Με την ευκαιρία του
κυριακάτικου ιστορικού περιπάτου στη Δραπετσώνα για τον οποίο έγραψα χτες ΕΔΩ
και πριν δέκα μέρες περίπου ΕΔΩ, είπα να αναφέρω μια ιστορία από την πρόσφατη ιστορία
της Δραπετσώνας, εκείνη που της προσέφερε και ένα αφήγημα που την συνοδεύει από
τότε και ένα τραγούδι που έγινε ο “εθνικός” της ύμνος.
Είναι η ιστορία της
“Μάχης της Παράγκας”, της μάχης που δόθηκε ανάμεσα στους κατοίκους και την
Πολιτεία γύρω από το θέμα της στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων και
παραπηγματούχων. Η Πολιτεία ήθελε την οργανωμένη δόμηση, οι κάτοικοι την
αυτοστέγαση.
Την ιστορία εξάγουμε
από το υπό έκδοση από την Ένωση Ποντίων βιβλίο των Γ.Χατζόπουλου και Γ.Τσιρίδη με
τίτλο “Από τον Πόντο και τη Μικρασία, εδώ στον Πειραιά … στη Δραπετσώνα”. Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Γιώργου Χατζόπουλου
ΑΥΤΟΣΤΕΓΑΣΗ
ή ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΔΟΜΗΣΗ;
Η μάχη της παράγκας είναι ένα ζήτημα
που ανέδειξε και κατέγραψε τη Δραπετσώνα με ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό τρόπο
στις συνειδήσεις των Ελλήνων μέσα από τους στίχους του Λειβαδίτη και τη μουσική
του Θεοδωράκη «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί...». Ωστόσο, ακόμα και
μέχρι σήμερα δεν έχει ξεκαθαρίσει που ήταν το δίκιο, που η υπερβολή, που η
προδοσία και που το άδικο. Η χούντα ήρθε και σκέπασε τα πάντα με ένα πέπλο που
ακόμα και σήμερα μένει ανέγγιχτο.
Είχαν δίκιο να ζητούν αυτοστέγαση και
τι εννοούσαν με αυτό τον όρο οι Δραπετσωνίτες που έδωσαν αγώνες με την
αστυνομία για να σώσουν τα κτισμένα με ιδρώτα και αίμα σπίτια τους, κι ας ήταν
παράγκες; Η οργανωμένη δόμηση μπορούσε να δώσει λύση, αν ετίθετο υπό τον έλεγχο
της δημοκρατικά εκλεγμένης δημοτικής αρχής όπως έγινε αργότερα στην Ανάληψη, το
Ταμπάκικο, με τους σεισμόπληκτους κλπ.;
Αν το κίνημα ήταν πιο διαλλακτικό θα υπήρχε μια καλύτερη ποιότητα κτισμάτων
στον χώρο της οργανωμένης δόμησης; Ποια αυτοστέγαση και με ποιους συντελεστές
δόμησης θα μπορούσε να γίνει στον στενό χώρο όπου ήταν στοιβαγμένες οι παράγκες;
Ερωτήματα σαν αυτά δεν μπορούν να
απαντηθούν πλέον σήμερα. Ο καθένας μπορεί να δώσει την απάντηση που τον
δικαιώνει. Η πραγματικότητα όμως έγραψε ότι κτίστηκαν πολυκατοικίες κακής
ποιότητας αλλά τουλάχιστον η πόλη απέκτησε πράσινο.
Τα γεγονότα καταγράφτηκαν περισσότερο
στις μνήμες παρά στο χαρτί και όταν παρουσιάστηκαν κάποια στιγμή έντυπα στο
ημερολόγια του πολιτιστικού συλλόγου «Θυμοίτης» το 2002 στην περιγραφή της μάχη της παράγκας η θέση του συλλόγου
ήταν καθαρά υπέρ της αυτοστέγασης.
Αντίλογος δεν υπάρχει. Οι ενάντιοι
στις απόψεις που εκφράζει το ημερολόγιο και που τις διακονούσαν οι τότε
μαζικοί φορείς, ο σύλλογος προσφύγων, η δημοτική αρχή κλπ., δεν χρειάστηκε να
πείσουν κανένα για την ορθότητα των δικών τους προτάσεων.
