Το Β' μέρος του κεφαλαίου τιτλοφορείται "Αποκατάσταση".
Μετά τις συμφορές που έφεραν το ναυάγιο, η κατηγορία για προδοσία κι η φυλάκιση, ήρθαν οι απώλειες των αγαπημένων προσώπων. Και μετά από όλα αυτά, έρχεται μια αποκατάσταση που ξαναβάζει τον Νικηφόρο στη θέση του.
Βλέπουμε εδώ, κάποιες από τις πλευρές της ζωής στην μεσαιωνική φραγκοκρατούμενη Αθήνα.
*********************************************
Β’
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η
αποφυλάκιση του Νικηφόρου συνοδεύτηκε
από την απώλεια της Αγνής που προστέθηκε
στις άλλες συμφορές. Θα είχε βυθιστεί
κι ο ίδιος σε ένα τέλμα απελπισίας αν
δεν έβρισκε κάτι δημιουργικό να κάνει.
Λίγες μέρες μετά, τον κάλεσε ο Σιρ ντ’
Ατέν Όθων στο παλάτι για να του μιλήσει.
«Είσαι
ιππότης μου. Έτσι δεν είναι Νικηφόρε;»
«Μάλιστα,
Κύριε. Είμαι ιππότης της Εξοχότητάς σας
κι υποτελής σας.»
«Γιατί
ήσουν στον δρόμωνα με τους σιδηρόφρακτους
και
τους ιππείς Ρωμαίους που πολεμούν τον
αυτοκράτορα;»
«Δεν
ήμουν πολεμιστής. Ερχόμουν απ’ την
Νίκαια μαζί με άλλους Αθηναίους. Μαζί
μου ήταν ο πεθερός μου κι ένας κουνιάδος
μου, Απλώς, επιστρέφαμε με ένα πλοίο που
βρήκαμε κι έτυχε να είναι πολεμικό.»
«Ο
Λάσκαρης είναι ψεύτικος αυτοκράτορας.
Αντιθέτως, η Μεγαλειότητά του ο Ερρίκος
της Φλάνδρας είναι αληθινός. Έχει την
Κωνσταντίνου Πόλη, το άλας της γης.
Στέφθηκε από τον λεγάτο του Πάπα στην
Αγιά Σοφιά. Κι επιπλέον είναι ο δικός
μου ιμπεράτορ, επομένως είναι και δικός
σου Κύριος! Του οφείλεις υπακοή»
«Αν
μου επιτρέπει η Ευσέβειά σου, Μέγα-Σιρ,
θέλω να πω ότι υπάρχουν δυο εκκλησίες.
Όσο η μια θεωρεί την άλλη αιρετική, είναι
φυσικό να υπάρχουν δυο αυτοκράτορες.
Έναν ευλογεί ο Πάπας της Ρώμης κι έναν
ο Πατριάρχης Νέας Ρώμης. Εγώ, Ευσεβέστατε,
είμαι υποτελής και ιππότης σου, αλλά,
και ορθόδοξος, της ανατολικής εκκλησίας.
Αυτό το έχει επιτρέψει η Ευσέβειά σου
με δική της απόφαση. Με αυτή την ιδιότητα,
του
Γραικού κι ορθοδόξου, ήμουν στη Νίκαια.
Με αυτήν είδα
τη
στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη. Ήταν
μόνο
ένα
θρησκευτικό
γεγονός
πίστης για
μένα κι
όχι όρκος υποτέλειας. Και
δεν
είναι
ασυμβίβαστα
αυτά τα δυο.»
«Τέλος
πάντων»
είπε ο Όθων. «Ξέρουμε
ότι υπάρχει εδώ
ένα
μπέρδεμα που το δημιούργησε ο ντε Βιτώ.
Δεν είναι η
ώρα
να το λύσουμε. Ακόμα κι ο αυτοκράτορας
Ερρίκος αφήνει τη λατρεία των αιρετικών
ελεύθερη γιατί όχι κι εγώ; Πες μου, τι
έγινε εκεί στη Νίκαια;»
«Στέφθηκε
ένας Γραικός αυτοκράτορας, ένας Γκριέ,
όπως τον λέτε εσείς οι Φράγκοι. Αυτό δεν
είναι εμπόδιο στις επιδιώξεις της
Ευσέβειάς σας.»
