Ε' και τελευταίο μέρος του 11ου κεφαλαίου. Τίτλος αυτού του μέρους "Έλληνες και Ρωμιοί".
Η Στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη έγινε, επομένως κεφαλή στην εξόριστη αυτοκρατορία υπάρχει. Μένει τώρα να εξελιχθεί ένα νέο πολιτικό σχέδιο.
Κύριος άξονας είναι η αναγνώριση του νέου κράτους και η επιβίωσή του. Μακρινότερος στόχος, αλλά κυρίαρχος στο μυαλό όλων, είναι η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Κύριος άξονας είναι η αναγνώριση του νέου κράτους και η επιβίωσή του. Μακρινότερος στόχος, αλλά κυρίαρχος στο μυαλό όλων, είναι η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συζητιέται ο ρόλος του νέου ελληνισμού. Κατά πόσον είναι εφικτά όλα αυτά που σχεδιάζουν και με ποιο τρόπο μπορούν να εφαρμοστούν.
*************************************************
Ε’
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΡΩΜΙΟΙ
Την
Τετάρτη του Πάσχα στο παλάτι, στην
πτέρυγα της αυτοκρατόρισσας, μαζεύτηκαν
οι “συνωμότες”. Όπως στην Προύσα πριν
τέσσερα χρόνια, βρέθηκαν στο δωμάτιο
υποδοχής της Άννας-Αγγελίνας. Ήταν πάλι
επτά. Έλειπαν δυο σπουδαίοι άνθρωποι,
ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης κι ο Νικήτας
Χωνιάτης. Στη θέση τους αυτή τη φορά
βρίσκονταν ο Μιχαήλ Ακομινάτος κι ο
Γεώργιος Βαρδάνης. Οι άλλοι ήταν κι η
αυτοκρατόρισσα, ο Καλλίμαχος Κρωμναίος,
ο πρώην ερημίτης Ιάσων Χαλδαίος, ο
Νικηφόρος κι η Ζωή.
Έκαναν
μια ανασκόπηση όσων
είχαν κάνει κι είδαν τα αποτελέσματα
αυτής της προσπάθειας. Ο Λέων Σγουρός,
ο πιο ενθουσιώδης υποστηρικτής της
υπόθεσης ήταν αποκλεισμένος στα κάστρα
του. Ήταν πολιορκημένος, στον Ακροκόρινθο
και στα
δυο κάστρα της
Αργοναυπλίας
από
το 1205,
για
πάνω
από τρία χρόνια. Οι Φράγκοι είχαν
καταβάλει όλες τις άλλες εστίες αντίστασης
των
Ρωμιών στην
Πελοπόννησο.
Ο
Δεσπότης
Μιχάλης, της δυναστείας των Αγγέλων,
ηγείτο
στην Ήπειρο.
Ήταν
θετικός στο
μήνυμα, αλλά,
όχι
και στην Νίκαια.
Δεν δεχόταν την
πρωτοκαθεδρία
του
Λάσκαρη
κι έβλεπε καιροσκοπικά
την υπόθεση μετρώντας
πιθανά κέρδη
σε
εδάφη και
ισχύ. Ανατολικά, οι Κομνηνοί
στην Τραπεζούντα είχαν
πάρει το όνομα Μεγαλοκομνηνοί. Έλεγαν
πως αυτοί ήταν οι “Τραντέλληνες”
και
συμφωνούσαν
με την άμεση εξάπλωση της
ιδέας
του νέου ελληνισμού.
Ήταν,
όμως, αντίθετοι με τον Λάσκαρη για τον
οποίο πίστευαν ότι κρυβόταν πίσω από
αυτή την κίνηση. Ο
Γαβαλάς στη Ρόδο κι οι ηγεμόνες στη
Μικρασία,
Μαγκαφάς, Ασιδηνός και
Μαυροζώμης ήταν διφορούμενοι. Εξαρτούσαν
την στάση τους από την θέση των Λασκαραίων
απέναντί τους. Δεν έκρυβαν, πάντως.
ότι
έβλεπαν με καλό μάτι την απεξάρτηση από
την ρωμαϊκή κληρονομιά. Με
τον τρόπο αυτό, ήταν θετικοί στο μήνυμα.
Ο
Διογένης-Ιάσων, είχε πληροφορίες για
το πώς ο λαός έβλεπε αυτή την υπόθεση.
Ήταν απογοητευτικός.
«Δεν
θέλουν ούτε να το ακούν.»
«Μα,
η ταυτότητα του “Ρωμιού” δεν εξασφαλίζει
τίποτε. Τους κάνει υποδεέστερους από
τον Φράγκο»
είπε ο Καλλίμαχος.
