Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

32 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 32η

Δ' μέρος με τίτλο «Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ». Εδώ τελειώνει το 9ο κεφάλαιο που είχε τίτλο "ΒΙΘΥΝΙΑ".
Οι Λασκαραίοι επιβάλουν την κυριαρχία τους στη Βιθυνία μαζεύοντας δυνάμεις από τους εξόριστους Ρωμιούς της Πόλης. Νέο όραμα η δημιουργία ισχυρού κράτους και η ανακατάληψη της βασιλεύουσας.
Παράλληλα, η συνωμοσία για τον νέο ελληνισμό συνεχίζεται. Η διακήρυξη πρέπει να φτάσει στους κατάλληλος ανθρώπους, κυρίως τους μικρούς άρχοντες των αυτόνομων περιοχών που είναι πλέον ανεξάρτητες από τον αυτοκράτορα αλλά τις επιβουλεύονται οι Φράγκοι.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Νικηφόρος φεύγει από την Βιθυνία κουβαλώντας μαζί του περγαμηνές με την διακήρυξη του νέου ελληνισμού και λάβαρα.
Τα εμβλήματα της Ρωμαϊκής (βυζαντινής) Αυτοκρατορίας δεν περιελάμβαναν ποτέ ως τώρα τον Δικέφαλο Αετό. Αυτός αποτελεί το νέο σύμβολο για την αναγέννηση της Ρωμανίας από την τέφρα της. 
*******************************



Δ’ Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ


 «Θα μας παρουσιάσετε Ευσεβεστάτη, τώρα, το έμβλημα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας;» προέτρεψε ο Κωνσταντίνος την Άννα Αγγελίνα.
«Το ζωγραφίσαμε μαζί με την Ζωή και το κέντησαν οι γυναίκες της συνοδείας μου» είπε εκείνη. Άπλωσε μπροστά τους ένα λάβαρο. «Όλα έγιναν μέσα σε πολύ λίγο χρόνο.»
Ήταν ένα σκούρο, πορφυρό, τετράγωνο βελούδο, κάτι σαν μια μεγάλη σημαία, δυο μέτρα επί δύο. Στο εσωτερικό του ήταν κεντημένος με κίτρινη κλωστή ένας χρυσός δικέφαλος αετός. Τα κεφάλια του κοίταζαν το ένα αριστερά και το άλλο δεξιά. Είχαν πάνω τους ένα Ε το δεξί κι ένα Α το αριστερό. Στα δυο του πόδια ο αετός κρατούσε στο αριστερό του ένα Κάππα και στο δεξί ένα Άλφα. Η σημαία ήταν το λάβαρο που είχε δώσει ο Καματηρός στον Κωνσταντίνο στην αυτοκρατορική του στέψη. Ο Πατριάρχης, τότε, του είχε πει για τον Ιερέα Ιωάννη, του οποίου γινόταν, μαζί με τον Καϊχοσρόη, διάδοχος.
«Το Ε πάνω από το ένα κεφάλι είναι η δύση και σημαίνει Ευρώπη. Το Α στο άλλα κεφάλι, στην ανατολή, σημαίνει την Ασία. Στο ένα πόδι το Α είναι η Αθήνα και στο άλλο το Κ είναι η Κωνσταντινούπολη» είπε η Άννα Αγγελίνα.
Συνέχισε τις εξηγήσεις ο Χωνιάτης.
«Ο δικέφαλος αετός είναι επιλογή του Μεγαλειότατου» είπε ο Νικήτας. «Είναι πανάρχαιο σύμβολο των Ετεοκρητών πρωτοελλήνων και του Χετταϊκού πολιτισμού της Μικρασίας. Τον τοποθετήσαμε στο λάβαρο για να δείξουμε ότι ερχόμαστε από ένα μακρινό παρελθόν. Είναι, όμως, και παλιό εβραϊκό σύμβολο. Αν μας πουν εθνικούς ειδωλολάτρες, θα θυμίσουμε την βιβλική προέλευσή του. Λάβαρο του νέου ελληνισμού θα είναι ο χρυσοπόρφυρος δικέφαλος αετός.»
