Σήμερα Τρίτη το δεύτερο μέρος εκείνου του μεσημεριού της 9ης Ιουνίου.
Καθώς ο στόλος πλησιάζει, εντείνονται οι απορίες για το αν είναι φιλικός ή όχι και για το τι θα συμβεί. Άλλες οι προσδοκίες του Δημήτριου Φαληρέα, κι άλλες των δημοκρατικών.
Στην κηδεία, με δυσκολία συγκρατούνται τα πνεύματα που είναι οξυμμένα από την πολιτική αντιπαράθεση.
***************************
(συνέχεια του μεσημεριανού της 9ης Ιουνίου)
Ο Δημήτριος ξεπέζεψε από το άλογο όπως κι οι τρεις φίλοι του ιππείς που είχε για συνοδεία κι ασφάλεια. Μπήκαν με βιαστικό βήμα στο αίθριο της Σχολής των Περιπατητικών. Την σχολή είχε ιδρύσει πριν από τριάντα χρόνια ο Αριστοτέλης και την διοικούσε εδώ και δεκαπέντε χρόνια ο Θεόφραστος. Γύρω, η φύση ήταν όμορφη, δενδροφυτεμένη κι ευωδιαστή. Η περιοχή βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης, ανάμεσα στους δυο ποταμούς, τον Ηριδανό και τον Ιλισό. Ακουγόταν το νερό που κυλούσε απαλά και τα θροΐσματα των φύλλων. Ήταν ένα τοπίο πολύ ειδυλλιακό. Απέναντι διακρινόταν ο επιβλητικός ναός του Ηρακλή Παγκράτους. Πιο εδώ βρισκόταν το ιερό του Λυκείου Απόλλωνος, που είχε δώσει το όνομά του, «Λύκειον», στη Σχολή.
Σε μια σκιερή γωνία στεκόταν ο Θεόφραστος και τον περίμενε. Του είχαν πει πως ερχόταν ο Επιμελητής με τρεις ιππείς κι είχε βγει να τους υποδεχτεί. Ο Δημήτριος ήταν παλιός του μαθητής κι ολοκληρωμένος φιλόσοφος. Προσπαθούσε να κάνει την Αθήνα ιδανική πολιτεία, αντάξια των σκέψεων ενός σοφού. Τον κατηγορούσαν για τύραννο αλλά ο Θεόφραστος δεν τον έβλεπε έτσι. Όχι μόνο εφάρμοζε ιδέες του Αριστοτέλη, αλλά, κι η Σχολή δεχόταν μεγάλη βοήθεια όσο αυτός διοικούσε την πόλη. Κι ο ίδιος εξάλλου ήταν ο πιο βασικός σύμβουλος του Δημήτριου. Οι κατήγοροί του είχαν χάσει τους τρεις οβολούς ή τη μια δραχμή τη μέρα που τους έδινε η δημοκρατία. Αυτό ήταν όλο κι όλο το πρόβλημά τους!
Ο Θεόφραστος δεν ξεχνούσε ότι οι δημοκρατικοί είχαν απειλήσει με δίκη και θάνατο τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Αυτοί ήταν οι θρασύδειλοι εχθροί του Φαληρέα. Μόλις ανακοινώθηκε ότι πέθανε ο Αλέξανδρος, στα βάθη της Ασίας, ξεσηκώθηκαν. Πριν ακόμα βεβαιωθούν για τον θάνατό του, κυνήγησαν τον Σταγειρίτη που τον θεωρούσαν φιλομακεδόνα. Ανάγκασαν τον μεγάλο φιλόσοφο και ιδρυτή της Σχολής να φύγει από την αγαπημένη του Αθήνα. Βρήκε καταφύγιο στην Χαλκίδα. Τότε ήταν που του είχε παραδώσει και την διεύθυνση της Σχολής. Ο Θεόφραστος δεν συμπαθούσε αυτό τον όχλο.
«Θεόφραστε, σε χαιρετώ» του είπε ο Δημήτριος.
«Τι σε φέρνει εδώ, Επιμελητή;»
«Θέλω την γνώμη σου».
«Φοβάσαι τον στόλο που έρχεται;»
«Ναι, Έχω άδικο;»
«Έχεις δίκιο. Αν είναι μοίρα του στόλου του Αντίγονου, θα επιδιώξει να ξεσηκώσει τους Αθηναίους εναντίον σου. Θα χρειαστεί να εξασκήσεις βία, πράγμα που ξέρω πως θέλεις να αποφύγεις. Μακάρι λοιπόν να είναι αιγυπτιακός στόλος του Πτολεμαίου, όπως λένε οι πιο πολλοί. Με αυτούς δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα» είπε ο Θεόφραστος.
