Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

01 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 1η

Όλη η ιστορία εξελίσσεται μέσα σε τρεις συνεχόμενες μέρες. Είναι η 9η Ιουνίου (Πέμπτη Φθίνοντας Θαργηλιώνος), η 10η Ιουνίου (Τετάρτη Φθίνοντος Θαργηλιώνος) και η 11η Ιουνίου (Τρίτη Φθίνοντας Θαργηλιώνος) του 307 π.Χ.. 

Όπως φαίνεται από την παραπάνω αντιστοίχιση οι αρχαίοι Αθηναίοι μετρούσαν τις (δέκα) τελευταίες μέρες κάθε μήνα ανάποδα. Τις πρώτες τις μετρούσαν κανονικά κι είχαν και δέκα μεσαίες. Εδώ είμαστε στο τέλος του Θαργηλιώνος (που πιάνει από μέσα Μαΐου ως μέσα Ιουνίου) λαο συγκεκριμένα από τις 9 ως τις 11 Ιουνίου. 

Το βιβλίο χωρίζεται σε 9 κεφάλαια, που περιλαμβάνουν το καθένα ένα κομμάτι της κάθε μέρας. Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Τρία μέρη της μέρας επί τρεις μέρες μας κάνουν εννέα κεφάλαια.

Μέσα σε αυτές τις τρεις μέρες βλέπουμε μιαν ιστορία που εξελίσσεται σε τρία κυρίως επίπεδα. 

Κατά πρώτον είναι μια ιστορία φόνων που πραγματοποιούνται στην Αθήνα και που -στο τέλος- εξιχνιάζονται. 

Κατά δεύτερον είναι οι συναισθηματικές ιστορίες που αναπτύσσονται μεταξύ των πρωταγωνιστών της ιστορίας. 

Κατά τρίτον και σημαντικότερο, είναι η επάνοδος της δημοκρατίας στην Αθήνα που προκύπτει σαν "δώρο" λόγω του ανταγωνισμού των διαδόχων του Αλέξανδρου για την κυριαρχία στο Αιγαίο και την παλαιά Ελλάδα.

Ξεκινάμε από το πρωί της 9ης Ιουνίου, ή Πέμπτης φθίνοντος Θαργηλιώνος. Η κηδεία του Ερμόδωρου, ενός νέου με καλή καταγωγή, μαζεύει στο σπίτι του την παρέα του που συζητά και για τον ξαφνικό θάνατο αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις. Το πρώτο κεφάλαιο (πρωί της 9η Ιουνίου) θα ολοκληρωθεί σε πέντε συνέχειες μέχρι και την Παρασκευή 25/9/.

**********************************

9η Ιουνίου 307 π.Χ. πρωί

Α' Πέμπτη Φθίνοντος Θαργηλιώνος(*1), πρωί

Ήταν ένα καλοκαιρινό πρωινό, όχι πολύ ζεστό. Ο ήλιος κρυβόταν κάθε τόσο πίσω από τα λίγα σύννεφα που στέκονταν στον ορίζοντα. Ήταν η πέμπτη φθίνοντος Θαργηλιώνος κατά το δέκατο έτος της επιμελητείας του Φαληρέα στην Αθήνα. Ήταν το δεύτερο έτος της ενενηκοστής τρίτης Ολυμπιάδας (*2).

Ο Μύρων ήταν θλιμμένος από αυτά που είχε μάθει και για το καθήκον που είχε αναλάβει να εκτελέσει. Έπρεπε να ενημερώσει την Κλεοτίμα ότι κατά το χάραμα, μόλις λίγες ώρες νωρίτερα, είχε βρεθεί νεκρός ο Ερμόδωρος. Γι αυτόν ήταν ο καλός του φίλος, για εκείνην ήταν ο ερωμένος κι αγαπημένος της άνδρας. Με αυτόν σκόπευε να δέσει την ζωή της. Ο νεκρός ήταν τριανταδύο ετών κι έμενε στον δήμο Πειραιά. Ανήκε στην Ιπποθοωντίδας φυλής κι ήταν γιος του Καινέα. Ήταν κι εκείνη από τον Πειραιά, απ' την ίδια φυλή κι έμενε κοντά στο δικό του σπίτι. Σε αυτό το σπίτι είχε μεταφερθεί τώρα το νεκρό σώμα του Ερμόδωρου για τις περιποιήσεις πριν το στερνό ταξίδι. Εκεί θα τον αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά οι συγγενείς κι οι φίλοι. Η Κλεοτίμα, ακόμα, δεν γνώριζε τίποτε κι ο Μύρων πήγαινε στο σπίτι της για να της πει τα δυσάρεστα. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος γι αυτό που είχε αναλάβει, ήταν όμως αναγκαίο. Εκείνη τον είδε από τον γυναικωνίτη του σπιτιού της και του άνοιξε την κεντρική πόρτα.

«Τι έχεις Μύρων; Γιατί είσαι έτσι αναστατωμένος;» τον ρώτησε μόλις τον είδε να μπαίνει. Είχε ένα πένθιμο ύφος στο πρόσωπό του και μια θλίψη στα μάτια του που φανέρωναν πως κάτι κακό είχε συμβεί.

«Κλεοτίμα, κρατήσου. Ο ... Ερμόδωρος ... χάθηκε!»

«Τι θα πει χάθηκε;» απόρησε εκείνη.

«Είναι ... είναι ... νεκρός, πέθανε!» κατάφερε να της πει.

«Τι λες; παλάβωσες; Δεν είναι δυνατόν!»

Όλοι αντιδρούσαν με αποστροφή σαν μάθαιναν το νέο. Ήταν φυσικό να πέφτει σαν κεραυνός σε όποιον το άκουγε. Για έναν άνθρωπο τριανταδύο μόλις ετών κανείς δεν αναμένει έναν αναπάντεχο κι αδικαιολόγητο θάνατο. Μόνο σε περίπτωση ενός πολέμου ή κάποιου μεγάλου θανατικού είναι δικαιολογημένο. Για τον Ερμόδωρο, όμως, δεν υπήρξε κάποιο έκτακτο γεγονός. Ο γιατρός που τον εξέτασε είπε, απλά, ότι είχε σταματήσει η καρδιά του. Ε, καλά τώρα ... Όλων των νεκρών η καρδιά σταματάει, ήταν εξήγηση αυτή;

Ήταν πολύ σπάνιο, είπαν. Αραιά και πού συνέβαινε σε κάποιους άνδρες. Ενώ φαίνονταν καθ' όλα υγιείς, ξαφνικά, έχαναν τις δυνάμεις τους κι έσβηναν με ένα ισχυρό πόνο στην καρδιά. Έφευγαν χωρίς να μπορούν να πάρουν ανάσες. Αυτό το σπάνιο γεγονός είχε συμβεί στον Ερμόδωρο, είχαν πει.

«Κουράγιο καλή μου! Ξέρω πόσο στεναχωριέσαι, αλλά, πρέπει να το αντέξεις. Κρίμα τον φίλο μου, κρίμα το παλικάρι, έφυγε τόσο νέος και δυνατός!» συνέχισε ο Μύρων.

«Θα τρελαθώ. Πες μου πως είναι αστείο. Κακόγουστο μεν αλλά ... αστείο! Πώς να το χωνέψω ότι δεν ζει πια;»

«Δυστυχώς, καλή μου, αυτή είναι η αλήθεια».

«Όχι, δεν μπορεί να μου το έκαναν αυτό οι θεοί! Μα, πότε; πώς;» ρώτησε με απόγνωση η Κλεοτίμα κλαίγοντας.

«Το βράδυ πρέπει να έγινε το κακό. Μέχρι αργά έλειπε από το σπίτι. Τον έψαξαν στο καπηλειό του Πολέμη, κοντά στην αγορά, αλλά, δεν ήταν ούτε εκεί. Είχε φύγει από νωρίς κι η καρδιά σταμάτησε λίγο πριν φτάσει σπίτι του. Τον βρήκαν μόλις ξημέρωσε, ακίνητο και παγωμένο. Κι ο γιατρός διέγνωσε απλά τον θάνατό του».

Μιλώντας γι αυτά, ο Μύρων κάπως ξαλάφρωνε από το βαρύ καθήκον που είχε αναλάβει να της πει τα καθέκαστα.

«Τον έχουν σπίτι του;» ρώτησε η Κλεοτίμα βουτηγμένη στο κλάμα κι απαρηγόρητη.

«Ναι, εκεί είναι από το πρωί, έλα να πάμε μαζί».

Η Κλεοτίμα ντύθηκε για να τον ακολουθήσει. Ο Μύρων σκεφτόταν πως, από το πρωί που διαδόθηκε το νέο, ένιωσαν όλοι σαν να έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Οι κοινοί τους φίλοι κι οι συγγενείς του νεκρού αναστατώθηκαν. Τριανταδύο χρόνια ζωής είναι ελάχιστα για να μπορέσει κανείς να χωνέψει τον θάνατο. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν δίνει παρηγοριά η σκέψη ότι όλοι οι θνητοί κάποτε θα φύγουμε από τον κόσμο ετούτο. Θα φύγουμε, αλλά ας προλάβουμε να ζήσουμε τα χρόνια που μας πέφτουν, εν ειρήνη κι ευδαιμονία. Αυτό το απλό πράγμα επιθυμούσε κι ο Ερμόδωρος, αλλά, δεν εισακούστηκε από τους θεούς. Δεν πρόλαβε ούτε την ειρήνη να γνωρίσει καλά-καλά, ούτε και της ευδαιμονίας την εποχή να απολαύσει. Ο Μύρων κι η Κλεοτίμα το γνώριζαν πολύ καλά αυτό.

Ο Ερμόδωρος είχε αποφασίσει πως θα παντρεύονταν με την Κλεοτίμα, σύντομα, ίσως αυτό το καλοκαίρι. Ήταν θαυμάσια κι όμορφη γυναίκα, εικοσιεπτά χρόνων. Είχε μείνει ανύπαντρη εξ αιτίας μιας κακοτυχίας. Είχε χάσει τους δυο γονείς της από μικρή κι η θεία της Πολυξένη, που την μεγάλωνε, δεν νοιαζόταν να την αποκαταστήσει. Είχε τις δικές της κόρες να φροντίσει. Δεν θα χαράμιζε τα καλά προξενιά με ευυπόληπτους νέους για την ανιψιά και ψυχοκόρη της. Έτσι η Κλεοτίμα είχε βρεθεί “στο ράφι”, πράγμα που η ίδια θεωρούσε παραδόξως καλοτυχία. Γνώρισε τον Ερμόδωρο κι έφτιαξε μαζί του μιαν όμορφη σχέση. Είχαν στενή ψυχική -στα κρυφά ήταν και σαρκική- επαφή κι ήθελαν να δέσουν περισσότερο τις ζωές τους.

Ο Καινέας κι η Ολύνθια, ο πατέρας κι η δύστυχη μάνα του Ερμόδωρου, τον είχαν μοναχοπαίδι. Ο θάνατός του τους συγκλόνισε κι έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Ήξεραν για την πρόθεσή του να δεσμευτεί με την Κλεοτίμα, κι όταν την είδαν βούρκωσαν ακόμα περισσότερο. Τους θύμισε με μιας τα χαμένα όνειρα του γιου τους.

«Κόρη μου, τι κακό είναι αυτό που μας βρήκε!» είπαν κι οι δυο στην Κλεοτίμα όταν ήρθε για τον ύστατο αποχαιρετισμό στον σύντροφό της.

«Αχ αυτός ο κακορίζικος Θαργηλιών! Όλα τα άσχημα σ’ αυτόν τον μήνα μού συμβαίνουν» είπε ο Καινέας ψάχνοντας για λογική στο παράλογο του θανάτου.

Η Ολύνθια την αγκάλιασε σφιχτά. Το παλικάρι τους ήταν νέος κι όμορφος, αλλά, και χρήσιμος στην οικογένειά του και στην πόλη. Δυστυχώς, δεν είχε προλάβει να κάνει, με τούτη 'δώ την όμορφη γυναίκα, κάποια παιδιά. Μ’ αυτά θα διαιώνιζαν τη μνήμη τους.

«Εσείς, εμείς, οι φίλοι του, η Αθήνα, όλοι χάσαμε κάτι» είπε βουρκώνοντας η Κλεοτίμα. «Ένα σπουδαίο άνθρωπο!»

Πώς να παρηγορήσει άλλους όταν ήταν απαρηγόρητη η ίδια κι έχανε τα λόγια της;

«Κορίτσι μου, τι να σου πω ... θα γινόσουν κόρη μου ...το παλικάρι μου σε ήθελε πολύ» είπε η Ολύνθια.

Παραπομπές:

(*1) Ο μήνας «Θαργηλιών» αντιστοιχεί στα μέσα Μαΐου έως μέσα Ιουνίου και «5η φθίνοντος» ήταν η πέμπτη μέρα πριν φύγει ο μήνας δηλαδή η 9η Ιουνίου

(*2) Το δεύτερο έτος της 93ης Ολυμπιάδας (από 308-305 π.Χ.) ήταν το έτος 307 π.Χ. της δικής μας χρονολογίας και ήταν το 10ο έτος κατά το οποίο ο Δημήτριος Φαληρέας ήταν Επιμελητής (περίπου κυβερνήτης-τύραννος) των Αθηνών (317-307 π.Χ.).

*******************************************

Αύριο η συνέχεια με το δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου.