Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

36 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 36η

Το Δ' μέρος του κεφαλαίου 10 σήμερα, περιέχει τον τρόπο που ο Νικηφόρος και η οικογένειά του έζησαν σε αυτά τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας.
Ο Νικηφόρος είναι ιππότης, υποτελής του Όθωνα Ντε Λα Ρος που είναι υποτελής του Βονιφάτιου του Μομφερά που είναι με τη σειρά του υποτελής του Βαλδουίνου της Φλάνδρας, αρχικά, και του Ερρίκου της Φλάνδρας στη συνέχεια. Ωστόσο ο Νικηφόρος παραμένει ορθόδοξος με ειδική απαλλαγή, από τον κύρη του, να μην πολεμήσει σε περίπτωση εμπλοκής του Ντε Λα Ρος με ρωμαϊκά στρατεύματα.
Στην Αθήνα έρχεται ο Ακομινάτος, που μένει μόνιμα πια στην Τζιά. Θέλει να μεταβεί στην Νίκαια όπου ο Λάσκαρης θα στεφθεί αυτοκράτορας. Μαζί του θα πάει κι ο Νικηφόρος που έχει λόγο να βρεθεί και πάλι στην Βιθυνία.
****************************************


Δ’ ΙΠΠΟΤΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

Ο Νικηφόρος έγινε φίλος με τους κατακτητές, αφού κι ο ίδιος ήταν χρισμένος ιππότης. Μεσολαβούσε μεταξύ Αθηναίων και Φράγκων για διαφορές που ανέκυπτα, Προωθούσε μικρά ή μεγάλα αιτήματα από τον λαό προς την φραγκική εξουσία. Οι Αθηναίοι, αρχικά, τον έβλεπαν καχύποπτα για τις σχέσεις του με τους κατακτητές, όμως, τελικά το συνήθισαν. Του άρεσε να βοηθά. Εξαντλούσε κάθε περιθώριο για την, έστω και μικρή, βελτίωση της ζωής των συμπολιτών του.
Η επιτυχία, όμως, κι η καλοπέραση, όσο κι αν διαρκούν, δεν βγάζουν απ’ το μυαλό τις βαθύτερες επιθυμίες. Μπορεί να ξεχνούσε για λίγο, να νόμιζε πως είχε απαλλαγεί, όμως, η σκέψη της επίμονα επανέρχονταν. Το γεγονός ότι την επιθυμούσε ακόμα, σκίαζε όποια ευτυχία είχε αποκτηθεί στα κλεφτά. Ο Νικηφόρος είχε ξαναφτιάξει το σπίτι του κι είχε ευτυχισμένη οικογένεια. Είχε πραγματοποιήσει το όνειρο του πατέρα του να γίνει αγρότης και στεριανός. Είχε καταφέρει να αναγνωριστεί από Γραικούς και Φράγκους σαν χρήσιμος ιππότης του Κύρη των Αθηνών. Ευτυχία, όμως, δεν είχε βρει.
Μέσα σε όλα αυτά δεν έμενε χώρος για τη Ζωή. Αν τον ρωτούσες όταν αγωνιζόταν να επιβιώσει, θα έλεγε ότι τα έχει επί τέλους καταφέρει. Τότε, την σκεφτόταν ελάχιστα. Είχε να ξαναχτίσει τα καμένα, να δει τι θα γίνει με τους Φράγκους που κατέβαιναν σαν κατακτητές. Αντιμετώπιζε τα πιο επείγοντα προβλήματα και προσπαθούσε να επιβιώσει στο νέο περιβάλλον. Λίγες φορές η σκέψη της καρφωνόταν στο μυαλό του αλλά, και τότε, κατάφερνε σύντομα να την βγάζει από εκεί. Άφηνε την καθημερινότητα να τον παρασέρνει. Και όταν ξεκουραζόταν, είχε τα παιδιά και την Αγνή να τριγυρνούν γύρω του. Το μυαλό του δεν πήγαινε στα παλιά και σε αυτά που είχε αφήσει λειψά ανολοκλήρωτα. Όταν, όμως, έφυγαν τα πολλά προβλήματα, τότε άρχισε να την φέρνει στο νου του όλο και πιο συχνά,.
«Πες μου, Νικηφόρε, είσαι ευτυχισμένος;» τον ρωτούσε συχνά η Αγνή κουρνιάζοντας στην αγκαλιά του.
«Είσαι πολύ όμορφη σύζυγος και καλή μητέρα. Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω από την ζωή;» της απαντούσε εκείνος χωρίς να υποκρίνεται.
«Δεν θέλω να μας νιώθεις σαν βάρος.»
«Εσείς είστε η ζωή μου, η ανάσα μου» την διαβεβαίωνε.
Η Αγνή ήταν καλή μητέρα και σύζυγος. Τον βοηθούσε όσο εκείνος την ήθελε και με τον τρόπο που εκείνος ήθελε. Δεν του γινόταν ποτέ βάρος και δεν τον πίεζε προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ήταν όμορφη και την ποθούσε κάθε βράδυ που ξάπλωνε μαζί της κι αφηνόταν στα χάδια της. Θα ήθελε να μην την είχε προδώσει ποτέ, αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Η προδοσία του ήταν παρελθόν και το παρελθόν δεν γινόταν να αλλάξει. Επιπλέον, όμως, αισθανόταν βαθιά μέσα του πως η επανάληψη ή μη του λάθους κρεμόταν από μια κλωστή. Ήταν μόνον η απόσταση κι ο χρόνος που τον εμπόδιζαν να το ξανακάνει. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη Ζωή και τον έρωτα που είχε νιώσει γι αυτήν. Ήταν πανίσχυρο το συναίσθημα που τους είχε ενώσει. Μπορούσε, μόνο, να τα βάζει όλα αυτά στην άκρη και να τα κρύβει κάτω από το χαλί για να μην τα βλέπει. Αυτό κατάφερνε να κάνει με επιτυχία μέχρι στιγμής.
«Δεν στέλνεις γράμματα στη Βιθυνία» είχε παρατηρήσει ο Βαρδάνης. Ήταν κάποια μέρα που είχαν κάτσει στο κτήμα μαζί και του μίλησε πριν φύγει.
«Δεν θέλω να ξύσω τις πληγές» του είχε απαντήσει. «Προτιμώ να τις αφήσω να γιάνουν με τον χρόνο.»
Είχε βέβαια μια τρελή περιέργεια και δίψα να μάθει για εκείνην, έστω και το παραμικρό, όμως, δεν το επεδίωκε. Ήξερε πως το σκέπασμα με το οποίο είχε καλύψει την ιστορία θα ξέφτιζε. Θα ξεδιπλωνόταν εντελώς, θα χανόταν, αν ξηλωνόταν έστω και σε ένα μόνο σημείο του. Διατηρούσε αλληλογραφία με τον Μιχαήλ στη Κέα, αλλά, με κανέναν από όσους βρίσκονταν στη Νίκαια. Μόνο όταν μάθαινε για τις επιτυχίες ή τις ατυχίες του Θεόδωρου Λάσκαρη, μόνο τότε, έκανε κάποιες σκέψεις για εκείνη. Όλα αυτά τα γεγονότα τού την έφερναν στο μυαλό και τότε ανησυχούσε ή την νοσταλγούσε.
Όταν μάθαινε ότι ο Λάσκαρης έχανε, αναρωτιόταν αν η Ζωή είχε πιαστεί αιχμάλωτη. Όταν μάθαινε πως ο Λάσκαρης νικούσε σκεφτόταν μήπως και άλλαζε κάτι στη θέση της. Ήταν σκέψεις ανόητες, βέβαια, και το γνώριζε αυτό καλά, όμως δεν μπορούσε να τις αποφεύγει. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε τίποτε γι αυτήν, ούτε καν αν ζούσε ή αν είχε πεθάνει. Τόσο βαθιά ήταν η άγνοιά του για οτιδήποτε τής συνέβαινε και για οτιδήποτε ήταν η ζωή της.
Όταν έμαθε για τον χαμό του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, κατάλαβε ότι και η υπόθεση της διακήρυξης δυσκόλευε πολύ. Ίσως να έμενε σαν μια προσπάθεια ημιτελής, χαμένη γιατί δεν βρήκε έδαφος για να τραφεί και να καρπίσει. Ο ίδιος, βέβαια, είχε μεταφέρει τις περγαμηνές και τα λάβαρα στον Ακομινάτο και τον Βαρδάνη. Τα είχε δώσει και σε κάποιους παραλήπτες στη Σικελία και την Μικρασία. Δεν γνώριζε, όμως, να έχει γίνει κάτι άλλο γύρω από αυτή την υπόθεση.
