Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

06 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 6η

Είμαστε ακόμα στην πρώτη από τις τρεις εκείνες μέρες, δηλαδή στην 9η Ιουνίου. Στο πρώτο κεφάλαιο είδαμε όσα έγιναν εκείνο το πρωί. Τώρα παρακολουθούμε όσα γίνονται εκείνο το μεσημέρι.

**************************************


9η Ιουνίου 307 π.Χ. μεσημέρι.

Β' Πέμπτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, μεσημέρι

Ήταν μεσημέρι πια κι οι τέσσερις φίλοι γυρνούσαν προς το σπίτι του Ερμόδωρου, στην πρόθεση της κηδείας. Είχαν δει με τα μάτια τους κι είχαν σχολιάσει τον στόλο που ερχόταν με τις άγνωστες προθέσεις. Είχαν δει τον κόσμο και τους οπλίτες που κατέβαιναν προς τον Πειραιά. Θα έμεναν κι άλλο, όπως, ήθελαν να γυρίσουν για να δουν τι είχε κάνει ο Λήστος. Πρέπει να είχε βρει μια ευκαιρία να εξετάσει τον νεκρό για να δει την αληθινή αιτία του θανάτου. Είχε σημασία αν θα άλλαζε την αρχική γνωμάτευσή, που κι αυτός αμφισβητούσε.

Ήταν ακόμα αρχή του καλοκαιριού αλλά είχαν αρχίσει οι πρώτες ζέστες, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές ώρες. Ο ήλιος δεν ήταν ακόμη τόσο ενοχλητικός όσο θα γινόταν τους επόμενους μήνες. Πάντως, το καλοκαίρι είχε εισβάλει για τα καλά και μαζί του κι η ζέστη. Ο δρόμος έξω από το σπίτι ήταν άδειος. Μόνο κάποιοι, αραιά και πού, έβγαιναν για να πάνε στα σπίτια τους για το μεσημεριανό φαγητό. Υπήρχαν ακόμα κάποιοι στο αίθριο που συζητούσαν κάτω από τις σκιές στα πλαϊνά της αυλής. Το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων που είχαν μαζευτεί εδώ το πρωί είχε φύγει. Είχε δώσει τον αποχαιρετισμό και τον τελευταίο ασπασμό.

Σε μια γωνιά είδαν τις γυναίκες. Ήταν η Κλεοτίμα με την Δάφνη και την Φιλογένεια. Πλησίασαν και τις ρώτησαν αν είχαν δει τον γιατρό.

«Μας είχε πει ο Λήστος ότι θα εξέταζε καλύτερα τον Ερμόδωρο, έστω και τώρα» είπε ο Ζείκρατος. «Τον είδατε πουθενά; Είναι μέσα στην τραπεζαρία;»

«Τον εξέτασε» είπε η Κλεοτίμα «κι είμαι βέβαιη ότι έχει ήδη αλλάξει η αρχική του γνώμη».

«Τι σε κάνει να το λες αυτό;» ρώτησε ο Μύρων.

«Είχα προσέξει και μόνη μου τα χέρια του Ερμόδωρου. Τα άκρα του ήταν μελανιασμένα και τα έδειξα στον Λήστο» είπε η Κλεοτίμα. «Εκείνος το βρήκε σημαντικό. Μου είπε ότι θα κοίταζε και στα πόδια να δει αν υπήρχαν κι εκεί παρόμοια μελανιάσματα»

«Τα είδε; Τι έγινε;»

«Δεν είδε μόνο τα πόδια του, κοίταξε και στον λαιμό και στο σώμα, έψαξε παντού. Νομίζω πως υπήρχαν πράγματα που δεν είχε δει καθόλου την πρώτη φορά. Τον είχε κοιτάξει επιπόλαια. Ίσως ένιωθε ένοχος γι αυτή την αμέλεια, όμως μου φάνηκε πολύ ανήσυχος» είπε η Κλεοτίμα.