«Αφού
είναι κόντρα στον αυτοκράτορά μου, άρα
είναι και σε μένα!»
«Ο
αυτοκράτορας Ερρίκος λένε πως πολύ
σύντομα θα συνάψει συμμαχία με τον
Λάσκαρη.»
«Αν
γίνει αυτό, τότε αλλάζουν τα πράγματα»
είπε ο Ντε Λα Ρος.
Το
σκέφτηκε λίγο κι ύστερα του μίλησε ξανά,
όμως, αυτή τη φορά άλλαξε θέμα.
«Από
εσένα θέλω να με βοηθήσεις στη νομοθεσία.
Στο
έχω
ξαναπεί αυτό. Θέλω
να εισάγω νέους
νόμους
στο
Δουκάτο. Θέλω όμως να
τους δέχονται και να
τους καταλαβαίνουν οι υπήκοοί μου.»
«Είναι
σοφή αυτή η σκέψη της Εξοχότητάς σας κι
ανυπομονώ να μετάσχω!
Αυτό θα βοηθήσει στην προσέγγιση
Φράγκων και Γραικών. Θα ακουστεί παντού
σαν πολύ
δίκαιο
το όνομα του μέγα-Κύρη της πιο ένδοξης
πόλης του κόσμου»
του είπε ο Νικηφόρος.
«Η
αλήθεια είναι ότι τελευταία όλο και
περισσότερο το σκέφτομαι αυτό. Η Αθήνα
ήταν κάποτε ένδοξη πόλη, πόλη των
γραμμάτων και των φιλοσόφων.»
«Και
των τεχνών και των επιστημών και της
πολιτικής»
συμπλήρωσε ο Νικηφόρος.
«Θα
μπορούσαμε, άραγε, να ξανακάνουμε κάτι
τέτοιο κι εμείς στην εποχή μας; Ο Βεράρδος
πιστεύει πως γίνεται! Αυτός ο υπερβολικός
λογάς λέει πως αρκεί να έρθει ο αυτοκράτορας
εδώ. Αν δει την Ακρόπολη, θα
εντυπωσιαστεί κι αμέσως
όλα θα αλλάξουν.»
«Αξίζει
να παλέψουμε, Εξοχότατε, για
να γίνει»
είπε ο Νικηφόρος.
«Με
Εσάς στην κεφαλή της η Αθήνα μπορεί να
βρει
ένα
μέρος απ’ το αρχαίο μεγαλείο της.»
Ο
Νικηφόρος έφυγε με ανάμεικτα συναισθήματα
απ’ το παλάτι του
Όθωνα.
Είχε μιλήσει μαζί του σαν καλός φίλος,
αλλά, επί τρεις μήνες βρισκόταν φυλακή
εξαιτίας του. Κάτι τού είχαν πει οι
σύμβουλοί του κι εκείνος χωρίς να το
πολυσκεφτεί είχε συναινέσει. Κι όταν,
μετά, του είπαν το
αντίθετο κάποιοι
άλλοι Βουργουνδοί, τότε τον ελευθέρωσε.
Η αυθαιρεσία σε όλο της το μεγαλείο.
Αυτός
ο άνθρωπος ήθελε να φτιάξει δίκαιους
νόμους. Όμως, νόμο θεωρούσε τον λόγο
του, σωστό ή λάθος. Πώς θα δεχόταν να
βάλει τους νόμους πάνω από την αφεντιά
του. Γιατί αυτό ήταν δικαιοσύνη.
Τον
ρωτούσε τώρα αν μπορούσε να ξαναφέρει
το αρχαίο
κλέος στην Αθήνα. Δεν είχε την παραμικρή
ιδέα ο Σιρ ντ’ Ατεν για ποιο πράγμα η
Αθήνα ήταν ένδοξη. Πώς να του έλεγε πως
το πρώτο ουσιαστικό στοιχείο του αρχαίου
Αθηναίου ήταν η αγάπη του για την
ελευθερία; Ότι η πόλη ήταν ένδοξη γιατί
είχε ισονομία, ισοκρατία και ισηγορία.
Αυτά τα τρία ήταν οι προμετωπίδες της.
