Χτες ανάρτησα το μισό περίπου (1ο μέρος) από το 1ο κεφάλαιο του νέου βιβλίου που γράφω για τους Αργοναύτες. Σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο βλέπουμε πως ο Δίας -τετραδιάστατο ον ο ίδιος- έχει επιφορτιστεί με το καθήκον να τηρεί την ολύμπια τάξη, τον ανθρώπινο πολιτισμό θα λέγαμε. Κάνει επιδιορθώσεις στην τρισδιάστατη πραγματικότητα που στα χέρια του είναι σαν ένα παιχνίδι.
Στο 2ο μέρος αυτού του πρώτου κεφαλαίου θα δούμε ότι επικεντρώνεται στη Μήδεια και ζητά τη βοήθεια της Αφροδίτης. Μη ξεχνάμε ότι περί της Αργοναυτικής εκστρατείας πρόκειται. Το χτεσινό κομμάτι (1ο μέρος) τελείωνε με την νίκη των θεών επί των τιτάνων και ... την τάξη του κόσμου που είχε αποκατασταθεί. Συνεχίζουμε λοιπόν.
Το Σχέδιο του Δία (2ο μέρος)
Αυτός είναι ο μεγάλος Δίας. Ο εγγυητής της ολύμπιας τάξης, ο οδηγός κι ο φύλακάς της. Μένει στον Όλυμπο. Από εκείνη την πύλη επικοινωνούν τα παράξενα όντα των τεσσάρων διαστάσεων με εμάς τους τρισδιάστατους. Μαζί του έχει άλλους ένδεκα θεούς. Εκτός από τα αδέλφια του, πήρε και κάποια παιδιά του, την Αθηνά, τον Άρη, τον Απόλλωνα, την Άρτεμη και τον Ήφαιστο. Πήρε μαζί του και την Αφροδίτη, που γεννήθηκε από το σπέρμα του Ουρανού. Αργότερα, όταν έφυγε η Εστία, δώρισε τα δώματά της στον Διόνυσο. Οι δώδεκα θεοί υπηρετούν την τάξη του Δία, παίζουν μεταξύ τους κι επιβλέπουν τους ανθρώπους.
Άλλαξαν κι οι άνθρωποι. Τα χρυσά γένη της τιτανικής γενιάς, σχεδόν έχουν εξαλειφθεί. Λίγοι έμειναν από το κάθε γένος κι ολοένα λιγοστεύουν ακόμη. Ο άνθρωπος δεν παίρνει πια τα έτοιμα της γης. Δεν είναι ο καρποσυλλέκτης, ο φρουτοφάγος, που έβρισκε έτοιμους βολβούς και ώριμες ρίζες, νόστιμα φύλλα και θρεπτικά χόρτα. Τώρα οι θεοί του έδωσαν την φωτιά για να ψήνει τα φαγητά του. Ψάχνει για κρέας και το ψήνει κι αυτό, αφού, δεν μπορεί να το καταναλώσει ωμό. Καλλιεργεί φυτά για να παίρνει τον καρπό τους και εκτρέφει ζώα για να παίρνει το γάλα, το δέρμα, το κρέας τους. Έγινε γεωργός και κτηνοτρόφος, αλλά, και τεχνίτης και σιδηρουργός. Ο άνθρωπος, τώρα πια, χύνει ιδρώτα για να βρει και να παρασκευάσει το φαγητό του. Σκεπάζεται με δέρματα ζώων, υφαίνει ρούχα για να ντύσει το κορμί του και φτιάχνει εργαλεία, προεκτάσεις των χεριών του. Τώρα πια ντρέπεται να κάνει έρωτα στο φως και διαλέγει τα σκοτάδια. Έβαλε κανόνες για την μοιχεία, τον ενδο-οικογενειακό έρωτα ή την αιμομιξία, όπως την λέει. Γέμισε απαγορεύσεις, κανόνες, υποδείξεις και δυσκολίες.
