Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

42 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 42η

Στο 12ο κεφάλαιο που έχει τίτλο "Θανατικό" συμβαίνουν πολλές αλλαγές, σχεδόν όλες προς το χειρότερο, στην οικογένεια του Νικηφόρου, στους Καρτεράνους και τους Σερφιώτες.
Ξεκινώντας από το Α' μέρος του κεφαλαίου, με τίτλο "Ναυαγός και Προδότης" θα δούμε αυτή την κατηφόρα. Είμαστε στο έτος 1208 μΧ, μετά την στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη στη Νίκαια, οι επισκέπτες από την Αθήνα και την κυρίως Ελλάδα, επιστρέφουν στις εστίες τους.
*********************************************
Παραπομπές:
(*1)
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένα και η πρόθεση του Λάσκαρη να βοηθήσει τον Σγουρό και οι μεταξύ τους συνεννοήσεις και μία προσπάθεια ενίσχυσής του όταν ακόμα ο Σγουρός δεν είχε κλειστεί στα κάστρα. Η αποστολή που αναφέρεται εδώ, δεν είναι βεβαιωμένη ιστορικά.
(*2)
Είναι το Κάβο ντ’ Όρο, στα νότια της Εύβοιας
(*3)
Το “κάτεργο” ήταν συνήθως ένα παροπλισμένο πλοίο παρατημένο σε κάποιο λιμάνι που, αντί να το βουλιάξουν, το μετέτρεπαν σε φυλακή
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο : ΘΑΝΑΤΙΚΟ
 


Α’ ΝΑΥΑΓΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗΣ

Ένα πλοίο έφυγε από την Απάμεια για τον Σαρωνικού, την Αθήνα και την Κόρινθο. Ήταν δρόμων, απ’ τα μεγαλύτερα πολεμικά πλοία της εποχής. Μετέφερε ένα ρωμαϊκό στράτευμα με τριακόσιους κωπηλάτες. Οι διακόσιοι ήταν πεζικάριοι κι οι άλλοι εκατό βοηθητικοί και τοξότες. Στα αμπάρια είχε οπλισμό. Είχε πενήντα καταφρακτάριους, σιδηρόφρακτους ιππείς, στο κατάστρωμα. Είχε κι άλλους πενήντα καβαλάρηδες οπλίτες. Φορτωμένα στο πλοίο ήταν και τα εκατό άλογά τους. Όλη αυτή η ισχυρή δύναμη αποτελούσε την προσφορά του αυτοκράτορα Λάσκαρη προς τον Λέοντα Σγουρό. Προορισμός του πλοίου ήταν το Ναύπλιο. Μ’ αυτή την σοβαρή ενίσχυση ο Λάσκαρης μετέφερε έμπρακτα το μήνυμα της αντεπίθεσης των Ρωμαίων. Ο Σγουρός μπορούσε να αναπνεύσει μετά από αυτό(*1).
Εκτός από τους στρατιώτες, στο πλοίο επέβαιναν οχτώ ταξιδιώτες πολίτες. Γύριζαν στα μέρη τους απ’ την στέψη του Λάσκαρη. Ήταν ο Νικηφόρος, ο Βαρδάνης, ο Δωρόθεος, ο Πλατώνιος, ο Καλλίμαχος, ο Διογένης-Ιάσων κι οι μητροπολίτες. Ο Καλλίμαχος κι ο Ιάσων ήθελαν οπωσδήποτε να δουν την Αθήνα. Η πόλη του Ακομινάτου που φώτιζε κάποτε ολόκληρη την οικουμένη. Ο ένας απ’ τους δυο πυλώνες της αναγέννησης του νέου ελληνισμού.
Ήξεραν πως εκεί είχαν ανθίσει οι επιστήμες, οι τέχνες, η ευνομία κι η φιλοσοφία. Ήξεραν και για την δημοκρατία, δεν είχαν όμως ψευδαισθήσεις γι αυτήν στην σύγχρονη εποχή. Το πατρώο πολίτευμα κι η πατρώα θρησκεία θα έμεναν θαμμένα για άγνωστο διάστημα. Πέρα όμως από αυτά, είχαν πολλά να δουν. Οι δυο μητροπολίτες γύριζαν στα μέρη τους. Μετέφεραν τα χαρμόσυνα νέα από τη Νίκαια και την διάθεση του Λάσκαρη για μια μόνιμη συμμαχία. Επέστρεφαν οι Ρωμιοί που τίμησαν τον αυτοκράτορα. Έφερναν γι αντίδωρο, την αντιλατινική συμμαχία και την αναγέννηση της αυτοκρατορίας.
