Είμαστε στο 13ο κεφάλαιο, στο Β' μέρος και τα γεγονότα διαδραματίζονται στο 1210 μΧ.
Η Ζωή αιφνιδιάζεται στο Ικόνιο, στο παλάτι του σουλτάνου Γιαγιαθαντίν Καϊχοσρόη.
Συναντά φαντάσματα του παρελθόντος και γίνονται μέρος της σκέψης της, κι ίσως της ζωής της, τρελές ιστορίες.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ο Ιερέας Ιωάννης, το Βασίλειο του Θεού κι ο νέος ελληνισμός μπλέκονται ξανά στα πόδια της.
**********************************************
Β’
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο
Καϊχοσρόης θα ξεκινούσε την εκστρατεία
την άνοιξη. Η Ζωή περίμενε να έρθει ο
Διογένης-Γιάσουα για να του πει όσα είχε
μάθει. Ίσως βοηθούσε τον Λάσκαρη να
αντιμετωπίσει τις υπέρτερες δυνάμεις
του σουλτανάτου. Προς το τέλος του
Οκτωβρίου η Αϊσέ της έφερε μήνυμα ότι
ο Γιάσουα ήταν στο Ικόνιο κι ήθελε να
την δει. Πριν κανονίσει να τον συναντήσει,
ο Ευστάθιος την ενημέρωσε ότι ο Καϊχοσρόης
θα την έβλεπε το απόγευμα.
Αν δεν
είχε αντίρρηση, θα ερχόταν στο διαμέρισμά
της. Δεν παραξενεύτηκε καθώς ένα,
τουλάχιστον, απόγευμα την εβδομάδα το
περνούσαν μαζί. Αυτή την φορά, με το που
τον είδε να μπαίνει, κατάλαβε ότι είχε
κάτι να της πει.
«Αϊσέ,
φέρε μας κάτι να πίνουμε» είπε
ο Καϊχοσρόης μπαίνοντας στο δωμάτιο.
«Κι
εσύ Ευστάθιε, περίμενε
έξω.
Θα τα πω όπως κάθε φορά με την Κυρά σου.»
«Πώς
είσαι Ιαθατίνη; Βλέπω πως κουράζεσαι
τελευταία.
Καλά θα κάνεις να προσέχεις λίγο.»
«Έχω
την πίεση του Αλέξιου. Ο άνθρωπος μου
ζητά να τον βοηθήσω. Θέλει να ξαναγίνει
αυτοκράτορας της Ρωμανίας, αλλά, όχι
της Κωνσταντινούπολης. Αυτό, εσύ
πώς
το εξηγείς, γλυκιά μου Ζωή;»
«Τον
βάζουν οι Βενετοί. Θέλουν να έχουν ένα
δικό τους αυτοκράτορα στην Πόλη κι άλλον
ένα δικό τους στη Νίκαια. Ο Αλέξιος
παίζει το παιχνίδι τους γιατί δικό του
παιχνίδι δεν έχει.
Ο
ίδιος έπαιξε κι έχασε. Ήσουν εκεί όταν
εγκατέλειψε την Πόλη
στο
έλεος των σταυροφόρων.»
«Είσαι
πολύ αρνητική απέναντί του.»
«Δεν
τον ξέρω τον άνθρωπο. Τις πράξεις του
μόνο έχω δει κι έχω ακούσει. Από αυτές
κρίνω.»
«Δεν
έχεις άδικο. Άσε τον, όμως, αυτόν τώρα.
Πες μου εσύ πώς είσαι; Ο Μουτζαφέρ είναι
καλά; Μεγαλώνει; Έμαθα πως άρχισε να
μιλάει.»