Ο άνθρωπος έγινε μέρος της ολύμπιας τάξης μέσα στην οποία κυριαρχούν η προσποίηση κι η παραλλαγή. Τα δέντρα κόβονται για να γίνουν αγροί, τα ζώα φεύγουν χάνοντας την τροφή τους, αλλάζουν όλα, γίνονται κάτι άλλο. Τα ποτάμια γίνονται ρυάκια οι λόφοι γεμίζουν αναβαθμίδες, οι θάλασσες γίνονται λιμάνια, σκάβονται τα έγκατα της γης. Τίποτε πια δεν μένει στη φυσική του κατάσταση, έχει περάσει ο καιρός της τιτανικής αλήθειας. Στην ολύμπια τάξη ο άνθρωπος δεν είναι πια ευτυχισμένος. Ιδρώνει για την τροφή του, αγωνιά για τον θάνατο, τρομάζει από τις αστραπές και τους κεραυνούς.
Ο Δίας έχει τις δικές του σκοτούρες με τους θεούς. Πάντοτε, όμως, βρίσκει τον χρόνο να ασχολείται με τα έργα των ανθρώπων και την τάξη που έχει επιβάλει στον κόσμο τους. Έτσι, μιαν όμορφη μέρα, καθισμένος στον θρόνο του, δέχτηκε την επίσκεψη του πιο ατίθασου γιου του, του Διόνυσου. Με αυτόν τον γιο του ο Δίας έχει κάνει πολλές καλές ρυθμίσεις στον τρόπο ζωής και στα πιστεύω των ανθρώπων. Μαζί, πατέρας και γιος, έχουν τακτοποιήσει πολλές παλιές πληγές. Ήταν ψυχικές ανάγκες κι υποθέσεις που είχαν μείνει ανοιχτές απ’ τον καιρό της χρυσής εποχής των ανθρώπων.
«Μεγάλε Δία πατέρα» λέει ο Διόνυσος. «Τι ετοιμάζεις με αυτό το κουβάρι που κρατάς στα χέρια σου;»
«Ένα τρισδιάστατο αντικείμενο που περιέχει ιστορίες κρατώ, γιε μου» του λέει ο Δίας δείχνοντας του το κουβάρι. «Βάλθηκα να το ξεμπλέξω κάπως.»
Θεοί, ήρωες, αντικείμενα μεγάλα ή μικρά, άνθρωποι και ζώα είναι όλα μαζί τυλιγμένα στο κουβάρι. Κάποια εξέχουν, κάποια είναι διαλυμένα, μοιάζουν σάπια.
«Θέλει ένα ξεκαθάρισμα» λέει ο Δίας.
«Χρειάζεσαι την βοήθειά μου;» ρωτά ο Διόνυσος.
«Βάλε στο νέκταρ μου λίγο απ’ το γλυκό σου πιοτό. Αυτό θέλω από σένα, γιε μου» του λέει ο Δίας.
Το κουβάρι είναι ένα υπερπαραλληλεπίπεδο. Κάθε πλευρά του είναι ένας αιώνας περίπου, κάθε ακμή του μια περιπέτεια, κάθε γωνία του κι ένα θαύμα. Ανάβουν για λίγο, τρεμοσβήνουν, φθίνουν μέχρι να ξαναχαθούν κι ύστερα να ξαναφωτιστούν πρόσωπα, πόλεις, γεγονότα. Βουνά, ποτάμια, ζωύφια, θηρία, καράβια, ακόμα και χρυσές πανοπλίες, ανακατεμένα όλα, πάλλονται σαν ζωντανές ψυχές.
«Θα σε βοηθήσει το κρασί μου, Πατέρα» του λέει ο Διόνυσος που του φέρνει μια κούπα. «Με τόση αμβροσία που καταναλώνεις, το νέκταρ θα σου μοιάζει αδιάφορο. Το κρασί μου είναι από την Νίσα, φτιαγμένο μέσα στην σπηλιά που μεγάλωσα.»
Κατέβασε με μια το περιεχόμενό του ο μεγαλοδύναμος.
«Καλό κρασί, καλό και το νέκταρ. Σ’ ευχαριστώ γιε μου. Πες μου, όμως, βλέπεις εδώ αυτούς τους τύπους στην Κολχίδα; Κοίτα εδώ, ένας Δράκος, οι Ταύροι, ο τιτάνας Αιήτης, ο γιος του Άψυρτος. Πώς τους ξέχασα τόσο καιρό.»
