Είμαστε πάντα στο πρωινό της 5ης φθίνοντος Θαργηλιώνος ή 9ης Ιουνίου. Από τις συζητήσεις και τα γεγονότα, βλέπουμε τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών και τις πολιτικές που ακολουθούνται στην πόλη. Η Αθήνα έχει χάσει το κλέος της αλλά συνεχίζει να αναπολεί τα μεγαλεία.
************************************
1ο Κεφάλαιο (τρίτο μέρος, συνέχεια).
.................
Η περιποίηση του νεκρού για τους Έλληνες σε όλες τις πόλεις ήταν πράξη τελετουργική. Ο Ερμόδωρος ήταν πλυμένος και ντυμένος με καθαρά και λευκά ρούχα. Ήταν τοποθετημένος σε ένα κρεβάτι, στο μέσον της μεγάλης τραπεζαρίας του σπιτιού. Όπως ήταν το σωστό,. είχε τα πόδια του γυρισμένα προς την έξοδο. Γύρω του γυναίκες του οικογενειακού περιβάλλοντος ή φίλοι και συγγενείς. Εκεί ήταν κι η Δάφνη κι η Φιλογένεια. Κάτω από το κεφάλι είχε ένα μαξιλάρι με λουλούδια. Κάποια πράγματα ήταν σημαδιακά.
Δεν είχαν βάλει οβολό στο στόμα. Ο Καινέας δεν πίστευε στον μύθο ότι έπρεπε να πληρώσει μεταφορικά στον Άδη και το είχε αρνηθεί. Ωστόσο η Ολύνθια -που φοβόταν πιο πολύ και γι' αυτό πίστευε στους θεούς- είχε αφήσει δίπλα του ένα γλυκό. Το είχε φτιάξει από μέλι για να απαλύνει τον Κέρβερο στις πύλες του Άδη. Έτσι ισορροπούσε την ασέβεια του συζύγου της με την δική της ευσέβεια. Μοιρολογίστρες, λουλούδια, λήκυθοι με αρώματα, συμπλήρωναν τη σκηνή. Η ενδελεχής ιατρική εξέταση ήταν πρακτικά αδύνατη. Κάποια στιγμή το μεσημέρι, όμως, θα υπήρχε τέτοια δυνατότητα όπως πολύ σωστά είχε διαβλέψει ο Λήστος.
«Δηλητηρίασαν τον Ερμόδωρο! Απίστευτο!» σκέφτονταν ο Μύρων κι ο Ιάσων και περίμεναν την δεύτερη εξέταση.
.............................................
Απέναντι από το σπίτι, κάποιοι στέκονταν ανακατεμένοι με τον κόσμο που είχε έρθει στην πρόθεση(*1). Ήταν η Πανδότη, ο Ληθόνους, ο Υπάνωρ κι ο Φερεθάνης. Ήθελαν να φαίνονται φυσιολογικοί, αλλά, μόνο φυσιολογική δεν ήταν η παρουσία τους. Ούτε συγγενείς ήταν, ούτε φίλοι. Ήταν οι δολοφόνοι του Ερμόδωρου. Είχαν έρθει να βεβαιωθούν ότι ο νεκρός ήταν όντως νεκρός, κι ότι είχε σκοτωθεί ο σωστός άνθρωπος.
Η Πανδότη είχε κάθε λόγο να φοβάται ότι μπορεί και να είχε γίνει λάθος! Δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Μόλις λίγες μέρες νωρίτερα τα τρία ξεφτέρια της είχαν επιτεθεί σε λάθος θύμα. Ευτυχώς δεν τον είχαν σκοτώσει. Ήταν νέοι στο επάγγελμα αλλά αυτό δεν ήταν δικαιολογία, σκεφτόταν η Πανδότη. Αν άθροιζες τα χρόνια τους -είκοσι έκαστος- μόλις που περνούσαν τα πενήντα πέντε δικά της. Παρομοίως, αν άθροιζες και τα μυαλά τους δεν θα έφτανες το δικό της. Ίσως, μάλιστα, αυτοί να μην είχαν ούτε κουκούτσι μυαλό. Γι' αυτό έπρεπε να γίνει επιτόπια παρατήρηση. Ήδη είχαν περάσει μια φορά κι είχαν ρωτήσει κάποιους γείτονες.
Για σιγουριά η Πανδότη μπήκε στην τραπεζαρία του σπιτιού όπου ήταν το σώμα του νεκρού. Είδε τον γιο του Καινέα με τα μάτια της. Βεβαιώθηκε ότι οι δολοφόνοι που του είχαν επιτεθεί το βράδυ δεν είχαν κάνει λάθος. Έδωσε στους γονείς του νεκρού τα συλλυπητήριά της κι εκδήλωσε κι αυτή τον πόνο της για τον χαμό του. Δεν έδειξε την ικανοποίησή της, βέβαια, που η αποστολή είχε εκτελεστεί επιτυχώς χωρίς κανένα μοιραίο λάθος.
«Τι κρίμα, τόσο νέος!» είπε με θλιμμένο ύφος σε μια από τις συγγένισσες του νεκρού.
«Δία και Περσεφόνη, πώς χάθηκε ένα τέτοιο παλικάρι! Σταμάτησε η καρδιά του, λένε .... Πώς σταματάει έτσι μια νέα καρδιά;» είπε αυτή.
«Θα ξανάρθει, κυρά, μην ανησυχείς, όλες οι ψυχές έρχονται πίσω μετά από λίγο» της είπε.
Τα πίστευε αυτά η Πανδότη. Δεν μπορεί να χανόταν η ψυχή, αυτό το υπέροχο δημιούργημα του θεού, του υπέρτατου όντος. Δεν είχε σημασία που το υπέρτατο ο εκφραζόταν με τις διάφορες μορφές των δώδεκα θεών ή των επί μέρους θεοτήτων. Με όποια μορφή κι αν το έβλεπες, ήταν πάντα ο κύριος της ζωής και του θανάτου όλων μας. Ήταν φυσικό να επανερχόταν κάθε τόσο η ψυχή, όπως ακριβώς πίστευαν οι ιερείς της ορφικής διδασκαλίας. Ήταν κοινό μυστικό και το πίστευαν όχι μόνο οι Ορφικοί κι οι Πυθαγόρειοι. Ακόμα κι οι Περιπατητικοί έλεγαν πως η ψυχή ήταν άφθαρτη. Γιατί λοιπόν να μην πίστευε το ίδιο κι εκείνη; Οι ψυχές έφευγαν από το σώμα με τον θάνατο αλλά ξανάρχονταν εδώ στη γη αφού έκαναν μια στάση στα αστέρια. «Κάθε αστέρι και μία ψυχή» σκέφτηκε. «Γι' αυτό είναι τόσο πολλά, επειδή είναι τόσο πολλοί κι οι άνθρωποι».
Πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, που ήταν πλατύς μπροστά από το σπίτι του Καινέα. Ήταν γεμάτα το σπίτι κι ο δρόμος με ανθρώπους που θρηνούσαν. Την πρόσεξαν οι τρεις συνοδοί της και την κοίταξαν από μακριά ερωτηματικά. Προσπάθησαν να διακρίνουν αν είχε επιβεβαιώσει πως είχαν κάνει το σωστό όταν επιτέθηκαν στον Ερμόδωρο. Εκείνη τους έγνεψε αμέσως ότι όλα ήταν εντάξει.
«Αυτή τη φορά τα καταφέρατε» τους είπε.
«Γιατί; Αμφέβαλλες, Πανδότη;»
«Φυσικά και αμφέβαλλα, ευτυχώς, όμως, αυτή τη φορά δεν έγινε λάθος».
«Και τώρα, τι κάνουμε;» τη ρώτησαν.
«Πάμε πίσω στην οργάνωση» τους είπε. «Δεν έχουμε τελειώσει. Έχετε κι άλλες δουλειές να κάνετε εσείς οι τρεις,»
.............................................................
Οι φίλοι του Ερμόδωρου συζητούσαν όρθιοι έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού. Πέρασαν από μπροστά τους μερικοί από την παρέα των Κυνικών, που είχαν έρθει να πουν το τελευταίο τους αντίο. Ο νεκρός συνήθιζε να συμμετέχει στις συζητήσεις τους και τον αγαπούσαν. Ανάμεσά τους ήταν η Ιππαρχία(*2), η γυναίκα του Κράτη(*3), πασίγνωστη σε όλη την Αθήνα. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια κι αντάλλαξαν λόγια παρηγοριάς. Με ευχαρίστηση άκουσαν ότι οι Κυνικοί, παρά την συνήθη αταραξία τους, είχαν συγκλονιστεί απ’ τον χαμό του Ερμόδωρου. Η Ιππαρχία, ειδικά, κράτησε σφιχτά τα χέρια της Κλεοτίμας.
«Κουράγιο, αγαπημένη μου φίλη» της είπε. «Να ξέρεις ότι όλοι είμαστε μαζί σου»
«Όμως ο Ερμόδωρος ..». πήγε να πει η Κλεοτίμα.
«Ξέρω, καλή μου, αυτή η απουσία δεν αναπληρώνεται ποτέ. Όμως η ζωή που μας απομένει για να ζήσουμε πρέπει να είναι βιώσιμη. Αυτό, είναι υπόθεση όσων μένουμε ζωντανοί για να το εξασφαλίσουμε».
«Κρίμα, Κλεοτίμα, πολύ κρίμα!» της είπε ο Φίλων, ένας από τους Κυνικούς.
«Ο Ερμόδωρος δεν είχε βλάψει κανέναν» είπε ο Ιάσων.
«Όμως κάποιοι θα χαρούν με τον θάνατό του» είπε ο Φίλων.
«Ποιους εννοείς;» ρώτησε ο Ζείκρατος.
«Παρά την καταγωγή του ήταν πρώτα απ' όλα πολίτης, κι αυτό προκαλούσε στους αριστοκρατικούς ανησυχία. Θα τον προτιμούσαν με απόψεις αλλιώτικες» είπε ο Φίλων. «Ίσως να χάρηκαν που έφυγε από τη μέση».
«Καλός πολίτης ήταν, δεν είχε όμως τόσο ενοχλητική φωνή ώστε να τον μισήσουν» είπε ο Ιάσων. «Υπάρχουν φωνές πολύ πιο ενοχλητικές».
«Πολλοί Πυθαγόρειοι και Περιπατητικοί(*4) θίγονταν από τις απόψεις του» συνέχισε ο Φίλων. «Όχι, βέβαια, ο ίδιος ο Θεόφραστος, αλλά, κάποιοι στο Λύκειο θα χάρηκαν που έφυγε από την μέση».
«Άλλο να διαφωνείς φιλοσοφικά κι άλλο να χαίρεσαι με τον θάνατο του άλλου» είπε ο Μύρων.
«Η φιλοσοφία είναι ο τρόπος που βλέπουμε την ζωή» είπε η Ιππαρχία. «Ζωή είναι -κατά μεγάλο μέρος- το πολίτευμα. Με τη μακεδονική φρουρά και τον Δημήτριο να παριστάνει τον φιλόσοφο τύραννο, όλα παίζουν ρόλο. Ο Φαληρέας λέει πως φτιάχνει την αριστοτέλεια «πολιτεία». κι οι Πυθαγόρειοι τον επικροτούν. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που ήταν σε αντίθεση με τον Ερμόδωρο. Πάντως κι εγώ δεν πιστεύω ότι θα έφταναν ποτέ στον φόνο».
«Ε, όχι και φόνο!» είπε η Κλεοτίμα.
«Ο Ερμόδωρος δεν ήταν ούτε ακραιφνής δημοκρατικός ούτε ολιγαρχικός. Κάποιοι άρχοντες που τον είχαν για δικό τους θα στενοχωρήθηκαν, κάποιοι άλλοι θα χάρηκαν» είπε η Ιππαρχία.
«Γι' αυτό σας λένε κυνικούς» είπε ο Φανοκράτης
«Γιατί τα λέμε χύμα; Καλά κάνουμε!» είπε η Ιππαρχία.
«Χύμα αλλά και με παρρησία» είπε η Κλεοτίμα.
Τους συμπαθούσε τους Κυνικούς, όπως κι ο Ερμόδωρος, κι ας μην ακολουθούσε τον τρόπο ζωής τους. Η Ιππαρχία είχε απαρνηθεί τα πάντα. Ο Κράτης είχε χαρίσει την περιουσία του στην πόλη του, την Θήβα. Το ίδιο έκανε κι ο Διογένης κι ένα σωρό άλλοι. Δεν πίστευαν σε προκαταλήψεις ή δεισιδαιμονίες. Δέχονταν μόνο όσα μπορούσαν να αντιληφθούν οι αισθήσεις κι η εμπειρία τους. Στη ζωή αναζητούσαν την αρετή. Η Κλεοτίμα δεν ήταν Κυνική, θαύμαζε όμως την Ιππαρχία, που μπορούσε να είναι συνεπής με τις ιδέες της. Ζούσε ευτυχισμένη, στα τριάντα εννέα της, κι ας μην είχε ούτε στοιχειώδεις ανέσεις της ζωής. Δεν της έλειπαν, γιατί, δεν τις αποζητούσε.
«Ο Δέξιππος είπε ότι έχει γίνει καταγγελία κατά του Ερμόδωρου στην επιμελητεία» είπε ο Ζείκρατος.
«Ποιος ξέρει ποιος άθλιος θα έκανε κάτι τέτοιο! Τρώνε πολλές περιουσίες με κάτι τέτοια κόλπα οι τύραννοι που μας κυβερνούν» είπε η Ιππαρχία.
«Πάμε λίγο μέσα Ιππαρχία» της είπε ο Φίλων
Μπήκαν για τον τελευταίο ασπασμό. Βγήκε ο Δέξιππος με τη συνοδεία του και τον πλησίασε ο Ζείκρατος.
«Δέξιππε, μου είπες κάτι. Ισχύει;»
«Για την καταγγελία;»
«Ακριβώς, θέλω να μάθω τι έχει συμβεί. Μπορώ να έρθω στην επιμελητεία να μου την δείξεις;»
«Δεν μπορώ σήμερα, έλα αύριο το πρωί».
«Θα έρθω και ... σ' ευχαριστώ».
«Ο Ερμόδωρος ήταν πάντα άψογος. Του το χρωστάω» είπε ο Δέξιππος.
Η Φιλογένεια κι η Δάφνη βγήκαν από την τραπεζαρία στην αυλή και στάθηκαν με τους άλλους.
«Είναι πνιγηρή η κατάσταση. Το νιώθεις πως ο νεκρός είναι ακόμα εκεί» είπε η Φιλογένεια.
«Αρκετά κάτσατε εσείς οι δυο, πάω στη θέση σας» είπε η Κλεοτίμα και γύρισε στο προσκεφάλι του νεκρού.
«Θλιβερό καθήκον» παρατήρησε η Δάφνη «μα ο νεκρός ακόμα δεν έχει φύγει από κοντά μας. Θα θέλει να βλέπει τους φίλους μας και φίλους του γύρω του».
Η Δάφνη ήταν πανέμορφη. Ανήκε σε παλιά αθηναϊκή οικογένεια κι είχε πίστη στις παραδόσεις, άρα είχε πεποιθήσεις δημοκρατικές. Ταυτόχρονα πίστευε στους θεούς. Είχαν χαρίσει τόση καλοτυχία στην πόλη και στους κατοίκους της. Οι θεοί της δεν καταπίεζαν, βοηθούσαν τους ανθρώπους και την πόλη που ήταν η εστία τους, ο τρόπος ζωής τους. Τελευταία, κι ιδιαίτερα μετά την τραγική ήττα στην μάχη της Χαιρώνειας(*5), ο δήμος είχε αποκτήσει αρκετά προβλήματα. Είχαν έρθει κακοτυχίες και ξένοι εισβολείς. Παρ’ όλα αυτά, η πίστη στις παραδόσεις, για την Δάφνη, ήταν ο ασφαλέστερος δρόμος για την ευημερία και την δημοκρατία. Κι αν δέχεσαι τους θεούς για την ζωή, τους δέχεσαι και για τον θάνατο.
«Θα φύγουν οι μοιρολογίστρες καθόλου από δίπλα του;» την ρώτησε ο Ιάσων
«Το μεσημέρι θα κάνουν διάλειμμα, γιατί ρωτάς;»
«Για να κάνει ο Λήστος καλύτερη εξέταση μήπως μάθει από τι πέθανε» της είπε ο Ζείκρατος.
«Ούτε εμένα μου αρέσει η εξήγηση που δώσανε για αυτόν τον θάνατο» είπε η Δάφνη.
«Έλα να ξεκουραστείς. Μήπως θέλεις λίγο δροσερό νερό;» τη ρώτησε ο Ιάσων.
Παραπομπές:
(*1) «Πρόθεση ήταν η πρώτη μέρα της κηδείας, την αμέσως επομένη του θανάτου, και γινόταν στο σπίτι του νεκρού, όπως γίνεται και σήμερα. Διαρκούσε μία μέρα με σκοπό να γίνει ο παραδοσιακός θρήνος από τους συγγενείς και τις μοιρολογίστρες κι επίσης να γίνει η απόδοση του τελευταίου χαιρετισμού από τους φίλους και την οικογένεια του νεκρού πριν φύγει για την τελευταία του κατοικία.
(*2) Η Ιππαρχία ήταν Αθηναία που είχε γεννηθεί το 346 π.Χ. στην Μαρώνεια της Θράκης. Παντρεύτηκε επεισοδιακά το 326 π.Χ. τον Κράτη, που τον ερωτεύτηκε όχι τόσο για την ομορφιά του αλλά για το μυαλό του. Για να το καταφέρει απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει αν δεν την άφηναν από το σπίτι. Ως τότε προτιμούσε να μένει ανύπαντρη παρά να νυμφευθεί από σκοπιμότητα με βάση τις πατρικές υποδείξεις. Ήταν κυνική φιλόσοφος και μια γνήσια φεμινίστρια της εποχής της. Παραβρισκόταν σε συζητήσεις μεταξύ των ανδρών και στα συμπόσια, αντίθετα προς τις επικρατούσες αντιλήψεις.
(*3) Κυνικοί ονομάζονταν οι «Αντισθενικοί» φιλόσοφοι (που πήραν αρχικά το όνομά τους από τον Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη). Πήραν το όνομα αυτό γιατί συνήθιζαν να βρίσκονται και να φιλοσοφούν στο αθηναϊκό γυμναστήριο στις Κυνόσαργες. Ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης και ο Μητροκλής ήταν κατά σειρά οι εκπρόσωποι της Σχολής των Κυνικών.
(*4) Στην Αθήνα του 4ου αι π.Χ. υπήρχαν πυθαγόρειες ομάδες που λειτουργούσαν με μυστικισμό και κλειστή οργάνωση. Η Περιπατητική σχολή ( το Λύκειο) ιδρύθηκε από τον Αριστοτέλη το 342 π.Χ... Τον διαδέχθηκε το 322 π.Χ. ο Θεόφραστος που έμεινε διευθυντής για πολλά χρόνια
(*5) Στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. ηττήθηκαν οι ενωμένες ελληνικές πόλεις που υπεράσπιζαν τη δημοκρατία από τους Μακεδόνες του Φιλίππου Β' και του νεαρού τότε γιου του Αλέξανδρου. Μετά την ήττα, ισοπεδώθηκε η Θήβα κι η Αθήνα συνθηκολόγησε άνευ όρων κι έχασε το δημοκρατικό πολίτευμά της. Τότε δημιουργήθηκε το «Κοινό των Ελλήνων» με στρατηγό τον Φίλιππο και στόχο την Περσία.
*****************************
Αύριο Πέμπτη 24/9 η συνέχεια του 1ου κεφαλαίου που ολοκληρώνεται μεθαύριο, την Παρασκευή.