Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

39 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 39η

Στο Γ' μέρος του 11ου κεφαλαίου, ο Νικηφόρος συναντά επιτέλους μετά από 4 χρόνια την Ζωή, σε ένα μοναστήρι. 
Επανασυνδέονται και κάνουν μαζί την διαδρομή προς την Νίκαια για να παραβρεθούν στην στέψη. Στον δρόμο μιλούν για την ζωή τους.
********************************************
παραπομπή:


Γ’   Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Ο Νικηφόρος βέβαια είχε μια εντελώς διαφορετική πορεία. Διέσχισε εδάφη που τα διεκδικούσαν ταυτόχρονα οι τέσσερις εξουσίες της περιοχής. Από τη μια ήταν οι Φράγκοι, που τυπικά ήταν κυρίαρχοι της Βιθυνίας. Είχαν νικήσει τους αντιπάλους τους, αλλά, δεν είχαν αρκετές δυνάμεις ώστε να κρατήσουν τα μέρη που κατακτούσαν. Από την άλλη ήταν ο Λάσκαρης, που ξανάπαιρνε τα εδάφη αυτά μόλις οι Φράγκοι έφευγαν για την Θράκη. Αναγκάζονταν συνεχώς να φεύγουν για να αντιμετωπίσουν τους Βουλγάρους που έκαναν συνεχείς επιδρομές. Τρίτος κυρίαρχος ο Θεόδωρος Μαγκαφάς. Είχε παλέψει στο πλευρό του Κωνσταντίνου Λάσκαρη στη μάχη και ήττα του Αδραμυτίου. Προσπαθούσε να διατηρηθεί ως ηγεμών ανεξάρτητος σε εδάφη που κάποια εποχή είχε υπό την κατοχή του. Δεν είχε πρόβλημα να ορκιστεί πίστη στους Λατίνους ή τους Μουσουλμάνους ή τον Λάσκαρη. Αρκεί να τον άφηναν ήσυχο. Τέλος, εξουσία ασκούσαν κι οι Τουρκομάνοι που δεν ήταν ενταγμένοι στο Σουλτανάτο του Ικονίου. Είχαν εξαπλωθεί στην ύπαιθρο, βοσκούσαν τα πρόβατά τους και πολιορκούσαν κάθε τόσο μια πόλη. Σκοπός τους να την λεηλατήσουν και να πάρουν σκλάβους τους κατοίκους της. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, οι Ρωμιοί της Μικρασίας ζούσαν σε συνεχή ανασφάλεια κι απειλή για τη ζωή και το βιος τους.
Αρχικά συνάντησε τους νομάδες. Τους απέφυγε, έστω κι αν χρειάστηκε μια μέρα δρόμο περισσότερο, αλλάζοντας διαδρομή. Όπου υπήρχαν Ρωμαίοι δεν είχε κίνδυνο. Κοντά στο Αδραμύττιο έπεσε σε μια ενέδρα στρατιωτών που ήταν ανάμεικτοι Τούρκοι, Ρωμιοί και Φράγκοι. Ήταν μια ομάδα υπό την εξουσία του Μαγκαφά. Ο Νικηφόρος γνώριζε τον ηγεμόνα τους. Του είχε δώσει, με τα χέρια του προσωπικά, πριν τέσσερα χρόνια το λάβαρο και την διακήρυξη της Προύσας. Όταν ο Μαγκαφάς είδε με ποιον είχε να κάνει, τον ελευθέρωσε.
«Πώς έμπλεξες έτσι, Γραικορωμιέ; Εσύ ναυτικός ήσουν αλλά στη στεριά σε έπιασαν τα παλικάρια μου» τον ρώτησε.
«Βρέθηκα στα μέρη σου, άρχοντα. Ειρηνικά περνάω.»
«Και πού πας;»
«Στην Μονή της Αγίας Παρασκευής.»
«Πρόσεχε. Είναι επικίνδυνο να είσαι μόνος σου.»
Ο Μαγκαφάς του έδωσε το άλογό του, τα όπλα του και τα χρυσά που του είχαν πάρει. Προσπέρασε και τους Φράγκους που τον σταμάτησαν στο Αδραμύττιο. Τα έγραφα, που έδειχναν ότι μετείχε κι αυτός στην Δ’ σταυροφορία, ήταν αποφασιστικά. Γι αυτούς δεν ήταν παρά ένας προσκυνητής που έψαχνε να βρει τη λύτρωση από τα εγκόσμια. Είχαν χρέος, τουλάχιστον να τον αφήσουν να πάει εκεί όπου δεν είχαν πάει οι ίδιοι.