«Ο
Μουτζαφέρ είναι μια χαρά, χάρη σε σένα
και τη ζωή που του εξασφαλίζεις. Θα μάθει
για όλα αυτά όταν μεγαλώσει και θα σου
είναι ευγνώμων»
είπε η Ζωή. «Αλλά
…»
«Αλλά
… τι;»
«Νιώθω,
ακριβέ μου Σουλτάνε πως έχεις κάτι να
μου πεις. Δεν ξέρω τι είναι αλλά σε βλέπω
που το γυροφέρνεις»
του είπε η Ζωή. «Κάνω
λάθος;»
«Όχι,
γλυκιά μου, δεν κάνεις λάθος. Μπορείς
πάντα να συλλαμβάνεις με τις κεραίες
σου τι έχει στο νου του αυτός που είναι
απέναντί σου! Πραγματικά, απόψε έχω να
σου πω ένα νέο που θα σου φανεί …
εκπληκτικό!»
«Μ’
ανάβεις την περιέργεια. Πες μου, λοιπόν,
Ιαθατίνη. Μη με κρατάς σε αγωνία.»
Της
ζήτησε να του δώσει το χέρι της. Το πήρε
απαλά στις
παλάμες του και το έσφιξε. Ήταν η
συνηθισμένη του εκδήλωση τρυφερότητας
απέναντί της. Καθώς φαινόταν, την είχε
ανάγκη αυτή την
κίνηση τούτη τη στιγμή. Η Ζωή τον κοίταξε
στα μάτια. Τα
μάτια του έδειχναν πως ήταν κάτι πολύ
σοβαρό αυτό που σκόπευε να της πει.
«Μετά
από τέσσερα χρόνια περιπλάνησης, ο
αγαπητός μας Κωνσταντίνος Λάσκαρης
επιτέλους γύρισε! Ο κανονικός βασιλιάς
της Ρωμανίας είναι εδώ στο Ικόνιο!»
Η
Ζωή είχε μείνει κάγκελο απ’ την ξαφνική
αναγγελία. Ο Καϊχοσρόης απολάμβανε να
την εκπλήσσει.
«Όχι
μόνο είναι εδώ ο Κωνσταντίνος, αλλά
αύριο κιόλας
θα
μπορέσεις να τον δεις!»
συνέχισε ο Καϊχοσρόης.
Η
Ζωή έδειξε να τα έχει χάσει εντελώς.
«Μα
… πώς; Είναι δυνατόν;»
έκανε αμήχανα. «Πέθανε
στο Αδραμύττιο …»
«Όμως
δεν ήταν πεθαμένος! Έτσι νομίζατε όλοι,
αλλά, εκείνος απλώς έλειπε. Είχε μιαν
αποστολή να εκτελέσει. Εκεί βρισκόταν
όλον αυτόν τον καιρό και τώρα γύρισε!»
«Αποστολή;
Ποια αποστολή άξιζε τόσο πόνο;»
Της
φαινόταν αδιανόητο. Όχι μόνο για εκείνη
αλλά, για όλους
ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήταν πεθαμένος
εδώ και πέντε
χρόνια.
Για τον αδελφό του, για
την
Άννα Αγγελίνα, για τ’ άλλα αδέλφια, τους
φίλους, τον στρατό, τον λαό, για όλους.
Δεν είχαν κάνει επίσημη κηδεία γιατί
δεν είχαν βρει το πτώμα του.
Δεν
ήταν πρωτοφανές κάτι
τέτοιο για
πολεμιστές που έπεφταν στις μάχες. Του
είχαν κάνει μνημόσυνα και τον είχαν
πενθήσει πολλοί, κάποιοι, μάλιστα, πολύ
έντονα. Η καρδιά
της είχε
σπάσει
καθώς
ο Κωνσταντίνος δεν της ήταν συμπαθής
απλά
και μόνο.
Ήταν ο μόνος άντρας που την είχε αποσπάσει
από
τον Νικηφόρο κι είχε κερδίσει την καρδιά
της. Ο χαμός του,
μετά την αναχώρηση του Νικηφόρου, ήταν
ο λόγος που εκείνη είχε κλειστεί στο
μοναστήρι. Η εξαφάνισή του ήταν η απώλεια
του νόμιμου αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Ήταν η απώλεια του επικεφαλής
της συνωμοσίας για τον
νέο ελληνισμό που άρχισαν
στη
Νίκαια. Ήταν
η απώλεια του ανθρώπου που είχε ερωτευτεί.