Το πλοίο βούλιαξε στο ακρωτήρι του Καφηρέως (*2) στα ανοιχτά της Καρύστου. Απ’ όσους βρίσκονταν μέσα, σώθηκαν ελάχιστοι. Η ως τότε ήσυχη θάλασσα, αγριεμένη απ’ το ξαφνικό μαγιάτικο μπουρίνι, άρχισε να στροβιλίζεται μανιασμένα. Το πλοίο σύρθηκε σε ένα θανατηφόρο εναγκαλισμό σαν να χόρευε μαζί του. Το σκαρί του τσακίστηκε λες κι ήταν ένα μάτσο ξερά λεπτά ξυλάκια. Η φουρτουνιασμένη ψυχοπνίχτρα κατάπιε στο βυθό της και το πλοίο και τους επιβάτες του. Στην βουλιμία της δεν ξεχώρισε οπλίτη κωπηλάτη από ιππέα ευγενή ούτε καταφρακτάριο από άλογο. Δεν διέκρινε τοξότη ή αξιωματικό, ούτε επιβάτη ή πλοίαρχο. Σχεδόν όλους τους πήρε στην αγκαλιά της η θάλασσα. Χάθηκαν σε ένα ρεύμα που δημιούργησε το μπουρίνι, σε μια ρουφήχτρα. Χάθηκαν οι πιο πολλοί, σχεδόν όλοι. Μονάχα είκοσι μετρήθηκαν αργότερα οι ζωντανοί. Μόνο αυτοί γλίτωσαν από μιαν εύνοια της τύχης.
Οι οχτώ επιβάτες και, μαζί τους, τέσσερις αξιωματικοί, βρέθηκαν απ’ την αρχή του χαμού στο μάτι του κυκλώνα. Εκεί στο μάτι, επικρατεί ησυχία. Γι αυτό βρήκαν, έστω, λίγο χρόνο ώστε να προλάβουν να δεθούν γερά σε ένα σπασμένο κατάρτι. Αυτό τους φώναξε, απελπισμένα, ένας έμπειρος στη θάλασσα ναυτικός. Κατά τραγική ειρωνεία, ο ίδιος δεν πρόλαβε να δεθεί μαζί τους. Το ξύλο επέπλευσε κι η θάλασσα δεν ρούφηξε τους οχτώ στο βυθό. Αυτοί προσπάθησαν με κάθε τρόπο να μείνουν ζωντανοί στην επιφάνεια μέχρι να ξημερώσει. Μετά μπορούσαν να κολυμπούσαν, όσο θα έφταναν οι δυνάμεις τους, ώσπου να βρουν ξηρά. Όμως δεν ήταν εύκολο κάτι τέτοιο. Ο αέρας ήταν δυνατός, το κρύο τσουχτερό κι η θάλασσα ανταριασμένη. Οι περισσότεροι είχαν τραυματιστεί.
Οι δυο γέροντες μητροπολίτες, αδύναμοι κι αμάθητοι, πνίγηκαν πρώτοι πίνοντας άφθονο αλμυρό νερό. Ακολούθησε τη μοίρα τους ο Δωρόθεος Καρτεράνος που ξεψύχησε αμέσως μετά. Δεμένος στο κατάρτι, δεν άντεξε τις κακουχίες και το κρύο στην ηλικία του. Μετά είχε σειρά ο Πλατώνιος που παρέδωσε κι εκείνος το πνεύμα του πριν ξημερώσει. Ήταν χτυπημένος άσχημα από ένα ξάρτι κι έχανε συνέχεια αίμα και δυνάμεις. Λίγο πριν ξημερώσει παρέδωσε το πνεύμα κι ο Καλλίμαχος. Ήταν κι αυτός χτυπημένος και δεν άντεξε. Σχεδόν ταυτόχρονα ξεψύχησε κι ο ένας απ’ τους τέσσερις αξιωματικούς που κι αυτός είχε τραυματιστεί. Από τους δώδεκα που είχαν δεθεί στο κατάρτι, σώθηκαν οι μισοί.
