διοικούσαν ως σήμερα. Κάποιες απ’ αυτές θα παραδίνονταν προσκυνώντας τον Λατίνο αυτοκράτορα. Θα υπήρχαν όμως κι άλλες που θα αντιστέκονταν αναγνωρίζοντας μόνο το παλιό καθεστώς. Αυτές θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν στρατιωτικά και να κερδηθούν από τους νέους νόμιμους ιδιοκτήτες.
«Ξεκινάει μια περίοδος χάους» της είπε ο Νικηφόρος. «Έρχονται πολύ επικίνδυνοι καιροί!»
«Πήγαινέ με στην Απάμεια ή στην Νίκαια και φύγε για την Αθήνα» του είπε.
«Δεν θέλω να σε αφήσω μόνη.»
«Έχεις οικογένεια κι αγρόκτημα. Από εσένα περιμένουν προστασία. Δεν μπορείς να τα εγκαταλείψεις. Εμείς θα μείνουμε δίπλα στον Λάσκαρη, θα είμαστε ασφαλείς εδώ.»
«Ο Λάσκαρης θα παλέψει πολύ για να μείνει κύριος των εδαφών του. Δεν θα τον αφήσουν ήσυχο οι Λατίνοι. Θα έρθουν να πάρουν αυτό που νομίζουν πως τους ανήκει.»
«Θα μείνω εδώ, είναι καλύτερα, κι ό,τι είναι να γίνει ας γίνει» του είπε σταθερά.
«Δεν βιάζομαι να γυρίσω στην Αθήνα. Έχω καιρό» της είπε κι εκείνος.
Δεν μίλησαν άλλο. Ήταν φανερό ότι θα χώριζαν πάλι οι δρόμοι τους, ίσως και για πάντα. Ο Νικηφόρος θα ήθελε να την αγκαλιάσει και να σκουπίσει το δάκρυ που είδε να κυλάει από τα μάτια της. Συγκρατήθηκε κι έμεινε ακίνητος. Δεν ήθελε, δεν έπρεπε να τον δει το πλήρωμα να κάνει χειρονομίες άσεμνες πάνω της. Στο τέλος του ταξιδιού, μαζί με όλους αυτούς, θα έφτανε στην Αθήνα. Εκεί είχε μια γυναίκα και μια οικογένεια να τον περιμένουν.
Την άφησε μόνη στην πρύμνη να κοιτά την Πόλη που ξεμάκραινε τυλιγμένη στις φλόγες. Πήγε προς την κουπαστή για να δώσει οδηγίες στους ναύτες. Καθώς γύρισε προς τα πίσω, είδε και πάλι το περίγραμμα του κορμιού της. Ήταν και τώρα τυλιγμένο από τα αραχνοΰφαντα μακριά φορέματά της που τα φυσούσε ο αέρας,. Στεκόταν στην πρύμνη του «Δήλος” σαν θεϊκή οπτασία. Στεκόταν στο ίδιο σημείο όπως όταν την πρωτοείδε βγαίνοντας από το λιμάνι του Πειραιά. Ήταν το ίδιο υπέροχη όπως κι εκείνο το πρωινό, μόνο που τότε ήταν ένα ανέγγιχτο όνειρο. Τώρα, μετά από όλα όσα είχαν περάσει, ήταν δική του. Το λυγερό κορμί της, με φόντο τις δυνατές φωτιές της πόλης, γινόταν κατακόκκινο. Τα μαύρα της μαλλιά, καθώς ο ήλιος ανέβαινε ακόμα από πίσω της στον ορίζοντα, έπαιρναν περίεργες αποχρώσεις. Είχαν ντυθεί με χρώματα της θλίψης, άμεσα στο σκούρο βαθύ μπλε και το σκούρο μοβ.
Θυμήθηκε την φράση της στην καλύβα στον Ακρίτα. «Δεν θα με πείραζε αν πέθαινα τώρα!» του είχε ψιθυρίσει. Αυτό ακριβώς ένιωθε κι εκείνος τότε. Τώρα όμως ένιωθε πως η ζωή του είχε και αποκτήσει πάλι ένα διαφορετικό προορισμό. Εκεί στον Ακρίτα, δεν ήταν πως δεν ήθελε τη ζωή του, απλά τότε ένιωθε αθάνατος! Τώρα όμως μύριζε τον θάνατο γύρω του και είχε να προστατεύσει πολλούς. Την Ζωή, κρύβοντάς την στη Νίκαια κοντά στον Λάσκαρη και την οικογένειά του στην Αθήνα. Ήταν βέβαιος πως η Αττική δεν θα αργούσε να υποστεί κι αυτή τις συνέπειες της πτώσης της Βασιλεύουσας.
“Πρώην Βασιλεύουσα” σκέφτηκε. “Όλα πια στη ζωή μας είναι πρώην”. Ακόμα κι η ευτυχία που είχε νιώσει στον Ακρίτα, έμοιαζε να είναι πρώην. Γύρισε να δει την μορφή της που ακίνητη πάνω στην πρύμνη έβλεπε τις φωτιές της Πόλης. Την αγαπούσε και την ήθελε βασανιστικά, ήξερε όμως ότι σε λίγο θα την άφηνε και πάλι.

******************************
Η συνέχεια αύριο με το πρώτο μέρος του 9ου κεφαλαίου.