«Τι έγινε παιδιά; Πείτε μου κι εμένα!» ζήτησε η Ολύνθια που τους είδε και πλησίασε.

«Θα μας τα πει ο γιατρός, Ολύνθια» της είπε ο Μύρων. «Εμείς του ζητήσαμε να ξαναδεί τον Ερμόδωρο».

«Και πού είναι ο γιατρός;» απόρησε η Ολύνθια.

«Μας είπε ότι θα πάει να φέρει ένα πλακίδιο» είπε η Φιλογένεια. «Η αλήθεια είναι ότι άργησε».

«Δεν έκανε σωστά τη δουλειά του και θέλει τώρα να είναι τυπικός» εξήγησε η Δάφνη.

Η Ολύνθια τους κοίταξε παραξενεμένη. Δεν θέλησαν να της πουν περισσότερα. Ο Ζείκρατος προχώρησε στο δωμάτιο εστίασης μαζί με τον Μύρωνα.

«Μύρων, θυμάσαι τον Δημοσθένη(*1) όταν τον έφεραν εδώ για την κηδεία του; Με το δηλητήριο που είχε πάρει τα άκρα του είχαν μελανιάσει, όπως τώρα του Ερμόδωρου. Ίσως να του έδωσαν κάτι» είπε ο Ζείκρατος.

«Κανείς δεν πιστεύει ότι ξαφνικά σταμάτησε η καρδιά του. Ένα δυνατό, γυμνασμένο παλικάρι στα τριανταδύο του χρόνια, δεν το παθαίνει αυτό» είπε ο Μύρων.

Πλησίασε ο Φανοκράτης. Είχε πάει να δει αν ερχόταν, επιτέλους, ο γιατρός.

«Ο Λήστος είναι στο καπηλειό της γωνίας. Πήγε -λέει- να πιει κάτι δροσιστικό».

«Βρήκε κάτι;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Βρήκε πολλά, αλλά καλύτερα να σας τα πει ο ίδιος».

«Έλα κι εσύ μαζί μας» είπε ο Μύρων στην Κλεοτίμα.

«Ελάτε κι εσείς, αν θέλετε» είπε κι ο Ιάσων στην Δάφνη και την Φιλογένεια.

«Εγώ θα μείνω εδώ» είπε η Φιλογένεια.

«Έρχομαι κι εγώ μαζί σας» είπε η Δάφνη.

Το καπηλειό που ήταν κοντά στο σπίτι του Ερμόδωρου ανήκε στον Λυκανία. Ήταν ένας πρώην ναυτικός με λακωνική καταγωγή που είχε πολιτογραφηθεί στον δήμο του Πειραιώς. Ο Λυκανίας συνέλεγε κι αναμετέδιδε τις ειδήσεις της ημέρας. Μάθαινε τα αθηναϊκά νέα από όσους έρχονταν από τα γύρω μέρη του άστεως και κατέβαιναν προς το λιμάνι. Μάθαινε και τα πειραϊκά και τα νησιωτικά νέα από τους Πειραιώτες ή τους ναυτικούς που ανέβαιναν στην Αθήνα. Έκαναν στάση για λίγο δροσερό νερό από μια πηγή δίπλα στο καπηλειό. Αγόραζαν και τα δροσιστικά ποτά που έφτιαχνε. Καθώς μιλούσαν για όλα, τα κατέγραφε στο μυαλό του. Έφτιαχνε ρεπορτάζ με τίτλους στο μυαλό του, κι ήταν έτοιμος για αναμετάδοση όποτε χρειαζόταν. Τον χρειάζονταν συχνά κι έτσι το καπηλειό του είχε μετατραπεί σε πρακτορείο τύπου. Ο Λυκανίας είχε πάντα δουλειά κι έβγαζε αρκετά για να ζει άνετα.