Με το όπλο παραπόδα και τα κρατητήρια
σαν απειλητική σπάθα πάνω από τα κεφάλια των διαφωνούντων, γκρέμισαν τις παράγκες,
γκρέμισαν «τα σπιτάκια που κι αυτά είχαν ψυχή» και έχτισαν την οργανωμένη
δόμηση όπως αυτοί την εννοούσαν, χωρίς ασανσέρ για τετραώροφα κτήρια, χωρίς
κεντρικές θερμάνσεις, με ελλείψεις και προβλήματα αλλά πάντως έκτισαν μια νέα
πόλη. Αυτή η νέα πόλη είναι κατά 35-40% περίπου η σημερινή Δραπετσώνα.
Η μάχη της παράγκας καταγράφτηκε όμως
συναισθηματικά σαν μια πράξη αντίστασης, έστω και τυφλής, απέναντι σε μια
εξουσία που εθεωρείτο εξ αρχής αντιλαϊκή και εχθρική για ανθρώπους που η
Πολιτεία τους είχε κατατάξει από καιρό και με πλήθος πράξεων και παραλείψεών
της στην β’ κατηγορία
Η μάχη
για την Αυτοστέγαση
Τον Φεβρουάριο του 1960 η Κυβέρνηση
Καραμανλή εξάγγειλε τη διάθεση 260 εκατομμυρίων δρχ. για την πραγματοποίηση
ρηξικέλευθου προγράμματος στεγαστικής αποκατάστασης προσφύγων και γηγενών.
Επρόκειτο για την κατασκευή με εργολαβία 3.500 διαμερισμάτων, τετραώροφων και
οκταώροφων, εκ των οποίων 1.200 προορίζονταν για τη Δραπετσώνα (οι 1.100 για Αθήνα
και οι 1.200 για Θεσσαλονίκη).
Η θέση της Δραπετσώνας υπήρξε
κάθετα αρνητική. Ο Δήμος με επικεφαλής τον δήμαρχο Μαρίνο Κοσκινά συγκρότησε
Επιτροπή ενώ δραστηριοποιήθηκε ο σύλλογος προσφύγων που είχε Πρόεδρο τον Αβραάμ
Κοντόπουλο. Καταγγέλθηκαν οι προθέσεις της κυβέρνησης που ήθελε εργολαβία αφού πρώτα γκρεμιστούν τα υπάρχοντα σπίτια και κριτήρια «κοινωνικά» που μπορεί να έκρυβαν
διακρίσεις στον καθορισμό των δικαιούχων.
Προβλήθηκε το αίτημα της
αυτοστέγασης, δηλαδή αντί να γκρεμίσουν όλες οι παράγκες και να κτιστεί ο νέος
συνοικισμός στη θέση του παλιού εξ αρχής, πρότειναν την «επί τόπου αυτοστέγαση»
για όλους. Ήταν ένα αίτημα πιο πολύ
πολιτιστικό και αμυντικό παρά μια πραγματική πολεοδομική εναλλακτική πρόταση.
Ακόμη και η τοπική ΕΡΕ αντέδρασε μέσα στο γενικό κλίμα που επικρατούσε.
Για την αυτοστέγαση ακούγονταν πολλές
γνώμες (διώροφα με δύο ιδιοκτήτες ανά κατοικία κλπ.) αλλά δεν υπήρχε σαφές
σχέδιο ακόμα.
Αντέδρασαν και οι επαγγελματίες καθώς φοβήθηκαν ότι στη σχετική υπουργική απόφαση δεν θα προβλεπόταν τίποτα γι αυτούς. Φοβούνταν ότι, απλά, θα έχαναν και τα
μαγαζιά και τη πελατεία και τον τρόπο ζωής τους που με κόπους είχαν κτίσει.
Οργανώθηκε στις 11 Αυγούστου 1960 μια
απεργία των καταστηματαρχών που είχε καθολική επιτυχία και συμπαράσταση και από
τους κατοίκους και τους επαγγελματίες των Ποντιακών και της Κανελλοπούλου. Να
μη ξεχνάμε ότι η Δραπετσώνα ήταν ακόμα περιορισμένη μέχρι την Κανελλοπούλου που
ήταν το όριό της με το γειτονικό Κερατσίνι. Η Κυβέρνηση σε απάντηση έστειλε τα
πρώτα 499 ονόματα των υπό κατεδάφιση οικογενειών του Αγίου Φανουρίου, με εντολή
να έχουν γκρεμίσει μέχρι 15 Σεπτεμβρίου.
