Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

02 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" ............ 2η συνέχεια

Είμαστε ακόμα στο πρωινό της 5ης φθίνοντος Θαργηλιώνος, ή 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.. Οι φίλοι του νεκρού Ερμόδωρου συζητούν τα πολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας και την ανάγκη να μάθουν τι έγινε με τον θάνατο του φίλου τους που ίσως να μην είναι τόσο καθαρή περίπτωση.

Εδώ δημοσιεύουμε ένα δεύτερο κομμάτι του πρώτου, ακόμα, κεφαλαίου που περιγράφει το πρωινό της 9ης Ιουνίου.

********************************

1ο κεφ. β' μέρος: Πρωί 9ης Ιουνίου)

................................................................

Στο βάθος της αυλής ήταν οι συγγενείς και γείτονες που είχαν έρθει για τα συλλυπητήρια. Πολλοί άνθρωποι απ' όλη την Αθήνα θα περνούσαν από εδώ όλη μέρα. Ο Ερμόδωρος γνώριζε πολύ κόσμο κι ήταν σε όλους αγαπητός. Τον εκτιμούσαν τόσο οι σοφοί όσο κι απλοϊκοί, τόσο οι πλούσιοι όσο κι οι φτωχοί. Θα έρχονταν, σίγουρα, κι οι «άρχοντες» της πόλης. Η αριστοκρατία τον εκτιμούσε κι ας μην ήταν αμοιβαίο συναίσθημα. Χάρη στην τυραννία του Φαληρέα και τους μισητούς Μακεδόνες φρουρούς, οι λίγοι εξουσίαζαν τους πολλούς(*1). Είχαν καταστρατηγήσει την δημοκρατία διαστρεβλώνοντας το πατρώο πολίτευμα. Αν ήταν, ακόμα, Αθηναίος πολίτης ο Ερμοκράτης, οφειλόταν στο ότι είχε πάνω από χίλιες δραχμές εισόδημα. Από τις σαράντα χιλιάδες πολίτες, επί δημοκρατίας, τώρα είχαν απομείνει δέκα χιλιάδες. Οι θήτες, οι ναυτικοί κι οι αγρότες με μικρό κλήρο είχαν πάψει πια να θεωρούνται πολίτες.

Πιο εκεί στέκονταν μαζεμένοι οι φίλοι του Ερμόδωρου που ήταν και δικοί της φίλοι. Αυτό βέβαια, το ότι οι φίλοι του, αν και άνδρες, ήταν και δικοί της φίλοι, οφειλόταν στον νεκρό αγαπημένο της. Μια γυναίκα ανύπαντρη δεν γινόταν να έχει φίλους, όμως εκείνος την είχε συστήσει σε όλους. Είχε φροντίσει να την δεχτούν σαν παρέα τους κι επί πλέον να την σέβονται και να την υπολογίζουν. Της φέρονταν σαν ίση με αυτούς κι άκουγαν τη γνώμη της για όλα τα θέματα που συζητιούνταν. Της άρεσε γιατί ένιωθε πως δεν το έκαναν προσποιητά, αλλά, την είχαν αποδεχτεί ουσιαστικά.

Η παρέα του Ερμόδωρου ήταν άνθρωποι με ιδέες που ταίριαζαν με τις ιδέες του. Στην γυναίκα, όπως και στον καθένα, είτε πολίτη, έποικο, είτε ακόμα και δούλο, αναγνώριζαν αξία και τιμή. Κανένα ανθρώπινο ον δεν το υποτιμούσαν, όπως οι πολλοί που ακολουθούσαν τη συνήθεια και την παράδοση. Είχαν τη γυναίκα σε θέση υποδεέστερη. Και στα συμπόσια, ακόμη, ο αγαπημένος της πάντα την καλούσε να συμμετάσχει. Γίνονταν σε αυτό το δωμάτιο που φιλοξενούσε τώρα το νεκρικό του κρεβάτι. Της άρεσε να ακούει συζητήσεις των προσκεκλημένων. Παρακολουθούσε τους συλλογισμούς τους κι εξέφραζε κι η ίδια θαρραλέα τη γνώμη της. Μάθαινε έτσι η Κλεοτίμα πράγματα από τα οποία οι περισσότερες γυναίκες ήταν αποκλεισμένες. Ήξερε για την πολιτική, την φύση του κόσμου και τα θέματα της φιλοσοφίας ή της καθημερινότητας.