«Ελεύθέρωσέ τους εσύ, τους Άγιους Τόπους!» του είπαν κοροϊδεύοντάς τον.
Στο Αδραμύττιο πήρε δυο ακόμα άλογα κι έναν έφιππο Τούρκο για βοηθό και ξεκίνησε για την Μονή. Όταν έφτασε στον προορισμό του είχαν περάσει έξι μέρες από την ημέρα της αναχώρησής του. Πλήρωσε τον Τούρκο και τον έδιωξε. Στην θύρα της Μονής έδειξε ένα σημείωμα της Άννας-Αγγελίνας που έλεγε ότι ήταν απεσταλμένος της. Είχε έρθει για την -κατά κόσμο- Ζωή και –κατά Θεό- Φιλοθέη. Η Άννα Αγγελίνα είχε ήδη στείλει κι άλλη επιστολή ζητώντας από την Ηγουμένη μια χάρη. Ήθελε να επιτρέψει στην Ζωή-Φιλοθέη να φύγει απ’ το μοναστήρι, έστω προσωρινά. Ήθελε να την έχει κοντά της στην στέψη της σαν αυτοκρατόρισσας μαζί με τον σύζυγό της. Η Άννα Αγγελίνα ήταν ο βασικός χρηματοδότης της Μονής κι ο λόγος της μετρούσε σαν διαταγή. Θα ερχόταν απεσταλμένος της για να την οδηγήσει στη Νίκαια. Η Ηγουμένη δεν έπρεπε να δεχτεί καμιά αντίρρηση εκ μέρους της μοναχής. Θα ερχόταν στην Νίκαια είτε το ήθελε είτε όχι.
Η Ηγουμένη τον καλοδέχτηκε. Τον βοήθησε να πλυθεί, να ξεκουραστεί και να συνέλθει. Το χρειαζόταν αυτό μετά από την ταλαιπωρία του ταξιδιού. Του είπε πως θα έφευγαν σε δύο μέρες, αλλά, ο Νικηφόρος είχε άλλη γνώμη. Κινδύνευαν, αν πήγαινε από τη στεριά, κι έπρεπε να ψάξει να βρει πλοίο από περιοχή των Ρωμαίων. Αυτό θα του έπαιρνε πολύ χρόνο, άρα, έπρεπε να φύγει αμέσως για τη Νίκαια.
Οι φωνές κι η επιμονή του ανάγκασαν την Ηγουμένη να βιαστεί κι εκείνη. Την άλλη μέρα το πρωί θα έφευγαν. Τότε, του έφερε τη Φιλοθέη ντυμένη με ένα μαύρο ράσο και καλυμμένο κεφάλι. Μόνο τα μάτια της φαίνονταν πίσω από το κάλυμμα της κεφαλής και του προσώπου. Ήταν χαμηλωμένα κι έκανε κινήσεις αδιάφορες. Της είχαν πει ότι η αυτοκρατόρισσα την ήθελε στη Νίκαια κι ότι θα ερχόταν κάποιος για να την πάρει. Το είχε αποδεχτεί κι ήρθε για να μάθει πώς και πότε θα έφευγαν. Δεν είχε αναγνωρίσει ακόμη τον απεσταλμένο.
«Μοναχή Φιλοθέη, αυτόν έστειλε η Δέσποινα για να σε πάει. Ετοιμάσου, θα φύγεις μαζί του» της είπε η Ηγουμένη.
«Σκοπός μου είναι να σας μεταφέρω στη Νίκαια για τη στέψη του αυτοκράτορα» είπε ο Νικηφόρος στην μοναχή.
«Είμαι έτοιμη» απάντησε εκείνη.
Ακούγοντας τη φωνή ταράχτηκε. Σήκωσε τα μάτια και μέσα απ’ το μικρό άνοιγμα του καλύμματος, τον είδε. Έμεινε σαν αποσβολωμένη. Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ήταν ντυμένος με την γυαλιστερή ιπποτική στολή των Φράγκων και κρατούσε ένα δόρυ. Στο πάνω άκρο του δόρατος ανέμιζε το δικό της κόκκινο μαντίλι, που του είχε χαρίσει πριν φύγει για την Αθήνα. Στον σιδερένιο θώρακα φορούσε ένα πουκάμισο με τον δικέφαλο αετό, το σήμα της ελληνικής αυτοκρατορίας. Το είχε ράψει εκείνη. Κόντεψε να λιποθυμήσει όμως κρατήθηκε όρθια. Συγκρατήθηκε κι ο Νικηφόρος να μην χιμήξει πάνω της και την αγκαλιάσει.