Όλοι ήταν ίσοι απέναντι στον νόμο, όλοι
είχαν την ίδια εξουσία, όλοι είχαν το
ίδιο δικαίωμα να μιλούν. Όλοι κυβερνούσαν,
όλοι δίκαζαν, όλοι αποφάσιζαν. Ήταν
αντίποδας του πολιτεύματος που ο Όθων
υπηρετούσε. Αν του τα έλεγε όλα αυτά, θα
καταλάβαινε ο Μέγα-Σιρ τίποτε; Πώς θα
επανέφερε
ένας
απόλυτος άρχων το κλέος
σε μια πόλη όπου όλοι ήταν ίσοι και
που γι αυτό είχε δοξαστεί; Ο
Νικηφόρος σκεφτόταν ότι πρώτη προϋπόθεση
για να ξανάρθει το αρχαίο κλέος ήταν να
πάει ο ίδιος ο Όθων στο σπίτι του.
Με
κάθε τρόπο, κάθε φορά που το σκεπτόταν,
έβλεπε πόσο
ανέφικτη ήταν η αναβίωση της αρχαιότητας.
Ο αρχαίος κόσμος της Ελλάδας, όπως την
ήξερε από τα βιβλία, Πλάτωνα κι
Αριστοτέλη,
ήταν αδύνατο να ανασυσταθεί. Αυτοκράτορες
και Δεσπότες, Πάπες κι Άρχοντες, δεν
άφηναν το παραμικρό περιθώριο
ισότητας.
Μόνο μια
φαντασίωση
στο μυαλό μερικών
γραμματισμένων και των αρχαιολατρών
υπάρχει, σκεφτόταν.
Δεν
μπορεί
να
υπάρξει πραγματικά
η
Ελλάδα ξανά. Ζητάμε
πια
κάτι
άλλο.
Ο νέος ελληνισμός δεν θα
άλλαζε τις θρησκευτικές
και πολιτειακές αντιλήψεις. Οι
οικουμενικές
αυτοκρατορίες, οι
πανίσχυροι στρατοί δεν θα έφευγαν. Οι
βάρβαροι
θα
ήταν έξω
από τα τείχη πάντα.
Οι άνθρωποι ήταν αναλώσιμα είδη κι όχι
πολίτες. Κι η ζωή δεν είχε μεγάλη αξία
πια.
Οι
δεισιδαιμονίες και τα μάγια κυριαρχούσαν
παντού. Ο ορθός λόγος ακουγόταν, σχεδόν,
σαν εργαλείο του διαβόλου. Ο φόβος για
κάθε είδους τιμωρία φώλιαζε μέσα στα
μυαλά των ανθρώπων.
Η αγραμματοσύνη
θεωρείτο προσόν και
το παράλογο κυριαρχούσε.
Κανένα ουσιαστικό στοιχείο του ελληνισμού
της αρχαιότητας δεν μπορούσε να γίνει
αντιληπτό στη σημερινή εποχή. Μόνο λίγα
εξωτερικά στοιχεία όπως το όνομα “Ελλάς”
κι η ελληνική γλώσσα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν. Θα αποτελούσαν τα
συνδετικά στοιχεία των ελληνόφωνων
λαών της αυτοκρατορίας. Έτσι ο νέος
ελληνισμός θα ήταν όπλο στα χέρια των
Γραικών για να επιβιώσουν σαν ανεξάρτητο
έθνος. Έστω
κι έτσι! Κάτι είναι κι αυτό! Δεν είναι
και λίγο! σκέφτηκε
ο Νικηφόρος.
Αναρωτιόταν
πως μπορούσε να ταιριάξει η ταυτότητα
του “Έλληνα” με την ιδιότητα του
“Ορθόδοξου”. Τα αντιδυτικά συναισθήματα
του κόσμου είχαν κορυφωθεί. Ειδικά μετά
την τελευταία σταυροφορία δεν είχε
απομείνει καμιά αμφιβολία ότι οι Λατίνοι
ήταν εχθροί. Οι ελληνόφωνοι Ρωμιοί είχαν
συνδεθεί άρρηκτα με την ορθοδοξία. Αυτό
ήταν το στοιχείο ενότητας του ρωμαϊκού
κόσμου εδώ και οχτακόσια χρόνια. Δεν
μπορούσε, κανείς να ανατρέψει τον
δεισιδαίμονα, φοβισμένο, αυταρχικό και
σκοτεινό κόσμο. Ακόμα κι η ανατροπή ήταν
επικίνδυνη. Τι θα
την διαδεχόταν; Η δημοκρατία του Περικλή
ή μήπως μια νέα απολυταρχία; Ο
Καλογιάννης των Βουλγάρων κι ο Καϊχοσρόης
του σουλτανάτου καιροφυλακτούσαν.