Ο Δημήτριος τον άκουσε χωρίς να πει τίποτε. Στο νου του είχε το πρόβλημα του στόλου αλλά παράλληλα σκεφτόταν ότι ήθελε οπωσδήποτε να δει τη Δάφνη. Την ήθελε τη μικρή, δεν άντεχε να υπάρχει μια εκκρεμότητα, ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές όπως αυτές που περνούσε.
«Όμως, κι εσύ τα ξέρεις αυτά» συνέχισε ο Θεόφραστος. «Δεν ήρθες να με ρωτήσεις γι αυτά που γνωρίζεις».
«Ήρθα να μου πεις τη γνώμη σου για μια διαφωνία που είχα με τον Διονύσιο. Εκείνος ήθελε να κλείσω τον Κάνθαρο με την αλυσίδα κι εγώ είπα να μείνει ανοιχτός».
«Και... γιατί το έκανες αυτό;»
«Φοβήθηκα πως αν δείξω φόβο, τότε οι Αθηναίοι θα ξεσηκωθούν εναντίον μου. Τι λες; Έκανα καλά;»
«Καλά έκανες!» είπε ο Θεόφραστος. «Έτσι κι αλλιώς, αν είναι εχθρικός στόλος δεν σε σώζει η αλυσίδα».
Ο νους του Δημήτριου έτρεχε στη Δάφνη κι εκνευριζόταν με τον εαυτό του. Είχε τόσα πολλά και σοβαρά να σκεφτεί, αλλά εκείνος, σαν άνθρωπος με αδυναμίες, σκεφτόταν μια γυναίκα. Είχε δίκιο ο Πλάτων, λοιπόν, που ήθελε τους ηγέτες κι όλους τους φύλακες της πόλης μακριά από γενετήσιους πειρασμούς. Μόνον έτσι θα ήταν αφοσιωμένοι στην πόλη αποκλειστικά.
Ο Θεόφραστος τον είδε σκεπτικό.
«Πού τρέχει το μυαλό σου, Δημήτριε;» τον ρώτησε.
«Τίποτα, τίποτα! Να, σκεφτόμουν πως δεν θα μ’ άρεσε η ιδέα να μάθει ο δήμος, η οχλοκρατία, ότι φοβάμαι. Ούτε θα ήθελα να διώξω έναν εχθρό από τον Πειραιά και να τον στείλω στο Φάληρο».
«Ο φόβος του ηγέτη θα δώσει το θάρρος στο πλήθος να αντιδράσει ενώ, η αφοβία του φιλόσοφου θα το αποθαρρύνει».
«Άρα, δάσκαλε, συμφωνείς! Εντάξει, λοιπόν, αυτό ήθελα να ρωτήσω!» είπε ο Δημήτριος κι έκανε να φύγει.
«Μόνο γι αυτό ήρθες;» απόρησε ο Θεόφραστος.
«Μόνο γι αυτό. Πάω στον Κάνθαρο να δω τι τρέχει».
«Πρόσεχε! Μου είπαν ότι κατεβαίνει πολύς κόσμος».
«Θα προσέχω. Να προσέχεις κι εσύ!»
Ο Δημήτριος κι οι συνοδοί του ανέβηκαν στα άλογά τους κι έφυγαν προς τον Πειραιά. Θα ήταν κάπως επικίνδυνα αυτή τη στιγμή στο λιμάνι αλλά η Δάφνη έμενε στον Πειραιά. Σίγουρα θα ήταν στη πρόθεση του Ερμόδωρου, άρα μπορούσε να την δει και να της μιλήσει.
Έτρεξαν κι έφτασαν γρήγορα στον Πειραιά. Από μακριά είδαν ότι στο λιμάνι του Κανθάρου μαζευόταν πολύς κόσμος. Δεδομένου ότι όλοι περίμεναν πως ήταν πλοία του Πτολεμαίου, ο Δημήτριος αναρωτήθηκε για ποιο λόγο έρχονταν. Είδε πως κι οι δικοί του οπλίτες είχαν μαζευτεί στο Δίπυλο. Γυάλιζαν τα σπαθιά και τ’ ακόντια ενώ καθρέφτιζαν στον ήλιο οι ασπίδες. Δεν ήταν στρατοκράτης, ωστόσο χάρηκε με αυτό το θέαμα των οπλιτών που ήταν φύλακες της πολιτείας του. Ένιωσε πολύ πιο ήσυχος. Ένας από τους συνοδούς του γνώριζε το σπίτι του Καινέα και τους οδήγησε στη σωρό του Ερμόδωρου.
«Από εδώ, Δημήτριε» του είπε ο Ιππέας.
«Ο Ερμόδωρος είχε “κακές” παρέες» τους προειδοποίησε ο Δημήτριος. «Οι φίλοι του είναι δημοκρατικοί και θα τα βάλουν μαζί μας όπως πάντα. Ας είμαστε προσεκτικοί!»
«Μα τι λες Επιμελητή; Δεν σκότωσε τον Ερμόδωρο η πολιτεία» είπε ένας Ιππέας.
«Η στενοχώρια θολώνει το μυαλό των ανθρώπων».
«Θα προσέξουμε» τον διαβεβαίωσαν.
Η παρουσία του Δημήτριου στην κηδεία ήταν, χωρίς αμφιβολία, το πιο εντυπωσιακό γεγονός της κηδείας. Όσοι ήταν γύρω από το σπίτι ή και μέσα σε αυτό, στην πόρτα, στο αίθριο, στην εστία, παντού, τον πρόσεξαν. Μόλις τον έβλεπαν έκαναν στην άκρη και τον χαιρετούσαν με σεβασμό. Κάποιοι ήταν ολιγαρχικοί, αφού ο Ερμόδωρος τα είχε με όλους καλά. Αυτοί τον έβλεπαν με σεβασμό και τον θαύμαζαν, άλλοι όμως, οι πιο πολλοί, από μέσα τους τον έβριζαν. Δεν ήταν εύκολο, βέβαια, να κάνουν κάτι με τον θυμό τους. Όχι μόνο γιατί υπήρχαν οι τρεις οπλισμένοι ιππείς που τον συνόδευαν αλλά γιατί η μέρα της πρόθεσης ήταν ιερή. Ο νεκρός προσέφερε στον επισκέπτη ένα είδος ασυλίας.
Ο Φαληρέας δεν ήταν επιδειξίας ή τόσο ματαιόδοξος ώστε να απολαμβάνει αυτόν τον σεβασμό. Ήξερε πως ήταν ένας σεβασμός ανάμεικτος με τον φόβο που προκαλούσε το αξίωμά του. Αν ο σκοπός του ήταν πραγματικά να αποτίσει φόρο τιμής σε ένα νεκρό θα έμπαινε με το κεφάλι σκυφτό κι έτσι θα έφευγε. Όμως εκείνος για άλλο λόγο είχε έρθει εδώ. Γι αυτό ένιωθε την ανάγκη να παρατηρεί τον χώρο γύρω του κι όλα τα πρόσωπα. Αναζητούσε εναγωνίως το δικό της πρόσωπο. Η Δάφνη ήταν κάπου εδώ γύρω κι εκείνος έπρεπε οπωσδήποτε να την βρει και να της μιλήσει. Τα βλέμματα που τον περιτριγύριζαν του ήταν αδιάφορα. Είτε έδειχναν σεβασμό ή θαυμασμό, είτε μίσος ή περιφρόνηση, αυτός αδιαφορούσε. Έψαχνε για ένα γυναικείο βλέμμα. Δεν πρόσεξε κάν την φονική ματιά του Ιάσονα που, από σεβασμό και μόνο στον νεκρό, συγκρατιόταν.
«Το κάθαρμα, ο άτιμος, ο τύραννος!» μουρμούρισε ο Ιάσων στον Μύρωνα που στεκόταν δίπλα του. «Πραγματικά θα το ήθελα πάρα πολύ να τον καθαρίσω!»
«Δεν θα τα καταφέρεις, έχει μαζί του φρουρούς».
«Κι ο Ίππαρχος είχε αλλά, ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων τον ξέκαναν!»
«Συντρέχουν, Ιάσονα, οι ίδιες ερωτικές προϋποθέσεις;(*1)» τον ρώτησε ο Μύρων χαμογελώντας.
«Όσο κι αν σε συμπαθώ φίλε μου» του απάντησε με ένα γέλιο ο Ιάσων «τέτοιες συνήθειες μού είναι ξένες».
«Άρα, θα αποτύχεις» είπε ο Μύρων «γι αυτό ... άσ' το!»
«Για την ώρα το αφήνω. Να ξέρεις, όμως, ότι θα έρθει η στιγμή του».
Παραπομπή:
(*1) Ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του «Ιστορίαι» (ΣΤ' παρ. 54-59) αφού περιγράφει λεπτομερώς τις πράξεις τους και την εκτέλεση του Ιππάρχου, αδελφού του τυράννου Ιππία, κλείνει ως εξής:«Πάντως το ερωτικό πάθος ήταν εκείνο που έδωσε το έναυσμα για τη συνωμοσία του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος». Αυτό δεν εμπόδισε τους Αθηναίους να τους τιμήσουν ως τυραννοκτόνους και να τους στήσουν άγαλμα.
***************************
Αύριο Τετάρτη η συνέχεια.