Ο Νικηφόρος, ο Βαρδάνης, ο Διογένης-Ιάσων κι οι τρεις αξιωματικοί ήταν ζωντανοί. Τα έξι πτώματα των νεκρών ήταν δεμένα στο κατάρτι κι εξακολουθούσαν να σέρνονται μαζί με τους διασωθέντες. Όλοι ξεβράστηκαν σε μια στεριά όπου τους έφεραν το κύμα κι ο καιρός. Από καλή τους τύχη βγήκαν σε μια αμμουδερή παραλία κι όχι σε βράχια όπου θα τσακίζονταν. Σύρθηκαν στην αμμώδη ακτή. Λύθηκαν από το κατάρτι κι έθαψαν τα πτώματα. Ο Βαρδάνης έψαλε επικήδειους ύμνους κι οι ζωντανοί έπεσαν αποκαμωμένοι δίπλα στους μισάνοιχτους ακόμα τάφους. Κοιμήθηκαν για ώρες μέχρι τα ταλαιπωρημένα τους σώματα να αναλάβουν δυνάμεις. Όταν ξύπνησαν κόντευε να βραδιάσει. Ήταν άρρωστοι, πεινασμένοι, διψασμένοι, σχεδόν ετοιμοθάνατοι. Τους βρήκε ένας βαρκάρης που μάζευε δίχτυα κάπου εκεί κοντά. Φώναξε για βοήθεια μερικούς χωριανούς. Τους μετέφεραν όλους στην Κάρυστο όπου τους περιποιήθηκαν και τους έσωσαν.
Έμαθαν ότι μερικοί ακόμη, ελάχιστοι, είχαν διασωθεί σε κοντινές παραλίες. Θα τους μετέφεραν οι ντόπιοι σε ένα μεγαλύτερο λιμάνι για να γυρίσουν στον τόπο τους. Είκοσι ήταν όλοι κι όλοι οι διασωθέντες και τετρακόσιοι οι απολεσθέντες από την μανία της θάλασσας. Όλη την επόμενη μέρα πτώματα πνιγμένων και σκόρπια ξύλα τα ξέβραζε σιγά-σιγά η θάλασσα. Οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής του Καφηρέα, δεν είχαν παραξενευτεί. Ήταν συνηθισμένοι να περισυλλέγουν κάθε τόσο ναυαγούς. Τα νερά ήταν επικίνδυνα και στα μπουρίνια πολλά πλοία έμεναν ακυβέρνητα.
Οι έξι διασωθέντες ήταν σε κακό χάλι, σωματικά, αλλά, και ψυχολογικά. Τρεις μόνο Ρωμαίοι αξιωματικοί είχαν σωθεί. Ήταν ο Δημήτριος απ’ την Προύσα, ο Νίκανδρος απ’ τη Νίκαια κι ο Εμμανουήλ από τη Νικομήδεια. Όπως ήταν φυσικό, ειδικά αυτοί οι τρεις ήταν απαρηγόρητοι. Η σπουδαία αποστολή τους είχε αποτύχει πριν καν φτάσει στον προορισμό της. Όχι μόνο δεν θα βοηθούσαν τον Λέοντα Σγουρό, αλλά, ούτε θα επέστρεφε το πλοίο στον Λάσκαρη. Είχαν δει, με συντριβή, τετρακόσιους συντρόφους τους να πνίγονται. Μέσα στο πλοίο που είχε χαθεί, υπήρχε βαρύς οπλισμός και πολλά άλογα. Όλα αυτά βρισκόταν τώρα, μαζί με το τσακισμένο, κομματιασμένο σκαρί, στο βυθό του Αιγαίου πελάγους. Έμενε στους τραγικούς επιζώντες το βαρύ καθήκον να μετρήσουν τις απώλειες και να γυρίσουν με σκυμμένα κεφάλια. Τα νέα που θα έφταναν στον Λάσκαρη θα ήταν μαύρα, ενώ στον Λέοντα δεν θα έφτανε κανένα νέο από την Νίκαια.
Ο Νικηφόρος ένιωθε ακόμα πιο χάλια από όλους. Η απώλεια των δικών του ανθρώπων ήταν αβάσταχτη. Τους είχε δει να ξεψυχούν ο ένας μετά τον άλλον, δίπλα του, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτε για να τους σώσει. Δεμένοι όλοι σε ένα κατάρτι, απλά διαπίστωναν τον θάνατο κι ούτε να κλάψουν μπορούσαν τον νεκρό. Προείχε να παραμείνουν ζωντανοί. και να συνεχίσουν να κολυμπούν κουβαλώντας μαζί τους και τους νεκρούς. Αυτή η απώλεια τόσων Ρωμαίων και τόσων δικών του ανθρώπων τον είχε μετατρέψει σε ζωντανό-νεκρό.
Ο Δωρόθεος, ήταν σπουδαίος άντρας και πατέρας της Αγνής. Ήταν ο αγαπημένος και σεβαστός παππούς των παιδιών του. Τον είχε στηρίξει όταν τον είχε χρειαστεί και τον αγαπούσε ιδιαίτερα σαν να ήταν παιδί του. Αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρχε πια. Ο νεαρός κουνιάδος του, ο Πλατώνιος, παιδί με μεγάλη καρδιά κι ανοιχτούς ορίζοντες, είχε πνιγεί δίπλα του. Μόλις ένα δυο μέτρα μακριά του πνιγόταν, αλλά, δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει. Ο μαχητικός Πόντιος, Έλληνας και Ρωμιός, ο πανέξυπνος Καλλίνικος, χάθηκε. Ήθελε να δει τη δοξασμένη πόλη των Αθηνών αλλά δεν θα έφτανε ποτέ εκεί. Ξεψύχησε στα χέρια του και στα χέρια του Ιάσωνα που δεν κατάφερε να τον κρατήσει έξω από το νερό. Οι γέροντες είχαν χαθεί από πολύ νωρίς.
Τελικά όλα είχαν αποβεί μάταια. Οι έξι απ’ τους δώδεκα άνδρες που δέθηκαν στο κατάρτι, είχαν χαθεί. Οι άλλοι έξι που σώθηκαν ήταν σε κακή κατάσταση στο σώμα, αλλά, και στην ψυχή. Δέχονταν τις περιποιήσεις των χωρικών από την Κάρυστο αλλά, ήταν όλοι τους εσωτερικά καταρρακωμένοι. Στο μυαλό του Νικηφόρου κυριαρχούσαν η φρίκη κι ο τρόμος. Φαντάσματα του πατέρα και της μάνας του, που κι αυτοί είχαν πνιγεί στα νερά του Αιγαίου, τον κατέτρεχαν, Οι εφηβικοί του φόβοι, όλες του οι ανησυχίες, ήρθαν στην επιφάνεια και τον βασάνιζαν ανελέητα. Είχε εφιάλτες όσο επέπλεαν κι έλπιζαν στο θαύμα, αλλά, το βάσανο δεν τελείωσε όταν έπιασαν στεριά. Συνεχιζόταν κι αργότερα, όταν πια είχαν σωθεί.
Οι Καρυστινοί τους πληροφόρησαν ότι ένα ψαράδικο μπορούσε να τους πάρει. Επρόκειτο να πάει την επομένη ημέρα από την γειτονική Γεραιστό στον Πειραιά. Αν ήθελαν, θα τους μετέφερε κι αυτούς. Κάποιοι άλλοι ναυαγοί θα περίμεναν να περάσει πλοίο που θα τους πήγαινε πίσω στην μικρασιατική ακτή. Ευχαρίστησαν από καρδιάς τους ανθρώπους που τους φέρθηκαν τόσο καλά. Υποσχέθηκαν να τους το ξεπληρώσουν μόλις θα συνέρχονταν κάπως. Με το ψαράδικο πλοίο, οι έξι ναυαγοί που, δεμένοι στο κατάρτι σώθηκαν μαζί, ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής.
Τους άφησαν στον Πειραιά. Από εκεί, με μια άμαξα, έφτασαν στο “Σερφιώτικο”. Τους υποδέχτηκαν οι άνθρωποι του αγροκτήματος και, μαζί τους, έντρομη η Αγνή. Αλλιώς περίμενε να τους δει, καμαρωτούς και καβαλάρηδες να γυρνούν στην πατρίδα. Όταν όμως είδε να τους κατεβάζουν από την καρότσα σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας, κατάλαβε ότι ήταν ναυαγοί. Οι απουσίες υποδήλωναν το χειρότερο.
«Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχη τον καροτσέρη.
«Ναυαγήσανε κυρά μου. Τους έφεραν με ψαράδικο από την Κάρυστο. Χάθηκαν τετρακόσια παλικάρια εκεί!»
Η Αγνή, με την ψυχή της στο στόμα και φόβους για το χειρότερο, κοίταξε στην καρότσα. Είδε τον Νικηφόρο σε κακό χάλι. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, αλλά, ήταν παγωμένη. Δεν έβλεπε δίπλα του άλλα πρόσωπα που περίμενε.
«Πού είναι ο πατέρας μου;» τον ρώτησε αμέσως. «Πού είναι ο αδελφός μου;»
Ο Νικηφόρος, δεν μπορούσε ακόμα να σταθεί στα πόδια του. Ρακένδυτος κι ωχρός σαν νεκρός, δεν μπόρεσε να της πει τίποτε. Ξέσπασε σε κλάματα σαν μικρό παιδί κι η Αγνή, που κατάλαβε, κέρωσε. Τη στιγμή εκείνη έφευγε κάθε ικμάδα ζωής και δύναμης από μέσα της. Έγινε κι εκείνη μια ζωντανή νεκρή. Το ότι η καρδιά της νεαρής κοπέλας άντεξε εκείνη την ώρα και την πρόδωσε μόνο μερικούς μήνες αργότερα, ήταν τυχαίο. Δεν άλλαξε το γεγονός ότι ο θάνατός της προδιαγράφηκε εκείνη τη στιγμή ακριβώς που το έμαθε. Η εύγλωττη μη απάντηση του Νικηφόρου και των άλλων, έλεγε ότι ο αγαπημένος της πατέρας κι ο αδελφός δεν υπήρχαν πια. Είχε άντρα να περιποιηθεί και παιδιά να μεγαλώσει κι άρα είχε πράγματα να την κρατούν στη ζωή. Είχε καθήκοντα να εκτελέσει και μικρές χαρές για να λειάνει την λύπη της, ωστόσο, τίποτε δεν λειτούργησε. Με το που συνειδητοποίησε το αγγελτήριο θανάτου των αγαπημένων της, έκλεισε συμβόλαιο με τον χάρο. Απλά, πήρε μιαν αναβολή, μερικούς ακόμα μήνες ζωής.
Αυτά συνέβησαν τέλη του Μαΐου του έτους 1208 των Φράγκων και 6.716 των Ρωμαίων. Στο κτήμα του ο Νικηφόρος φιλοξένησε, όπως ήταν φυσικό, τον Ιάσωνα-Διογένη και τον Γεώργιο Βαρδάνη. Όλα ήταν μαύρα από το αβάσταχτο πένθος που κράτησες μήνες, ενώ για κάποιους κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Τα πάντα στο “Σερφιώτικο” και στο “Καρτέρι” γύριζαν γύρω από τον χαμό του Δωρόθεου και του νεαρού Πλατώνιου. Μια θλίψη που δεν έλεγε να κατασιγάσει τους σκέπασε όλους. Τραγικοί προγονοί ο παππούς Λέων κι οι γιαγιάδες Ειρήνη και Σοφία που έχαναν γιο κι εγγονό μαζί. Απαρηγόρητη η γυναίκα του Δωρόθεου, η Θεοδώρα, ένιωθε σαν να είχε χάσει με τον άντρα της και την δική της ζωή. Δυο μέρες μετά έκαναν ένα μνημόσυνο στην μικρή εκκλησία της Παναγίας Οδηγήτριας. Τα μνήματα βρίσκονταν στην μακρινή Κάρυστο. Ο θρήνος κι ο οδυρμός φίλων και συγγενών περίσσεψαν. Η Αγνή λιποθύμησε δυο φορές και την πήγαν σηκωτή στο σπίτι ενώ κι η κυρία Θεοδώρα ήταν σε κακό χάλι.
Μερικές μέρες μετά, έφυγαν τρεις Ρωμαίοι αξιωματικοί που διασώθηκαν από το ναυάγιο. Αποφάσισαν να πάνε, μόνοι πλέον εκείνοι, στον Ακροκόρινθο στον πολιορκημένο Σγουρό. Θα του μετέφεραν τα νέα και την στήριξη του Λάσκαρη.