Οι Δραπετσωνίτες απάντησαν με μεγάλη
συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Ολύμπια στις 21/8/60. Χιλιάδες κόσμου έξω από το
σινεμά και ομιλητές ήταν όλοι οι μαζικοί φορείς και οι παράγοντες της περιοχής
της Δραπετσώνας. Το αίτημα για αυτοστέγαση ήταν το ενοποιητικό στοιχείο των
συμμετεχόντων
Πρόεδρος της συγκέντρωσης εκλέχτηκε ο κ. Αθ. Ασιατίδης, και
γραμματέας ο Κ. Κυριακίδης. Μίλησαν ο Αβραάμ Κοντόπουλος ως γενικός εισηγητής,
ο δήμαρχος Μαρίνος Κοσκινάς,ο Γιώργος Καρασάββας ως πρόεδρος των βομβοπλήκτων,
ο Χαρ. Δημητριάδης ως πρόεδρος των επαγγελματοβιοτεχνών, ο Δ.Μισαηλίδης ως
δήμαρχος Κερατσινίου αλλά και Δραπετσωνίτης πρώτος δήμαρχος και βουλευτές της
ΕΔΑ, της Δημοκρατικής Ένωσης, των Φιλελευθέρων κλπ.
Η συγκέντρωση ήταν καθολική και μεγαλειώδης και καθόρισε τις
εξελίξεις. Διαμόρφωσε κλίμα αγωνιστικό με αίτημα την αυτοστέγαση.
Τα πράγματα αγριεύουν, η μάχη της παράγκας
Ήδη λοιπόν από τον Αύγουστο του
1960 όλοι οι φορείς τάχτηκαν υπέρ της αυτοστέγασης και της ανάκλησης της
υπουργικής απόφασης της κυβέρνησης Καραμανλή. Ακόμα και ο Καρασάββας, που στη
συγκέντρωση στο Ολύμπια ξεκίνησε να μιλήσει υπέρ των πολυκατοικιών, συντάχτηκε
τελικά με την επιθετική πλειοψηφία που είχε σταθερή άποψη. Ο Γιάννης
Τουλουμτζής που μετείχε ενεργά στο κίνημα της αυτοστέγασης περιέγραφε αργότερα
πως στο κλίμα που επικρατούσε δεν μπορούσε να ακουστεί άλλη φωνή.
Ο Βενιζέλος πήρε θέση υπέρ των απόψεων των προσφύγων και του
Δήμου και κατά της κυβέρνησης και επισκέφτηκε τη Δραπετσώνα στις 7 Σεπτέμβρη
1960. Έγινε χαμός. Κόσμος πολύς, αστυνομία, αντεγκλήσεις και στο τέλος ξύλο
πολύ.
Τραυματίστηκαν η Μαρία Κουροπούλου, ετών 56, ο Αλ. Γάκας, η
Κορνηλία Χαράτση, συνελήφθη ο Α. Μαυρουδής, ενώ ιδιαιτέρως διακρίθηκε σε
τρομοκρατικές πράξεις κατά των προσφύγων ο αξιωματικός ασφάλειας Βρεττάκος (από
την Αθηναϊκή 8/9/60)
Από τους 500 που είχαν οριστεί να γκρεμίσουν υπάκουσαν μόνο
138 όταν έληξε η προθεσμία της κυβέρνησης. Ήταν φανερό ότι τα πράγματα είχαν
χειροτερέψει πολύ και το φρόνημα των παραπηγματούχων έμενε υψηλό. Η κυβέρνηση
απαγόρευσε τις διαδηλώσεις αλλά εις μάτην.
Το πρωί της 14 Νοεμβρίου 1960 έγινε μεγάλη έφοδος της
αστυνομίας και συνεργείων κατεδαφίσεως και τότε δόθηκε μια ομηρική μάχη. Σκηνές
απίστευτες εκτυλίχτηκαν με τους κατοίκους να υπερασπίζονται τα σπίτια τους, την
αστυνομία να κτυπά και τα συνεργεία να προσπαθούν να κατεδαφίσουν. Έγινε
ντόρος, ήρθαν βουλευτές της αντιπολίτευσης, κινητοποιήθηκαν δικαστικοί
μηχανισμοί και βγήκε μια αναστολή εκτέλεσης των κατεδαφίσεων.
Όταν βγήκε η αναστολή εξώσεων, δόθηκε η άδεια
να επισκευαστούν οι γκρεμισμένες παράγκες. Αυτό έγινε με παλλαϊκή συμμετοχή και
έδειχνε την ακλόνητη θέληση και το πείσμα των ανθρώπων να συνεχίσουν έναν αγώνα
που τον θεωρούσαν αγώνα ζωής.
Τρία σπίτια από εκείνα που δέχτηκαν
τις επιθέσεις των κατεδαφιστών ανοικοδομήθηκαν. Ήταν τα παραπήγματα της Κορνηλίας
Μωυσιάδου, της Μπέμπας Τσαρόγλου και της Χριστίνας Λόκου
Μια καταγραφή των τραυματιών της
μάχης της 14ης Νοέμβρη 1960 (από το ημερολόγιο του πολιτιστικού συλλόγου “Θυμοίτης”):
Κορνηλία Μωϋσιάδου (έπαθε εγκεφαλική
διάσειση), Δέσποινα Σικαλή, Σοφία Μπογίτση, Αγγελική Περμαντάλογλου, Ιουλία
Κουτρούλη, Μαρίνα Παλαμίδου, Κωνσταντίνα Διονυσίου.
Επίσης κακοποιήθηκαν: Γαρουφαλλιά
Πασχαλίδου, Ζαφειρία Ιωακειμίδου, Ερμιόνη Αντωνιάδου, Αιμιλία Ταγκατίδου, Σοφία
Μπογιατζή, Χρυσούλα Μανικά, Γεσθημανή Κυρτάκου, Κούλα Μπουντούρογλου κλπ.
Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί
τραυματίες και κακοποιημένοι είναι γυναίκες οφείλεται στο ότι οι γυναίκες
πρωτοστάτησαν στη μάχη που δόθηκε στις 14 Νοεμβρίου και που δικαίως
χαρακτηρίστηκε η μάχη της παράγκας.
Αυτή η μάχη, ανεξάρτητα από το
αποτέλεσμά της και από το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχτηκε, είναι
γεγονός ότι σημάδεψε την ιστορία αυτής της πόλης καθώς την κατέγραψε μέσα από
το τραγούδι του Θεοδωράκη ως το σύμβολο της Ελλάδας που πάλευε μέσα στη φτώχεια
για μια καλύτερη ζωή.
Η μαρτυρία του
τ. Βουλευτή της ΕΚ Χρήστου Χονδροματίδη για τα γεγονότα
Την 08/09/1960 και την
09/09/1960 ήλθε το μηχανοκίνητο της Αστυνομίας για να κατεδαφίσει τις παράγκες,
χωρίς να τους στεγάσουν, με αιτιολογικό ότι δεν είναι δικαιούχοι.
Οι παραπηγματούχοι όλοι όρμησαν με
μαύρες σημαίες και απέτρεψαν την κατεδάφιση. Επί κεφαλής ήταν η Πανελλήνιος
Ομοσπονδία Προσφύγων 1922, της οποίας είχα και έχω την τιμή να είμαι Πρόεδρος.
Επίσης,
την 27/03/1961, πήγαν αστυφύλακες του Θ΄ Αστυνομικού Τμήματος Πειραιώς, πήραν
την Δέσποινα Ασλάνογλου και την έκλεισαν στο κρατητήριο και τα μικρά παιδιά της
κλαίγανε στο σπίτι. Πήγα αμέσως στο Τμήμα και παρακάλεσα τον Αξιωματικό της
Υπηρεσίας να την βγάλει, ενώ στο μεταξύ μαζεύτηκαν έξω από το Τμήμα 25 γυναίκες
και φώναζαν. Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας ειδοποίησε την Αστυνομική Διεύθυνση του
Πειραιώς και ήλθε ο Υποδιευθυντής Αναστασίου με τρία τζιπ αστυφύλακες, με
έπιασαν με έβαλαν μέσα και με πήγαν στην Ασφάλεια. Με κράτησαν δύο μέρες
κατόπιν στο Τμήμα Μεταγωγών, χειροπέδες, κλούβα και φύλακες Βούρλων. Με
κράτησαν 15 μέρες και με την κατηγορία ότι «με 300 άτομα πήγα να ελευθερώσω την
Δέσποινα Ασλάνογλου» στάση, αντίσταση και απείθεια κατά της Αρχής, το
Δικαστήριο με υπέβαλε σε 6,5 μήνες φυλακή. Την 14/11/1961 μόνο για θρασύτητα
κατά της Αρχής. Κατέφυγα στο Εφετείο, το οποίο εμείωσε την ποινή μου σε 3
μήνες, μόνο δια την θρασύτητα, επλήρωσα
Χρήστος Χονδροματίδης Βουλευτής Ε.Κ. 1964-67
Η έκβαση της μάχης
Μια από τις συνέπειες της μάχης που
δόθηκε τότε για την αυτοστέγαση ή την οργανωμένη δόμηση, είναι ότι πολλοί
Δραπετσωνίτες έφυγαν από την πόλη και έκτοτε κατοικούν στο Δουργούτι, στον
Κορυδαλλό και αλλού.
Μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του ‘60 ο Νομάρχης επέβαλε
τρίμηνη αργία στον δήμαρχο κ. Μαρίνο Κοσκινά αλλά αυτό δεν έκαμψε, αντίθετα
πείσμωσε περισσότερο και τον δήμαρχο και τους κατοίκους. Ο τύπος ασχολήθηκε σοβαρά με τη Δραπετσώνα
και η κυβέρνηση έγινε πιο προσεκτική.
Προχώρησε η απαλλοτρίωση του χώρου στον οποίο ήταν κτισμένες
οι παράγκες και η κυβέρνηση σταμάτησε να προβάλει το έργο σαν δικό της επίτευγμα. Έδειξε
μάλιστα να εγκαταλείπει το σχέδιο ανάπλασης της πόλης και μόλις το 1962
ξεκίνησε ένα πρόγραμμα κατασκευής εννέα τετραώροφων πολυκατοικιών, αφήνοντας
τους πολλούς να μένουν στις παράγκες εν είδη τιμωρίας. Αυτές οι πρώτες
πολυκατοικίες έγιναν στον χώρο απέναντι από το Απρόοπτο (στο Καστράκι) το διάστημα 1962-67 επί
κυβερνήσεων Καραμανλή και Γ.Παπανδρέου.
Τελικά το θέμα έλυσε η χούντα με τη βίαιη επιβολή της λύσης
της κατεδάφισης και της κατασκευής των πολυκατοικιών αγνοώντας το λαϊκό αίσθημα
που κι αυτό έδειχνε κουρασμένο.
Το
τραγούδι «η Δραπετσώνα»
Είναι γνωστό ότι το τραγούδι η
Δραπετσώνα το έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης σε στίχους Λειβαδίτη εμπνευσμένους από την μάχη των Δραπετσωνιτών για να γλιτώσουν τις παράγκες τους από το
γκρέμισμα. Όπως έχει περιγράψει ο ίδιος ο Μίκης είχε τη μελωδία στο νου του και
διάβαζε στο λεωφορείο τους στίχους που του είχε δώσει ο Λειβαδίτης και που
αναφέρονταν στη Δραπετσώνα που εκείνες τις μέρες ήταν το πρώτο θέμα στις στήλες
των εφημερίδων. Ο Μίκης ήταν ευαίσθητος στο θέμα όπως και ολόκληρη η Αριστερά
εκείνης της εποχής και «έδεσε» τη μελωδία με τους στίχους μέσα στο λεωφορείο.
Όταν κατέβηκε απλά έγραψε το τραγούδι και μια μεγάλη επιτυχία είχε δημιουργηθεί.
Είπε για τα γεγονότα αυτά ο Μίκης:
«Μόλις βρήκε διέξοδο, το χρόνιο
αίσθημα αδικίας και καταπίεσης παρέσυρε τους εργολάβους και τους αυτόκλητους
πολιτισμικούς κηδεμόνες που θέλησαν να φυλακίσουν το όνειρο και τη φωτεινή
πολύχρωμη ψυχή τους»
Φυσικά το τραγούδι οφείλει την
επιτυχία του στο τεράστιο ταλέντο του Μίκη και στο επίσης μεγάλο ταλέντο του
στιχουργού ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, όμως το θέμα ήταν πολύ δυνατό και η
επικαιρότητα είχε επικεντρωθεί στον αγώνα των φτωχών προσφύγων που ήθελαν να «σώσουν»
τις παράγκες που είχαν κτίσει με αίμα και ιδρώτα από ένα σαρωτικό
«εκσυγχρονισμό» που ερχόταν με τα γκλομπ της αστυνομίας και την αυθαιρεσία μιας
γραφειοκρατίας που οι δυστυχείς και ταλαιπωρημένοι κάτοικοι αυτού του τόπου
είχαν μάθει να μην εμπιστεύονται. Αυτό το δυνατό θέμα, στα χέρια ενός μαέστρου
συνθέτη κι ενός έξοχου ποιητή έγιναν το θρυλικό τραγούδι που έκανε τη
Δραπετσώνα γνωστή από το ένα μέχρι το άλλο άκρο της Ελλάδας.