Τώρα, έβλεπε νεκρό τον άνθρωπο με τον οποίο είχε δέσει τη ζωή της. Ήλπιζε πως θα γερνούσαν μαζί, όμως, αυτός είχε κλείσει τα μάτια του για πάντα. Ήταν αβάσταχτο να είναι εκεί δίπλα του και να μην επικοινωνούν. Δεν διέκρινε πια μέσα στα μάτια του την επιθυμία και την αγάπη του γι αυτήν. Γυναίκες τον έκλαιγαν και τον μοιρολογούσαν.

«Νέε μου δυνατέ και γενναίε, ευγενική ψυχή, πού πας χτυπιόταν η μία.

«Πώς αφήνεις την ζωή σου εδώ στην γλυκιά γη για του κάτω κόσμου τα μονοπάτια;» έλεγε η άλλη.

«Εσύ, που δεν πέρασες απαρατήρητος, σού πρέπει να πας στα Ηλύσια Πεδία, κι όχι στον Άδη» συμπέραινε μια άλλη.

«Η μάνα κι ο πατέρας σου πώς θα ζήσουν χωρίς εσένα, γιε μου; Πώς γίνεται να βλέπει πατέρας τον γιο του ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατο;» ρωτούσε μια άλλη.

Η Κλεοτίμα έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να μην ακούει. Αν μπορούσε θα τις έβγαζε όλες έξω. Ο θάνατος δεν ήταν τόσο φρικτό πράγμα. Όχι γιατί θα πήγαινε η ψυχή κάπου αλλού, δεν πίστευε σε τέτοιες αφέλειες. Ο θάνατος δεν υπήρχε για τους ζωντανούς, όσο ζούσαν, ούτε για τους πεθαμένους, που δεν ένιωθαν πια. Μόνο η λύπη κι η αίσθηση της απώλειας που ένιωθαν οι ζωντανοί, εκείνη, οι γονείς κι οι φίλοι του, μόνο αυτά ήταν αληθινά. Έπρεπε να τα ξεπεράσουν ψύχραιμα και λογικά κι όχι με δεισιδαιμονίες.

«Ω, θεοί, τι είναι αυτά που σκέφτομαι» είπε από μέσα της η Κλεοτίμα. «Λέω ακριβώς τα δικά του λόγια. Αυτά θα έλεγε ο Ερμόδωρος αν έβλεπε να κλαίνε για έναν νεκρό. Τόσο πολύ με έχει επηρεάσει, λοιπόν;». Παραδόξως, ένιωσε σαν να τον είχε δίπλα της ολοζώντανο. Λίγο ακόμα και θα του χαμογελούσε, τόσο κοντά της τον αισθανόταν.

«Κόρη μου, θα πάει στα Ηλύσια Πεδία, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε μια γυναίκα δίπλα της.

«Ασφαλώς, αλίμονο» είπε η Κλεοτίμα.

Βγήκε από την τραπεζαρία του σπιτιού, όπου είχαν τοποθετήσει τον νεκρό για τον τελευταίο ασπασμό. Είχε κάτσει αρκετή ώρα. Ήταν αποπνικτικά τα μοιρολόγια κι οι δυσάρεστες κουβέντες για την άλλη ζωή και τα Ηλύσια Πεδία. Όλοι ήταν βέβαιοι πως για εκεί θα ταξίδευε σε δυο-τρεις μέρες η ψυχή του Ερμόδωρου. Στην εσωτερική αυλή ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Στην πόρτα στέκονταν ο Ζείκρατος, ο Φανοκράτης, ο Μύρων κι ο Ιάσων, οι κοντινοί φίλοι του Ερμόδωρου. Ο Μύρων της έκανε νόημα κι εκείνη πλησίασε. Της έσφιξαν το χέρι με κατανόηση, καθώς αυτοί καταλάβαιναν καλύτερα τον πόνο της. Για πολύ καιρό τώρα, οι φίλοι του ήταν αψευδείς μάρτυρες της σχέσης της με τον αδικοχαμένο νέο.

«Πού είναι η Δάφνη, η Φυλογένεια;» τους ρώτησε.

«Είναι μέσα, με τις συγγένισσες και τις θειάδες του, έπρεπε να περάσουν από εκεί» της είπαν.

«Δεν μπορώ να τον βλέπω νεκρό» είπε η Κλεοτίμα με τα μάτια κλαμένα.

«Αναρωτιέμαι πώς να πέθανε» είπε ο Ζείκρατος

«Η εξήγηση του Λήστου, δεν φτάνει;» ρώτησε ο Ιάσων.

Λήστος λεγόταν ο γιατρός που τον εξέτασε.

«Δεν αρκεί αυτό που είπε. Αμφιβάλλω αν τον εξέτασε».

«Τι θα πει "σταμάτημα της καρδιάς", ε;» πετάχτηκε κι η Κλεοτίμα. «Από την στιγμή που μου είπε ο Μύρων την αιτία θανάτου, δεν μπορώ να μην αμφιβάλλω όσο το σκέφτομαι».

«Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Ζείκρατος.

«Νά ‘τος ο γιατρός, εκεί είναι» είπε ο Φανοκράτης κι έδειξε τον Λήστο που κουβέντιαζε με κάποιους.

«Πάω να τον φέρω» είπε ο Μύρων.

Πήγε, όντως, τον βρήκε και τον έφερε στην παρέα.

«Λήστε, πες μας, πώς ξέρεις ότι το ξαφνικό σταμάτημα της καρδιάς είναι η αιτία θανάτου;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Μα ... δεν είδα κανένα άλλο λόγο. Ούτε χτυπημένος ήταν, ούτε είχε αίματα, ούτε πληγή, τι άλλο έμενε;»

«Τον έγδυσες; Τον εξέτασες;» ρώτησε ο Ιάσων.

«Δεν χρειαζόταν, νομίζω» είπε ο Λήστος μουδιασμένος. Ήξερε πως είχε κάνει πρόχειρη εξέταση κι ήταν σαν να τον είχαν πιάσει στα πράσα έτσι που τον ρωτούσαν. Κι αυτοί, πάλι, τι ζητούσαν;

«Καλά, αν σε χρειαστούμε θα σε βρούμε» του είπαν.

«Γιατί ρε παιδιά; έχετε λόγο να πιστεύετε ότι συνέβη κάτι άλλο;»

«Ήταν πολύ νέος και πολύ δυνατός. Πώς πέθανε τόσο ξαφνικά;» είπε η Κλεοτίμα.

«Αυτό που είπα σαν αιτία θανάτου είναι κάτι σπάνιο, αλλά, έχει συμβεί και σε άλλους» είπε ο Λήστος. «Φαίνεται πως η καρδιά κάποιων ανθρώπων κουράζεται πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Κάποια στιγμή σταματάει να δουλεύει και τότε, βεβαίως, πεθαίνουν».

«Δεν υπάρχουν τίποτε σημάδια πριν το μοιραίο;»

«Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν κάποιους πόνους στο στήθος και κουράζονται εύκολα».

«Ο Ερμόδωρος δεν παραπονέθηκε ποτέ για πόνους στο στήθος» είπε η Κλεοτίμα.

«Ούτε κουραζόταν στο γυμναστήριο» είπε ο Ιάσων.

«Συμβαίνει, όμως, μερικές φορές χωρίς προειδοποιήσεις» είπε ο Λήστος.

«Αναρωτιέμαι» είπε η Κλεοτίμα «αν ήταν αυτός ο λόγος του ξαφνικού θανάτου. Ίσως από την λύπη μου να μην μπορώ να αποδεχτώ την πραγματικότητα ... όμως ..».

«Δεν είσαι η μόνη που δυσκολεύεται» είπε ο Ιάσων

«Όχι Κλεοτίμα. Ούτε κι εσείς οι φίλοι του δεν φαίνεστε να έχετε χάσει τα λογικά σας. Απλά ο Ερμόδωρος ήταν τόσο νέος και δυνατός που δεν μπορείτε να το δεχτείτε. Δεν είναι κι εύκολο να δεχτεί κανείς τον θάνατο» είπε ο Λήστος. «Πάντως εγώ θα ρίξω ακόμα μια ματιά στον νεκρό»

Ο Λήστος έφυγε κι εκείνη τη στιγμή πέρασε την πόρτα ο Δέξιππος. Ήταν ένας από τους Ιππάρχους που είχε ορίσει με δική του απόφαση ο Δημήτριος ο Φαληρέας. Τον είχε εγκρίνει η εκκλησία του δήμου βέβαια, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Τα αξιώματα στον καιρό της δημοκρατίας, στο πατρώο πολίτευμα, δίνονταν σε όλους τους πολίτες με κλήρωση. Τώρα τα έδινε κατ' απονομή ο «Επιμελητής» τύραννος, στηριγμένος στις σάρισες των Μακεδόνων. Αυτοί τον είχαν επιβάλει. Είχαν φτιάξει ένα φρούριο στην Μουνιχία του Πειραιά, κι από εκεί, διαφέντευαν την πόλη.

Ο Δέξιππος πλησίασε τον Ζείκρατο. Δεν είχαν καλές σχέσεις αφού ο Ζείκρατος ήταν δημοκρατικός. Δεν είχε κρύψει ποτέ τα αντιμακεδονικά του αισθήματα. Είχε πανηγυρίσει όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Αλέξανδρου και είχε πολεμήσει για την ανεξαρτησία(*2). Πιάστηκε αιχμάλωτος των Μακεδόνων στην αποτυχημένη εξέγερση των Ελλήνων. Δεν του άρεσε που κάποιοι είχαν φιλομακεδονικές απόψεις, τώρα μάλιστα που οι Μακεδόνες ήταν κατακτητές.

Ο Δέξιππος ήταν της αντιμακεδονικής παράταξης. Είχε ανταμειφθεί με αξιώματα και τιμές, δηλαδή με δύναμη και με χρήμα. Στο πέρασμά του έκαναν όλοι στην άκρη. Δεν ήταν να τα βάζεις με έναν από τους ανθρώπους του Φαληρέα αυτόν τον καιρό. Ο Ζείκρατος δεν είπε κουβέντα και γύρισε το κεφάλι από την άλλη επιδεικτικά αλλά ο Δέξιππος τον πλησίασε. Του έτεινε το χέρι και τον συλλυπήθηκε για τον φίλο του που ήταν και δικός του φίλος.

«Χάσαμε έναν μεγάλο Αθηναίο πολίτη» του είπε.

«Η Αθήνα θα είναι φτωχότερη τώρα» είπε ο Ζείκρατος.

«Ξέρεις ότι διαφωνούσαμε αλλά τον εκτιμούσα βαθιά».

«Μοιραζόμασταν την ίδια εκτίμηση» είπε ο Ζείκρατος

«Ο Ερμόδωρος ήταν αγαπητός» είπε ο Δέξιππος. «Αν κάποιοι χαρούν με τον θάνατό του θα είναι ή αποβράσματα ή απατεώνες».

«Συμφωνώ, Δέξιππε. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ κι εγώ κάποιους να χαίρονται με τον θάνατό του».

Ο Δέξιππος πλησίασε στο αυτί του και του ψιθύρισε.

«Κι όμως κάποιοι τον κατάγγειλαν!» είπε ο Δέξιππος κι απομακρύνθηκε.

Ο Ζείκρατος έμεινε άφωνος. Ήταν απίστευτο. Υπήρχαν Αθηναίοι που θα κατήγγειλαν τον Ερμόδωρο; Και ... για ποιο πράγμα; «Δεν μπορεί, σίγουρα θα πρόκειται για κάποιο λάθος» σκέφτηκε. Ωστόσο θα έψαχνε να βρει τι είχε συμβεί έστω κι αν αυτή η καταγγελία ήταν προορισμένη να χαθεί στην λήθη. Ο Ζείκρατος δεν θα άφηνε την λήθη να καλύψει ένα τέτοιο, τόσο παράλογο, γεγονός. Θα μάθαινε για τον συκοφάντη και θα τον κατάγγελλε αυτός στην εκκλησία του δήμου.