«Κάτι θα βρεις εσύ να κάνεις για να διορθώσεις το λάθος» του λέει βαριεστημένα ο Διόνυσος.
«Κι εκεί κάτω στην Κρήτη, ακόμα τριγυρνά ο Τάλως.»
Ο Διόνυσος βαριόταν να ακούει, αλλά, έκανε πως νοιάζεται. Ο νεφεληγερέτης Δίας ήδη ένιωθε μοναξιά, δεν μπορούσε ο Βάκχος να του αρνηθεί την παρέα. Όσο κι αν βαριόταν, δεν ήθελε να του πει πόσο αδιάφορο τού ήταν το υπερπαραλληλεπίπεδο. Ο Δίας το γύριζε τώρα πέρα δώθε και το έβρισκε γεμάτο με προβλήματα. Το εξέταζε από εδώ, το εξέταζε από εκεί, όλο και κάτι του κέντριζε την προσοχή. Όλα λάθος του φαίνονταν.
«Αυτές οι κυράδες, η Σκύλα κι η Χάρυβδις, κάνουν ό,τι τους καπνίσει. Χρειάζονται ένα μάθημα. Κι αυτός ο Πελίας, ο ανιψιός μου, έτσι τον έμαθε ο Ποσειδών; Πάντα το έλεγα ότι ο αδελφός μου είναι αποτυχημένος πατέρας. Όλα του τα παιδιά έγιναν επαναστάτες. Οι πιο ανυπότακτοι τιτάνες από την γενιά του πελαγίσου Ποσειδώνα έχουν βγει.»
«Πατέρα, εγώ να φεύγω, έχω μια δουλειά» λέει ο Διόνυσος.
Δεν αντέχεται άλλο τέτοια παρέα. Ο Δίας με το κουβάρι στα χέρια του να σκέφτεται και να αναπολεί τα λάθη της ολύμπιας τάξης. «Μα τι φανταζόταν ο Δίας όταν το έφτιαχνε. Μπορούσε να στηθεί τέτοιο οικοδόμημα χωρίς έναν θεό να το επιμελείται;» αναρωτήθηκε ο Διόνυσος. Και πριν ο Δίας του αναθέσει την διόρθωση σαν μια νέα αποστολή απομακρύνθηκε.
Ο Δίας ήπιε μια γουλιά ακόμη απ’ το γλυκό πιοτό που του είχε ετοιμάσει ο Βάκχος. Αυτό το παιδί άξιζε πολλά. Από όλους τους γιους και τις κόρες του, αυτός εδώ τουλάχιστον είχε προσφέρει κάτι το νέο στη διάστασή τους. Το κρασί ήταν το νέκταρ των θνητών, αλλά και για τους θεούς δεν ήταν άσχημο. Κοίταξε το κουβάρι και σκέφτηκε με ποια εργαλεία να προχωρούσε. Ήταν αποφασισμένος να κάνει τις αναγκαίες επιδιορθώσεις στο υπερπαραλληλεπίπεδο. Τα αγαπημένα του όργανα, για τις επεμβάσεις του στην τρισδιάστατη γη, ήταν οι γυναίκες. Ωστόσο έπρεπε να παραδεχτεί ότι σωστή δουλειά έκαναν κι οι ήρωες που αντιμετώπιζαν τα τέρατα με αναλγησία. Όποτε μια γυναίκα αναλάμβανε να καθαρίσει ένα τόπο από κάποιο τέρας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αποτύγχανε. Οι γυναίκες προσπαθούσαν να το ημερέψουν αντί να το σκοτώσουν.
Κοίταξε τις επιλογές του. Έκανε κάποιες δοκιμές. Πείραζε ένα σημείο κι έβλεπες όλο το υπερπαραλληλεπίπεδο να κλονίζεται και να αναβοσβήνει. Κάποιες επεμβάσεις το εξάτμιζαν εντελώς, κάποιες άλλες δεν πείραζαν το παραμικρό. Ο ερίγδουπος Δίας ασχολήθηκε πιο προσεκτικά και βρήκε μερικές παραλλαγές που του έκαναν. Άλλες τα διόρθωναν όλα, κι άλλες άφηναν μερικά κουσούρια. Δεν άργησε ο μεγαλοδύναμος να βρει την καλύτερη λύση. Χρειάστηκε όμως και την βοήθεια της Αφροδίτης, της κόρης του Ουρανού. Άλλοτε ντυμένη με την πανοπλία της κι άλλοτε ολόγυμνη η θεά της ομορφιάς και του έρωτα, είχε ένα ρόλο στο σχέδιό του.