«Με ένα πανάρχαιο σύμβολο οδεύουμε για ένα μακρινό μέλλον!» είπε ο Κωνσταντίνος.
«Το χρησιμοποίησε κι ο Ισαάκιος Κομνηνός για λίγο» είπε ο Νικήτας. «Γι αυτόν ήταν απλά ένα διακοσμητικό σύμβολο. Εμείς το διαλέξαμε για να το συνδέσουμε με τον νέο ελληνικό χαρακτήρα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.»
«Ο μονοκέφαλος αετός ήταν το σύμβολο της Ρώμης» είπε ο Καλλίμαχος.
«Ναι, κι εγκαταλείφθηκε» είπε ο Κωνσταντίνος. «Μόνο ο αυτοκράτορας Ιουλιανός τον επανέφερε, αλλά, οι διάδοχοί του τον κατάργησαν και πάλι.»
«Ο δικέφαλος ήταν σύμβολο και στην αρχαία εποχή, ίσως του Διός» είπε ο Νικήτας.
«Μέχρι να φύγω, θα έχετε φτιάξει μερικά ακόμη τέτοια λάβαρα για να πάρω μαζί μου;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Κάθε φορά που θα πηγαίνεις για μια μύηση Νικηφόρε, θα δίνεις ένα τέτοιο λάβαρο. Θα πηγαίνει στα χέρια ανθρώπων με τους οποίους θα μιλάς για να τους εντάξεις στο σχέδιό μας. Το ίδιο θα κάνουν κι οι άλλοι απεσταλμένοι που θα φύγουν, όπως εσύ, με την ίδια αποστολή. Όλοι θα έχετε μια περγαμηνή με την διακήρυξή μας» του είπε η Άννα Αγγελίνα.
«Ο Μιχαήλ θα χαρεί πολύ όταν πάρει στα χέρια του μια τέτοια περγαμηνή και ένα τέτοιο λάβαρο» είπε ο Νικηφόρος.
«Να πεις στον αγαπητό μου αδελφό ότι, κατά δήλωσή μου, από εδώ και πέρα, θα είμαι Έλληνας και Ρωμιός. Δεν θα διστάζω να το λέω και να το γράφω. Θα το δει στο “χρονικό” που γράφω!» είπε ο Νικήτας Χωνιάτης.
«Νομίζω πως αρκετά ήταν αυτά που είπαμε ως τώρα» είπε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης.
Κάπου εκεί τελείωσε η σύσκεψη. Ήταν ένα ξεκίνημα της συνωμοσίας για τον νέο ελληνισμό. Όταν οι Λασκαραίοι θα έπαιρναν τη Νίκαια -σύντομα όπως έδειχναν τα πράγματα- θα οργανώνονταν καλύτερα. Προς το παρόν είχε ενημερωθεί ο Νικηφόρος που θα έφευγε σε λίγες μέρες. Καθώς έβγαιναν όλοι από το τρίκλινο, ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τον Νικηφόρο να μείνει τελευταίος για να μιλήσουν.
«Θα φύγω κι εγώ μαζί σου Νικηφόρε» του είπε. «Θα με αφήσεις στην Ραιδεστό από όπου θα πάρω τον δρόμο για την Αδριανούπολη.»
«Δεν θα είναι επικίνδυνα εκεί αυτόν τον καιρό;»
«Δεν θα πάω επίσημα, ούτε θα έχω στρατό μαζί μου. Ίσως να έχω μονάχα τον Διογένη που θα μείνει στον γυρισμό στην Κωνσταντινούπολη.»