Πριν προλάβει να ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις έγινε σούσουρο. Μαθεύτηκε ότι μόλις είχε καταφθάσει ο καλός φίλος του Φαληρέα, ο Παρμίων Ακαμαντίδης, ο Κεραμεύς. Ήταν κι αυτός διορισμένος κατ' απονομή άρχων στρατηγός. Όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι του. Τον έλεγαν «αρπακτικό» αφού συνήθιζε να υφαρπάζει αξιώματα, όταν μπορούσε, ή ακόμα και περιουσίες. Για τις αρπαγές του, χρησιμοποιούσε την ισχύ που του έδινε η θέση του κοντά στον τύραννο.

«Ήρθε το αρπακτικό, φυλαχτείτε» είπε ο Φανοκράτης

«Για οικογενειακούς λόγους ο φίλος μας είχε μερικά τέτοια φρούτα στη συλλογή των γνωστών του» είπε ο Ιάσων.

Σαν ακραιφνής δημοκρατικός ο Ιάσων αισθανόταν θυμό κι οργή με τους φιλομακεδόνες συμφεροντολόγους. Τέτοιος ήταν ο Παρμίων και κάποιοι άλλοι που είχαν έρθει στο σπίτι για να αποχαιρετίσουν τον Ερμόδωρο.

«Αφήστε τον ήσυχο» είπε η Κλεοτίμα «κηδεία έχουμε».

«Καλά θα έκανε να μας άφηνε ήσυχους εκείνος» είπε με οργή ο Ιάσων, έτοιμος να τσακωθεί.

«Ηρέμησε φίλε μου, δεν είναι ώρα» του είπε ο Μύρων και του έκοψε τη φόρα.

Εκείνη τη στιγμή τους πλησίασε ο Λήστος. Μαζεύτηκε όλη η παρέα γύρω του να ακούσει.

«Δεν έκανα κανονική εξέταση» τους είπε «αλλά μάλλον έχετε δίκιο. Κάτι άλλο έχει συμβεί. Είδα ότι τα ακροδάχτυλα του νεκρού είναι μελανιασμένα».

«Είναι αφύσικο αυτό;»

«Δεν έχει αναφερθεί ποτέ ότι μελανιάζουν τα άκρα του παθόντος σε περίπτωση ξαφνικού σταματήματος της καρδιάς».

«Τι σημαίνει αυτό; Τι συνέβη;» ρώτησε ο Μύρων.

«Δεν ξέρω ακόμη» είπε ο Λήστος. «Θα έρθω αργότερα το μεσημεράκι που θα κοπάσουν οι επισκέπτες. Τότε θα τον εξετάσω καλύτερα και θα σας πω».

«Είναι, μήπως, δηλητηρίαση;» είπε ο Ιάσων.

«Ω, θεοί, κάποιοι τον σκότωσαν» είπε με θυμό ο Μύρων.

.................................................................

Παραπομπές:

(*1)  Από το 317 π.Χ. ο Μακεδόνας ηγέτης «Στρατηγός της Ευρώπης» Κάσσανδρος, είχε επιβάλει στην πόλη των Αθηνών ένα αυταρχικό τιμοκρατικό (ολιγαρχικό) καθεστώς καταργώντας τη δημοκρατία. Είχε ορίσει ως Επιμελητή -έτσι ονόμαζε τον κατ' ουσία τύραννο- τον Δημήτριο Φαληρέα κι είχε εγκαταστήσει μακεδονική φρουρά στον Πειραιά.

(*2)  Πρόκειται για πόλεμο του 323-322 π.Χ. (λέγεται »ελληνικός ή και «λαμιακός») που ξέσπασε με την αναγγελία του θανάτου του Αλεξάνδρου (του μεγάλου). Παρά τις αρχικές επιτυχίες, οι ελληνικές δημοκρατικές πόλεις συγκρατήθηκαν από τους Μακεδόνες στη Λαμία. Τελικά ηττήθηκαν από τον τότε ηγεμόνα της Μακεδονίας Αντίπατρο που επέβαλε την κυριαρχία του στην Ελλάδα και πάλι.

****************************

 Αύριο Τετάρτη η συνέχεια του πρώτου κεφαλαίου (3ο μέρος)