Θα
ήταν εξαίσιο να στηριζόταν μια πολιτεία
ξανά στον ορθολογισμό, την ελευθερία
και την δημοκρατία. Μια τέτοια προσπάθεια
θα ήταν ευγενική κι ονειρική αλλά,
ταυτόχρονα, καταδικασμένη σε τραγική
αποτυχία. Κανείς δεν θα την ήθελε και
κανείς δεν θα την καταλάβαινε. Θα την
τσάκιζαν! Λατίνοι, Ρωμαίοι, Βούλγαροι,
Τούρκοι, Σταυροφόροι και Μωαμεθανοί,
θα την έβλεπαν σαν επικίνδυνη αίρεση.
Θα ήταν μια πολιτεία αμφισβήτησης της
εξουσίας των δυνατών και των βασιλιάδων.
Θα αμφισβητούσε τον Θεό και τους
εκπροσώπους του. Θα την χαρακτήριζαν
προσπάθεια επανόδου της ειδωλολατρίας.
Όλες οι εξουσίες σε δύση και σε ανατολή,
Χριστιανοσύνη και Ισλάμ θα στρέφονταν
εναντίον της. Μια τόσο αιρετική πολιτεία
θα την έπνιγαν στην γέννησή της.
Οι
απαισιόδοξες σκέψεις του
ταίριαζαν
απόλυτα με τα γεγονότα γύρω του που ήταν
αρνητικά έως μαύρα. Μετά τους θανάτους,
ήρθε μια κάκιστη χρονιά με ελάχιστη
σοδειά. Είχε πολλές φυσικές καταστροφές
που τον φόρτωσαν με χρέη και τον γέμισαν
με νέα
προβλήματα. Και οι ειδήσεις που μάθαινε
ήταν όλες η μια χειρότερη από την άλλη.
Ο Λάσκαρης είχε αναμετρηθεί με τον
Ερρίκο κι είχε χάσει για μια ακόμη φορά
τη μάχη. Όπως το συνήθιζε όλα αυτά τα
χρόνια, είχε υποχωρήσει
ελπίζοντας ότι θα επανερχόταν. Με την
αποχώρησή τους οι Φράγκοι του έδιναν
τη δυνατότητα να ανακαταλάβει τα εδάφη
που
είχε χάσει. Κρατούσε
μια μεγάλη έκταση αλλά, έδειχνε πάλι
την
αδυναμία του. Δεν ήταν ακόμη σε θέση να
ενοχλήσει τους Λατίνους της
Κωνσταντινούπολης.
Μόνη
παρηγοριά για τον Νικηφόρο ήταν οι φίλοι
του στην Αθήνα που του στάθηκαν κάθε
φορά που χρειάστηκε. Τον βοήθησαν με το
κτήμα. Ειδικά ο Εστάς ντε Βιτώ έκανε σαν
να ήταν άνθρωπος
του σπιτιού. Είχε ζητήσει να αρραβωνιαστεί
την
Ευδοκία κι εκείνη είχε δεχτεί. Το
πένθος, απαγορευτικό για τελετές χαράς,
είχε πάει λίγο πίσω τα σχέδια των
αρραβώνων και του γάμου. Δεν ήταν τώρα
ώρα για τέτοια αλλά ο Εστάς έδειχνε κάθε
μέρα όλο και πιο ερωτευμένος με την
αδελφή της Αγνής. Ήθελε να δεσμευτεί
μαζί της με γάμο. Ο Νικηφόρος, που, πιο
παλιά, δεν έπινε παρά ελάχιστα, τώρα
άλλαξε. Πολλές φορές είχε τελειώσει μια
κρασοκατάνυξη με τους φίλους του σε
θέση οριζόντια. Χρειαζόταν αυτό το
οινόπνευμα που τον έκανε να ξεχνιέται
και να βλέπει τη ζωή υποφερτή. Στη ζαλάδα
του ανακάτευε την νεκρή Αγνή με την
χαμένη Ζωή κι εξαντλούσε κάθε περιθώριο
νηφαλιότητας. Ευτυχώς, δεν γινόταν
βάναυσος με τα παιδιά του, αλλά με τους
γύρω του είχε γίνει αρκετές φορές
ανυπόφορος.