«Όπως θέλετε Μεγαλειότατε» του είπε ο Νικηφόρος, «Εμείς θα σας υποδεχτούμε με μεγάλη μας ευχαρίστηση.»
«Θέλω να δω τον Πατριάρχη Καματηρό. Βρίσκεται στην Αδριανούπολη και με περιμένει. Ξέρω πως έχει κάτι σημαντικό να μου πει, με είχε προειδοποιήσει το βράδυ της στέψης. Δεν πρέπει βέβαια να γνωρίζει κανείς ποιος είμαι, γι αυτό αύριο θα είμαι μεταμφιεσμένος. Μην παραξενευτείς που θα με δεις ως πραγματευτή. Ανάλογα ντυμένος σαν βοηθός μου θα είναι κι ο Διογένης.»
«Μπορώ να σας δώσω και έγγραφα που να δείχνουν ότι εμπορεύεστε με τους Βενετούς. Η Αδριανούπολη έπεσε στο δικό τους μερίδιο. Αν τους βρείτε μπροστά σας μπορεί να σας φανούν χρήσιμα.»
«Την πόλη την έχουν, τώρα, οι Βούλγαροι του Ιωάννη. Αυτά αλλάζουν όμως εύκολα. Μπορεί να την πάρουν, όμως, πάλι οι Βενετοί, γι αυτό, ετοίμασέ μου ένα έγγραφο αποδεκτό από αυτούς. Θα έχω κι ένα ακόμη από τον αδελφό μου για τους Βούλγαρους. Κανείς δεν ξέρει ποιο από τα δυο θα χρειαστώ» είπε ο Λάσκαρης.
«Σύμφωνοι Μεγαλειότατε. Θα το ετοιμάσω και θα σας περιμένουμε στο πλοίο.»
Ο Νικηφόρος αποχαιρέτησε με λύπη του και την Ζωή. Έμοιαζε να είναι ένας οριστικός αποχαιρετισμός. Μέσα τους κι οι δύο πίστευαν, ή –μάλλον- είχαν την κρυφή ελπίδα, ότι θα τα κατάφερναν να ξανασυναντηθούν.
«Ζωή, φεύγω αύριο» της είπε ο Νικηφόρος μόλις έμειναν για λίγο μόνοι. «Θα πρέπει να μείνω δυο μέρες στην Απάμεια για να επιβλέψω τη φόρτωση.»
Με το χέρι της του έκλεισε απαλά το στόμα.
«Το ξέρω Νικηφόρε. Το έχω συνειδητοποιήσει πως θα φύγεις και το περιμένω.»
«Δεν ξέρω τι με περιμένει εκεί που θα πάω. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτε. Δεν είναι και για σένα σωστό να σε γεμίσω υποσχέσεις που δεν ξέρω αν και πότε θα εκπληρώσω» της είπε.
«Κι ούτε θέλω να μου υποσχεθείς τίποτε» τον διέκοψε. «Να μην ανησυχείς για μένα. Όλο αυτό που θα οργανώνουμε στη Νίκαια, μόλις πάμε, θα με απασχολήσει αρκετά. Δεν θα χρειαστεί μοναστήρι για να αντέξω τον χωρισμό μας.»
«Χαίρομαι που σ' ακούω να το λες αυτό.»
«Κάτι ακόμα. Έμαθα πως θα πάρεις στο πλοίο μαζί σου και τον Κωνσταντίνο μαζί σου, είναι αλήθεια;»
«Ναι. Μου είπε ότι πρέπει να πάει στην Αδριανούπολη, τον ζήτησε ο Καματηρός.»
«Για να πηγαίνει στον Πατριάρχη κάτι σημαντικό θα τρέχει. Ίσως να είναι κάτι καλό για την υπόθεσή μας» είπε η Ζωή. «Να τον προσέχεις αυτόν τον Λάσκαρη, είναι πολύτιμος για όλους μας!»
Ο Νικηφόρος την κοίταξε με απορία.
