Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

In memoriam Edgar Allan Poe. NEVERMORE!


Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε πέθανε σαν αύριο 7 Οκτώβρη, σε ηλικία μόλις 40 ετών πριν από πολλά (165) χρόνια. Από σήμερα λοιπόν είπα να αναρτήσω μια σχετική αναφορά μια και ο Πόε μου άρεσε πάντα ιδιαίτερα.
Θεωρείται ο δημιουργός, του αστυνομικού μυθιστορήματος, της λογοτεχνίας τρόμου αλλά και των ιστοριών φαντασίας. Στην Αμερική όπου όλα εξογκώνονται γνώρισε μια τρομερή και ξαφνική επιτυχία με τη δημοσίευση του ποιήματος το Κοράκι το 1845. Μέσα σε λίγες μέρες ή εβδομάδες κυκλοφορούσε παντού και προκάλεσε πάταγο και τρομερές κριτικές υπέρ του Πόε που ζούσε ως τότε αγνοημένος από τον πολύ κόσμο και με πολλά προβλήματα. Ο αργός θάνατος της γυναίκας του (και πρώτης ξαδέλφης του) Βιργινίας, που την παντρεύτηκε όταν ήταν 13 ετών και πέθανε στα 25 της, τον παρακίνησε να γράψει κείμενα που έδειχναν όλη την σαπίλα και τη ματαιότητα της κοινωνίας των ανθρώπων. Το έριξε και στο αλκοόλ το οποίο τελικά τον σκότωσε. Κατακρίθηκε πολύ ακόμα και μετά θάνατό του από τους αξιοπρεπείς Αμερικανούς. Αναγνωρίστηκε πολύ αργότερα και τοποθετήθηκε στη θέση που του αξίζει. Ακόμη και οι βιογραφίες του ήταν για δεκαετίες εχθρικές απέναντί του και αργότερα διορθώθηκαν με αποκαλύψεις στοιχείων για τη ζωή και τον χαρακτήρα του.
Ταλαιπωρημένος αλλά μεγάλος ο Πόε όπως και πολλοί όμοιοί του προχώρησε στον δρόμο της μοναχικότητας και του περιθώριου. Πέθανε στα 40 του από τις ταλαιπωρίες και το αλκοόλ που ήταν το αντίδοτο στην ψυχική φθορά και το αίτιο της φυσικής φθοράς του.
Στα ελληνικά το Κοράκι μετέφρασε ο Κώστας Ουράνης. Εγώ έχω και μια μετάφραση του Νίκου Προσθετόπουλου, καλή κι αυτή. Κι άλλοι το μετάφρασαν (Ηλίας Πολυχρονάκης, Γιώργος Μπλάνας, Αρσένης Γεροντικός κλπ). Οι μεταφράσεις είναι αρκετά ελεύθερες στην απόδοσή τους. Του Ουράνη είναι η πιο διαδεδομένη. Θα το δώσω το ποίημα ολόκληρο για όποιον θελήσει να το διαβάσει.

Μιλά για την Λεονώρα του που έχει πεθάνει πρόσφατα αλλά αυτός ελπίζει να την διατηρήσει στη μνήμη του σαν ζωντανή και ψάχνει να την αναγνωρίσει σε αντικείμενα ή και στην φαντασία του ακόμα. Το μαύρο κοράκι όμως μπαίνει μέσα στο δωμάτιό του και του θυμίζει με κάθε τρόπο ότι “ποτέ πια” δεν θα την ξαναδεί. Αυτό το “nevermore” το “ποτέ πια”, την οριστικότητα του θανάτου, το τέλος που έρχεται για όλα τα ανθρώπινα και τα εγκόσμια, έμβια ή και άβια, τονίζει το ποίημα.