Μέσα στην τόση ατυχία, ευτυχώς, είχε σωθεί, στον κόρφο του Νικηφόρου, μήνυμα του Λάσκαρη προς τον Λέοντα. Του έλεγε να κρατήσει γερά τα κάστρα του και ότι του έστελνε με τον δρόμωνα τετρακόσιους άνδρες. Ήταν πλήρως αρματωμένοι και καλοπληρωμένοι για ένα χρόνο ολόκληρο. Η βοήθεια θα είχε και συνέχεια. Ετοίμαζε, έγραφε ο Λάσκαρης, μια δρούγγα με δυο χιλιάδες στρατιώτες. Επαινούσε την γενναία άμυνά του απέναντι στους ληστές της “αγαπημένης μας Ρωμανίας”. Έτσι αποκαλούσε ο Λάσκαρης την αυτοκρατορία. Ο κύλινδρος μέσα στον οποίο βρισκόταν η περγαμηνή, δεμένος στο λαιμό του Νικηφόρου, είχε επιπλεύσει. Τα νερά δεν είχαν κάνει σοβαρή ζημιά. Το μήνυμα μπορούσε να φτάσει στον Λέοντα, τον μόνο που ακόμα αντιστεκόταν στα ελληνικά εδάφη.
Η διαδρομή από Αθήνα μέχρι Κόρινθο ήταν παλιότερα γεμάτη ληστές. Το φαινόμενο είχε μετριαστεί τελευταία, με την Φραγκοκρατία. Οι νέοι ηγέτες προτιμούσαν να ληστεύουν οι ίδιοι νόμιμα τους κατοίκους που τους είχαν δουλοπάροικους. Δεν άφηναν την λεία σε τυχάρπαστους άρπαγες που δεν ήταν ούτε καν φεουδαρχικά υποτελείς τους. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ακόμα ληστές στις ορεινές διαδρομές της Αττικής της Βοιωτίας και της Κορινθίας. Μόνο μια λουρίδα γης στην ακτή παρέμενε ελεύθερη για το εμπόριο. Οι Ρωμαίοι αξιωματικοί διάλεξαν την ορεινή διαδρομή για να αποφύγουν τους Φράγκους κι έπεσαν σε δυο ενέδρες. Απ’ την πρώτη γλίτωσαν αλλά στην δεύτερη δεν τα κατάφεραν. Οι ληστές τους σκότωσαν. Ο Σγουρός έμεινε στην απελπιστική του μοναξιά. Δεν έμαθε ποτέ ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τού είχε στείλει ενισχύσεις.
Μια εβδομάδα μετά την αναχώρηση των αξιωματικών, ένα απόσπασμα Φράγκων πήγε στον Νικηφόρο. Επικεφαλής ήταν ο Ρομπέρ κι ο Γκι. Μπήκαν ειρηνικά στο “Σερφιώτικο” και στο τρίκλινο του ανήγγειλαν ότι έπρεπε να τον συλλάβουν. Θα δικαζόταν με την κατηγορία της προδοσίας. Η ποινή για μια τέτοια κατηγορία ήταν θάνατος!
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Νικηφόρος τους ιππότες που ήταν και φίλοι του.
«Ο διοικητής Μεγάρων έφερε αυτοπροσώπως στον Ότο ντε λα Ρος μια επιστολή του Θεόδωρου Λάσκαρη. Σε μπλέκει κι εσένα, φίλε μου» του είπαν,
«Τι συνέβη; Πώς με μπλέκει;»
«Ο αυτοαποκαλούμενος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων έγραψε στον Λέοντα Σγουρό» του εξήγησε ο Ρομπέρ. «Στην επιστολή ο Λάσκαρης του έλεγε πως του στέλνει ένα δρόμωνα με τετρακόσιους άνδρες για ενίσχυση. Αυτό σημαίνει ότι το πλοίο που ναυάγησε στον Καφηρέα ήταν πολεμικός δρόμωνας. Εσύ, τώρα, κατηγορείσαι ότι ερχόσουν με ένα πολεμικό πλοίο ενάντια στον Κύρη μας και τον αυτοκράτορα Ερρίκο. Όμως, έχεις ορκιστεί πίστη.»