Έβλεπε να ανεμίζει ο χρυσός δικέφαλος αετός με φόντο το ρωμαϊκό πορφυρό. Το δυικό έμβλημα με την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη ζωοδότες φάρους του αρχαίου και του νέου ελληνισμού. Είχαν γίνει έμβλημα του “Σερφιώτικου” αλλά αυτό ήταν πολύ λίγο. Η τρελή επιδίωξη να χτιστεί από την αρχή, πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια μια νέα ελληνική αυτοκρατορία έφθινε. Χωρίς τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη τα όνειρα θα έμεναν απραγματοποίητα. Για τον Νικηφόρο οι ευγενικοί κι ανώτεροι σκοποί ήταν απόλυτα συναρτημένοι με κάποια πρόσωπα. Ήταν οι άνθρωποι που τα είχαν εμπνευστεί που θα τα υλοποιούσαν. Δυσκολευόταν να δει κάποια συνέχεια στο εγχείρημα χωρίς τα φυσικά πρόσωπα που τα οραματιστήκαν. Δεν κατανοούσε την συγγραφή της διακήρυξης χωρίς τον συγγραφέα της. Έβλεπε τον δικέφαλο αετό μαζί με αυτήν που τον ζωγράφισε κι εκείνες που τον είχαν κεντήσει. Έβλεπε την νέα ρωμαϊκή κι ελληνική αυτοκρατορία μαζί με τον αυτοκράτορά της.
Έφτασε ο Ιανουάριος του 1208 μ.Χ. Για τον Νικηφόρο, ο νέος ελληνισμός έσβηνε αφού είχε χαθεί ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Είχε χάσει τους μέντορές της, τον Νικήτα Χωνιάτη και τον Μιχαήλ Ακομινάτο. Ο πρώτος, ταλαιπωρημένος μετά την απώλεια της βασιλεύουσας, είχε πεθάνει. Ο άλλος είχε χαθεί οικειοθελώς σε ένα νησί του Αιγαίου.
Ο δικός του ομφάλιος λώρος με την νέα αυτοκρατορία ήταν η Ζωή. Η παντελής απουσία της εξασθένιζε κάθε όραμα που εκείνος είχε συνδέσει μαζί της. Ο Καλλίμαχος Κρωμναίος ήταν ελάχιστα γνωστός του. Από τον ερημίτη, δεν μπορούσε να περιμένει έτσι κι αλλιώς τίποτε. Η γυναίκα του Θεόδωρου, η Άννα-Αγγελίνα ήταν η μόνη, ίσως, ελπίδα πως το όνειρο θα ζούσε. Το όραμα της αναγέννησης ίσως να μεταβιβαζόταν από αυτήν, ατόφιο, στον άντρα της
Είχαν περάσει κιόλας τέσσερα χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η ανακατάληψή της έμοιαζε αυτά τα χρόνια όνειρο μακρινό. Οι πρωταγωνιστές των γεγονότων είχαν φύγει πια από το προσκήνιο. Ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος Α’ και ο Ρήγας της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιος είχαν σκοτωθεί από τους Βουλγάρους. Ο δαιμόνιος Ερρίκος Δάνδολος είχε πεθάνει στα ενενήντα τρία του χρόνια και είχε θαφτεί στην Αγιασοφιά. Ο Πατριάρχης Καματηρός είχε πεθάνει σε βουλγαρικά χώματα. Ο Νικήτας Χωνιάτης είχε πεθάνει στη Νίκαια, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε εξαφανιστεί. Μόνο ο Λέων Σγουρός παρέμενε για χρόνια ολόκληρα κλεισμένος στα τείχη του Ακροκορίνθου. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραδοθεί. Όλους και όλα τα είχε αλλάξει ο θάνατος.