Τον
Οκτώβρη ήρθε και το τελευταίο μαύρο νέο
που τον έκανε να απελπιστεί ακόμα
περισσότερο. Ο Λέων Σγουρός δεν άντεξε
την απραξία και τον αποκλεισμό του μέσα
στα κάστρα που κρατούσε. Δεν είχε πάρει
το θετικό μήνυμα ενίσχυσης που του
έστειλε ο Λάσκαρης. Ήταν μόνος χωρίς
καμιάν ελπίδα. Δεν υπήρχε τίποτε στον
ορίζοντα που θα μπορούσε να αλλάξει την
κατάσταση. Τα κάστρα του δεν θα άντεχαν
άλλο, θα έπεφταν από κούραση κι ανία.
Το
πρωί της 12ης Οκτωβρίου καβάλησε το άλογό
του και
βγήκε στον προμαχώνα. Το κέντρισε
για να τρέξει με ταχύτητα μεγάλη προς
το τείχος. Τραβούσε τα γκέμια και έφτασε
σε ένα σημείο όπου τα τείχη ήταν πεσμένα.
Χωρίς να σταματήσει ή να κόψει ταχύτητα
έσπρωξε το άλογο να πηδήσει για να
βρεθούν και οι δυο μαζί στον αέρα.
Γκρεμοτσακίστηκαν στα βράχια του
Ακροκορίνθου σαν να δραπέτευαν από μια
φυλακή. Φυλακή είχε καταντήσει η ζωή
του, έτσι το ένιωθε. Ο ένδοξος θάνατός
του, η αυτοκτονία του, ήταν μια προσωπική
λύτρωση που δεν άλλαξε πολύ την κατάσταση.
Πριν κάνει το άλμα στο κενό είχε ήδη
φροντίσει να ορίσει διάδοχό του. Ήταν
κάποιος Θεόδωρος της οικογένειας των
Αγγέλων απ’ την Ήπειρο. Ανέλαβε εκείνος
να συνεχίσει τον αγώνα και το έκανε
επιτυχώς για δυο ακόμη χρόνια.
Ένα
καλό νέο, το μοναδικό μέσα στα θανατικά
αυτής της χρονιάς, ήταν ο ερχομός του
Μιχαήλ Ακομινάτου. Κι
αυτός όμως, τον Νοέμβριο
που
ήρθε, έφερε
ένα ακόμη κακό μαντάτο.
Πριν δύο μήνες, στα τέλη του Σεπτέμβρη,
Τουρκομάνοι νομάδες είχαν
κάνει
επιδρομή στο μοναστήρι της Αγίας
Παρασκευής. Οι
νομάδες τριγυρνούσαν
κι έβοσκαν τα πρόβατά τους, αλλά,
επιδίδονταν και σε ληστείες. Εκτός από
πολύτιμα αντικείμενα απήγαγαν αρκετές
μοναχές -και μεταξύ τους τη Ζωή- για να
τις πουλήσουν σκλάβες. Ήταν αδύνατο να
βρεθούν οι δράστες για να ανακτήσει
κανείς τους ομήρους που πήραν μαζί τους.
Μετά την επιδρομή είχαν ξεκινήσει το
ταξίδι τους προς νότο. Κάθε χειμώνα
περνούσαν από την επικράτεια του
σουλτάνου του Ικονίου κι έφταναν στον
νότο. Πήγαιναν σε άγνωστα μέρη ανάμεσα
στην Παμφυλία και την Κιλικία όπου
ξεχειμώνιαζαν. Όταν περνούσαν τα χιόνια
και τα κρύα, γύριζαν. Το επόμενο καλοκαίρι
θα εμφανίζονταν και πάλι στα βορινά.
Το
νέο αυτό ήρθε να προστεθεί σε όλο το
σκηνικό των θανάτων και των απογοητεύσεων.