«Ουρανία θεά, Χρυσεία!» της φώναξε. «Έρχεσαι λίγο εδώ;»
Η πολύυμνος και φιλομειδής Αφροδίτη εμφανίστηκε μπροστά του, υπέροχη κι απαστράπτουσα όπως πάντα. Η ριχτή της εσθήτα την έκανε πιο ποθητή από ότι αν κυκλοφορούσε γυμνή καθώς διέγραφε το κορμί της. Τα εξαίσια στήθη κι οι υπέροχοι γλουτοί δεν μπορούσαν παρά να τραβήξουν το βλέμμα του Δία. Η Αφροδίτη ήταν σύζυγος του Ηφαίστου, κι αυτό την έκανε νύφη του, αλλά και κόρη του Ουρανού, κι αυτό την έκανε θεία του. Ανεξάρτητα από συγγένειες, ο ερωτισμός της μάγευε και τον βασιλιά των θεών. Η θεά του έρωτα μαγνήτιζε τα βλέμματα όλων των πλασμάτων. Λίγο πιο κει στεκόταν, συνοδός της, ο Έρως με το τόξο του.
«Σε ακούω, Μειλίχιε» του είπε καθώς καθόταν σε ένα θρόνο δίπλα σε εκείνον του Δία.
«Θέλω να κάνω μερικές διορθώσεις στο μεγαλεπήβολο σχέδιό μου για την πορεία των ανθρώπινων υποθέσεων. Για δες τι έχω στο νου μου για αλλαγή» είπε και της έδειξε τις τροποποιήσεις που είχε σκεφτεί να κάνει.
Δεν χρειαζόταν χαρτί και μολύβι. Με μια κίνηση των χεριών του, έφερε μπροστά τους υπερφαίρες, υπερκώνους, υπερκυλίνδρους κι υπερεπιφάνειες. Σ’ αυτά τα υπερσχήματα των τεσσάρων διαστάσεων υπήρχε ζωή και κίνηση. Μ’ αυτά ξετύλιγε ολόκληρο το σχέδιό του. Η Αφροδίτη μπορούσε να δει το παρελθόν και το μέλλον όπως άλλαζαν με κάθε επιλογή του Δία. Έβλεπε τα παράλληλα σύμπαντα εκ των οποίων ο Δίας την έβαζε να διαλέξει ένα. Αυτό το επιλεγμένο σύμπαν θα ήταν η παράλληλη πραγματικότητα που θα ζούσαν σαν την μόνη δική τους πραγματικότητα οι θνητοί.
«Χμ ... βλέπω πως έβαλες στο μάτι την Μήδεια, την κόρη της Ιδυίας. Μπορείς να βασιστείς σε ένα πλάσμα δασκαλεμένο από την σκοτεινή Εκάτη;»
«Αν βοηθήσεις κι εσύ, κάτι θα καταφέρουμε.»
«Και ποια βοήθεια θέλεις να σου προσφέρω, μεγάλε Ζευ;»
«Νά, εδώ, κοίτα! Θα βάλεις τούτο το μωράκι με τις σαΐτες που σ’ ακολουθεί να χτυπήσει μια καρδιά. Ξέρει αυτό από σημάδι, και τα βέλη του είναι ανίκητα.»
Η Αφροδίτη χαμογέλασε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Πώς να αρνηθώ κάτι στον μεγαλύτερο των θεών, τον πρώτο των Ολυμπίων;»
Ο Δίας άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά το μάγουλό της. Τόσο τρυφερό δέρμα και τόσο όμορφο πρόσωπο δεν έβρισκες κάθε μέρα, ούτε στην τρίτη ούτε στην τέταρτη διάσταση. Στο βλέμμα του φαινόταν η επιθυμία του για την θεά του έρωτα. Ήταν ο μέγιστος των θεών, όμως, δεν μπορούσε να αφεθεί στον σαρκικό του πόθο και να γίνει εχθρός με τα ίδια του τα παιδιά. Ο λαμποφλεγής Ήφαιστος, ο σύζυγός της, κι ο αλαλάζων φοβερός Άρης, ο ερωμένος της, ήταν τα απροσπέλαστα εμπόδια. Κι οι δυο Ολύμπιοι θεοί ήταν παιδιά του και παιδιά της Ήρας. Θα τους πλήγωνε βάναυσα αν έκανε ερωμένη του το απόλυτο αντικείμενο του πόθου τους. Η Αφροδίτη θα έμενε, λοιπόν, για πάντα μακριά του.
«Ευπλοία και Ποντία θεά, θα χρειαστούν οι θνητοί ήρωές μου την βοήθειά σου κι άλλες φορές. Έχουν να κάνουν μεγάλο ταξίδι με πολλές δυσκολίες. Εσύ, Καλλίπυγε, γνωρίζεις από θαλάσσια ταξίδια πολλά. Μην τσιγκουνευτείς να τους δώσεις τις καλές και χρήσιμες συμβουλές σου.»
«Μην ανησυχείς, Κεραυνοβρόντη Ζευ, όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις κι όπως τα σχεδιάζεις.»
Η Αφροδίτη έφυγε και μαζί της έφυγε και το μικρό παιδί με το τόξο και την φαρέτρα με τα βέλη. Ήταν μικρό στο σώμα, σχεδόν μωρό, όταν το έβλεπες από μακριά. Από κοντά, όμως, έβλεπε κανείς πως μόνο αθώο δεν ήταν το βλέμμα του. Ο Έρως ήταν πρωταρχικός θεός, γέννημα της Νύχτας και του Ερέβους, των δημιουργημάτων του Χάους και της Γαίας. Ακατάβλητος ήταν όταν χτυπούσε με το βέλος του. Ο στόχος του ζούσε πια μόνο για τον έρωτα.
Ο Δίας ήταν άτρωτος από τα βέλη του μικρού θεού. Δεν τον επηρέαζαν κι ούτε τα είχε ανάγκη για να επηρεάσει μια γυναίκα που επιθυμούσε ώστε να του δοθεί. Γεννημένος από τον τιτάνα Κρόνο, είχε μέσα του όλους τους χυμούς της Νύχτας και του Ερέβους. Οι ίδιοι οι γεννήτορες του Έρωτα, είχαν μεταγγίσει την ουσία τους στον μελλοντικό βασιλιά των θεών. Ο Ζευς, ήταν από μόνος του μια μηχανή του έρωτα και του πάθους. Κι όταν έπρεπε να σαγηνεύσει μια γυναίκα που ποθούσε, δεν χρειαζόταν βέλη. Είχε τα δικά του όπλα της τάξης των ολυμπίων, την προσποίηση και την παραλλαγή. Γινόταν κούκος για να πέσει στην αγκαλιά της Ήρας ή χρυσή βροχή για να σαγηνέψει την Δανάη. Είχε γίνει ταύρος για την Ευρώπη και κύκνος για την Λήδα, δεν είχε ανάγκη τα βέλη του φτερωτού θεού. Τον χρειαζόταν όμως για το σχέδιό του κι η Αφροδίτη μπορούσε να τον στείλει εκεί που θα του ήταν απαραίτητος. Θα χρειαζόταν κι άλλους θεούς να τον βοηθήσουν. Ο Ερμής, η Ήρα κι η Αθηνά, θα έπαιζαν από ένα μικρό ρόλο στο σχέδιό του.
Ευχαριστημένος, έδιωξε από μπροστά του τα τετραδιάστατα ολογράμματα κι ανέπνευσε λίγο καθαρό αιθέρα. Ένιωθε πολύ όμορφα πάντοτε πάνω σε τούτα τα βουνά.
**************
Αυτά για την Αργοναυτική Εκστρατεία.
Από Δευτέρα αρχίζω την δημοσίευση (σε συνέχειες) του βιβλίου: "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΌΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" με υπότιτλο: "307 πΧ. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΑΡΙΣΑ"