Σήμερα, Δευτέρα, συνεχίζω την τμηματική δημοσίευση του ιστορικού μυθιστορήματος "Το βασίλειο του Θεού και η Συνωμοσία της Νίκαιας" με υπότιτλο "Στις απαρχές του Νέου Ελληνισμού, 1201-1211 μ.Χ.". Είμαστε στο Β' μέρος του 9ου κεφαλαίου με τίτλο "ΒΙΘΥΝΙΑ" και διανύουμε το έτος 1204 μ.Χ. Η Κωνσταντινούπολη έχει πέσει στους σταυροφόρους, Φράγκους και Βενετούς.
Ο Λάσκαρης κι οι εξόριστοι Κωνσταντινουπολίτες άρχοντες Ρωμιοί εγκαθίστανται στην Προύσα. Στόχος τους πρώτος να γίνουν αποδεκτοί στην Προύσα και την Νίκαια. Κατόπιν, στοχεύουν στην οργάνωση ενός ισχυρού κράτους και, στο τέλος, θέλουν την ανακατάληψη της Πόλης.
Προς το παρόν όλα αυτά είναι μακρινά και δύσκολα.
Ο Νικηφόρος αναγκάζεται να αποχαιρετίσει την Ζωή που μένει στην Βιθυνία μαζί με τους Λασκαραίους.
*********************************
(*) παραπομπή:
Η
Αγνή,
κόρη του τέως Βασιλιά της Φραγκίας
Λουδοβίκου Ζ’ και αδελφή του σημερινού
Φράγκου Βασιλιά Φιλίππου Α’, είχε έρθει
στην Κωνσταντινούπολη σαν σύζυγος του
έφηβου ακόμα αυτοκράτορα Αλέξιου Β’
Κομνηνού και είχε πάρει το όνομα Άννα.
Την έλεγαν Άννα η Φράνκα και μετά τον
Αλέξιο Β’ παντρεύτηκε τον επόμενο
αυτοκράτορα που ήταν ο εξηντάχρονος
Ανδρόνικος Α’ Κομνηνός, εξ ου και το
«Άννα αυτοκρατόρισσα».
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Από τις πρώτες μέρες κιόλας το αρχοντικό έγινε κέντρο διερχομένων. Μαζεύονταν εκεί οι ευγενείς κι οι πατρίκιοι που είχαν διαφύγει ή έφευγαν ακόμη και τώρα απ’ την Βασιλεύουσα. Μόνο ο Θεόδωρος Βρανάς δεν ήρθε. Αυτόν ήθελε περισσότερο από κάθε άλλον ο Λάσκαρης. Ο πατέρας του είχε πέσει στις επάλξεις πολεμώντας τους Φράγκους, όμως ήταν ο έρωτας που τον είχε κρατήσει στην Πόλη. Ήταν ερωτευμένος με την Άννα την αυτοκρατόρισσα(*). Εξαιτίας της είχε δηλώσει υποτέλεια στον Λατίνο αυτοκράτορα, για να μένει μαζί της. Ωστόσο πολλοί άλλοι ευγενείς και στρατηγοί βρίσκονταν εδώ. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι γόνοι σπουδαίων ρωμαϊκών οικογενειών. Οι Παλαιολόγοι, οι Δούκες κι ένα σωρό άλλοι. Ο γιος του αρχηγού των Βαράγγων, ο Κωνσταντίνος Τουρσέντης, βρισκόταν κι αυτός εδώ. Ο γενναίος πατέρας του είχε χαθεί στη μάχη για την υπεράσπιση της Πόλης.
Εδώ
ήταν κι ο Καϊχοσρόης Θα έφευγε προς τις
περιοχές των συνόρων. Ήθελε να βρει
Ακρίτες και Γαζήδες ώστε με την βοήθειά
τους να γυρίσει στην Ικόνιο. Όσο, όμως,
ήταν ακόμη στην Προύσα, ενίσχυε τον
Θεόδωρο για να συγκροτήσει ένα αξιόμαχο
κράτος. Η Προύσα έγινε το ορμητήριο των
Ρωμαίων που έδειχναν ανυπόμονοι για
την ανακατάληψη της Πόλης. Σε όλους όμως
ο Θεόδωρος συνιστούσε υπομονή.
«Είναι
νωρίς ακόμα, δεν έχουμε δυνάμεις»
τους έλεγε.
«Αν
βοηθήσουν οι Ακρίτες κι οι Ηγεμόνες θα
γίνουμε ισχυροί. Ο Θεόδωρος Μαγκαφάς
είναι στην Φιλαδέλφεια, ο Λέων Γαβαλάς
στη Ρόδο, ο Θόδωρος Γαβράς στην Παφλαγονία.
Πιο κάτω είναι κι ο Μανουήλ Μαυροζώμης
στον Μαίανδρο. Με όλους όλους αυτούς
γινόμαστε πολύ δυνατοί και παίρνουμε
τους Φράγκους φαλάγγι»
του έλεγαν.
«Για
να βοηθήσουν όλοι αυτοί πρέπει, πρώτα,
να μας δουν ισχυρούς και να υποταχτούν.»
«Θα
γίνουμε ισχυροί αν πολεμήσουμε και
νικήσουμε.»
«Πρώτα
πρέπει να αμυνθούμε. Οι Φράγκοι θα έρθουν
για να πάρουν τη γη που πιστεύουν ότι
τους ανήκει. Πρώτα να τους διώξουμε. Να
επιβιώσουμε και μετά βλέπουμε»
απαντούσε ο Θεόδωρος.
«Δεν
θα τολμήσουν» έλεγαν κάποιοι. «Κέρδισαν
τόσα πολλά στην Πόλη που θα γυρίσουν
πλούσιοι στις πατρίδες τους. Αν ήταν να
έρθουν, θα είχαν έρθει κιόλας.»
«Μη
βλέπετε τώρα. Ακόμα έχουνε τις φαγωμάρες
τους. Ποιος θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας,
ποιος θα πάρει φέουδα στην Ευρώπη και
ποιος την Ασία. Όσο καιρό δεν καταλήγουν,
έχουμε χρόνο να οργανωθούμε για να τους
αποκρούσουμε. Γιατί, μετά, θα έρθουν
οπωσδήποτε»
επέμενε ο Λάσκαρης.
«Αν
έρθει μαζί μας ο Αλέξιος ο Μεγαλοκομνηνός
της Τραπεζούντας, την παίρνουμε την
Πόλη και τώρα»
ισχυρίστηκε ο Παλαιολόγος.
«Δεν
ξέρουμε τι θέλει ο Αλέξιος. Έχει προστάτιδά
του τη Θάμαρ της Γεωργίας και μαθαίνω
ότι θέλει να συμμαχήσει με τους Λατίνους.
Μην υπολογίζετε σε αυτόν.»
«Πρέπει
κάτι να κάνουμε. Η Πόλη του Κωνσταντίνου
δεν μπορεί να μένει σε χέρια ξένα. Ανήκει
στους Ρωμαίους, σε εμάς!»
επέμεναν οι εξόριστοι.
Οι
άρχοντες που είχαν ξεβολευτεί στην
Προύσα, και ζούσαν σαν εξόριστοι,
ανυπομονούσαν. Οι παλιοί Προυσιανοί
άρχοντες δεν ήθελαν να μπλέξουν με τους
σταυροφόρους.
«Πρώτα
πρέπει να πάμε στη Νίκαια»
είπε ο Θεόδωρος. Αυτή
θα είναι η πρωτεύουσά μας. Τώρα που
γινόμαστε πολλοί θα μας δεχτούν και οι
άρχοντές της.»
Ο
Νικηφόρος παρακολουθούσε αυτά που
γίνονταν στο αρχοντικό του Λάσκαρη και
τρόμαζε. Έβλεπε πως η διάλυση της
αυτοκρατορίας θα είχε δραματικές
προεκτάσεις για τις περιφέρειές της.
Ποιος θα υπεράσπιζε την Αττική, το Αιγαίο
ή τη Σέριφο. Θα συγκρατούσε κανείς τους
Φράγκους και τους Ενετούς όταν θα
ξεκινούσαν να τις κατακτήσουν;
Το
καίριο ερώτημα ήταν, τί να υπερασπιστεί
κανείς, για ποιον αυτοκράτορα και για
ποιο ιδανικό; Δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο
κάποιοι μικροηγεμόνες εδώ κι εκεί, όπως
ο Λέων Σγουρός στο Άργος, θα υπερασπίζονταν
τη δική τους γη και εξουσία. Κάποιοι θα
το έβρισκαν πιο εύκολο να δηλώσουν
υποταγή για μείνουν έστω υποτελείς των
Φράγκων ή των βενετών. Κάτι θα τους έμενε
από την επικράτειά τους με αυτή την
κίνηση υποταγής. Άραγε τι θα γινόταν
στην Αττική; Το αγρόκτημά του ποιος θα
το προστάτευε; Την Αγνή και την Μαριαθήνα
και το νεογέννητο ποιος θα τις έσωζε
από τον άγνωστο μέχρι στιγμής κίνδυνο;
Ήταν σίγουρο ότι κάποια στιγμή η απειλή
θα ερχόταν κι αυτές μόνες τους δεν
μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν. Δεν
μπορούσε άλλο να βολοδέρνει στη Βιθυνία
ανάμεσα σε Νίκαια και Προύσα. Δεν μπορούσε
να μένει μαζί με τους Ρωμαίους που είχαν
γίνει φυγάδες κι ονειρεύονταν την ολική
επαναφορά. Τι δουλειά είχε, αλήθεια,
εδώ; Αλλού τον καλούσε το καθήκον του
να είναι!