Βύθισε τον Νικηφόρο σε μια ακόμα
μεγαλύτερη απελπισία. Όσο κι αν τό ‘θελε
δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ακόμα κι αν
πήγαινε στη Μικρασία θα έψαχνε στο
άγνωστο. Κανείς δεν ήξερε που ξεχειμώνιαζαν
οι νομάδες. Δεν είχε, επομένως, καμιάν
ελπίδα να ξαναβρεί τη Ζωή και, εν ανάγκη,
να την εξαγοράσει.
«Ξέρω
πόσο την αγάπησες. Μου είπαν όλη την
ιστορία σου»
του
είπε ο Ακομινάτος.
«Συγχωρήστε
με, Πάτερ, δεν μπόρεσα να εξομολογηθώ.
Προσπάθησα αλλά η γλώσσα μου γινόταν
κόμπος. Μονάχα ο Γεώργιος το έμαθε. Κάτι
είχε καταλάβει και το επιβεβαίωσα εγώ
γιατί χρειάστηκα τη βοήθειά του.»
«Ξέρω,
μην κουράζεσαι να εξηγείς. Μίλησα με
όλους και μου εξήγησαν. Εντέλει εγκρίνω
τη στάση σου. Στάθηκες, όπως όφειλες,
κοντά στην οικογένειά σου.»
«Όμως
νά που η Αγνή χάθηκε. Έλιωσε απ’ τις
πίκρες. Τους έχασε όλους τον ένα μετά
τον άλλον. Πρώτα ο πατέρας της κι ο
αδελφός της, μετά η κορούλα μας, κι εγώ
στη φυλακή γιατί με ξέχασαν εκεί. Δεν
άντεξε η καημένη. Τι κρίμα!»
«Ηρέμησε
φίλε μου. Ξέρω πως νιώθεις αλλά πρέπει
να ηρεμήσεις και να ξαναφτιάξεις τη ζωή
σου, έστω και μέσα από τα αποκαΐδια της.»
Ο
Νικηφόρος προσπάθησε να αλλάξουν
κουβέντα.
«Πέρασες
από την Θεσσαλονίκη έμαθα.»
«Μίλησα
με απεσταλμένους του Πάπα για δογματικά
θέματα. Στην ουσία, έκανα εξωτερική
πολιτική για λογαριασμό του Λάσκαρη.»
Ο
Ακομινάτος ερχόταν απ’ τη Νίκαια. Στη
Θεσσαλονίκη πήγε επειδή του το είχε
ζητήσει ο Λάσκαρης. Προσπαθούσε να
προσεγγίσει είτε τον Πάπα ή τον Αυτοκράτορα
της δύσης ώστε να βρει συμμάχους. Ήταν
πολυμέτωπος ο αγώνας του για να διατηρήσει
την νέα αυτοκρατορία ζωντανή στο ξεκίνημά
της. Οι Φράγκοι ήταν πολύ πιο δυνατοί
από τον δικό του στρατό. Ήταν άριστα
εξοπλισμένοι, μαχητικοί, εκπαιδευμένοι
κι είχαν υψηλό ηθικό. Οι Ρωμαίοι κι όταν
παρατάσσονταν περισσότεροι από τους
αντιπάλους τους, δεν είχαν ηθικό. Δεν
τα έδιναν όλα στη
μάχη και στην πρώτη δυσκολία το έσκαγαν.
Άφηναν τους αρχηγούς μόνους τους στο
πεδίο της μάχης. Ήταν
παλιό αυτό το πρόβλημα βέβαια. Είχαν
χρόνια να πιάσουν όπλα οι Ρωμιοί, αφού,
η άμυνα της αυτοκρατορίας είχε ανατεθεί
σε ξένους. Οι ίδιοι πήγαιναν στα
μοναστήρια. Τώρα θα
μάθαιναν,
ώσπου
να γίνουν αξιόμαχο
στράτευμα, όμως, ήταν
νωρίς ακόμα.
Έτσι,
η διπλωματία
είχε
σπουδαίο
ρόλο για
την επιβίωση του κράτους κι
ο Ακομινάτος σε
αυτό είχε διαταχθεί να βοηθήσει.