Για το ποίημα αυτό όμως έχει μιλήσει ο Σεφέρης με ένα δικό του ποίημα (που το έγραψε στην Κορυτσά το 1937) εμπνευσμένο από αυτό το “Κοράκι” και τον Ε.Α. Πόε. Είναι το RAVEN (in memoriam E.A.P.). Μερικοί στίχοι από αυτό το ποίημα λένε (για το Κοράκι):
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ' αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Πολύ περισσότερα είπε ο Γιώργος Σεφέρης με τους στίχους του αυτούς από κάθε πεζή λογοτεχνική ανάλυση. Το ποίημα τώρα του Έντγκαρ Άλαν Πόε σε μετάφραση Αρσένη Γεροντικού (που μου φάνηκε καλύτερη από τις άλλες)

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ 

1
Κάποια βαρειά μεσάνυχτα όλο θλίψη,
όταν με ανία και κούραση είχα σκύψει
σε βιβλίο επάνω, γεμάτο αλλόκοτη σοφία παληά.
ενώ έγερνα την κεφαλή σαν ναρκωμένος,
ακούστη ξάφνου κάποιος ήχος μουδιασμένος,
σαν κάποιος να χτυπά δειλά. στη θύρα να χτυπά.
Θε νάναι βέβαια, κάποιος ξένος, είπα, που στη θύρα μου χτυπά.
Μονάχα αυτό. Σαν τι άλλο πια!

2
Α! καθαρά στη μνήμη τώρα ξαναφέρνω,
πως αυτό κάποιο Δεκέμβρη ήταν παγωμένο.
Το κάθε αθράκι σβηώντας, έγραφε στο πάτωμα τη δική του σκιά.
Πρόθυμα την αυγή αποζητούσε η σκέψη
γιατί του κάκου στα βιβλία είχα γυρέψει
Μια αναστολή στον πόνο για τη Λενώρα που έφυγε μακρυά.
Την σπάνια κόρη που την λέει Λενώρα Αγγέλων ή λαλιά
μα δίχως όνομα εδώ πια.

3
Και κάθε θρόισμα, αχνό, μεταξωτό, θλιμμένο,
που έφτανε απ` τον μπερντέ τον πορφυροβαμμένο,
Με αντάριαζε, γεμίζοντάς με με πρωτόφαντη αγωνία βαθιά.
Έτσι που, για να σβήσει της καρδιάς ο χτύπος,
στεκόμουν, και κάθε στιγμή σκεφτόμουν μήπως
κάποιος ξένος στην κάμαρη να μπει ζητά.
Κάποιος πάρωρος ξένος, που `δω μέσα να φανεί ζητά.
Μονάχα αυτό. Όχι άλλο πια.

4
Τώρα σαν να `νιωσε η ψυχή καινούργιο θάρρος.
και κάθε δισταγμού αποδιώχνοντας το βάρος,
Κύριε, είπα, είτε Κυρία, ας με σχωρέσει η αγαθή σας η καρδιά.
Ο ύπνος με είχε αληθινά ναρκώσει,
και με αβρότητα χτυπήσατε σεις τόση,
στου δωματίου τη θύρα. τόσο κρούσατε αλαφριά,
που δίσταζα. ύστερα άνοιξα την πόρτα μου πλατιά.
Μα είδα τη νύχτα όχι άλλο πια!

5
Έτσι, της σκοτεινιάς αφεύοντας το βάθος,
Με αμφιβολία στεκόμουν, δισταγμό και πάθος.
Βλέποντας όνειρα που άλλη ψυχή να ιδεί δεν τόλμησε καμιά.
Μα την σιωπή μιλιά δεν τάραξε καμία,
και η μόνη λέξη στην αθρόιστη ηρεμία
ήταν εκείνη που είπα εγώ: Λ ε ν ώ ρ α, λέξη μια.
Αυτήν ψιθύρισα. και είπε η ηχώ: Λενώρα. μεσ` στην σιγαλιά.
Αυτό ήταν όλο. όχι άλλο πια.

6
Ξάφνου, σαν γύρισα στην κάμαρή μου πίσω,
χωρίς την φλόγα πώκαιε την ψυχή να σβήσω.
Μου εικάστηκε πως κρούουν ξανά κάπως πιο θαρρετά.
Αχ! σίγουρα, είπα, κάτι κρύβεται εκεί πίσω,
κάτι που εις του παραθυριού στέκει το γείσο.
Ας δούμε, σκέφτηκα, τι κρύβουν τα μυστήρια αυτά.
Ας βρει μια λύση, αφού ησυχάσει λίγο, αυτή η καρδιά.
Ο αγέρας θα είναι. όχι άλλο πια.