«Τι
έχεις αγάπη μου και γιατί μελαγχολείς»
τον ρώτησε η Ζωή.
«Σκέφτομαι
ότι ο κόσμος έγινε άνω κάτω. Άλλαξαν όλα
γύρω μας τόσο γρήγορα.»
«Είπα
στην μητέρα μου ότι θα με συνοδέψεις
για να πάω στη Νίκαια στο σπίτι που
μέναμε. Της είπα ότι στον κήπο μας είχα
κρύψει κειμήλια, κοσμήματα και κώδικες
και ότι θέλω να τα ξαναπάρω.»
«Είναι
αλήθεια;»
«Ό,τι
κάτι έκρυψα στον κήπο πριν έρθω να σε
βρω στη Νικομήδεια είναι αλήθεια. Αλλού
είναι το ψέμα. Δεν πάω γιατί τα χρειάζομαι!»
«Έκανες
πολύ καλά κι είπες αυτό το μισό ψέμα.
Έχω ανάγκη να σε δω και να είμαστε επί
τέλους μόνοι μας. Έχουμε τόσα να πούμε.»
«Θα
σε χάσω σύντομα γλυκέ μου Νικηφόρε»
του είπε με θλιμμένο ύφος. «Να
ξέρεις όμως ότι σε αγαπάω κι ότι δεν θα
σε ξεχάσω ποτέ.»
«Κι
εγώ σε αγαπάω, Ζωή. Δεν θα σε ξεχάσω»
της είπε.
Ήταν
αλήθεια πως την αγαπούσε, δεν τόλμησε
όμως να ξεστομίσει κι ένα ψέμα της
παρηγοριάς. Δεν μπόρεσε να της πει να
μην ανησυχεί γιατί δεν θα τον έχανε!
Έστειλε ένα μήνυμα με τον Στέφανο, που
ήταν μαζί του στην Προύσα, προς τον
Ιγνάτιο και το πλήρωμα. Παράγγειλε να
έχουν το «Δήλος» έτοιμο για φόρτωση και
αναχώρηση σε δέκα μέρες το πολύ. Όσο
καιρό το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στην
Απάμεια, οι ναύτες έμεναν μέσα. Σιτίζονταν
σ’ ένα ταβερνείο του λιμανιού με το
οποίο είχε κλείσει συμφωνία ο Ιγνάτιος.
Φυσικά τα έξοδα τα πλήρωνε ο πλοιοκτήτης
που τους έδινε και τον μισθό τους. Πριν
δυο μέρες ο Στέφανος τον είχε πληροφορήσει
ότι είχε βρεθεί ένα καλό φορτίο με
γουναρικά από τη Ρωσία. Είχαν βρει και
χάλκινα σκεύη από τον Πόντο. Το φορτίο
αυτό βρισκόταν αποθηκευμένο στην Απάμεια
κι έπρεπε να ταξιδέψει μέχρι τη Μεσσήνη
της Σικελίας. Αν ο Νικηφόρος ήθελε,
μπορούσαν να το κλείσουν σε πολύ
συμφέρουσες τιμές.
«Αν
δεν θέλεις, Ναύαρχε, να χάσεις όσα
κέρδισες με το ταξίδι μέχρις εδώ, πρέπει
κάτι να κάνεις. Να ταξιδέψουμε και πάλι»
του είχε πει ο Στέφανος.
«Σε
δέκα μέρες το πολύ αναχωρούμε. Σε μια
εβδομάδα θα είμαι κι εγώ στο πλοίο» του
είπε. «Πήγαινε κι ετοιμαστείτε για τη
φόρτωση και την αναχώρηση.»
Έκανε
τα συμβόλαια με τους πωλητές των φορτίων
και πήρε τις συναλλαγματικές των
αγοραστών. Αυτοί θα περίμεναν το φορτίο
τους στη Σικελία. Ύστερα, με δυο γερά
άλογα, πήρε την Ζωή και ξεκίνησαν για
τη Νίκαια. Μια μέρα δρόμος το πήγαινε,
άλλη μια μέρα η επιστροφή και δυο μέρες
εκεί, έμειναν μαζί. Τρία βράδια το όλον.