«Δεν
είναι εύκολο να φτιαχτεί κράτος στη
Μικρασία. Η περιοχή
εγκαταλείφθηκε απ τους Ρωμαίους δυο
φορές. Δεν μας
εμπιστεύονται πια»
είπε ο Ακομινάτος.
Αυτή
ήταν η αλήθεια. Μετά την ήττα στο Ματζικέρτ
το 1071, οι Τουρκομάνοι είχαν φτάσει ως
τα παράλια του Αιγαίου και της Προποντίδας.
Πόλεις όπως η Νίκαια, η Νικομήδεια, το
Δορύλαιο κι η Προύσα είχαν πέσει στα
χέρια Γαζήδων κι είχαν λεηλατηθεί. Οι
Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να τις υπερασπιστούν
πια και τις είχαν αφήσει στο έλεος των
νομάδων. Μόνο με τη βοήθεια των σταυροφόρων
της πρώτης σταυροφορίας είχαν επανέλθει
στις κτήσεις τους.
«Χάρη
στους επιδέξιους χειρισμούς των Κομνηνών
τα είχαμε καταφέρει»
είπε ο Ακομινάτος. «Τις
εγκαταλείψαμε, όμως, ξανά
τα
τελευταία τριάντα χρόνια, ειδικά μετά
τη μάχη του Μυριοκέφαλου.»
Ήταν
το 1176 που ο αυτοκράτορας ηττήθηκε από
τον σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Β’. Από τότε,
οι Τουρκομάνοι, με τους Γαζήδες, έκαναν
επιθέσεις στους “άπιστους” στ’ όνομα
του Ισλάμ. Έμπαιναν στα ρωμαϊκά εδάφη
όπου τρομοκρατούσαν και λήστευαν τους
ρωμαϊκούς πληθυσμούς.
«Η
αδιαφορία μας
για
τη Μικρασία είναι η αιτία για την ψυχρή
υποδοχή των φυγάδων από την Πόλη. Στην
Προύσα και στη Νίκαια τους είδαν
με
μισό μάτι.»
«Είδαν
κι έπαθαν οι Λασκαραίοι να πείσουν τον
λαό και τους
δυνατούς να τους αποδεχτούν»
είπε
κι ο Νικηφόρος.
Πολλοί
απ’ τους κατοίκους της Μικρασίας, αντί
να λυπηθούν για την άλωση της Πόλης,
χάρηκαν.
Είδαν εκείνους τους άρχοντες, που ήξεραν
μόνο φόρους να ζητούν, τώρα
να
διώκονται. Αντί να καλοπερνούν πίσω από
τα υψηλά τείχη της Πόλης, τραβούσαν κι
αυτοί, επιτέλους, τα δικά τους δεινά. Με
τον
Λάσκαρη αυτό είχε αλλάξει. Το Ρωμαϊκό
κράτος υπήρχε πλέον κι ήταν εδώ. Ήταν
παρόν, άμεσα ενδιαφερόμενο για τους
ελληνόφωνους και χριστιανικούς
πληθυσμούς. Θα πάλευε με Λατίνους,
Τούρκους και νομάδες, έστω κι αν ήταν
ακόμα αδύναμο. Αυτό άλλαζε τη διάθεση
του κόσμου απέναντί
του.
Η αυτοκρατορία, αν και εξόριστη στη
Νίκαια, άρχισε και πάλι να βρίσκει τη
λάμψη της. Χρειαζόταν μόνο χρόνος κι ο
Λάσκαρης ήξερε ότι θα τα κατάφερνε.
Για
να βρει αυτόν τον χρόνο ο Θεόδωρος είχε
συνάψει συμμαχίες. Συμμάχησε με τον
φίλο του, σουλτάνο του Ρουμ, τον Γιγιαθαντίν
Καϊχοσρόη. Εξασφάλισε
έτσι το
νοτιοανατολικό του
σύνορο κι έμεναν μόνο οι Φράγκοι. Αυτούς
τους αντιμετώπισε κάνοντας συμμαχία
με τον Καλογιάννη, τον Βούλγαρο τσάρο
Ιωάννη. Σιγά-σιγά μπόρεσε να ξανακερδίσει
όσα είχε χάσει απ’ τους Φράγκους στο
Ποιμανηνό και στο Αδραμύττιο. Επισήμως
εξασφάλισε
τον τίτλο του Αυτοκράτορα και προσπαθούσε
τώρα να
σταθεροποιηθεί. Ήθελε να αναγνωριστεί
απ’ τους άλλους ηγεμόνες κυρίαρχος στα
μέρη του. Σ’ αυτή την προσπάθεια
εντασσόταν κι η αποστολή του Ακομινάτου.