«Γιατί
προσκολλούνται σε αυτήν;»
«Τουλάχιστον
έτσι έχουν συνηθίσει από τους πατεράδες
τους και την εκκλησία» είπε
ο ερημίτης. «Το
όνομα “Γραικός” όχι μόνο δεν ξεπλένει
καμιά κατωτερότητα αλλά, επί πλέον, τους
κάνει αιρετικούς.»
«Νιώθουν
πως ως “Γραικοί”
γίνονται οι απόβλητοι. Τους
περιφρονούν
όχι μόνο οι Φράγκοι,
αλλά, κι η εκκλησία»
είπε ο Καλλίμαχος.
«Χρειάζεται
δουλειά και παιδεία»
ήταν το συμπέρασμα του Ιάσωνα.
«Οι άρχοντες ίσως να
δεχτούν
τον ελληνισμό γιατί διαβάζουν αρχαία
κείμενα, κάτι έχουν ακούσει από φιλοσοφία.
Ο
απλός λαός, όμως, αντιμετωπίζει το όνομα
αυτό σαν
ταμπέλα,
σαν
αντικατάσταση μιας σκλαβιάς από μια
άλλη. Σκλάβοι του Θεού και του αυτοκράτορα
έχουν συνηθίσει να είναι. Σκλάβοι κάποιων
καινούριων Γραικών γιατί
να
γίνουν; Δεν
βλέπουν σε αυτή την αλλαγή καμιά ιδιαίτερη
προστασία.»
«Αν
ο αυτοκράτορας πει
ότι
η αυτοκρατορία μας είναι ελληνική και
όχι ρωμαίικη ο λαός θα ακολουθήσει. Έχει
μάθει να ακολουθεί»
είπε ο Καλλίμαχος.
«Σαν
Γραικοί μπορεί να αναγνωριστούμε απ’
τον Πάπα και τον αυτοκράτορα της δύσης.
Αν δεν διεκδικούμε κι οι δυο την ίδια
ρωμαϊκή κληρονομιά, δεν θα υπάρχει
σχίσμα ανάμεσά
μας»
είπε
η Άννα Αγγελίνα.
«Μπορούμε
να
γίνουμε σύμμαχοι χωρίς
υποταγή στον Πάπα.»
«Το
ζητούμενο δεν είναι μόνο μια ευέλικτη
εξωτερική πολιτική. Πρέπει να έχουμε
και στρατό που να εμφορείται από ένα
όραμα. Αυτό είναι ζήτημα παιδείας όπως
είπε και ο Ιάσων που είδε το πρόβλημα
από κοντά»
είπε ο Βαρδάνης.
Η
Ζωή δεν μιλούσε, όμως, σκεφτόταν. Η Άννα
Αγγελίνα ήταν άξια γυναίκα κι είχε
δίκαια την πρωτοκαθεδρία, ωστόσο ο
Κωνσταντίνος έλειπε. Αυτός έπρεπε να
ηγείται σ’ αυτήν εδώ τη συγκέντρωση. Ο
ενθουσιασμός κι η αυταπάρνησή του ήταν
πολύ δύσκολο να αναπληρωθούν.
«Είναι
κρίμα που λείπει
Κωνσταντίνος»
είπε
κι ήταν λες και μονολογούσε.
«Το
ξέρουμε καλή μου. Η ζωή όμως συνεχίζεται»
της είπε η Άννα.
Η
Ζωή δεν μπορούσε να μην προσέξει ότι αν
κι έλειπε απ’ όλους, σε εκείνην έλειπε
περισσότερο. Τον είχε συμπαθήσει κι
είχε διακρίνει κι
απ’ την πλευρά του μιαν
αμοιβαιότητα. Αν δεν ήταν ο Νικηφόρος,
κι
αν
δεν είχε
χαθεί στο
Αδραμύττιο, ίσως να τον είχε ερωτευτεί.
Δεν
είχε ομολογήσει ούτε στον ίδιο τον εαυτό
της αυτές τις σκέψεις, όμως τις έκανε.
Σκεφτόταν
με τρόμο
πως ήταν παλιογυναίκα. Είναι
άτιμο που
σκέφτομαι έτσι! Κοιμόμουν
τόσες μέρες με τον Νικηφόρο, είμαστε
ερωτευμένοι
κι
εγώ
σκέφτομαι έναν άλλον; Σκέφτομαι έναν
πεθαμένο!
είπε από
μέσα της. Έφριττε
με τον εαυτό της κι ευτυχώς που διέκοψε
τις
σκέψεις της ο
Ακομινάτος.
«Έζησα
τον δυισμό των Ελλήνων στην Αθήνα και
ξέρω ότι πρόκειται
για δύσκολο
ζήτημα. Θαυμάζω την αρχαία Ελλάδα
και κακολογώ όσους την έθαψαν κάτω από
τα ερείπια ναών κι αγαλμάτων. Τα αγάλματα,
όμως, ξαναφτιάχνονται αν κάποιος το
θελήσει. Αυτό που, αληθινά, θάφτηκε ήταν
κάτι πιο βαθύ. Ήταν το φρόνημα των
ανθρώπων εκείνων που ποθούσαν να είναι
ελεύθεροι. Που θεωρούσαν πατρώο πολίτευμά
τους την δημοκρατία. Που δεν ζητούσαν
τίποτε άλλο απ’ την ζωή πέρα από την
δικαιοσύνη. Αυτό έχει αλλάξει ριζικά.