Έμειναν σε ένα χάνι με την πόρτα και τα
παράθυρά του πάνω στη λίμνη που βρέχει
την πόλη. Έζησαν μια μικρή επανάληψη
της διαμονής τους στο ψαράδικο καλύβι
έξω από τον Ακρίτα. Ήταν άλλο ένα μικρό
διάλειμμα ευτυχίας στη ζωή τους που
είχε βαρύνει επικίνδυνα μετά από όλα
τα τελευταία γεγονότα. Τόσο μόνο μπόρεσαν
να κλέψουν μέσα στην φοβερή πίεση των
στιγμών.
«Όταν
γυρίσουμε στην Προύσα, εσύ θα φύγεις,
έτσι δεν είναι;»
τον ρώτησε η Ζωή προβληματισμένη.
«Ναι.
Πρέπει να φύγω.»
«Αυτή
τη φορά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε
να ξαναβρεθούμε ποτέ» του
είπε. Η θλίψη ήταν ζωγραφισμένη στα
μάτια της. «Ας
αποχαιρετιστούμε για πάντα.»
«Δεν
ξέρω το μέλλον, Ζωή, δεν μπορώ να προβλέψω
τίποτε»
της είπε. «Μην
προδικάζεις κι εσύ τίποτε γιατί όλα
είναι συγκεχυμένα. Δεν ξέρω τί θα
συναντήσω στην Αθήνα. Στρατός δεν υπάρχει
να υπερασπιστεί τίποτε και κανέναν,
ούτε αρχή αναγνωρισμένη. Θα υπάρχει
άραγε το αγρόκτημα; Δεν μπορώ να
αδιαφορήσω. Από μένα περιμένουν την
προστασία πολλοί άνθρωποι, όχι μόνο η
Αγνή και το παιδί ή τα παιδιά. Δεν μπορώ
να τους την στερήσω, δεν μπορώ να χαθώ
σαν να μην υπήρξα ποτέ γι αυτούς. Εσύ,
τουλάχιστον εδώ, κοντά στον Λάσκαρη
μπορεί να νιώθεις ασφαλής. Γι αυτό είμαι
σίγουρος. Εκεί κάτω στην Αθήνα, όμως,
κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί.»
«Καταλαβαίνω»
του
είπε. «Σε
είδα πόσο ανησυχούσες.»
«Να
ξέρεις ότι δεν θα αλλάξει ποτέ αυτό που
νιώθω για σένα. Ποτέ! Το καταλαβαίνεις
αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Ναι,
εντάξει»
τον καθησύχασε. «Το
καταλαβαίνω! Κι εγώ το ίδιο νιώθω!»
Απόλαυσαν
και πάλι ελεύθερα ο ένας την παρουσία
του άλλου. Υπήρχε ένας κόμπος στον λαιμό.
Ήταν ο επικείμενος κι αναγκαίος χωρισμός
που τον προκαλούσε. Έκαναν έρωτα και
πήγαν μακρινές βόλτες έξω από τα τείχη
της πόλης, δίπλα στην λίμνη και στους
τριγύρω λόφους. Ήταν επικίνδυνο, αλλά,
δεν έδωσαν σημασία. Το ένιωσαν, όμως,
όταν τους επιτέθηκαν τρεις ληστές για
να τους πάρουν τα άλογα και ό,τι άλλο
είχαν πάνω τους. Ο Νικηφόρος τους
αντιμετώπισε γερά. Η Ζωή δεν δίστασε να
πολεμήσει κι εκείνη με ένα μαχαίρι που
είχε στο θηκάρι του αλόγου της. Απέκρουσαν
την ξαφνική επίθεση και κατάφεραν να
πηδήσουν στα άλογά τους και να εξαφανιστούν.
Ξέφυγαν χωρίς απώλειες κυρίως γιατί οι
ληστές δεν περίμεναν την σθεναρή
αντίστασή τους. Μετά από αυτό το επεισόδιο,
όμως, περιορίστηκαν σε περιπάτους μέσα
από τα τείχη. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος
που είχαν ήταν ελάχιστος και πολύ σύντομα
πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Ο
Νικηφόρος ένιωθε πως είχε δέσει την
καρδιά του μαζί της με ακατάλυτα δεσμά.
Ήταν κατηφής που έπρεπε να την αφήσει.
Στην πραγματικότητα, δεν είχε κανένα
σχέδιο για το μέλλον. Το πιθανότερο ήταν
να μην την ξανάβλεπε ποτέ. Θα ήθελε να
της πει να φτιάξει τη ζωή της ανεξάρτητα
από αυτόν αλλά δεν ήξερε πως να το
εκφράσει. Τα λόγια δεν έβγαιναν από το
στόμα του γιατί κυριαρχούσε η φωνή της
λογικής κι όχι της καρδιάς. Αν μιλούσε
όπως πραγματικά ήθελε, τότε θα της έλεγε
«Μη
με ξεχνάς!» Αυτό
ήθελε να της πει και να της φωνάξει.
«Να με περιμένεις και να με σκέφτεσαι
κάθε μέρα και κάθε ώρα όπως θα σε σκέφτομαι
κι εγώ! Και θα ξαναγυρίσω. Δεν ξέρω πώς,
ξέρω όμως ότι θα έρθω κάποια στιγμή να
σε βρω. Γιατί στο νου μου δεν θα έχω άλλο
τίποτε εκτός από σένα και το πώς θα
ξανάρθω εδώ πίσω όπου μένεις εσύ. Όσο
μου λείπεις, εγώ δεν θα ζω”!
Πως
να ξεστόμιζε, όμως, τέτοια πράγματα; Πώς
γινόταν να φερθεί τόσο ανεύθυνα απέναντί
της; Πώς να την ξεσήκωνε για να τον
περιμένει όταν εκείνος δεν μπορούσε να
δει κανένα δρόμο επιστροφής; Πόσο δίκαιο
θα ήταν εξάλλου να αγωνιούν ο ένας για
τον άλλον; Εκείνος να αγωνιά για να την
ξαναδεί ζώντας με την γυναίκα, τα παιδιά
του και το αγρόκτημά του. Εκείνος με την
οικογένειά του, τους φίλους του, τη ζωή
του. Κι εκείνη να τον σκέφτεται το ίδιο
αλλά να ζει μόνη, σε μέρος που της ήταν
άγνωστο μέχρι πριν λίγο. Εκείνη χωρίς
οικογένεια άλλη εκτός από την μάνα της,
στο έλεος ξένων ανθρώπων. Κι η μάνα της
ακόμα θα μαράζωνε βλέποντας την μοναχοκόρη
της να λιώνει χωρίς ελπίδα και μέλλον;
Όχι
βέβαια, δεν μπορούσε να γίνει τόσο
σκληρός με τις ζωές των άλλων. Δεν
μπορούσε να γίνει τόσο άδικος μαζί της.
Αν ήθελε να την προστατέψει από την
αγωνία και τον άδικο πόνο, έπρεπε να
γίνει σκληρός. Δεν μπορούσε να κάνει
αλλιώς παρά να την προτρέψει να τον
ξεχάσει εντελώς. Μακάρι να μπορούσε να
τον αντικαταστήσει με έναν άλλον στην
καρδιά και στο κρεβάτι της. Μακάρι να
ζούσε μια ζωή κανονική, όπως θα ζούσε
εκείνος τη δική του. Όσο δύσκολο κι αν
του ήταν, της το είπε. Ήταν λίγο απότομος.
«Δεν
θα ξαναγυρίσω ποτέ!» της
είπε ξερά.
Εκείνη
δεν μίλησε. Τον άκουσε ανέκφραστη και
δεν τον κοίταξε στα μάτια. Δεν ήθελε να
τον καταλάβει αν της έλεγε αλήθεια ή
ψέματα! Προτιμούσε να σταθεί στο “ποτέ”
που της το είπε τόσο αποφασιστικά. Μόνο
λίγο πριν στρίψουν τη δημοσιά για την
Ανατολική Πύλη, κάτω από ένα πλατύφυλλο
δέντρο σταμάτησαν. Κατέβηκαν και οι δυο
από τα άλογά τους για μια τελευταία
στάση. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με
ολοφάνερη ταραχή.
«Μ’
αγαπάς;» τον
ρώτησε ψιθυριστά.
«Ναι.
Το ξέρεις!» της
απάντησε εξ ίσου ταραγμένος και την
έσφιξε στα μπράτσα του.
Ανέβηκαν
πάλι στα άλογα και μπήκαν απ’ την
κεντρική πύλη. Είχαν δώσει το
αποχαιρετιστήριο φιλί. Έτσι ένιωθαν κι
οι δυο. Ήταν ερωτευμένοι με έναν έρωτα
δυνατό που, όμως, ήταν εκ των πραγμάτων
καταδικασμένος.
*********************************
Η συνέχεια αύριο Τρίτη.