«Θα
γυρίσετε, Πάτερ, στη Νίκαια κάποια
στιγμή;»
τον ρώτησε μια μέρα ο Νικηφόρος. «Θέλω
να έρθω μαζί σας στη Μικρασία, αν γίνεται.»
«Θα
φύγω την Άνοιξη. Έχει κανονίσει ο
αυτοκράτορας να με πάρει ένα ρωμαϊκό
πλοίο για τον Βόσπορο. Εσύ, όμως, πως θα
φύγεις; Θα τα αφήσεις όλα στη μέση εδώ
πέρα; Θα σε χρειάζονται» του
είπε ο Μιχαήλ.
«Θα
τα κανονίσω έτσι ώστε να μη με χρειάζονται.
Δεν μπορώ να ησυχάσω. Θέλω να πάω στη
μονή για να δω και να μάθω ό,τι μπορέσω.»
«Δεν
θα κάνεις τίποτε, φίλε μου. Κανείς δεν
ξέρει ποιος Γαζής έκανε την απαγωγή και
πού βρίσκεται τώρα. Ούτε ξέρει κανείς
αν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Είναι αδύνατον
να τον βρεις όσο και να ψάξεις.»
«Και
πώς ξέρουν ότι πήρε μαζί του τη Ζωή, αν
δεν τον γνωρίζουν;»
«Ο
Γαζής δεν άφησε πίσω του ίχνη, ούτε
τραυματίες ούτε μάρτυρες. Ξέρουν πως
πήρε την Ζωή ζωντανή γιατί δεν ήταν μέσα
στα πτώματα και τα αποκαΐδια, γι αυτό!
Πώς θα ψάξεις σε ολόκληρη την Ανατολία,
στα χαρέμια των πασάδων, των σπαχήδων,
των μπέηδων; Αν την έστειλε στη Συρία ή
την Αίγυπτο; Είναι αδύνατο αυτό που
ζητάς, Νικηφόρε.»
Τον
απογοήτευε πλήρως γιατί αυτά που του
έλεγε ήταν η αλήθεια. Τα ίχνη της ήταν
κυριολεκτικά χαμένα.
«Σου
υπόσχομαι να ψάξω εγώ»
του είπε ο Μιχαήλ. «Δεν
θα
το ξεχάσω. Κι αν καταφέρω να μάθω κάτι,
θα στο στείλω αμέσως με γράμμα μου.»
«Ολόκληρος
ο κόσμος μου έχει γκρεμιστεί Πάτερ! Αυτό
το καταλαβαίνετε;»
ξέσπασε ο Νικηφόρος.
«Κουράγιο
φίλε μου. Έχεις παιδιά, ολόκληρη
οικογένεια να φροντίσεις. Έχεις φίλους
κι έχεις τον τόπο σου. Κρατήσου από όλα
αυτά. Σε χρειάζονται ακόμη πιο πολύ κι
από όσο εσύ χρειάζεσαι τη δική τους
βοήθεια.»
«Θα
φροντίσω, Πάτερ, να είστε ήσυχος! Εσείς,
όμως, μόλις μάθετε το παραμικρό, γράψτε
μου!»
Με
το κεφάλι κάτω, ο άλλοτε περήφανος
ναύαρχος του “Δήλος” και ταξιδευτής
έμεινε στην Αθήνα. Είχε να μαζέψει τα
συντρίμμια του βίου του. Σκέφτηκε με
πείσμα πως θα ζούσε για να την ξαναδεί.
Έκανε όμως πάνω από δυόμιση χρόνια πριν
μάθει το πρώτο νέο γι αυτήν. Το σημαντικό,
όμως, ήταν πως όχι μόνο ζούσε αλλά ότι
υπήρχε κι η πιθανότητα να την βρει ξανά.
===
*********************************************
Η συνέχεια αύριο, Παρασκευή.