Ο Λήστος πήγε στο καπηλειό αλλά δεν εκστόμισε τα νέα που είχε στο νου του. Σαν γιατρός είχε δώσει όρκο στους θεούς να μην μιλά ποτέ για τους ανθρώπους που θεράπευε. Βέβαια εδώ δεν είχε πραγματικό άρρωστο, αφού ο Ερμόδωρος πού ’χε εξετάσει ήταν νεκρός. Ήταν, όμως, φανερό πως δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν για ό,τι βρήκε από την εξέταση που έκανε. Δεν ήταν ανακοινώσιμα αυτά τα πράγματα.

Είχε κάνει υπομονή μέχρι να φτάσει το μεσημέρι. Τότε, οι γυναίκες που τον έκλαιγαν είχαν κάνει την άκρη, είτε για να φάνε είτε για να ξεκουραστούν. Παραμέρισε σχεδόν βίαια μια θεία του Ερμόδωρου που είχε μείνει να του κρατάει συντροφιά. Έτσι βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε για να εξετάσει καλά το πτώμα. Το έκανε και, όταν τελείωσε, ένιωσε άσχημα με την αρχική του επιπολαιότητα. Πήγε μέχρι το σπίτι του, πήρε ένα πινάκιο κι έγραψε πάνω του μερικά πράγματα. Κατόπιν γύρισε στου Ερμόδωρου, αλλά, έμεινε στο καπηλειό του Λυκανία για να πιει μια κούπα κρασί. Εκεί μέσα τον βρήκαν ο Ζείκρατος, ο Μύρων, ο Ιάσων κι ο Φανοκράτης.

«Λήστε, εδώ είσαι λοιπόν!» του είπαν.

«Φίλοι μου, ο ατυχής Ερμόδωρος δολοφονήθηκε!» τους είπε αμέσως μόλις πλησίασαν και πριν καν τον ρωτήσουν.

«Είσαι βέβαιος;»

«Απόλυτα!»

Τους έδειξε το πινάκιο που κρατούσε στα χέρια του.

«Τι είναι αυτό;»

«Είναι η επίσημη γνωμάτευσή μου. Σας την δίνω γραπτή ώστε, αν αποφασίσετε να ασκήσετε δίωξη, να έχετε επίσημη γνώμη ενός γιατρού. Ο Ερμόδωρος δεν πέθανε από καρδιά ή από φυσικά αίτια».

«Γενναίο εκ μέρους σου να παραδεχτείς το λάθος σου. Αυτό σε τιμά Λήστε».

«Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω!»

«Πες μας, όμως, πού στηρίζεις αυτόν τον ισχυρισμό σου;» του ζήτησαν.

Αυτά που τους είπε ακούστηκαν σαν κεραυνός. Οι ίδιοι, μπορεί να είχαν αμφισβητήσει τον θάνατο από απλό σταμάτημα καρδιάς, όμως δεν είχαν φτάσει στον φόνο. Εξ άλλου ποιος είχε προηγούμενα με τον Ερμόδωρο; Γιατί να θέλει κάποιος να τον δολοφονήσει; Ίσως να είχε δηλητηριαστεί κατά λάθος από κάποιο φαγητό στο καπηλειό, ίσως είχε μεθύσει και πνίγηκε με τον εμετό του. Πίστευαν ότι είχε πάθει κάτι πιο συγκεκριμένο από ένα αόριστο «σταμάτημα τη καρδιάς». Από εκεί, όμως, ως τον φόνο υπήρχε μεγάλη απόσταση.

«Με βοήθησε κι η Κλεοτίμα» τους είπε ο Λήστος. «Όχι μόνο μου έδειξε τα δάχτυλά του που είχαν μελανιάσει αλλά διέκρινε και κάτι στον λαιμό του. Το εξέτασα. Είδα ένα σφίξιμο από λουρί. Τον έπνιξαν, αφού πρώτα τον δηλητηρίασαν, για να μην μπορέσει να φέρει αντίσταση. Εξέτασα και τα πόδια του κι είδα ότι ήταν μελανιασμένα. Σίγουρα του είχαν δώσει να πιει κάτι που τον εξάντλησε. Μετά, με ένα λουρί, τον έσφιξαν στον λαιμό μέχρι να πεθάνει».