7
Διάπλατα του παραθυριού τα φύλλα ανοίγω.
Τότε με θόρυβο και θράσος όχι λίγο,
Κοράκι μπαίνει, καθώς στις άγιες παληές μέρες, με αρχοντιά.
Ούτε με χαιρετάει, ούτε με κοιτάζει.
μα δείχνει πως καθόλου δεν διστάζει.
Στης κάμαρης τη θύρα με αξιοπρέπεια στέκεται παληά.
στης Αθηνάς το μπούστο, από τη θύρα λίγο πιο ψηλά.
Στέκει. καθίζει. όχι άλλο πια.

8
Μα το πουλί, όπoυ του εβένου έχει το χρώμα,
σε χαμόγελο βιάζει το πικρό μου στόμα,
με την επίσημη αξιοπρέπεια της στάσης που κρατά.
Κι αν έχει ο χρόνος, είπα, το κεφάλι σου μαδήσει,
αλήθεια να σε πει δειλό κανείς πώς θα τολμήσει;
Σαν τι σε φέρνει, αρχαίο πουλί, τη νύχτα απ` το γιαλό μακρυά;
Ποιο τ` όνομά σου στην πλουτώνεια, νύχτια ακρογιαλιά;
Κι αυτό αποκρίθη: Ποτέ πια.

 9
Μπροστά στ` άχαρο τ` όρνιο αλήθεια είχα σαστίσει,
σαν τ` άκουσα έτσι σοβαρά να μου μιλήσει.
Αν και τα λόγια του λίγο είχαν νόημα, ουσία σχεδόν καμιά.
Τι δεν μπορεί κανείς να μην κάμει τη σκέψη,
Πως ανθρώπινο πλάσμα δεν είχε αγναντέψει.
Ποτέ τέτοιο πουλί στητό στης κάμαρής του τη μπασιά.
ζώο ή πουλί, στητό στο μπούστο, στην πόρτα του μπροστά,
με όνομα τέτοιο: Ποτέ πια!

 10
Μα το Κοράκι, που γαλήνια είχε καθίσει
στον ακίνητο μπούστο, μόνη είχε μιλήσει
αυτή τη λέξη, σαν να ξεχύνει την ψυχή στη λέξη αυτή την μια.
Άλλο δεν είπε λόγο πια σε μένα.
ούτε φτερό δεν σάλεψε κανένα,
Και σκέφτηκα: πριν απ` αυτό άλλοι φίλοι φύγανε μακριά.
Σαν τις ελπίδες, αύριο πετάει και αυτό μακριά.
Το Κοράκι είπε: Ποτέ πια.


11
Ταραγμένος, σαν είδα τη σιωπή κομμένη
με μιαν απόκριση έτσι καλοζυγιασμένη,
σίγουρα, σκέφτηκα, δεν ξέρει τ` όρνιο λέξη άλλη καμιά.
Από κάποιον του κύριο, την έχει αυτό κρατήσει,
που η δυστυχία τον έχει αλύπητα χτυπήσει,
έτσι που ο θρήνος χώνεψε, σαν σε επωδό, σε λέξη μια.
έτσι, που απόμεινε, σαν της ελπίδας μοιρολόι λέξη μια.
ετούτη η λέξη: Ποτέ πια!

12
Μα ως το πουλί, με την αλλόκοτή του στάση
έβιασε το πικρό μου στόμα να χαμογελάσει
Έσπρωξα κάθισμα απέναντι σ` αυτό, τη θύρα και τη θεά,
Και καθώς κάθισα η φαντασία μου, ερεθισμένη,
όνειρο με όνειρο άρχισε ευθύς να δένει,
κι έλεγα τι, το μοιραίο όρνιο, που χρόνια μου `στειλαν παληά,
τι θέλει το σημαδιακό αυστηρό πουλί, που στέλνει η λησμονιά
να πει με αυτό το: Ποτέ πια;

13
Στο νόημα τούτο πάσκιζα να μπω ολοένα,
κοιτάζοντας, χωρίς να πω λόγο κανένα,
τ` όρνιο, που μου φλογίζαν τα πυρά του μάτια την καρδιά.
Με τριβέλιζε η σκέψη αυτή, μα και κάποια άλλη,
ενώ έγερνα ήσυχα στο μαξιλάρι το κεφάλι.
στο μαξιλάρι το λουσμένο από της λάμπας την φεγγοβολιά,
στο βιολετί βελούδο, όπου στης  λάμπας την φεγγοβολιά,
εκείνη δεν θα γύρει ποτέ πια.