Χωρίς άλλη καθυστέρηση πήραν τα πράγματά της στο τρίτο άλογο, καβάλησαν τα δικά τους, κι έφυγαν απ’ τη Μονή. Πήραν μαζί τους μια επιστολή της ηγουμένης με ευχές για την μακροημέρευση του εν Χριστώ Βασιλέα. Πήραν για δώρα κάτι μαντζούνια και μυρωδικά για τον αυτοκράτορα και την σύζυγό του. Για δυο ρωμαϊκά μίλια(*) πορεία δεν μιλούσαν, ούτε καν κοιτάζονταν μεταξύ τους. Βάδιζαν καβάλα στα άλογά τους σκεπτικοί. Λοιπόν, είχαν επιτέλους ξανασυναντηθεί, και τώρα, τι θα γινόταν;
«Πώς το έκανες αυτό;» του είπε κάποια στιγμή χωρίς καν να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Εννοείς πώς μπόρεσα να λείψω τόσο καιρό μακριά σου; Αυτό είναι που με ρωτάς;»
Δεν είπαν πάλι τίποτα ώσπου απομακρύνθηκαν πέντε μίλια. Μπήκαν σε μια δασώδη περιοχή. Εκεί, κάτω από μια συστάδα δέντρων, σε ένα ξέφωτο σταμάτησαν, Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω τους όπως περνούσαν ανάμεσα από τα πλατύφυλλα δέντρα. Ο Νικηφόρος ξεπέζεψε, την βοήθησε να κατέβει από το δικό της άλογο, κι έβγαλε το κάλυμμα από το πρόσωπό της. Έμεινε έκθαμβος από το θέαμα των ματιών της. Όσο κι αν ήταν δακρυσμένα, εξακολουθούσαν να έχουν το ίδιο εκείνο βάθος μέσα στο οποίο αυτός είχε χαθεί.
Την φίλησε με ένα δυνατό φιλί. Ήθελε να την ρουφήξει ολόκληρη, να την καταπιεί. Ήθελε να χορτάσει μια πείνα που βάστηξε κοντά τέσσερα χρόνια. Κι εκείνη ούτε για μια στιγμή δεν δίστασε, ούτε ένα μικρό πρόσχημα δεν πρόβαλε. Δεν είπε ούτε ένα σβησμένο “μη” για την τιμή των ράσων που φορούσε. Αφέθηκε στην αγκαλιά του κι ανταπέδωσε την αγάπη του σαν να μην είχαν χωρίσει ποτέ. Ήταν σαν να μην τους χώριζε ούτε λεπτό της ώρας απ’ τη Νικομήδεια όπου την είχε πρωτοπάρει. Ούτε από τότε στον Ακρίτα που κι οι δυο έμαθαν πώς ήταν η ζωή στον παράδεισο κι ας βρίσκονταν στη γη.
«Σε αγαπάω πολύ!» της ψιθύρισε μόνο σε μια στιγμή.
«Μου έλειψες πολύ!» του είπε εκείνη.
Εκεί, στα χόρτα που μύριζαν χλωροφύλλη και δίπλα στα λουλούδια που άνθιζαν χάρη στο φως, την πήρε. Όλα ήταν ταιριαστά με την διάθεσή τους. Το φως έπεφτε πάνω τους σε εκείνο το ξέφωτο, δίπλα στην οργιαστική βλάστηση των αρχών του Απρίλη. Όλη η φύση χόρευε και συνουσιαζόταν μαζί τους. Ήταν μια στιγμή που όλοι οι έρωτες άνθιζαν και δόξαζαν την αναπαραγωγική δύναμη των έμβιων όντων. Ήταν η άνοιξη, η εποχή που οι παγανιστές λατρεύουν τους θεούς της γέννησης κι οι χριστιανοί τον θεό της ανάστασης. Ο Νικηφόρος κι η Ζωή είχαν τις δικές τους σπονδές, στο δικό τους σύστημα ζωής, κάνοντας έρωτα ασταμάτητα. Συνέχισαν μέχρι που η κούραση τους κατέβαλε και τους έριξε σχεδόν αναίσθητους. Τότε μόνο τους άφησε ήσυχους ο τρομερός μικρός θεός Έρως, ο φτερωτός σύντροφος της Αφροδίτης. Όταν κουράστηκαν και δεν είχαν πια τίποτε άλλο να δώσουν ή να πάρουν, έμειναν σιωπηλοί. Δεν υπήρχε χρόνος, στέψη, μονή, Αγνή, οικογένεια, δεν υπήρχε τίποτε. Ήταν αυτοί κι ο έρωτάς τους μόνο.