Εκείνου
που είχε μπει
στη
θέση του Νικηφόρου.
«Πες
μου Ιαθατίνη πως δεν αστειεύεσαι μαζί
μου!»
του είπε σφίγγοντας την παλάμη του.
Η
αγωνία της συνοδευόταν από ταραχή.
«Γλυκιά
μου Ζωή, ήμουν ο μόνος άνθρωπος στον
κόσμο που
τα γνώριζε όλα. Ήξερα ότι ο Κωνσταντίνος
δεν πέθανε στο
Αδραμύττιο από την πρώτη στιγμή. Έφυγε
όταν είδε ότι η μάχη
ήταν
χαμένη κι ήρθε εδώ στο Ικόνιο. Εσύ είσαι
ο δεύτερος που το μαθαίνει και δεν θα
υπάρξει τρίτος. Γι αυτό πρόσεξε να
κρατήσεις το μυστικό!»
«Μα
… στο Αδραμύττιο»
έκανε η Ζωή σαν χαμένη από
αυτά που άκουγε.
«Ο
στρατός της Νίκαιας που ηττήθηκε, δεν
είχε μεγάλες απώλειες.
Απλά έφυγε όταν χάθηκε ο αρχηγός του.
Αν έμενε θα
έπεφταν
μαζί του κι όλοι μέχρις ενός. Δεν ήταν,
όμως, αυτός ο λόγος που ο Κωνσταντίνος
έφυγε. Θα ερχόταν εδώ, σε μένα, έτσι κι
αλλιώς. Απλά βρήκε την ευκαιρία να χαθεί
στη μάχη και να σταματήσει, ταυτόχρονα,
το άσκοπο
μακελειό.»
«Κι
εδώ γιατί έπρεπε να έρθει; Ποιος ήταν ο
λόγος που τον έκανε να εξαφανιστεί;»
«Ήρθε
να με βρει γιατί εμείς οι δυο είχαμε
-ίσως έχουμε ακόμα- μιαν αποστολή να
εκτελέσουμε. Όταν έφυγε τον πήραν
για πεθαμένο.
Αυτό σας είπαν όταν γύρισαν.»
«Ερχόταν
σε εσένα; Μα πώς; Γιατί να έρθει εδώ; Ποια
αποστολή είχατε εσείς οι δυο; Δεν
καταλαβαίνω τίποτε.»
«Θα
σου εξηγήσω, γλυκιά μου, πρέπει όμως να
κάτσεις και να με ακούσεις προσεκτικά.»
Της
τα είπε όλα. Της μίλησε πρώτα για την
προφητεία του Ερμή του Τρισμέγιστου
και για το Βασίλειο του Θεού. Το δημιούργησε
ο Διόνυσος κατά την εκστρατεία του στις
Ινδίες. Της είπε για τα υπονοούμενα που
υπάρχουν στα Διονυσιακά του Νόννου του
Πανοπολίτη. Δείχνουν τον τόπο του
Βασιλείου. Της είπε για τον Ιερέα Ιωάννη
που βασιλεύει εκεί και περιμένει τον
διάδοχό του που θα είναι ένας βασιλιάς
της Ρώμης. Της είπε ότι ο Πατριάρχης
Καματηρός όρκισε στην αναζήτηση του
Θεϊκού Βασιλείου τον ίδιο και τον Αλέξιο
Δ’.»
«Αυτά
έγιναν πριν ο Αλέξιος
γίνει
αυτοκράτορας, ενώ
ο Κωνσταντίνος
μυήθηκε μετά.
Τον μύησε ο Πατριάρχης
στην Αδριανούπολη μετά τον θάνατο του
Αλέξιου Δ’.»
Της
εξήγησε ότι από τη Δύση μόνο ο Δάνδολος
ήξερε για τον Ιερέα Ιωάννη. Τώρα που ο
Δάνδολος πέθανε δεν έχει άλλον διεκδικητή
το βασίλειο από τους δυο τους.
«Σαν
μόνοι βασιλιάδες της Ρώμης, συνεννοηθήκαμε
οι δυο μας. Εκείνος θα κυνηγούσε τον
Ιερέα Ιωάννη εν όσο εγώ θα κρατούσα τα
ηνία των δύο Ρωμανιών. Και τα κράτησα
σε
συμμαχία
με τον Θεόδωρο Λάσκαρη.»
«Και
πού ήταν ο Κωνσταντίνος όλα αυτά τα
χρόνια;»
«Έψαξε
για το Θεϊκό Βασίλειο στην ανατολή.
Γύρισε για
να οργανώσουμε την τελική μας έφοδο.»
«Και...
γιατί τα λες σ’ εμένα τώρα όλα αυτά
Ιαθατίνη;»
«Γιατί
μου το ζήτησε ο ίδιος να στα πω!»
Η
Ζωή αισθάνθηκε πως κάτι της διέφευγε.
Μυστικό σαν αυτό, που βάζει σε κίνηση
αυτοκράτορες και σουλτάνους, δεν λέγεται
τόσο εύκολα. Βασίλεια του Θεού κι άλλες
τέτοιες μεγαλοστομίες, δεν είχαν ποτέ
θέση στα αυτιά μιας γυναίκας. Γιατί της
το έλεγαν, λοιπόν; Τι θα πει ότι το είχε
ζητήσει ο ίδιος; Πριν συνέλθει από την
έκπληξή της για την επάνοδό του στη ζωή,
την εξέπληττε διπλά με αυτή την προτίμηση.
«Μα,
εγώ δεν είμαι βασίλισσα καμιάς Ρώμης,
ούτε και πρόκειται να γίνω.»
«Δεν
σε θέλει για αντικαταστάτρια, γλυκιά
μου Ζωή. Σε θέλει, νομίζω, για βοηθό του.»
«Βοηθό;
Τι θα πει αυτό;»
απόρησε η Ζωή και της έφυγε ένα χαμόγελο.
«Τι
μπορώ να κάνω εγώ σε μια υπόθεση που
αφορά σε βασιλιάδες και θεούς;»
«Θα
στα πει ο ίδιος αγαπητή μου»
είπε ο Γιγιαθαντίν. «Θα
τον ρωτήσεις και θα στα εξηγήσει. Εγώ
μόνο τον πρόλογο σου έκανα.»
«Μα,
εγώ δεν έχω προλάβει να χωνέψω ακόμα
ότι ζει»
είπε εκείνη.
Ένιωθε
άγρια χαρά μέσα στα τρίσβαθα της ψυχής
της.
«Κι
εδώ που τα λέμε, μπροστά σε αυτό, όλα τα
άλλα μου φαίνονται ανοησίες» συνέχισε.
«Θα
σου τα πει ο ίδιος. Η αλήθεια είναι ότι
εγώ ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά όλες αυτές
τις ανοησίες του Καματηρού. Οι Μεγάλοι
Σελτζούκοι κυβερνάνε και κυβερνήσανε
τις χώρες που αναφέρει ο Νόννος στα
Διονυσιακά. Ποτέ δεν άκουσαν το παραμικρό
για κάποιο Βασίλειο με αρχηγό τον Ιερέα
Ιωάννη. Κάπου θα ήταν γραμμένο.»
«Αν
δεν τα πιστεύεις, τότε γιατί τα στηρίζεις;»
«Γιατί
ο φίλος μας ο Λάσκαρης όταν σου μιλάει,
είναι τόσο χειμαρρώδης που σε πείθει
για όσα σου αραδιάζει. Εδώ είχε κι έναν
Πατριάρχη να λέει τα ίδια. Αλλά κι ο
δικός μου θρησκευτικός ηγέτης, ο Ουλ
Ισλάμ, υποστηρίζει πως όλα αυτά έχουν
βάση. Λέει πως πρέπει να ερευνηθούν.»
«Ένας
Ιερέας κι ένα Βασίλειο. Μοιάζουν απίθανα
όλα αυτά. Όμως, κυκλοφορούν τόσες ιστορίες
στις μέρες μας. Γιατί όχι κι αυτή;»
είπε η Ζωή.
«Ζωή,
ξέρω πως τον συμπαθείς, αλλά, ο άνθρωπος
είναι
τρελός! Θέλει να βρει τον Ιερέα Ιωάννη
γιατί πιστεύει πως
είναι
ιερέας του Δία. Λέει πως θα αναστήσει
από τον τάφο της την ειδωλολατρική
Ελλάδα. Πιστεύει μάλιστα ότι έχει βρει
την άκρη του νήματος.»
«Σου
μίλησε για ειδωλολατρεία;»
«Όχι
βέβαια, αλλά, το ξέρεις κι εσύ ότι Ελλάδα
θα πει ειδωλολατρία. Μιλά για ισοκρατία,
για δημοκρατία για τρελά πράγματα. Είναι
παλαβός ο φίλος μας.»
Σηκώθηκε
όρθιος δείχνοντας ότι η συζήτησή τους
είχε τελειώσει. Σηκώθηκε κι εκείνη
γεμάτη απορίες και θαυμαστικά για όσα
είχε ακούσει. Ο Γιγιαθαντίν την τράβηξε
κοντά του και της έσφιξε μέσα στα χέρια
του τις δυο της παλάμες. Η Ζωή τον έβλεπε
συγκινημένο. Αισθανόταν σαν να ήταν όλο
αυτό ένας αποχαιρετισμός.
«Όπως
σου είπα, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είναι
ένας τρελός»
είπε ο Γιγιαθαντίν. «Τρελός,
αλλά, παλικάρι ... κι εγώ τον αγαπάω!
Νομίζω γλυκιά μου Ζωή πως κι εσύ το
βλέπεις πως είναι τρελός, αλλά, κι εσύ
τον αγαπάς! Γι αυτό σε θέλει βοηθό
του! Έχεις κι εσύ, κορίτσι μου, πολλή απ’
την τρέλα του. Θα
σου τα πει, όμως, ο ίδιος αύριο.»
Εκείνο
το βράδυ η Ζωή δεν κοιμήθηκε σχεδόν
καθόλου. Όχι
μόνο στριφογύριζαν στο μυαλό της τα
απίθανα που της είχε
πει
ο Καϊχοσρόης αλλά, επί πλέον, σκεφτόταν
εκείνον. Ήξερε ότι ήταν εδώ, στο Ικόνιο,
και ότι κοιμόταν σε κάποιο κρεβάτι μέσα
στο ίδιο παλάτι κι αυτός. Δεν άντεχε να
τον περιμένει ως αύριο που θα ερχόταν
να την δει. Ήθελε, αν γινόταν, να τον
έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Ποθούσε να
συναντήσει τον εκ νεκρών αναστημένο
όσο νωρίτερα γινόταν. Ήθελε να μπορούσε
να βεβαιωθεί πως δεν ήταν αστείο ό,τι
είχε ακούσει λίγο νωρίτερα. Και δεν ήταν
μόνο η περιέργεια. Αναρωτιόταν αν είχε
αλλάξει. Αν η όμορφη κορμοστασιά του
είχε καμφθεί, αν τα μάτια του είχαν
παραμείνει λαμπερά.
Ήθελε
να τον δει αμέσως. Να του μιλούσε και να
τον άγγιζε. Ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν
ήταν κάποιο φάντασμα της νύχτας ούτε
ένα παιχνίδι του μυαλού. Όμως δεν γινόταν!
Θα ξημέρωνε αυτή η ατελείωτη νύχτα κι
ύστερα θα μπορούσε να τον συναντήσει.
Έτσι κι έγινε. Συναντήθηκαν, τελικά, την
άλλα μέρα το απόγευμα όπως της είχε πει
ο Σουλτάνος.
**********************************************
Η συνέχεια αύριο, Τρίτη