«Εσύ, Ζωή, έχεις καμιά ιδέα, υποψιάζεσαι τι θα κάνει εκεί που πάει;» την ρώτησε.
«Έχω την εντύπωση ότι θα ζητήσει από τον Καματηρό να ορκίσει τον αδελφό του αυτοκράτορα. Ως τώρα ο Θεόδωρος είναι μόνο συναυτοκράτωρ. Θέλει να γίνει η στέψη με όλο το τυπικό της ορκωμοσίας εδώ στη Νίκαια.»
«Αποχωρίζεται δηλαδή οριστικά ο ίδιος τον τίτλο του αυτοκράτορα, ε;»
«Έτσι που τον είδα» είπε η Ζωή, «νομίζω πως δεν θα του λείψει καθόλου.»
«Έχεις δίκιο» της είπε κι εκείνος. «Δεν νομίζω ότι τον νοιάζει ο τίτλος! Αυτός είναι παθιασμένος με την υπόθεση του νέου ελληνισμού και μόνο! Είναι παράξενος άνθρωπος, αψηφά εύκολα τίτλους και τιμές.»»
«Έτσι πιστεύω κι εγώ» συμφώνησε η Ζωή.
Ο Νικηφόρος την αποχαιρέτισε, συγκινημένος και με ακαθόριστα συναισθήματα γύρω από το «μέλλον» τους. Έφυγε και πήρε μαζί του τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, ντυμένο έμπορο, και τον Διογένη Ιάσωνα, ντυμένο βοηθό του. Τους πέρασε στην απέναντι πλευρά της Προποντίδας, στη Ραιδεστό. Από εκεί, με άλογα, θα πήγαιναν στην Αδριανούπολη. Εκεί ο Πατριάρχης Καματηρός θα μυούσε τον Κωνσταντίνο στο κυνήγι του Θεϊκού Βασιλείου. Το διαφέντευε ο Ιερέας Ιωάννης, ο οποίος περίμενε τον διάδοχό του για να του το παραδώσει.
Ο Καματηρός είχε τοποθετήσει τον Κωνσταντίνο στη θέση του νεκρού πλέον Αλέξιου Δ’. Τον Αλέξιο Ε’ Μούρτζουφλο δεν είχε προλάβει καν να τον μυήσει. Ο φυγάς ο Αλέξιος Γ’ δεν ενστερνιζόταν την ιδέα της αναζήτησης του Ιερέα Ιωάννη. Έτσι, έμενε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ο μόνος χριστιανός βασιλιάς της Ρώμης στο κυνήγι του θεϊκού βασιλείου. Αυτός κι ο Ιαθατίνης Καϊχοσρόης θα κυνηγούσαν το τρόπαιο του Ερμή του Τρισμέγιστου. Ήταν οι δυο εναπομείναντες “εκλεκτοί του θεού”. Ο Πατριάρχης δεν είχε καμιά αντίρρηση να στεφθεί ο Θεόδωρος Λάσκαρης στη Νίκαια αυτοκράτορας. Έδωσε την γραπτή του συγκατάθεση. Αρνήθηκε, όμως, να ταξιδέψει από την Αδριανούπολη στη Νίκαια καθώς είχε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Λίγο καιρό μετά την αποδοχή του Θεόδωρου Λάσκαρη από τους Προυσιανούς, τον δέχτηκαν κι οι Νικαιώτες. Δεν ήταν ακόμη αυτοκράτωρ γι αυτούς, ήταν όμως Δεσπότης. Ήταν ο ηγέτης της πόλης κι ο προστάτης τους από τους Τουρκομάνους και τους Λατίνους. Αυτό ήταν, όμως, όλο κι όλο που χρειαζόταν προς το παρόν ο Θεόδωρος. Η οικογένεια των Λασκαραίων κι οι φυγάδες άρχοντες Ρωμαίοι μετακόμισαν σε αρχοντικά σπίτια της Νίκαιας. Μαζί μ' αυτούς εγκαταστάθηκαν στη νέα πρωτεύουσα κι η Ζωή με τη μάνα της.
Η Νίκαια ήταν πια η νέα προσωρινή βασιλεύουσα της Ρωμανίας. Στριμωγμένη ανάμεσα σε δυο επικράτειες, εκείνη των Λατίνων κι εκείνη των Μουσουλμάνων. Σφήνα μεταξύ δυο ρωμαϊκών αυτοκρατοριών, λατινικής και μουσουλμανικής, η νέα γινόταν εκ των πραγμάτων ελληνική. Μόνον έτσι μπορούσε να επιβιώσει. Ανάμεσα στην Πόλη των Φράγκων και στο Ικόνιο των Σελτζούκων, η Νίκαια ήταν των Ελλήνων Ρωμιών. Σε μια στενή λωρίδα γης, είχαν χωρέσει τρεις αυτοκρατορίες, όλες ρωμαϊκές. Έπιαναν τον χώρο από τη δυτική Μικρασία ως την Θράκη κι από τον Έβρο μέχρι τα Δωδεκάνησα. Ήταν πιστές σε τρία διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα, τον καθολικισμό, το Ισλάμ και την ορθοδοξία. Και παρ’ όλο που ήταν μικρές και πολύ στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη, είχαν μεγάλες φιλοδοξίες. Κι οι τρεις πίστευαν πως είχαν για προορισμό τους να κυβερνήσουν κάποτε τον κόσμο ολόκληρο. Ήταν το ρωμαϊκό όραμα της οικουμενικότητας.
Το “Δήλος” έκανε μια στάση στη Ραιδεστό. Άφησε εκεί τον «έμπορο» Λάσκαρη με τον Διογένη. Είχε φύγει μέσα Μαΐου από την Προποντίδα και ταξίδευε στο Αιγαίο περιτρέχοντας τα παράλια της Μικρασίας. Σταμάτησε στη Σμύρνη. Ο Νικηφόρος έδωσε μια περγαμηνή κι ένα λάβαρο στα χέρια του άρχοντα Μαγκαφά. Στη Σικελία έδωσε κώδικες σε κάποιους άρχοντες που γνώριζαν τον Λάσκαρη. Ενθουσιάστηκαν με την κίνηση που είχε ξεκινήσει στη Βιθυνία. Με την επιστροφή του από Σικελία, ο Νικηφόρος ήθελε να βρει στο Ναύπλιο τον άρχοντα Λέοντα Σγουρό. Δεν τα κατάφερε. Όπως του είπαν, ο Σγουρός είχε φύγει για μια εκστρατεία στον βορά. Το “Δήλος” έφτασε επιτέλους στον Πειραιά. Είχε μαζί του τις περγαμηνές και τα λάβαρα του Ακομινάτου και του Βαρδάνη. Φυσικά, κράτησε ο Νικηφόρος ένα και για τον εαυτό του.
Για να κάνει όλες αυτές τις διαδρομές, έπλεε για δυο περίπου μήνες. Φόρτωνε, ξεφόρτωνε εμπορεύματα και πάλευε με τα κύματα, τις θάλασσες και τους ανέμους. Στον νου του είχε συνεχώς αγωνία γι αυτά που είχε αφήσει πίσω του στη Βιθυνία. Σκεφτόταν κι εκείνα που τον περίμεναν στην Αθήνα. Σ’ αυτούς τους ταραγμένους καιρούς δεν υπήρχε σιγουριά για κανέναν και για τίποτε. Ο Νικηφόρος πάλευε στις θάλασσες έχοντας στο μυαλό και στην καρδιά του πολλά. Είχε αγάπες να σκέφτεται κι υποχρεώσεις να τον τραβάνε απ’ το μανίκι.

*******************************
Η συνέχεια αύριο Πέμπτη