«Δεν ερχόμουν γα πόλεμο. Αυτό το πλοίο βρήκαμε και αυτό μας έφερε. Δεν ήμουν μέρος της δρούγγας, μόνο επιβάτης ήμουν» δικαιολογήθηκε ο Νικηφόρος.
«Ήξερες όμως!» του είπε ο Γκι. «Αυτό εξαγρίωσε την Εξοχότητά του τον μέγα-Σιρ.»
«Δεν έκανα τίποτα ενάντια στον Εξοχότατο. Μένω πιστός ιππότης του Σιρ ντ΄ Ατέν» επέμεινε ο Νικηφόρος. «Σας είπα ότι ο δρόμωνας βούλιαξε, έχασα συγγενείς και φίλους κι έχω πένθος. Γιατί πρέπει κι από πάνω να απολογούμαι εγώ για τις κινήσεις του Λάσκαρη;»
«Πήγες, φίλε μου, στη στέψη του ψευδοαυτοκράτορα. Αυτό, μάλλον, έχει πειράξει πολύ την Εξοχότητά του» του εξήγησε με ήπιους τόνους ο Γκι.
«Αν θέλεις μπορείς να φύγεις. Θα πούμε ότι δεν σε βρήκαμε εδώ» είπε ο Ρομπέρ.
«Καλύτερα να φύγεις. Θα σε κρύψουμε εμείς και θα σε στείλουμε όπου θέλεις» του είπε ο Γκι.
«Έτσι, όμως, θα ομολογώ την ενοχή μου. Όχι φίλοι μου. Καλύτερα να πάμε μαζί στο παλάτι.»
«Θα σε έχει καταδικασμένο ήδη ο Σιρ. Οι σύμβουλοί του είναι εναντίον σου. Ό,τι κι αν είπαμε δεν μπορέσαμε να του αλλάξουμε γνώμη» είπε ο Ρομπέρ.
«Δεν θα φύγω Ρομπέρ. Θα μείνω και θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι είμαι αθώος» είπε με αποφασιστικότητα ο Νικηφόρος. «Πάμε στο παλάτι. Αν θέλετε, δέστε με.»
«Θα είμαστε δίπλα σου. Θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε» είπε ο Γκι. «Να το ξέρεις, όμως, ότι κινδυνεύεις στο παλάτι.»
«Καλύτερα, φύγε» είπε κι ο Ρομπέρ. «Κρύψου ώσπου να ηρεμήσουν τα πράγματα. Θα τα εξηγήσουμε στον Σιρ.»
«Σας ευχαριστώ, καλοί μου φίλοι. Μόνο, περιμένετε λίγο να χαιρετίσω την γυναίκα και τα παιδιά μου. Μετά από αυτό, ας πάμε» ζήτησε ο Νικηφόρος.
Στον δρόμο του είπαν όλη την ιστορία. Οι τρεις Ρωμαίοι πήραν τον ορεινό δρόμο κι έπεσαν πάνω στους ληστές. Αυτοί τους σκότωσαν αλλά δεν βρήκαν σχεδόν τίποτε πολύτιμο πάνω τους για λεία. Βρήκαν μόνο την περγαμηνή που ήταν κλεισμένη καλά σε ένα κύλινδρο. Είχε πάνω της την κέρινη σφραγίδα του “εν Χριστώ τω Θεώ Βασιλέα Θεόδωρου Λάσκαρη”. Αυτό το εύρημα το πούλησαν στον διοικητή των Μεγάρων. Εκείνος το έφερε αυτοπροσώπως στον Ντε λα Ρος. Όταν ο Σιρ ντ’ Ατέν διάβασε το περιεχόμενό του ρώτησε τους συμβούλους τι έπρεπε να κάνει. Έτσι κι αλλιώς ο Σγουρός ήταν έξω από τα εδάφη του και τον πολιορκούσε ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος. Εκείνοι τον συμβούλευσαν να ενημερώσει τον πολιορκητή και τον Ερρίκο. Του είπαν να τιμωρήσει τον Νικηφόρο Σερφιώτη που –αν και ιππότης- ταξίδεψε με ένα εχθρικό πλοίο. Όταν έφτασε, δεν του το είχε αναφέρει.
Ο Νικηφόρος προετοιμάστηκε να δώσει εξηγήσεις. Δεν είχε κάνει κάτι αντίθετο με τον ιπποτικό όρκο πίστης. Όμως, δεν πρόλαβε να πει τίποτε. Τον έκλεισαν σε μια φυλακή σε ένα υπόγειο στον βράχο της Ακρόπολης. Την άλλη μέρα ο Όθων έφυγε για την Θεσσαλονίκη, ίσως και για Κωνσταντινούπολη. Αν δεν τον ανέκρινε ο ίδιος ο μέγα-Συρ ή ένα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, δεν θα εθεωρείτο ότι έχει δικαστεί. Μ’ αυτό το σαθρό νομικό καθεστώς, ο Νικηφόρος έμεινε έγκλειστος στην φυλακή της Ακρόπολης. Ήταν εκεί ένα περίπου μήνα. Δεν επιτρέπονταν πολλές επισκέψεις. Μια φορά τη μέρα μπορούσε να τον βλέπει η Αγνή και μια φορά την εβδομάδα οι λοιποί συγγενείς. Ευτυχώς που περνούσαν οι αδελφοί ντ’ Επινάκ, ο Γκι κι ο Εστάς κι απέφυγε την απομόνωση. Σε ένα μήνα, όμως, τον μετέφεραν σ’ ένα κάτεργο (*3) στο Φάληρο. Εκεί έμεινε άλλους δυο μήνες.
Κόντεψε να πεθάνει από την υγρασία και την ακινησία καθώς ήταν όλη τη μέρα δεμένος. Το κτήμα του το φυλούσαν μισθοφόροι που τους επέβλεπε ο Ρομπέρ. Κλονίστηκε η υγεία του κι είδε την Αγνή να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Ύστερα έμαθε ότι κι η μικρή Αθηναΐδα ήταν άρρωστη κι αυτή. Όλα πήγαιναν στραβά κι εκείνος είχε κλειστεί στο κάτεργο.
Όταν έμαθε ότι η μικρή Αθηναΐδα πέθανε, κόντεψε να τρελαθεί από τον πόνο. Και όταν είδε την Αγνή να έχει γίνει ζωντανό φάντασμα άρχισε να ψάχνει την απόδραση. Ο Όθων ντε λα Ρος, όμως, επέστρεψε επί τέλους στην έδρα του κι έμαθε απ’ τον Γκι τι είχε συμβεί. Ο Γραικός ιππότης του σάπιζε σ’ ένα κάτεργο χωρίς καταδίκη. Ένιωσε τύψεις για τη συμπεριφορά του και τον αθώωσε αμέσως χωρίς καν να τον ακούσει. Ο λόγος των Βουργουνδών ήταν αρκετός για τον Ηγεμόνα ώστε να του δώσει χάρη. Χωρίς να απολογηθεί φυλακίστηκε και χωρίς να ζητήσει απαλλαγή αθωώθηκε. Αυτό ήταν το άδικο “δίκαιο” της φεουδαρχίας που είχε τον ηγεμόνα απόλυτο άρχοντα της ζωής των υπηκόων του.
Ο Νικηφόρος γύρισε σπίτι του κι απλά πρόλαβε τις τελευταίες μέρες της Αγνής. Η καημένη είχε θρηνήσει πατέρα και αδελφό. Τώρα θρηνούσε την μικρή κόρη της ενώ ο άντρας της είχε βρεθεί στο κάτεργο για τρεις μήνες. Ήταν όλα αυτά πολλά για το φιλάσθενο κορμί της κι η αδύναμη καρδιά της δεν άντεξε. Ξεψύχησε μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Ο Νικηφόρος την έκλαψε. Ήταν η μόνη περίοδος της ζωής του, από τότε που γνώρισε κι αγάπησε την Ζωή, που δεν την σκέφτηκε καθόλου. Ούτε ένιωσε καθόλου να του λείπει. Αυτό που η Αγνή δεν είχε πετύχει ζώντας, το κατάφερε πεθαίνοντας. Ήταν, όμως, μια επιτυχία ανώφελη και μάταιη. Το θανατικό είχε χτυπήσει βαριά και βάναυσα τις πόρτες των δυο οικογενειών, Καρτεράνων και Σερφιωτών. Τέσσερα μέλη της οικογένειας είχαν ξεκληριστεί μέσα σε τέσσερις μόνο μήνες.

*********************************************
Η συνέχεια αύριο, Πέμπτη.