Κάποια στιγμή σηκώθηκαν για να φύγουν. Έκρυψαν τα ράσα της καλόγριας και της έδωσε την στόλα και την πάλλα που είχε φέρει μαζί του. Ήταν τα γυναικεία ρούχα, χιτώνας και κάλυμμα της κεφαλής, που φορούσαν οι αρχόντισσες, Ρωμαίες ή Φράγκες. Τα είχε πάρει από το Αδραμύττιο κι ήταν από μετάξι. Της έδωσε κι ένα μανδύα που ήταν δώρο του Μαγκαφά. Του το είχε δώσει όταν έμαθε ότι πήγαινε για μια γυναίκα.
«Πάμε στο Αδραμύτιο» της είπε. «Το έχουν οι Φράγκοι κι εγώ είμαι ιππότης του Ντε λα Ρος. Με θεωρούν δικό τους και θα με βοηθήσουν. Θα πάμε με πλοίο στην Νίκαια.»
«Τι κάνει η μητέρα μου;» τον ρώτησε.
«Είναι καλά. Είναι στενοχωρημένη που έφυγες και, μάλλον, πιστεύει ότι φταίω εγώ.»
«Φταις κι εσύ! αλλά, κυρίως, για όλα φταίει η δική μου στενοκεφαλιά» είπε εκείνη.
«Σ’ αγαπάω» της είπε και την φίλησε και πάλι.
«Μου έλειψες πολύ!» του είπε δακρυσμένη από χαρά, πόνο και παράπονο, όλα μαζί ανακατεμένα και αξεδιάλυτα.
Προχώρησαν προς το Αδραμύττιο πάνω στα άλογά τους σχεδόν ευτυχισμένοι. Ο Νικηφόρος δεν σκεφτόταν τι άφηνε πίσω του κι εκείνη δεν σκεφτόταν τι θα έβρισκε μπροστά της. Ζούσαν το παρόν, όπως τότε στη διαδρομή από τη Νικομήδεια ως την Κωνσταντινούπολη. Πέρασαν από την Πέργαμο κι είδαν τα ερείπια των αρχαίων ναών, τα σπασμένα αγάλματα και τους γκρεμισμένους ναούς. Αναλογίστηκαν ποια παράνοια το θέλησε να έρθουν τα πράγματα. Πώς είχε στραφεί ο Έλληνας ενάντια στον Έλληνα! Πώς ο Έλλην Ρωμιός της νέας θρησκείας είχε διώξει με τέτοια μανία τον Έλληνα της παλιάς θρησκείας. Πώς ο χριστιανός είχε καταδιώξει τον πολυθεϊστή, τον Εθνικό. Στη νέα αναγέννηση του ελληνισμού θα έπρεπε να βρουν για όλα αυτά μια σύνθεση. Μόνο οι σοφοί Γραικοί, όπως ο Νικήτας Χωνιάτης που έλειπε, κι ο Μιχαήλ Ακομινάτος που γνώριζε, θα το κατάφερναν.
«Στον δικέφαλο που φοράς, το Α της Αθήνας και το Κ της Κωνσταντινούπολης πρέπει να γίνουν ένα» είπε η Ζωή.
«Δεν είμαστε αρχαίοι, Ζωή. Είμαστε Ρωμιοί Έλληνες κι έτσι θα πορευτούμε» της είπε εκείνος. «Ίσως είναι νωρίς ακόμα για μια τέτοια σύνθεση.»
Έφτασαν στο Αδραμύττιο. Ξεπέζεψαν να ξεκουραστούν. Βρήκαν Πανδοχείο για να μείνουν κι ο Νικηφόρος πήγε στο λιμάνι για να βρει πλοίο. Δεν υπήρχε εμπορικό καράβι για την Προποντίδα. Θα πήγαινε εκεί ένα Βενετσιάνικο χελάνδιο που ξεκινούσε την επομένη. Ήταν πολεμικό πλοίο και θα μετέφερε Φράγκους στην Πόλη που κινδύνευε πάλι απ’ τους Βουλγάρους. Ο Νικηφόρος παρουσιάστηκε στις φραγκικές αρχές του λιμανιού κι έδειξε τα διαπιστευτήριά του. Ήταν σταυροφόρος και ιππότης του Όθωνα ντε λα Ρος. Η στολή του, εξάλλου, έδειχνε πως ήταν ιππότης. Εξασφάλισε τη μετακίνησή τους στη Νικομήδεια απ’ όπου θα περνούσε το χελάνδιο.
«Φεύγουμε» της είπε. «Βρήκα πλοίο για τη Νικομήδεια. Θα έχουμε οχτώ μέρες δικές μας στο ίδιο πανδοχείο που με περίμενες πριν τέσσερα χρόνια.»
«Εκεί κάναμε για πρώτη φορά έρωτα» είπε εκείνη.
«Μετά θα πάμε στη Νίκαια για τη στέψη. Θα σε αφήσω στην πύλη με τα καλογερίστικα ράσα. Θα πάω στην Απάμεια να βρω τον Βαρδάνη. Θα έρθω μαζί του στη Νίκαια. Θα πει πως ήμουν μαζί του όλες αυτές τις μέρες στην Πόλη. Έτσι κανείς δεν θα καταλάβει ότι ήμουν μαζί σου!»
«Ωραία τα κανόνισες» είπε με μια μόλις διαφαινόμενη πίκρα στη φωνή.
«Αγάπη μου, δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Δεν ξέρω πώς θα προχωρήσουμε, όμως δεν είμαι έτοιμος να πω την αλήθεια. Θα είναι εκεί ο Δωρόθεος, ο πατέρας της Αγνής κι ο Πλατώνιος, ο αδελφός της. Μαζί ήρθαμε από την Αθήνα. Δεν μπορώ να τους προσβάλλω κατάμουτρα. Μπορώ να τους πω πως αντί για την κόρη τους και τα τέσσερα παιδιά μας, εγώ ήμουν και θα είμαι με μιαν άλλη;»
Του έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά της, πρώτα, και μετά συνέχισε να του το κλείνει με το στόμα της. Όταν τελείωσε το φιλί του ψιθύρισε.
«Τα καταλαβαίνω όλα! Μη νοιάζεσαι. Όλο το αδιέξοδο είναι δικό μου, εσύ δεν φταις. Δεν θα σου γίνω βάρος, ούτε θα σε κάνω άτιμο. Μου αρκεί που με αγαπάς, αυτό μου φτάνει!»
«Νόμιζα ότι η διακήρυξη θα σε κρατούσε στη Νίκαια.»
«Έτσι νόμιζα κι εγώ» είπε. Τα μάτια της σκοτείνιασαν. «Αλλά, όταν χάθηκε και ο Κωνσταντίνος...» είπε και δάκρυσε.
«Μην κλαις Ζωή, γλυκιά μου» της είπε τρυφερά.
«Τότε, νόμισα πως χάθηκαν όλα. Ήταν τρομερό το πόσο πολύ με επηρέασε αυτή η απώλεια. Μ’ έπιασε μαύρη απελπισία και πριν έξι μήνες περίπου ζήτησα μόνη μου να κλειστώ στη Μονή. Έλεγα μήπως και ξεχαστώ. Εις μάτην βέβαια, γιατί εκεί μέσα ένιωθα σαν λιοντάρι σε κλουβί.»
«Θέλω να κάνουμε έρωτα» της ψιθύρισε.
«Κι εγώ αυτό θέλω» του είπε γέρνοντας το σώμα της πάνω του.
Έκαναν έρωτα όλο εκείνο το βράδυ. Το πρωί μόλις που πρόλαβαν το πλοίο που έφευγε χαράματα. Από την προηγούμενη είχαν πουλήσει τα άλογα κι ήταν έτοιμοι για το φευγιό. Μόνο η κούραση από τον έρωτα θα τους έκανε να χάσουν το ταξίδι. Ευτυχώς η Ζωή ξύπνησε λίγο πριν ξημερώσει και τον σήκωσε κι εκείνον.
Το βενετσιάνικο χελάνδιο έκανε στάσεις σε μερικά από τα λιμάνια της Προποντίδας. Έπαιρνε ή άφηνε στρατιώτες και κάποιους ιππότες στην Άβυδο και τη Λάμψακο. Κατευθύνθηκε στην Κύζικο, την κύρια ναυτική βάση των Φράγκων στην νότια ακτή της Προποντίδας. Την κρατούσαν πάντα ασφαλή από τις επιθέσεις του Λάσκαρη. Ο Νικηφόρος σ’ όλες αυτές τις στάσεις στεκόταν δίπλα στην Ζωή. Εκείνη είχε φορέσει τα ράσα της μοναχής για να μην βάζει σε πειρασμό τους θρασείς στρατιώτες του Χριστού. Αν ήταν μόνη, κινδύνευε να την βιάσουν, όμως η ιπποτική του στολή τους έκανε να την σεβαστούν, αφού, την συνόδευε. Ο σιδηρόφρακτος κι η καλόγρια έφτασαν, τελικά, χωρίς προβλήματα στην Νικομήδεια.
Κατέβηκαν στο λιμάνι και αγόρασαν καινούρια άλογα. Μ’ αυτά πήγαν ως το χωριό έξω από την πόλη της Νικομήδειας. Το φρουρούσαν Φράγκοι γιατί το χωριό ήταν προπύργιο της πόλης και βασικό ς πυλώνας για την άμυνά της. Στο Πανδοχείο ο ξενοδόχος τους γνώρισε και χάρηκε που τους είδε ξανά. Τους έδωσε το ίδιο δωμάτιο στο οποίο είχαν μείνει δυο μέρες πριν αναχωρήσουν για την Κωνσταντινούπολη. Τότε η Πόλη ήταν στα χέρια των Ρωμαίων. Ο Πανδοχέας ανησύχησε στην αρχή. Φοβήθηκε μήπως ο Νικηφόρος ήταν εξπλοράτορας, δηλαδή κατάσκοπος, των Ρωμαίων. Δεν ήθελε μπελάδες και, γι αυτό, ο Νικηφόρος τον καθησύχασε.
«Άρχοντα» είπε ο ξενοδόχος στον Νικηφόρο «εμείς εδώ τα πάμε καλά με τον νέο αυτοκράτορα και τους Φράγκους. Δεν ξέρω τι ζητάει η χάρη σου γιατί σε βλέπω αρματωμένο. Δεν μου χρειάζονται φασαρίες και μάχες.»
«Κι εγώ καλά τα πάω μ’ αυτούς» του είπε ο Νικηφόρος. «Μην ανησυχείς, δεν θα γίνουν φασαρίες. Δεν είμαι με στρατό, μόνος μου κυκλοφορώ.»
Έμειναν περίπου μια εβδομάδα μαζί. Η Ζωή φόρεσε τα ρούχα της αρχόντισσας και έβαλε τα καλογερίστικα ράσα στο σεντούκι. Έζησαν στο δωμάτιο τρώγοντας και πίνοντας εκεί. Έκαναν έρωτα συνεχώς, λες κι ήθελαν να ισοφαρίσουν όλες τις ημέρες που έμεναν χώρια και μόνοι. Δεν συζήτησαν την σχέση τους και τα προβλήματά της. Έζησαν το σήμερα σαν να μην είχε υπάρξει κανένα χτες και σαν να μην επρόκειτο να υπάρξει κανένα αύριο. Όταν έφτασε η ώρα της αναχώρησης, σαν έτοιμοι από καιρό, χαιρέτισαν τον πανδοχέα κι έφυγαν.
Πλησίασαν στην Νίκαια, σταμάτησαν σε ένα δασύλλιο και ξεκουράστηκαν. Αντάλλαξαν τα τελευταία λόγια αυτού του ταξιδιού. Είπαν ο ένας στον άλλον πόσο όμορφα είχαν νιώσει που ξανασυναντήθηκαν. Συμφώνησαν να είναι προσεκτικοί εκεί που πήγαιναν. Θα τριγυρνούσαν πολλοί άνθρωποι που δεν θα έπρεπε να καταλάβουν το παραμικρό για τη σχέση τους. Η Ζωή φόρεσε τα καλογερίστικα ρούχα. Καβάλησε έναν γάιδαρο που τον είχαν ανταλλάξει με το άλογό της και ξεκίνησε αργά προς την ανατολική πύλη. Για μια φορά μόνο γύρισε το κεφάλι της πίσω για να τον δει. Μετά έσκυψε μπροστά και συνέχισε. Ο Νικηφόρος έστριψε το άλογό του προς την άλλη πλευρά των τειχών κι απομακρύνθηκε.


********************************************
Η συνέχεια την Δευτέρα.