Ο φόβος του θανάτου σκέπασε αυτό το
φρόνημα. Οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε
δυνάστες και δούλους. Οι δυνάστες
κλέβουν, αρπάζουν και προσποιούνται
πως πιστεύουν σε ένα Θεό που τον φτιάχνουν
στα μέτρα τους. Οι φτωχοί κι οι δούλοι
αποδέχονται την θέση τους και, απλά,
αναζητούν σωτηρία σε μιαν άλλη ζωή.»
«Λέτε,
λοιπόν, Πάτερ,
ότι
η
αληθινή πίστη έκανε
ζημιά στην Ελλάδα;»
ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Δεν
έκανε η
πίστη μας την
ζημιά»
είπε με ήρεμη φωνή ο Ακομινάτος.
«Δείτε
τους Φράγκους και
τους Βούλγαρους που είναι
Χριστιανοί. Δείτε τους Πετσενέγκους,
τους Κουμάνους
που
είναι παγανιστές. Αρπάζουν
και καταστρέφουν χωρίς ηθικές
αξίες. Μόνο για την επιβίωσή
τους νοιάζονται εις βάρος των πολιτισμένων
κοινωνιών. Νομάδες ή δήθεν πολιτισμένοι
είναι όλοι τους άρπαγες!»
«Πώς
αλλάζει
αυτό, Πάτερ;»
τον ρώτησαν. «Πώς
μπορεί ο πολιτισμός να προστατευτεί
απ’ τους άρπαγες;»
«Μαθαίνει
ο άνθρωπος να υποτάσσει τον εγωισμό του
σε ένα ανώτερο σύνολο, την πόλη ή την
εκκλησία. Γίνεται έτσι πολιτισμένος
και
παύει να είναι μοναχικός
και
βάρβαρος.
Αυτό
γινόταν
πιο εύκολα στο παρελθόν. Σήμερα, ο κόσμος
υποφέρει απ’ τις ορδές των νομάδων.
Χτυπούν τις πόλεις μας
κι
εκείνες, φοβισμένες, αποδέχονται
ισχυρούς προστάτες υπερασπιστές.
Ο φόβος
των βαρβάρων έχει
θάψει
την ελευθερία. Λίγοι
έχουν γίνει δυνάστες
κι
οι πολλοί έγιναν δούλοι.»
«Λέτε,
Μακαριότατε, πως δεν υπάρχει καμιά
ελπίδα;»
ρώτησε ο Καλλίμαχος.
«Λέω
ότι οι ελπίδες είναι λίγες! Σε ένα κόσμο
σαν τον σημερινό, πολίτης ελεύθερης κι
ευνομούμενης πόλης είναι κάτι
αδύνατο.
Η πολιτεία με
νόμους που θα προστατεύουν
τους αδύνατους είναι, απλά, μια
ουτοπία.
Όλα τα
αληθινά στοιχεία του
ελληνισμού
της αρχαιότητας,
σήμερα
δεν
είναι κατανοητά»
είπε ο Ακομινάτος.
«Δεν
θα αλλάξει ο κόσμος;»
ρώτησε η Άννα Αγγελίνα.
«Στον
ιερό βράχο έζησα τριάντα χρόνια. Διάβασα
τους
αρχαίους
για να δω πώς σκέφτονταν. Θαύμασα
κι αγάπησα τα
γραπτά
αυτά
σχεδόν
όπως τις Γραφές. Σας το λέω αυτό, εγώ ο
Μητροπολίτης! Είδα πόσο σπουδαία ήταν
εκείνη η Ελλάδα, και πόσο απλησίαστη
είναι πια κι απόμακρη! Μα την αλήθεια,
σας
το λέω, δεν την θέλουμε πια εμείς, ούτε
μας θέλει κι εκείνη!
Αν ζούσαν οι θεοί της θα μας σιχαίνονταν
έτσι που έχουμε
καταντήσει.»
Μιλούσε
και τα λόγια του έβγαιναν χωρίς οργή
αλλά με μια ευδιάκριτη απογοήτευση.
«Ναι,
θα
μας σιχαίνονταν!»
επανέλαβε. «Συμβολικά
μιλώ βέβαια,
όμως, δεν
ξέρω τι
έγινε. Εμείς
διώξαμε τους προγόνους
ή εκείνοι απέστρεψαν το πρόσωπό τους
από εμάς;»
«Καταδικάζετε
την προσπάθειά μας Μιχαήλ;» ρώτησε
στενοχωρημένη η Άννα Αγγελίνα.
«Καθόλου.
Το κείμενο που συνέταξε
ο
αγαπητός μου
αδελφός
είναι το γλυκύτερο που υπάρχει.
Έκλαψα
όταν το διάβασα λες
και
ξαναγεννήθηκα. Νά, ο Γεώργιος
για να σας το βεβαιώσει» είπε
δείχνοντας τον Βαρδάνη.
Περίμεναν
τις εξηγήσεις του με αυτιά ορθάνοιχτα
και γεμάτοι από τους προβληματισμούς
του Ακομινάτου.
«Απλά
επισημαίνω»
συνέχισε ο Μιχαήλ «ότι
ο σκοπός μας δεν μπορεί
να
είναι μόνο μια νέα ονομασία. Σκοπός
είναι η ουσιαστική αναβίωση του
ελληνισμού, χωρίς να ενδιαφέρει το
εξωτερικό ένδυμα. Ας λέγεται ρωμιοσύνη,
ας λέγεται νέος
ή παλιός ελληνισμός,
ας λέγεται ορθοδοξία. Η αναβίωση εκείνου
του πνεύματος της Ελλάδας μας
χρειάζεται και θα
έρθει μέσα από την παιδεία. Τότε μόνοι
τους οι Γραικοί ας διαλέξουν το ένδοξο
παλιό όνομά τους. Αρκεί να ξέρουν γιατί
το κάνουν. Αλλιώς μια νέα σκλαβιά κι
υποτέλεια θα έρθει μαζί
με
το
νέο
μας
ψευδεπίγραφο
όνομα.»
«Να
μιλάμε για το γένος μας»
είπε η Ζωή. «Να
ζητάμε να αναστηθεί το γένος! Να
μην ζητάμε μόνο ανεξαρτησία
από τους ξένους, αλλά, κι ηθική αναγέννηση
λαού κι αρχόντων. Κι ας λέγονται Ρωμαίοι
και Γραικοί, ας λέγονται με όποιο όνομα
θέλουν.»
«Ο
Μιχαήλ έχει δίκιο»
είπε ο Ιάσων. «Αυτό
συνάντησα κι εγώ στην Πόλη και στη
Νίκαια, όπου έκανα
τον
ερημίτη. Και στην πατρίδα μου τον Πόντο,
τα ίδια. Ο Γραικός συνήθισε να είναι
δούλος! Οι Ρωμαίοι, το
πνεύμα της ελευθερίας ήθελαν
να καταβάλουν,
και
το κατάφεραν
διαστρεβλώνοντας την
αληθινή
πίστη!
Μας
έκαναν δούλους του αυτοκράτορα λέγοντάς
μας πως είμασταν “δούλοι
του Θεού”. Έβαλαν τον αυτοκράτορα στη
θέση του επί γης εκπροσώπου του Θεού.
Κυβερνούν με απολυταρχισμό ένα λαό που
είναι “ποίμνιο” της εκκλησίας! Ως
Ρωμαίοι είμαστε υπήκοοι του αυτοκράτορα.»
«Ας
βροντοφωνάξουμε, λοιπόν,
ότι είμαστε
Έλληνες κι
όχι Ρωμαίοι.
Μας έδωσαν το όνομά τους ετσιθελικά και
για να μας έχουν παντοτινούς τους
δούλους»
είπε
ο Καλλίμαχος.
«Μα
εμείς είμαστε οι Ρωμαίοι» είπε
η Άννα Αγγελίνα.
«Ας
τα βάλουμε σε μια σειρά»
είπε ο Βαρδάνης.
«Δεν έχουμε ένα
κι αδιαίρετο χριστιανισμό,
ίδιο
παντού.
Στη
δύση ο Πάπας ανεβοκατεβάζει βασιλιάδες.
Στην
Ορθοδοξία ο βασιλιάς χωρίς τη στήριξη
του λαού, πέφτει. Είδατε το τέλος και
του
Ανδρόνικου και τόσων Αλέξιων. Χρειαζόμαστε
την ορθοδοξία για να ξεχωρίσουμε από
τους δυτικούς και να ελευθερωθούμε από
τους Φράγκους.»
«Χρειαζόμαστε
χρόνο»
είπε η Ζωή. «Πρώτα
να
μορφωθεί
ο λαός.
Όλα
όσα
θέλουμε να κάνουμε, θα βρουν τότε έδαφος
να ανθίσουν! Ζητάμε την
ανάσταση
του γένους. Θέλουμε
πίσω
την
Πόλη και
θέλουμε
να
γίνουμε πολίτες ελεύθεροι.»
«Η
ελληνική αυτοκρατορία»
είπε ο Καλλίμαχος «πρέπει
να πάρει την Πόλη. Να κάνει συμμαχίες
και να φτιάξει στρατό Γραικών-Ρωμιών
κι όχι μισθοφόρων. Να διώξει τους Τούρκους
από τη Μικρασία και τους Βούλγαρους από
την Ευρώπη. Να γίνει ξανά μεγάλο βασίλειο.»
«Και
να
σκύψει στον αρχαίο πολιτισμό»
είπε η Άννα.
Η
κουβέντα είχε ζωηρέψει. Ακούγονταν
απόψεις υπέρ ή κατά κάθε θέσης που
διατυπωνόταν. Ο Νικηφόρος σκεπτόταν.
Έβλεπε γύρω από το τραπέζι τους φλογερούς
συνωμότες και αναρωτιόταν αν ο κόσμος
βάδιζε πάντα κάπως έτσι. Πίσω από τα
γεγονότα κρυβόταν η ακατάβλητη θέληση
κάποιων να τον αλλάξουν. Άλλοτε μια
ομάδα, άλλοτε ένας ισχυρός μεγάλος της
ιστορίας προχωρούσε μπροστά. Τους
αγαπούσε όλους αυτούς εδώ μέσα. Με την
Ζωή ήταν ερωτευμένος, αλλά τους άλλους
τους σεβόταν.
Αγαπούσε
τον Ακομινάτο. Ήταν ο σοφός ανάμεσά
τους. Απ’ αυτόν είχε ποθήσει να γίνει
ένας “Έλληνας”. Αγαπούσε τον Βαρδάνη
που του είχε φερθεί πάντα σαν ο καλύτερός
του φίλος. Αγαπούσε και την αυτοκρατόρισσα
που συνδιαλεγόταν σαν ίση προς ίσους
με ανθρώπους χωρίς αξίωμα. Μιλούσε σαν
φίλη με τον υποτακτικό της Καλλίμαχο
και με
τον
ερημίτη Ιάσωνα-Διογένη. Αγαπούσε κι
εκτιμούσε αυτούς τους δυο
γενναιόφρονες
Πόντιους. Ήταν μια σπάνια και
ξεχωριστή συντροφιά
όλοι αυτοί εδώ οι συνωμότες της Νίκαιας.
Μετά απ’ την ονειρική διακήρυξη της
Προύσας, άκουγαν τον Ακομινάτο να τους
προσγειώνει. Έψαχναν
το
πώς να προχωρήσουν. Δεν απογοητεύονταν
από τις δυσκολίες. Τότε μίλησε ο Ακομινάτος
ξανά.
«Τα
πράγματα θα οδηγήσουν σίγουρα προς τα
εκεί που θέλουμε. Υποχρεωτικά οι Ρωμιοί
θα δουν πως είναι Έλληνες στο γένος.
Αργά ή γρήγορα αυτό θα συμβεί»
είπε.
Μιλούσε
σαν προφήτης ή σαν Άγιος. Ήταν και τα
δυο.
«Θα
δουν πως η παλιά γενιά τους είχε φωτίσει
κάποτε την οικουμένη»
συνέχισε ο Μιχαήλ.
Είδε
και μόνος του πως υπήρχε ένα κενό που
έπρεπε να γεμίσει. Ήταν δυο αλλιώτικες
θρησκείες, η ειδωλολατρεία κι η αληθινή
πίστη. Έπρεπε να εξηγήσει πώς θα
συμβάδιζαν.
«Βέβαια
εκείνο
το παλιό φως ήταν
λίγο αλλιώτικο απ’ αυτό
της
θρησκείας μας, όμως ήταν
δυνατό.
Όταν
το δουν οι Ρωμιοί, τότε
θα στραφούν εκεί για να βρουν δύναμη.
Δεν ξέρω πόσα χρόνια ή αιώνες θα τους
πάρει, μα σίγουρα θα γίνει. Δεν
θα ολοκληρώσουμε
εμείς
αυτή
την υπόθεση. Μπορούμε μόνο
να
δούμε τι κάνουμε τώρα! Να
δούμε ποιο
θα είναι το πρώτο βήμα! Να είναι ένα βήμα
καρποφόρο και να βοηθά τη σημερινή
ρωμιοσύνη και τον αυριανό ελληνισμό.»
Ο
Νικηφόρος ήξερε πως ο Ακομινάτος ήταν
σοφός. Δεν χρειαζόταν να τον ακούει εδώ
να μιλά σαν να δίδασκε μαθητές για να
τον εκτιμήσει. Τους έδειχνε τα αδιέξοδα
χωρίς να τους απογοητεύει. Χαρακτήριζε
την προσπάθεια ελπιδοφόρα, έστω
κι
αν δεν θα
ολοκληρωνόταν.
Σκεφτόταν ότι ο Μιχαήλ είχε δίκιο
σε όλα. Η Ρωμιοσύνη είχε πάψει να είναι
οικουμενική εδώ και δεκαετίες. Όταν ο
γενναίος αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης,
προδομένος από την αυλή του, έχασε στο
Μαντζικέρτ, χάθηκαν όλα.