14
Σαν να φούντωσε τότε μ` ευωδιές το αγέρι
θυμιατού όπου αόρατο κρατούσε χέρι
αγγέλου, που απ` το πόδι του θρόιζαν μόλις τα χαλιά.
Άμοιρε, φώναξα, ο Θεός σ` ευφραίνει τώρα,
στέλνοντάς σου με κάποιο Σεραφείμ, σαν δώρα,
ανάπαψη και νηπενθή για την Λενώρα, την κόρη την γλυκειά.
Αχ! πιες, χάρου το βάλσαμο, που σού χαρίζει η λησμονιά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.

15
Προφήτη είπα, πλάσμα εσύ δαιμόνιο.
Προφήτη, ναι, είτε είσαι σατανάς είτε όρνιο,
είτε σε στέλνει ο Πονηρός, είτε `δω πέρα τ` αγριοκαίρι σε ξερνά,
πάντοτε αδάμαστο, αν και απελπισμένο,
επάνω στο έρμο χώμα αυτό το στοιχειωμένο,
πες, σού προσπέφτω, για το σπίτι αυτό της φρίκης βρίσκεται γιατριά;
Βρίσκεται, πες μου, στη Γαλαάδ φάρμακο για τούτη την καρδιά;
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.

16
Κι είπα: Προφήτη εσύ, με διάστροφη την γνώμη,
σατανά ή όρνιο, μα προφήτη ακόμη,
για τον Θεό που προσκυνάμε. για του κοίλου ουρανού την απλωσιά,
πες στην ψυχήν αυτή, που η πίκρα την ποτίζει
αν στην Εδέμ την μακρυνή μπορεί να ελπίζει,
πως θε να σφίξει την σεμνή την αγνή κόρη μεσ` στην αγκαλιά,
αυτήν που τώρα Λενώρα την φωνάζει Αγγέλων η λαλιά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.

17
Σκώθηκα κι είπα: ας γένη η λέξη αυτή σημάδι
του χωρισμού μας. Αχ! πουλί ή πλάσμα του Άδη
Γύρνα στη θύελλα. στην πλουτώνεια, νύχτια ακρογιαλιά.
Μη μείνει εδώ μαύρο φτερό που να θυμίσει
την ψευτιά, που η φωνή σου έχει εδώ μιλήσει.
Πέτα απ` το μπούστο, άσε με στην μαύρη μου ερημιά.
Απ` την καρδιά μου ανάσυρε το νύχι σου. πέταξε μακριά.
Το κοράκι είπε: Ποτέ πια.

18

Και το Κοράκι καθώς να `ταν πετρωμένο
στέκεται πάντα εκεί ψηλά στημένο
στ` ωχρό της θεάς κορμί, στης κάμαρης επάνω την μπασιά.
Και το μάτι του λάμπει πάντα σαν το μάτι
πονηρού δαίμονα, που μαγγανεύει κάτι.
Και της λάμπας το φως στο πάτωμα του γράφει τη σκιά.
Μα κι η ψυχή μου πέρα από τον κύκλο, που γράφει αυτή η σκιά,
δεν θα πετάξει ποτέ πια.

Μια τελευταία σημείωση:
Ίσως θα παρατηρήσατε τις αναφορές στο ελληνικό παρελθόν (Αθηνά, Πλούτων) και στο εβραϊκό (Γαδαάδ, Έδεμ) που είναι ισοβαρείς. Ο Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη, την πιο πολιτισμένη πόλη της Αμερικής (ιδιαίτερα στον 19ο αι.) όπου η Ελλάδα θαυμαζόταν σαν λίκνο του πολιτισμού (της λογικής) και η Ιουδαία σαν λίκνο της θρησκείας (της ψυχής).