«Δηλαδή, μας λες ότι ήταν προμελετημένη δολοφονία;» τον ρώτησαν.

«Χωρίς καμιά αμφιβολία» τους απάντησε.

Ο Λήστος ήταν κατηγορηματικός και τα είχε γράψει όλα αυτά σε πινάκιο με το όνομά του από κάτω. Αυτό σήμαινε πως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Φόνος σήμαινε και την ανάγκη για εκδίκηση. Κι οι φίλοι του ήταν οι αρμόδιοι να τον εκδικηθούν, δεν μπορούσαν να αφήσουν στον γέρο Καινέα ένα τέτοιο καθήκον. Για να εκδικηθούν, όμως, έπρεπε πρώτα να βρουν τον ένοχο. «Ποιος μπορεί να έχει κάνει τον αποτρόπαιο φόνο;» αναρωτήθηκαν όλοι.

«Πρέπει να κάνουμε μια έρευνα» είπε ο Ζείκρατος.

«Δεν πρόκειται να ησυχάσω αν δεν βρούμε τον φονιά!» είπε ο Μύρων.

«Δεν θα είναι εύκολο» παρατήρησε ο Ιάσων.

«Το είπες στον Καινέα ρώτησε ο Ζείκρατος τον Λήστο.

«Όχι ακόμη!»

«Καλύτερα να μην το πεις. Τουλάχιστον όχι μέσα στο τριήμερο του πένθους ώσπου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της κηδείας. Ας πενθήσουν οι δυστυχείς το παλικάρι τους χωρίς μεγάλο θυμό. Δεν χρειάζεται να έχουν την πρόσθετη ψυχική ταραχή της γνώσης του φόνου. Ας μην μάθουν ακόμα αυτή την γνωμάτευση» του ζήτησε ο Ζείκρατος.

«Λήστο, η βοήθειά σου αναιρεί την αρχική αμέλεια. Δεν σου καταλογίζουμε τίποτε» είπε ο Ιάσων.

«Ό,τι έγινε είναι ανήκουστο. Άκου, να δολοφονούνται πολίτες της Αθήνας! Πολίτες σαν τον Ερμόδωρο! Πρέπει να βρείτε τους δράστες!» είπε ο Λήστος.

«Πώς ξέρεις ότι δεν είναι ένας αλλά πολλοί;»

«Το νεκρό σώμα πρέπει να μετακινήθηκε. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό ένας μόνος του. Ο Ερμόδωρος ήταν δυνατός και βαρύς, δεν έφτανε μόνο ένας» είπε ο Λήστος.

«Επομένως ψάχνουμε δυο ή περισσότερους δολοφόνους ή μια συμμορία» συμπέρανε ο Ιάσων.

«Ναι, πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο» είπε ο Λήστος.

«Όποιοι και να είναι, θα τους βρούμε, να είσαι βέβαιος!» είπε ο Ζείκρατος.

Κάθισαν στο καπηλειό και παράγγειλαν νερωμένο και κρύο κρασί με άρωμα από λεμόνι ή άλλα φρούτα(*2). Ήθελαν να πιουν και να μιλήσουν. Ο θάνατος, ο φόνος του Ερμόδωρου ήταν σημαντικό γεγονός κι έπρεπε να δράσουν άμεσα για να το αποκαλύψουν. Η ταυτόχρονη άφιξη του στόλου ήταν ακόμα πιο σημαντικό γεγονός για την πόλη. Κι εκεί έπρεπε να μάθουν την δύναμη που κρυβόταν πίσω του, όμως το άμεσο καθήκον τους ήταν άλλο. Έπρεπε να λύσουν το μυστήριο του θανάτου του φίλου τους και να εκδικηθούν γι αυτόν. Ο Ζείκρατος περιέγραψε το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονταν μέχρι στιγμής:

«Ο Ερμόδωρος δεν είχε εχθρούς. Είχε μόνο ιδεολογικούς αντιπάλους, αλλά, αυτοί δεν δολοφονούν!»