Γέμισε η Ασία από Τούρκους νομάδες.
Χάθηκε η
Ιταλία
απ’ τους Νορμανδούς. Χωρίς την
οικουμενικότητα, με
τον καιρό, η ρωμιοσύνη θα γινόταν σταδιακά
ελληνισμός. Το
νέο κέλυφος θα ερχόταν, σημασία είχε το
περιεχόμενο.
«Με
τη διακήρυξη βάλαμε επιτακτικά το ζήτημα
του εξελληνισμού της αυτοκρατορίας.
Φοβάμαι μην δημιουργηθεί ένα νέο κύμα
ανθελληνισμού»
είπε
ανήσυχος
ο Βαρδάνης.
Ο
Νικηφόρος άκουγε αλλά οι σκέψεις του
ξέφευγαν.
«Ίσως
βάλουμε
φρένο»
είπε δειλά η Ζωή. «Να
δώσουμε
χρόνο στις ιδέες, να είμαστε πιο
προσεκτικοί.»
«Να
βάλουμε
φρένο» επανέλαβε
μηχανικά ο Νικηφόρος και
σκεφτόταν
ότι ήταν
σωστό. Έπρεπε
να δοθεί χρόνος στις ιδέες για
να
βρουν έδαφος να ανθίσουν. Αυτό ακριβώς
είχε πει προηγουμένως η Ζωή.
Η Ζωή! Η δική του
Ζωή! Τους έλεγε
να
περιμένουν, να μη βιάζονται, να δώσουν
χρόνο στις ιδέες.
Όπως
εγώ, σκέφτηκε
ο Νικηφόρος,
που
της λέω να μου δώσει χρόνο μήπως αλλάξω.
Όμως θα αλλάξω ποτέ; Ήδη την
έχω
βάλει πίσω απ’ την οικογένειά μου και
την Αγνή. Πόσο ψεύτης είμαι; Πόσο κάθαρμα
μπορώ να γίνω;
«Να
εμφυτεύσουμε την πίστη στον νέο ελληνισμό
σιγά-σιγά και σταθερά. Να μάθουμε τον
Ρωμιό να αγαπάει κάθε τι ελληνικό. Να
δώσουμε στο γένος μας
αυτή
την αγάπη αργά
και σταθερά, σταλαγματιά-σταλαγματιά!»
έλεγε ο Ακομινάτος.
«Να
μην φοβηθούμε τον χρόνο»
είπε η Ζωή.
«Όμως,
να
μην τα
αφήσουμε στις καλένδες»
παρενέβη είπε η Άννα Αγγελίνα.
«Ίσως
θα πρέπει κι ο αυτοκράτορας να μας πει
τι θέλει»
είπε ο Καλλίμαχος γυρνώντας προς την
αυτοκρατόρισσα. «Θα
μπορούσε η Ευσέβειά σας να του μιλήσει
ξανά;»
«Θα
έχουμε σύντομα την απάντησή του»
διαβεβαίωσε
όλους τους παρόντες η Άννα.
«Σας
έχω πει ότι διστάζει να μπει
επικεφαλής.
Θεωρεί χρέος του την ανάκτηση της Πόλης
πριν από όλα τα άλλα.»
«Ο
αυτοκράτορας προτάσσει τον στόχο των
Ρωμαίων. Άρα,
επικεφαλής της συνωμοσίας παραμένει
η αυτοκρατόρισσα»
είπε ο Ακομινάτος.
«Να
βρούμε μια αρμονία ανάμεσα στη ρωμιοσύνη
και τον νέο ελληνισμό»
είπε και
πάλι η
Ζωή. «Κοιτάζω
τις δικές μου αντιφάσεις. Με
τις διδαχές
του πατέρα
μου, θαύμαζα
την αρχαία
Ελλάδα. Εκείνος όμως, αυτό που δίδασκε,
ταυτόχρονα, το θεωρούσε
ειδωλολατρία. Απ’ την άλλη, όπως μεγάλωσα,
συγκινούμαι με το Πάσχα και την μεγάλη
Παρασκευή. Νιώθω ελεύθερη
όταν ανάβω ένα κερί στην εικόνα της
Παναγίας. Είμαι Ρωμιά στο συναίσθημα
κι Ελληνίδα στη λογική. Πρέπει να τα
συμβιβάσω αυτά τα δυο, κι ας φαίνεται
πως αποκλείουν το ένα το άλλο.»
Ο
Νικηφόρος την άκουγε να δέχεται τόσο
ωμά τις δικές της αντιφάσεις. Σκεφτόταν
μήπως ήταν κυνισμός αυτό που την
χαρακτήριζε. Συμβίβαζε μέσα της
διαφορετικά συναισθήματα. Ένας έρωτας
την είχε στείλει να κλειστεί σε μοναστήρι.
«Είχαν
τέτοια διλήμματα κι οι αρχαίοι.