Ήταν αρχές Φεβρουαρίου του 1208. Ο Νικηφόρος έλαβε ένα γράμμα του Μιχαήλ Ακομινάτου που διέμενε στην Κέα. Ο πρώην Μητροπολίτης Αθηνών του ζητούσε να τον φιλοξενήσει μερικές μέρες στο “Σερφιώτικο”. Ήθελε να βρει και να μπει σε ένα πλοίο με προορισμό την Προποντίδα και συγκεκριμένα την Νίκαια. Αυτό το Πάσχα, στην πρωτεύουσα του δεσποτάτου, θα γινόταν μια τελετή που δεν ήθελε να την χάσει. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης θα ανακηρυσσόταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Τον είχε καλέσει να παραβρεθεί στη στέψη.
Ο Νικηφόρος κανόνισε να τους πάει στην Προποντίδα ο κουνιάδος του, Λέων, που ήταν πια πλοίαρχος του “Δήλος”. Το πλοίο είχε επισκευαστεί πρόσφατα κι ήταν αξιόπλοο. Ένα ταξίδι στην Προποντίδα αυτόν τον καιρό θα είχε και εμπορικό ενδιαφέρον. Θα ήταν χρήσιμο επομένως να πάει κι αυτός. Ο Λέων του είπε ότι θα ήταν έτοιμος στα τέλη του Φεβρουαρίου. Μπορούσε να τους μεταφέρει και τους δυο στην Απάμεια ώστε να παραβρεθούν στην αυτοκρατορική στέψη.
Χρειαζόταν βέβαια άδεια για απόπλου, αλλά, θα το ξεπερνούσαν. Η έκπληξη του Νικηφόρου ήταν μεγάλη όταν είδε τον Γεώργιο Βαρδάνη να εμφανίζεται σπίτι του κι αυτός. Του ζήτησε να τον φιλοξενήσει μερικές μέρες, ώσπου να βρεθεί πλοίο για την Προποντίδα.
«Κι εσύ Γεώργιε;» είπε με πλατύ χαμόγελο ο Νικηφόρος ανοίγοντας την αγκαλιά του για να τον δεχτεί. «Περιμένουμε και τον Μιχαήλ. Θα πάμε και οι τρεις στη στέψη!»
«Θέλω να δω αυτή τη μεγάλη στιγμή της Ρωμιοσύνης. Με την ευκαιρία θα μάθω, με καθυστέρηση τεσσάρων χρόνων, το μυστικό σου!» είπε εκείνος.
«Μακάρι! Έτσι θα μάθω κι εγώ τι έχει απογίνει άραγε αυτό το μυστικό!» είπε ο Νικηφόρος με αυτοσαρκασμό.
Ο Βαρδάνης εγκαταστάθηκε σε ξενώνα στο αγρόκτημα. Ετοίμασαν κι ένα δωμάτιο για τον Μιχαήλ που ήρθε ύστερα από δυο μέρες. Η υποδοχή ήταν όχι μόνο βασιλική αλλά και συγκινητική. Ο Μιχαήλ δεν ήταν ένας απλός Μητροπολίτης, ήταν ο αρχηγός της πόλης των Αθηνών για τριάντα περίπου χρόνια. Ήταν ένας δίκαιος άρχοντας που φρόντιζε για την πόλη όσο κανείς άλλος. Το έκανε χωρίς προσωπικό όφελος, μόνο από θαυμασμό στην ιστορία και στο δυστυχισμένο παρόν αυτού του τόπου. Όλοι, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, είχαν νιώσει την αγάπη και τη φροντίδα του Ακομινάτου. Από τα Προπύλαια, από τον ναό της κυρά-Παναγιάς Αθηνιώτισσας, έβλεπε την πόλη όπως οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Όλοι οι Αθηναίοι πέρασαν για να του μιλήσουν, να τον χαιρετίσουν, να τον ευχαριστήσουν και να του ευχηθούν. Φυσικά του ζητούσαν να επανέλθει αλλά εκείνος δεν συζήτησε καν αυτό το ενδεχόμενο. Ήρθε κι ο Λατίνος επίσκοπος, ο Βεράρδος, να υποβάλλει τα σέβη του. Του ομολόγησε πόσο μόνος ένιωθε στον ιερό βράχο και πόσο τον καταλάβαινε. Ήταν ξεχωριστή τιμή να ζει κανείς σ’ αυτόν τον ένδοξο τόπο. Είχε μάθει πολλά για την δράση του. Του είπε πως τον ζήλευε για την αγάπη που είχε εμπνεύσει στο ποίμνιό του.
Ξανάσμιξαν μετά από χρόνια ο Μιχαήλ, ο Νικηφόρος και ο Βαρδάνης. Ήταν ευτυχείς. Μίλησαν για όλα, για την ζωή, την πολιτική και τους πολέμους. Μίλησαν για την θρησκεία και τον ρόλο της στην καθημερινότητα του ανθρώπου.
Οι δυο ιερωμένοι μακάρισαν τον Νικηφόρο γιατί είχε φτιάξει μια σωστή οικογένεια. Είχε τέσσερα γερά παιδιά και μια σύζυγο όμορφη άξια και πιστή. Τα έλεγαν σαν να ήταν χτες μόλις που είχαν φύγει κι οι τρεις από τον Ιερό Βράχο. Όταν η συζήτηση ήρθε στην διακήρυξη για τον νέο ελληνισμό σχεδόν απογοητεύτηκαν. Τα χρόνια είχαν περάσει, αλλά, πρόοδος δεν είχε προκύψει. Στη Νίκαια θα μάθαιναν αν αυτή η ιστορία είχε συνεχιστεί ή αν είχε τελειώσει.
«Ένα τέτοιο όραμα θέλει χρόνο για να εφαρμοστεί» είπε ο Μιχαήλ.
«Πρέπει όμως κάποτε να αρχίσει, και νά που ξεκίνησε» είπε αισιόδοξος ο Βαρδάνης.
Ο Νικηφόρος σε κάποια στιγμή ζήτησε από τον Μιχαήλ και τον Βαρδάνη τη γνώμη τους για τα δικά του. Ο Ντε λα Ρος τον είχε χρίσει ιππότη, κυρίως, για τη βοήθειά του προς τους ντ’ Επινάκ στη Ζάρα. Μέτρησε κι η μεταφορά των Βουργουνδών από τον Εύριπο στην Κωνσταντινούπολη σε δύσκολες συνθήκες. Ήταν σωστό ή λάθος που δέχτηκε το χρίσμα του ιππότη;
«Φίλε μου, καμιά διάκριση δεν είναι δυσάρεστη ή προς όνειδος. Μόνο μην έρθεις αντιμέτωπος με ανθρώπους δικούς σου» του είπε ο Μιχαήλ.
«Σε μια τέτοια περίπτωση θα έχεις ένα μεγάλο δίλημμα νομιμοφροσύνης» είπε ο Βαρδάνης.
«Η υπόσχεση του Όθωνα ήταν ότι δεν θα με βάλει ποτέ αντιμέτωπο με Ρωμαίους!»
«Μακάρι να τηρήσει την υπόσχεση» είπε ο Βαρδάνης.
«Ελπίζω πως δεν θα αντιμετωπίσεις ποτέ τέτοιο ηθικό πρόβλημα» είπε ο Ακομινάτος.
«Ο Εστάς ντε Βιτώ είναι σενεσάλος του Όθωνα. Αυτός με διαβεβαίωσε για το σχετικό κατάστιχο. Το ίδιο που έδωσε ο Ερρίκος της Φλάνδρας στον Βρανά. Έχω δικαίωμα να ζητήσω από τον Κύρη εξαίρεση σε πόλεμο εναντίον Ρωμαίων.»
«Κι ο Όθων το δέχτηκε;»
«Ναι. Δέχτηκε να γραφτεί ότι ο Μεγακύρης Αθηνών θα με απαλλάσσει» είπε ο Νικηφόρος. «Ο Εστάς ντε Βιτώ μου είπε ότι αυτό με εξασφαλίζει.»
«Καλά τα γραπτά» είπε ο Βαρδάνης. «Ποτέ δεν ξέρεις, όμως, πώς και πότε θα θέσει ένα τέτοιο δίλημμα η ζωή.»
«Ας κρατήσουμε το θετικό. Ας δώσουμε συγχαρητήρια στον ιππότη Ντ’ Ατέν Νικηφόρο Σερφιώτη» είπε ο Ακομινάτος. Γέλασαν όλοι, ήπιαν στην υγειά του και συνέχισαν την κουβέντα τους.
«Να σας πω εμπειρίες μου με τους Φράγκους» είπε ο Νικηφόρος. «Ξέρετε … δεν είναι και τόσο κακοί.»
«Έχουν κατακτήσει τις χώρες των άλλων και κάθονται βολεμένοι πάνω στη γη και τις περιουσίες που έκλεψαν. Μετά από αυτό είναι ήρεμοι και καλοί» είπε ο Βαρδάνης. «Όταν, όμως, μυριστούν καινούρια λεία, γίνονται πάλι άγρια θεριά.»
«Δεν φημίζονται ούτε και για το κοφτερό τους μυαλό» είπε ο Ακομινάτος.
«Κάποιοι είναι βλάκες και κάποιοι πολύ έξυπνοι» είπε ο Νικηφόρος. «Σχεδόν όλοι τους είναι κλέφτες, όχι από κακία, αλλά, από συνήθεια. Έτσι μεγάλωσαν κι αυτό νομίζουν πως είναι το καθήκον του γενναίου. Πιστεύουν πως πρέπει κανείς να κερδίζει τα πάντα με το σπαθί του! Είναι όμως καθαροί και έχουν την τιμή τους πάνω από όλα.»
«Την κατάκτηση την λένε τιμή και την λεία την λένε θεία ανταμοιβή» είπε ο Ακομινάτος. «Δεν είναι πολιτισμένη συμπεριφορά αυτό. Οι Βενετοί είναι πιο προσεκτικοί σε αυτά τα ζητήματα.»
«Έτσι μεγαλώνουν. Το θεωρούν ηρωισμό να πέσουν σε ξένη γη και να την κατακτήσουν» συμπλήρωσε ο Βαρδάνης.
«Συμφωνώ ότι το θεωρούν ηρωισμό. Είναι, όμως, έντιμοι και γενναίοι, αυτό πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε» είπε ο Νικηφόρος. «Όσο για τη θρησκεία, είναι ένα απλό πρόσχημα. Δεν καταλαβαίνουν γρι από φιλιόκβε κι άζυμα. Όλα αυτά που στη δική μας θεολογία θεωρούνται σπουδαία, γι αυτούς είναι ανύπαρκτα!»
«Ξέρω γι αυτούς κι εγώ αρκετά. Σε γενικές γραμμές κι η δική μου άποψη είναι θετική!» είπε ο Μιχαήλ. «Αν δεν ήταν ο Πάπας να μας χωρίζει και να τους φανατίζει θα ήταν αλλιώς η σχέση μας μαζί τους.»
«Ο Πάπας τους αφόρισε στην Ζάρα» είπε ο Νικηφόρος.
«Ήταν υποκριτικός ο αφορισμός. Τους προώθησε για πλιάτσικο στην Πόλη για να υποτάξει την ανατολική εκκλησία.»
«Βλέπω, Πάτερ, ότι τους συμπαθείτε» είπε ο Νικηφόρος.
«Αν δεν ήταν ο Πάπας, θα μπορούσαμε να τα πάμε καλά μαζί τους» είπε ο Ακομινάτος. «Όπως λες κι εσύ, είναι έντιμοι και γενναίοι. Τους έχω ζήσει στην αυτοκρατορική φρουρά, είδα τους Άγγλους, τους Δανούς και τους Βαράγγους. Δεν έχουν καμιά σχέση με τους έμπορους που δεν έβλεπαν παρά μόνο πώς θα μας κοροϊδέψουν. Ούτε με τους Τούρκους, που ζουν απ’ τον κόπο των άλλων, έχουν σχέση. Με αυτούς θα μπορούσαμε να τα βρούμε.»
«Αυτό το “να τα βρούμε” πώς το εννοείς Μιχαήλ;» τον ρώτησε ο Βαρδάνης.
«Θα μπορούσαμε εμείς να τους μάθουμε τον πολιτισμό μας κι εκείνοι να μας μπολιάσουν με αθωότητα. Θα είχαμε έναν πολύ καλό συνδυασμό γενναιότητας κι εξυπνάδας! Τους είχαμε ανάγκη και μας είχαν ανάγκη και αυτοί! Όμως η τυφλή πίστη τους στον Πάπα τους κάνει αγρίμια.»
«Επομένως δεν το βρίσκεις κακό που μ’ έχρισαν ιππότη;» ρώτησε ανακουφισμένος ο Νικηφόρος,
«Μια χαρά το βρίσκω. Νομίζω πως σου άξιζε η τιμή» είπε ο Μιχαήλ γελώντας.
Πριν φύγουν για την Βιθυνία, το έριξαν στο φαγοπότι. Η χρονιά που πέρασε ήταν πολύ καλή για την παραγωγή. Είχαν αποθηκευτεί τροφές για τον χειμώνα. Είχαν σύγκλινα, καπνιστά και παστά που τα έφτιαχναν με τον Σερφιώτικο τρόπο. Είχαν τυρί όμορφο και ψωμί φρεσκοψημένο και, φυσικά, μυρωδάτο κι υπέροχο κρασί. Ελιές, κρεμμύδια, και λαχανικά, αλλά, και σύκα και ξηροί καρποί συμπλήρωναν το πλούσιο τραπέζι. Όλα τέθηκαν στη διάθεση των φιλοξενούμενων. Ήταν μια ευκαιρία για ένα γλέντι απ’ τα λίγα στο Σερφιώτικο. Οι Καρτεράνοι ήταν όλοι εκεί. Οι Φράγκοι φίλοι του Νικηφόρου ήταν επίσης εκεί. Ο Εστάς είχε επισημοποιήσει τη σχέση του με την Ευδοκία και ήταν περίπου άνθρωπος του σπιτιού. Ο Ρομπέρ έφερε μαζί του τη νέα του αρραβωνιαστικιά, την Ασπασία. Ο Φιλίπ είχε έρθει μόνος, αλλά, ο Γκι είχε έρθει με την γυναίκα του, την Ματθίλδη, που την είχε φέρει στην Αθήνα.
«Εις υγείαν Ρωμαίων και Φράγκων στην Αθήνα» είπε, κάνοντας πρόποση, ο Λέων ο γηραιότερος
«Εις υγείαν Ρωμιών, Γραικών και Φράγκων» διόρθωσε την προσφώνηση ο Ακομινάτος.
«Καλό μας ταξίδι. Εις υγείαν του Κύρη μας Όθωνα, του αυτοκράτορά μας Ερρίκου και του Δεσπότη μας Λάσκαρη» είπε ο Νικηφόρος.
Είχε ξεπεράσει τα πλαίσια της νομιμότητας. Ο όρκος του στον Όθωνα σήμαινε ότι έπρεπε να αναγνωρίζει μόνο τον Ερρίκο σαν κύρη κι ανώτερό του. Μόνο στην υγειά του έπρεπε να πίνει, κι όχι να αναφέρει τον Λάσκαρη. Φρόντισε ωστόσο να αποκαλέσει τον Θεόδωρο “δεσπότη” κι όχι αυτοκράτορα. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα αναχωρούσε για να τον δει να στέφεται με τα βασιλικά διαδήματα. Μετά από αυτήν την στέψη θα γινόταν κι επίσημα ανταγωνιστής του Ερρίκου.
«Εις υγείαν όλων των Γραικών κι όλων των Φράγκων» είπε ο Εστάς κλείνοντας το θέμα.
Παρ’ όλο που ήταν Φεβρουάριος, η μέρα ήταν καλή και το βραδινό μαλακό. Στο μεγάλο τρίκλινο του “Σερφιώτικου” είχαν πάψει οι συζητήσεις, και το κρασί είχε κουράσει όλα τα βλέφαρα. Ακούγονταν πια απαλά οι γλυκές ελληνικές μελωδίες με το φλάουτο και το σαντούρι. Ανακατεύονταν με τα φράγκικα ρομαντικά τραγούδια των τροβαδούρων με τη συνοδεία της βιόλας.
Ο νους του Νικηφόρου ταξίδευε στη Νίκαια. Σε λίγες μέρες θα ήταν εκεί. Θα την έβρισκε όπως την φανταζόταν; Και τι θα έκανε τότε; Θα πετούσε την ευτυχία και την ηρεμία των τελευταίων χρόνων για μια στιγμή τρέλας και πάλι; Ερωτήματα που δεν σήκωναν απάντηση.

****************************************
Η συνέχεια αύριο Τετάρτη