«Ομάδες δολοφόνων δεν υπάρχουν στην Αθήνα. Μόνο μέσα από σχολές και γυμναστήρια μπορεί να συνεργαστούν κάποιοι για τέτοιο βέβηλο σκοπό. Γι αυτό λέω να ψάξουμε πρώτα στις σχολές» είπε ο Ιάσων.

«Δεν έχουμε και τίποτε άλλο για να ψάξουμε, μόνο αυτούς» είπε ο Μύρων. «Αλλιώς σηκώνουμε τα χέρια!»

«Ποιος θα πάει στο Λύκειο, ποιος στην Ακαδημία και ποιος στους Κυνόσαργες;» ρώτησε ο Ζείκρατος τον καθένα.

«Εγώ θα μιλήσω με τον Κράτη, αν και νομίζω πως οι κυνικοί δεν έχουν καμιά σχέση. Έχω και κάποιους φίλους στη σχολή του Ισοκράτη να ρωτήσω» είπε ο Μύρων.

«Εγώ θα μιλήσω με τον Θεόφραστο» είπε ο Ζείκρατος.

«Έχω κι εγώ φίλους στην Ακαδημία» είπε ο Ιάσων.

«Θα δω τι μπορώ να κάνω με κάποιους Πυθαγόρειους» είπε ο Φανοκράτης. «Έχω γνωστούς εκεί».

«Ας τα δούμε όλα αυτά σήμερα κιόλας» είπε ο Ζείκρατος. «Πάμε να μιλήσουμε με τους γνωστούς μας. Σε τρεις-τέσσερις ώρες θα ξαναβρεθούμε εδώ για να δούμε τι συμπεράσματα βγάλαμε. Εντάξει;»

Ήπιαν το ποτό τους, άφησαν κάτι οβολούς κι έφυγαν. Ο Λυκανίας δεν πρόλαβε να τους ρωτήσει για τα νέα τους. Ούτε για τον Ερμόδωρο, που ήξερε ότι ήταν φίλος τους, έμαθε, ούτε για τον στόλο που ερχόταν.

Παραπομπές:

(*1) Ο Δημοσθένης είναι ο μεγάλος αγωνιστής της δημοκρατίας και ρήτορας που είχε γράψει τους περίφημους Φιλιππικούς. Μετά την επανάσταση των νότιων Ελλήνων και Αθηναίων κατά των Μακεδόνων και την καταστολή της και μετά την ήττα στον «Λαμιακό» πόλεμο, είχε καταφύγει στα Μέθανα. Ήθελε να αποφύγει μια δίκη από τους φιλομακεδόνες ολιγαρχικούς. Τον κυνήγησε ο Αρχίας, ένας «κυνηγός επικηρυγμένων» για να τον φέρει να δικαστεί και να εκτελεστεί στην Αθήνα αλλά εκείνος διέφυγε την σύλληψη. Τελικά, αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο.

(*2) Κρασί αραιό με νερό (όσο πιο κρύο γινόταν) και αρώματα φρούτων ή άλλα μυρωδικά ήταν τα αναψυκτικά της εποχής.

**************************************

Αύριο Τρίτη η συνέχεια, το δεύτερο μέρος εκείνου του μεσημεριού. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, μέχρι την Παρασκευή θα ολοκληρωθεί και το "Μεσημέρι" που το έχω χωρίσει κι αυτό σε πέντε μέρη. Αύριο το δεύτερο.