Ταλαντεύονταν με τον Διόνυσο ή με τον
Απόλλωνα»
είπε ο Ακομινάτος.
«Εμείς
πρέπει να φροντίσουμε ώστε η νέα γενιά
ηγετών της αυτοκρατορίας να είναι
μορφωμένοι. Άρχοντες, ιερωμένοι και
λαός να είναι ελληνομαθείς, να ζουν
ελληνοπρεπώς και με γενναιότητα. Να
είναι προετοιμασμένοι πνευματικά και
ηθικά για την αλλαγή»
είπε η Άννα Αγγελίνα.
«Από
τη μια θα κρατήσουμε την ρωμαίικη ψυχή
μας, κλαψιάρικη,
εύκολη στη συγκίνηση και στο έλεος. Απ’
την άλλη
θα
βάλουμε το ελληνικό μυαλό, τετράγωνο
και ορθολογικό. Θα έχουμε τις εικόνες
των Αγίων για ένα πνευματικό σύμπαν, κι
αγάλματα που θα ωραιοποιούν ετούτον
εδώ τον κόσμο. Αυτά ζητάμε να συνθέσουμε»
είπε ο Ιάσων-Διογένης.
«Δεν
είναι κι εύκολη δουλειά αυτή
η σύνθεση»
είπε η Άννα Αγγελίνα.
Έτσι
ήταν, το έβλεπαν όλοι. Δεν γνώριζαν αν
αυτός ο συνδυασμός που έψαχναν ήταν
δυνατός στη φύση. Γιατί αν ζητούσαν κάτι
αφύσικο, τότε χτυπούσαν γροθιά στο
μαχαίρι.
«Τι
νόημα θα είχε να αντικαταστήσουμε τη
συγκίνηση της γιορτής του Πάσχα με μια
γιορτή στον Διόνυσο; Θα βγάζει κι αυτή
το ίδιο συναίσθημα»
είπε ο Καλλίμαχος.
«Ποιος έχει ανάγκη από μια τέτοια
αλλαγή;»
«Τι
νόημα θα έχει να μπει στη θέση του
Ιουστινιάνειου Κώδικα ο Δρακόντειος
νόμος; Θα ανταποκρίνονται, σήμερα, οι
νόμοι του παρελθόντος; Οι άνθρωποι έχουν
μάθει να ζουν με τον φόβο της τιμωρίας
εδώ ή στον άλλο κόσμο» είπε
η Άννα Αγγελίνα.
Ήταν
σκεπτική. «Αν
δεν αλλάξει η αντιμετώπιση της
ζωής μας,
τι νόημα θα
έχουν
τα εργαλεία που φτιάχτηκαν γι άλλους
ανθρώπους;»
«Το
πατρώο πολίτευμα που πρέσβευαν οι
αρχαίοι, η δημοκρατία, σήμερα είναι
απαγορευμένο»
είπε
ο Καλλίμαχος. «Κάθε
τι παλιό είναι απαγορευμένο.»
«Ας
μείνουμε στα πιο επιφανειακά»
είπε ο Βαρδάνης.
«Να
δώσουμε μια
δική
μας εκδοχή με το ελληνικό Πάσχα.
Η
Αρχαιότητα κι ο χριστιανισμός μαζί»
είπε η Ζωή.
«Δηλαδή,
να στηριχτούμε στην ελληνική σοφία
χωρίς να απεμπολήσουμε τη ρωμαίικη
ψυχή! Αυτό
λέτε»
συνόψισε ο
Ακομινάτος.
«Καλή
η σκέψη. Αναρωτιέμαι
μόνο αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό να
γίνει.»
Η
συζήτηση στο τρίκλινο της αυτοκρατόρισσας
βάδισε σ’ αυτόν τον ρυθμό ώσπου νύχτωσε.
Η Άννα Αγγελίνα ανέλαβε να μιλήσει στον
σύζυγό της για όλα αυτά, να δει τι μπορούσε
να κερδίσει. Η Ζωή πλησίασε τον Νικηφόρο
και τον Ακομινάτο που είχαν σταθεί σε
μια γωνιά. Κοίταξαν κι οι τρεις μαζί την
γιορτινή Νίκαια έξω από το παράθυρο.
«Για
όλα αυτά χρειάζεται χρόνος»
είπε η Ζωή.
«Θέλει
δεκαετίες μια τέτοια αλλαγή»
είπε ο Νικηφόρος.
«Τότε
γιατί θέλουμε να πάρουμε την Πόλη;»
ξέσπασε
ο Ακομινάτος. «Για
να απομυζά η Βασιλεύουσα για
άλλα
χίλια χρόνια τις επαρχίες; Ξέρετε
πώς συντηρείται
μια
οικουμενική
πόλη-αυτοκρατορία; Μόνο
αν την πληρώνουν
με το αίμα τους οι
επαρχίες.»
«Θα
ξεχαστούν με μιας όσα σχεδιάζουμε εδώ
αν…»
πήγε να πει ο Νικηφόρος.
«Αν
πάρουμε την Πόλη, αυτό δεν θες να πεις;
Ναι, αν την πάρουμε και βέβαια θα
ξεχαστούν»
είπε η Ζωή.
«Επομένως,
μήπως θα έπρεπε να …»
ξεκίνησε να λέει ο Μιχαήλ αλλά σταμάτησε.
Ήταν
στα χείλη και των τριών αυτό που ξεκίνησε
να λέει ο Ακομινάτος. Το εξέφρασε τελικά
ο Νικηφόρος που δεν μάσησε τα λόγια του.
«Ας
πούμε καθαρά τις σκέψεις μας, ας μην
διστάζουμε. Μήπως
αυτό που χρειάζεται η
αυτοκρατορία είναι
η προσαρμογή
των στόχων της; Μήπως πρέπει
συνειδητά
να καθυστερήσει η ανάκτηση της Πόλης;»
Δεν
ήταν μόνο δικά του τα ερωτήματα.
«Πρέπει
να δυναμώσει στη Νίκαια, την Ήπειρο και
την
Τραπεζούντα ο νέος ελληνισμός»
συνέχισε ο Νικηφόρος. «Και
στη Θεσσαλονίκη πρέπει
να
γίνει το ίδιο και σε ολόκληρη την
λατινοκρατούμενη Ελλάδα. Παντού
χρειάζεται χρόνος για να ανθίσει με
τρόπο φυσικό και αβίαστο.»
Κοιτούσαν
έξω από το παράθυρο. Οι θυρεοί του νέου
αυτοκράτορα ανέμιζαν. Παντού ακούγονταν
γιορταστικοί
ήχοι
του
τριημέρου
των πανηγυρισμών. «Και
του χρόνου στην Πόλη»
φώναζαν όλοι.
«Δεν
έχουν νόημα τα ερωτήματα αυτά, Νικηφόρε.
Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε την Πόλη. Είναι
πολύ νωρίς ακόμα κι έτσι υπάρχει χρόνος
αρκετός για όλα. Χρειάζονται πέντε, ή
δέκα, ίσως
κι είκοσι γενιές για να ξυπνήσει αληθινά
ο
νέος ελληνισμός.
Πρέπει να διαμορφωθεί μια νέα συνείδηση
που να συνθέτει την πίστη
μας στην Ορθοδοξία
με μια εθνική περηφάνια. Δεν είναι εύκολο
να είσαι και χριστιανός και εθνικός
ταυτόχρονα»
είπε ο Ακομινάτος.
«Πάτερ,
αυτό που λέμε να γίνει στη Νίκαια και
στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει να γίνει
και στην άλλη
Ελλάδα.
Γιατί δεν γυρνάς στην Αθήνα να μας
βοηθήσεις
να το κάνουμε κι εκεί;»
του πρότεινε ο Νικηφόρος.
«Να
γυρίσω κι εγώ, μου λες; Όπως ο Βαρδάνης;»
είπε ο Μιχαήλ κι έδειξε τον Γεώργιο.
Ο
Βαρδάνης είχε διαφύγει από την Αθήνα
λόγω των Φράγκων αλλά είχε ξαναγυρίσει.
Ο Ακομινάτος είχε θυμώσει μαζί του γι
αυτό. Τώρα του πρότειναν να γυρίσει κι
εκείνος. Ο Μιχαήλ, παρά τα χρόνια του
δεν ήταν καθόλου συντηρητικός και
πεισματάρης.
«Θα
έρθω κάποια στιγμή να δω τι γίνεται
εκεί. Έμαθα ότι ο Πάπας αναγνώρισε την
αξία της Αθήνας και της χάρισε προνόμια.
Δεν θα έρθω τώρα αμέσως γιατί με χρειάζεται
ο Λάσκαρης για συνεννοήσεις με τον
λεγάτο του Πάπα.»
«Θα
σε περιμένουμε με χαρά, όλους θα σας
περιμένουμε με χαρά!»
είπε ο Νικηφόρος. Ανενδοίαστα γύρισε
προς τη Ζωή, σαν να το έλεγε και σε
εκείνην.
Ο
Μιχαήλ γύρισε κι αυτός προς την Ζωή και
πρότεινε να έρθει κι εκείνη στην Αθήνα.
«Αν
θέλεις κορίτσι μου, μπορώ να κανονίσω
να πας σε μια γυναικεία μονή στην Αττική.»
«Όχι
Πάτερ, ευχαριστώ. Άρχισε να μου αρέσει
πολύ η μονή της Αγίας Παρασκευής»
είπε εκείνη και έφυγε για να μην φανούν
τα δάκρυά της
===
*************************************************
Η συνέχεια αύριο, Τετάρτη.