Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

08 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 8η

Είμαστε πάντα στο μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου. Ο Ιάσων μόλις που συγκρατείται να μην ορμήσει στον Δημήτριο Φαληρέα. Είναι τύραννος, αλλά, καλοβλέπει και την Δάφνη, πράγματα αρκετά για να του επιτεθεί. Τον συγκρατούν όμως. Ο τελευταίος τους διάλογος:

«Δεν θα τα καταφέρεις, έχει μαζί του φρουρούς».

«Κι ο Ίππαρχος είχε αλλά, ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων τον ξέκαναν!»

«Συντρέχουν, Ιάσονα, οι ίδιες ερωτικές προϋποθέσεις;» τον ρώτησε ο Μύρων χαμογελώντας.

«Όσο κι αν σε συμπαθώ φίλε μου» του απάντησε με ένα γέλιο ο Ιάσων «τέτοιες συνήθειες μού είναι ξένες».

«Άρα, θα αποτύχεις» είπε ο Μύρων «γι αυτό ... άσ' το!»

«Για την ώρα το αφήνω. Να ξέρεις, όμως, ότι θα έρθει η στιγμή του».

Πέρα από αυτό το πολιτικό πρόβλημα, υπάρχει και η καθημερινότητα. Εδώ βλέπουμε πως οργανώνεται μια ορφική οργάνωση με στόχο βέβαια όχι την άλλη ζωή, αλλά, κάποιες περιουσίες πολιτών.

****************************

συνέχεια του μεσημεριού της 9ης Ιουνίου (4ο μέρος) 


 ................................

 «Πάμε τώρα στου Λυκανία, έχουμε να μιλήσουμε».

Ο Ιάσων κι ο Μύρων έφυγαν για του Λυκανία. Πίσω στο σπίτι, ο Φαληρέας χαιρέτισε τον Ερμόδωρο και βγήκε στο αίθριο. Βγαίνοντας απ’ την πόρτα, την είδε. Εκείνη έψαχνε για τον Ιάσονα, αλλά, έπεσε σχεδόν πάνω στον Δημήτριο.

«Δάφνη!» έκανε ξαφνιασμένος εκείνος.

«Επιμελητή! Εσύ εδώ;»

«Ήρθα να χαιρετίσω τον Ερμόδωρο».

«Τι ξαφνικός κι άδικος θάνατος!» είπε η Δάφνη.

«Στην πραγματικότητα, ήρθα ...» της είπε διστακτικός, «ήρθα για σένα, για να σε βρω».

«Για μένα; Τότε δεν έπρεπε να έρθεις. Δεν χρειαζόταν. Σου έδωσα την απάντησή μου».

«Ξέρεις ότι είναι ανάρμοστο να συζητώ με σένα κάτι τέτοιο. Με τον Ανθέστη, τον πατέρα σου, πρέπει να μιλήσω κι εκείνος να σε παραδώσει σε μένα. Σε ρώτησα, όμως, γιατί σε εκτιμάω και σε υπολογίζω σαν άνθρωπο».

«Ευχαριστώ επιμελητή για τα αισθήματα που τρέφεις για μένα. Ωστόσο, αφού με ρώτησες, σημαίνει πως σε νοιάζει η γνώμη μου, κι αυτήν στην είπα».

«Οι άνθρωποι πολλές φορές αλλάζουν γνώμη».

«Εγώ, όμως, δεν έχω αλλάξει» του είπε με πείσμα.

Η Δάφνη ένιωσε πολύ πιεσμένη. Αντιστεκόταν σθεναρά, αλλά, γνώριζε πως εκείνος, σαν άντρας και τύραννος, είχε τα μέσα για να της επιβληθεί. Της ερχόταν να κλάψει. Δύσκολα κρατήθηκε να μην ξεσπάσει μπροστά σε τόσο κόσμο. Δεν ήθελε να του δείξει την αδυναμία της κι έκανε να τον προσπεράσει για να μπει στην αυλή.

«Πού πας;» της είπε εκείνος απογοητευμένος που δεν την συγκινούσε σχεδόν καθόλου.

«Να μπω ... με περιμένουν» είπε εκείνη κομπιάζοντας.

Ο Δημήτριος δεν ένιωθε καλά. Κανένας δεν μπορούσε να τον αγνοεί. Ήταν από τρανή γενιά, φιλόσοφος, Επιμελητής! Για όλους αυτούς τους λόγους, μπορεί να τον μισούσαν ή και να τον φοβούνταν, κανείς όμως δεν τον περιφρονούσε. Και νά που βρισκόταν εδώ μια εικοσάχρονη, που τον αρνιόταν! Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που την ήθελε τόσο πολύ. Ίσως κάπου βαθιά μέσα του έβλεπε το θάρρος της κι αυτό προκαλούσε την μανία του να την κερδίσει. Δεν την ήθελε απλά και μόνο σαν γυναίκα. Δεν νοιαζόταν να κατακτήσει μόνο το κορμί της, αυτό ήταν το εύκολο. Ήθελε να κερδίσει την καρδιά και το μυαλό της. Αν του έδινε μόνο μια ευκαιρία ...! Με την σοφία και τις αρετές του θα την κατακτούσε. Κι όμως, εκείνη τον αρνιόταν! Ήταν απίστευτο όσο κι εξωφρενικό!

«Δάφνη, μη με προκαλείς!» της είπε με ύφος αυστηρό.

«Δεν σε προκαλώ, απλά σου μιλάω με ειλικρίνεια» είπε η νεαρή με ευγενικό τρόπο.

Ήταν φοβισμένη βλέποντας μπροστά της αυτόν τον ισχυρό άνδρα να χάνει την ψυχραιμία του. Ένιωθε πως η ζωή της καταστρεφόταν με την επιμονή του να την κάνει ερωμένη του. Αν γινόταν θα ήθελε να εξαφανιστεί.

«Άσε με να περάσω, Επιμελητή, σε παρακαλώ» είπε με φωνή σβησμένη.

Εκείνος μετάνιωσε που της μίλησε με τρόπο αυταρχικό. Το ένιωθε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά του. Όσο την έβλεπε τόσο πιο πολύ την ποθούσε, τόσο πιο πολύ ήθελε να βρει τρόπους να σπάσει την άρνησή της. Ήθελε να την κάνει δική του ολοκληρωτικά.

«Θα μιλήσω με τον πατέρα σου» της είπε.

Αυτό ήταν απειλή. Αν ο Ανθέστης συμφωνούσε, εκείνη δεν θα είχε κανένα τρόπο να αμυνθεί. Οι νόμοι της πολιτείας την υποχρέωναν να υπακούσει.

«Σε παρακαλώ να μην το κάνεις αυτό» του είπε κι έβαλε τα κλάματα καθώς είχε ανάγκη να ξεσπάσει.

«Μην κλαις ... σταμάτα» της είπε ο Δημήτριος νιώθοντας να γίνεται γελοίος.

Δεν ήταν δυνατόν. Ο Επιμελητής, ο πιο ισχυρός άντρας στην Αθήνα, να παρακαλάει ένα κοριτσόπουλο. Κι εκείνο να του αρνείται κλαίγοντας, σχεδόν στην αγκαλιά του.

.............................................

Η Πανδότη είχε μόλις μιλήσει με τον Μεγάλο Μύστη κι ήταν σίγουρη για τις εντολές που έπρεπε να μεταφέρει. Τους είπε ποιος θα ο στόχος, πού έμενε, τι έκανε όλη την ημέρα, τις συνήθειές του και πού θα τον έβρισκαν.

«Θα είστε προσεκτικοί» τους είπε.

«Είμαστε προσεκτικοί Πανδότη» είπε ο Υπάνωρ.

«Σαν την άλλη φορά που χτυπήσατε λάθος άνθρωπο;»

«Μια φορά μόνο έγινε το λάθος. Οι πληροφορίες που μας δόθηκαν ήταν ασαφείς» επέμεινε ο Υπάνωρ.

«Μα δυο φόνοι σε μια μέρα δεν είναι πάρα πολλοί;» την ρώτησε ο Φερεθάνης.

«Καλύτερα να περιμένετε ώσπου να σκοτεινιάσει, για να αλλάξει η μέρα» τους είπε η Πανδότη αγχωμένη.

Τους έβλεπε να φέρνουν, με διάφορους τρόπους, με σωστά ή λάθος επιχειρήματα, αντιρρήσεις. Δεν το δεχόταν. Η ευπιστία ήταν το πρώτο και μοναδικό απαιτούμενο από τα όργανα, τα κατώτερα μέλη της οργάνωσης. Γι αυτό είχαν και δωρεάν τροφή, στέγη, γυναίκες και διασκεδάσεις. Γι αυτό, στην επόμενη ζωή τους, θα είχαν καλή τύχη και θεϊκή εύνοια. Όταν η οργάνωση τους έδινε τόσα σήμερα -και πολύ περισσότερα στον επόμενο αιώνα- πως μπορούσαν να απιστούν; Δεν έμπαινε ποτέ σε αμφισβήτηση η κρίση των Μεγάλων Μυστών; Αυτό ήταν απαράδεκτο. Ερωτήσεις σαν αυτές που έθεταν, έδειχναν αμφισβήτηση, που θα πει ασέβεια!

«Πανδότη, σε πειράζει να μας μιλήσεις; Πειράζει να μας πεις μερικά πράγματα;» ρώτησε δειλά ο Υπάνωρ.

«Τι θέλετε να μάθετε;»

«Εγώ πάντως» πετάχτηκε ο Ληθόνους «θέλω να μου πεις αν θα κοιμηθώ σήμερα με το Ερώδιον;(*1)»

«Όταν γυρίσετε έχοντας κάνει το καθήκον σας, αυτό που θέλει η οργάνωση, θα έχετε βραδιές ευτυχίας. Το Ερώδιον το Ηδύ και το Μελίδιον θα σας περιμένουν!»

«Θα περάσουμε κι από τη Σπηλιά;» ρώτησε ο Φερεθάνης.

«Φυσικά» είπε η Πανδότη. «Όλα θα γίνουν όπως πρέπει, όπως γίνονται κάθε φορά».

Όποτε η οργάνωση απαιτούσε μια παράνομη ενέργεια από τα κατώτερα μέλη της, η σειρά ήταν: Πρώτα επισκέπτονταν ένα καταγώγιο που το αποκαλούσαν «Σπηλιά». Εκεί έπιναν μέλι με νερό κι έτρωγαν φύλλα από χόρτο που τους ζάλιζαν. Ταυτόχρονα με την ζαλάδα, ένιωθαν να ανεβαίνουν ψυχικά και να γεμίζουν με δύναμη. Αυτό τους έδινε το αναγκαίο θάρρος για να προχωρήσουν στην αποστολή. Ακολουθούσε το καθήκον που τους είχαν αναθέσει να εκτελέσουν.

Συνήθως περνούσαν μια δοκιμασία που τους διατηρούσε γυμνασμένους. Πολύ σπάνια επρόκειτο για κάποια παρανομία κι οι φόνοι ήταν πρόσφατη εφεύρεση. Όπως τους είχε εξηγήσει η Πανδότη, σύντομα οι φόνοι θα έπαιρναν τέλος. Μετά από την αποστολή, το ίδιο εκείνο βράδυ, ακολουθούσε ένα συμπόσιο με κιθαρωδούς κι όμορφο κρασί. Κι έφτανε ύστερα, στο τέλος, η στιγμή της απέραντης ηδονής και της ευτυχίας. Το Ερώδιον, η Ηδύς και το Μελίδιον, κατώτερα όργανα της οργάνωσης κι αυτά, ήταν δικά τους. Τους καταβύθιζαν σε στιγμές απύθμενου έρωτα που κρατούσαν ολόκληρο το βράδυ. Αυτές οι αποστολές που αναλάμβαναν ήταν ό,τι άξιζε στη ζωή. Με το θαυματουργό χόρτο στο ξεκίνημα και τον θεϊκό έρωτα στο τέλος ήταν σκέτη ευτυχία. Η ζωή χωρίς αυτά ήταν ένα τίποτε. Αυτό σκέφτονταν οι τρεις εκτελεστές εκτός ... εκτός από τον Υπάνορα που τώρα τελευταία έκανε νερά!

Ο Υπάνωρ θα έμενε -όπως κι οι σύντροφοί του- πιστός στην οργάνωση. Θα έμενε πιστός στην Πανδότη, την ιέρεια που μεσολαβούσε ανάμεσα σ’ αυτόν και τους Μύστες. Ποτέ δεν θα αμφισβητούσε ένα σύστημα που του έδινε τόση ηδονή και του ζητούσε τόσο λίγα. Η οργάνωση τον είχε σώσει από χρεοκοπία και μετατροπή του σε δούλο λόγω χρεών. Θα έμενε πιστός αν δεν άλλαζαν όλα γύρω του, αν ο κόσμος του δεν άλλαζε τόσο ριζικά όταν γνώρισε την Εριφύλη.

Η Εριφύλη ήταν μια ομορφούλα και νεαρή κοπέλα που θαύμαζε την Ιππαρχία. Την είχε γνωρίσει, είχε μιλήσει μαζί της και ποθούσε να ακολουθήσει τα χνάρια της. Δεν είχε φύγει από το σπίτι της, ούτε τολμούσε ακόμη να φερθεί τόσο ελεύθερα όσο η κυνική φιλόσοφος. Τα είχε σκεφτεί, όμως, όλα κι είχε πάρει την απόφαση να αλλάξει τη ζωή της. Σταθεροποιήθηκε αυτή η απόφαση κι έγινε ο μοναδικός της στόχος ιδιαίτερα από τότε που γνώρισε τον Υπάνορα. Όπως τον είδε, ήταν ωραίος, νέος, δυνατός κι εύστροφος, που είχε ένα ελάττωμα, μιαν ανεξήγητη δειλία. Υπήρχε κάτι που τον συγκρατούσε κι η Εριφύλη δεν μπορούσε να το καταλάβει. Κάποια στιγμή ο Υπάνωρ εκδήλωσε την επιθυμία του να την κάνει γυναίκα του. Της υποσχέθηκε να την έχει ελεύθερη όπως η Ιππαρχία. Η Εριφύλη τον αγάπησε κι αποφάσισε να δέσει τη ζωή της μαζί του. Θα αντιμετώπιζαν μαζί και την δειλία του κι όποια άλλα προβλήματα είχαν, είτε αυτός είτε εκείνη. Θα δένονταν όπως δέθηκε ο Απόλλων με τη Δάφνη κι όπως ο Ορφέας με την Ευρυδίκη.

«Θα σε πάρω να φύγουμε» της είχε πει.

«Κι εγώ θα σε περιμένω να το κάνεις, αγαπημένε» ήταν η άμεση απάντησή της.

«Πρέπει να φύγω από την Αθήνα. Μπορούμε να πάμε στη Χαλκίδα όπου κυβερνάει ο δήμος κι έχω γνωστούς για να μας βοηθήσουν».

«Θα έρθω μαζί σου όπου κι αν πας».

«Ίσως πάμε σαν άποικοι στην Κύμη, είναι στην Ιταλία».

«Όπου κι αν πας».

«Και θα ζούμε ελεύθεροι» της υποσχόταν.

«Όπως ο Κράτης κι η Ιππαρχία;»

«Ναι, όπως θέλεις εσύ μικρό μου Εριφύλιον» της έλεγε.

Τα μάτια του καθρέφτιζαν την επιθυμία του και τους φόβους του μαζί. Ο Υπάνωρ ήξερε πως ήταν δειλός κι ότι οι πιο πολλές υποσχέσεις που είχε δώσει στο παρελθόν ήταν λόγια του αέρα. Προτιμούσε, όμως, αυτή τη φορά να πεθάνει παρά να την απογοητεύσει. Είχε νιώσει την ευτυχία που του χάριζαν το Ερώδιον, η Ηδύς ή το Μελίδιον. Είχε αισθανθεί και την δύναμη που του έδινε το γλυκό χόρτο μαζί με την υπόσχεση της άλλης ζωής. Όλα αυτά ήταν ισχυροί δεσμοί, όμως η ευτυχία που του υποσχόταν η Εριφύλη κι η ζωή μαζί της τους ξεπερνούσαν. Ξέφτιζε το όραμα αυτών των δεσμών μπροστά της. Γι αυτό ο Υπάνωρ ήταν πολύ πιο διστακτικός από κάθε άλλη φορά. Δεν θα προχωρούσε τόσο εύκολα στο νέο καθήκον που του έθετε η οργάνωση όταν, μάλιστα, αυτό ήταν ένας ακόμη φόνος!

«Τι τρέχει με σένα Υπάνορα;» τον ρώτησε η Πανδότη που κατάλαβε πως κάτι έτρεχε.

«Τίποτε Πανδότη, κάτι σκόρπιες σκέψεις».

«Ξέρεις πως απαγορεύονται οι σκόρπιες σκέψεις» του είπε θυμωμένη.

«Εγώ νόμιζα πως απαγορεύονται οι απαγορεύσεις» της είπε κι εκείνος αντιδρώντας.

«Έχουμε δουλειά να κάνουμε, πρέπει κάποια στιγμή να συγκεντρωθείς».

«Μην ανησυχείς για μένα» της είπε ο Υπάνωρ.

Η Πανδότη όμως ανησυχούσε. Τους εξήγησε τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν. Τους τόνισε ότι η επέσπευδαν την πράξη τους εξ αιτίας του στόλου που πλησίαζε κι ίσως είχε φτάσει στον Πειραιά.

«Δεν ξέρουμε ποιος είναι μέσα και τι αλλαγές θα φέρει στην Αθήνα» τους είπε. «Ακόμα κι αν είναι φίλοι του Δημήτριου μπορεί να γίνουν αλλαγές. Ίσως του επιβάλουν συμβούλους που θα αλλάξουν τις ισορροπίες γύρω από την επιμελητεία. Γι' αυτό πρέπει να δράσουμε άμεσα».

«Αλλάζει τίποτε στο πρόγραμμα;» ρώτησε ο Ληθόνους.

«Μέλι και χόρτο για πριν, κι έρωτας με τις κοπέλες για μετά. Αυτό είναι το πρόγραμμα» διαβεβαίωσε η Πανδότη.

«Ε, λοιπόν, τι περιμένουμε;» αναρωτήθηκε ο Ληθόνους.

«Ας πιούμε να ευχηθούμε στην υγειά μας. Καλό ταξίδι για τον άτυχο» είπε ο Φερεθάνης, που πάντα σκεφτόταν το καλύτερο δυνατόν για τα θύματά του.

Ο Υπάνωρ σκεφτόταν διαφορετικά. Ίσως ήταν καιρός να φύγει από μιαν οργάνωση που δεν δίσταζε να σκοτώνει ανθρώπους. Σκότωνε για λόγους που γνώριζαν οι Μύστες, οι αρχηγοί, τους οποίους, έτσι κι αλλιώς, δεν τους έβλεπαν ποτέ. «Ποιος θεός άραγε θα συμφωνεί με κάτι τέτοιο;» αναρωτήθηκε. «Ίσως μόνον ο Άδης» απάντησε στον εαυτό του. Η σκέψη της Εριφύλης ήρθε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του για να τον γλυκάνει. Προς το παρόν ζούσαν κι οι δυο στην παρανομία. Εκείνη «έκλεβε» από το σπίτι της κοσμήματα της μάνας της κι εκείνος μάζευε χρήματα κάνοντας φόνους. Υπολόγιζαν πως έτσι θα έφτιαχναν ένα κομπόδεμα ικανό για να μεταναστεύσουν σε μιαν άλλη πόλη.

Παραπομπή:

(*1) Ο τύπος του ουδέτερου με κατάληξη «-ίδιον» ήταν συνήθης για γυναίκες, ιδιαίτερα μικρής ηλικίας, όπως σήμερα λέμε «η Κατερίνα- το Κατερινάκι» ή «η Μαρία-το Μαράκι» κτλ.


****************************

Αύριο Πέμπτη η συνέχεια του πρωινού της 9ης Ιουνίου (4ο μέρος)

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Έκτακτη συνεδρίαση ΔΣ για την Παιδεία

Για την συζήτηση στο έκτακτο Δημοτικό Συμβούλιο με τηλεδιάσκεψη με θέμα την Παιδεία έστειλα το παρακάτω ημεηλ και sms στον Πρόεδρο και τους επικεφαλής των παρατάξεων του ΔΣ.

«Κύριε Πρόεδρε, κύριοι σύμβουλοι
Στέλνω την άποψή μου και παρακαλώ να γραφτεί στα πρακτικά.
Παρακαλώ να με θεωρήσετε παρόντα.
Συμπαραστεκόμαστε στον αγώνα των μαθητών που είναι και αγώνας όλης της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Ο δήμος πρέπει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να βοηθήσει. Μερικού τρόποι είναι οι εξής:
α.
Να παραχωρήσει αίθουσες στα σχολεία (πολιτιστικά κέντρα και άλλα δημοτικά κτήρια) για να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών στις τάξεις. Αυτό βέβαια χρειάζεται την συνέργεια του υπουργείου αλλά εμείς πρέπει να πιέσουμε προς αυτή την κατεύθυνση με το να είμαστε έτοιμοι αν μας ζητηθεί να το υλοποιήσουμε άμεσα.
β.
Ο δήμος να διαθέσει προσωπικό καθαριότητας στα σχολεία.
γ.
Ο δήμος να εξετάσει το ενδεχόμενο να υπάρχουν δημοτικά συνεργεία με την βοήθεια των σχολείων στις εισόδους όλων των σχολείων που να κάνουν προσεκτική απολύμανση των μαθητών, να δίνουν μάσκες και απολυμαντικά υγρά και να φροντίζουν για την τήρηση των μέτρων.
Γιώργος Τσιρίδης»

Το τελικό ψήφισμα που εξέδωσε το Δημοτικό Συμβούλιο είναι:
 
ΨΗΦΙΣΜΑ
Το δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Κερατσινίου Δραπετσώνας, εκφράζει την ανησυχία του για τον τρόπο που αποφάσισε η κυβέρνηση να ανοίξουν τα σχολεία, μη έχοντας προβεί στην λήψη αναγκαίων και απαραίτητων μέτρων. Η πρωτόγνωρη κατάσταση που δημιουργήθηκε από την πανδημία έρχεται να προστεθεί και στα υπόλοιπα ζητήματα τα οποία αφορούν όχι μόνο τα υγειονομικά θέματα αλλά και προβλήματα που χρονίζουν κυρίως λόγω της υποχρηματοδότησης της παιδείας.
Το άνοιγμα των σχολείων έπρεπε να γίνει για λόγους κοινωνικούς, παιδαγωγικούς αλλά και οικονομικούς, όμως με τα απαραίτητα μέτρα ώστε να γίνει με ασφάλεια για μαθητές, εκπαιδευτικούς και εργαζόμενους.
Υπάρχουν άμεσες προτεραιότητες που πρέπει να αντιμετωπιστούν είτε αφορούν θέματα που χρονίζουν είτε αυτά που προκύπτουν λόγω των τωρινών συνθηκών, γι αυτό προτείνουμε:
Αύξηση της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό προκειμένου να καλυφθούν όλα τα αναγκαία μέσα προστασίας και καθαριότητας στα σχολεία .
Άμεση πρόσληψη σημαντικού αριθμού εκπαιδευτικών για την κάλυψη των κενών ωρών και λειτουργία νέων τμημάτων προκειμένου μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα με ανώτατο όριο τους 15 μαθητές,
Άμεση πρόσληψη μόνιμων καθαριστριών πλήρους απασχόλησης προκειμένου καλυφθούν οι ανάγκες όλων των χώρων καθαριότητας των σχολικών μονάδων και μάλιστα σε περίοδο πανδημίας, τόσο κατά την διάρκεια του σχολικού ωραρίου όσο και μετά το πέρας.
Θωράκιση του δημόσιου συστήματος υγείας, μαζικές προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, με δυνατότητα μαζικών τεστ σε εκπαιδευτικούς , εργαζόμενους και μαθητές. Ενίσχυση και γενναία χρηματοδότηση για τα δημόσια νοσοκομεία και τα κέντρα υγείας.
Το δημοτικό συμβούλιο της πόλης στέκεται δίπλα στους αγώνες μαθητών, γονιών ,εκπαιδευτικών στις διεκδικήσεις τους για την ασφαλή λειτουργία των σχολείων. Ταυτόχρονα δηλώνει κατηγορηματικά την αντίθεσή του στην προσπάθεια ποινικοποίησης και καταστολής αυτών των αγώνων.

07 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 7η

Σήμερα Τρίτη το δεύτερο μέρος εκείνου του μεσημεριού της 9ης Ιουνίου.

Καθώς ο στόλος πλησιάζει, εντείνονται οι απορίες για το αν είναι φιλικός ή όχι και για το τι θα συμβεί. Άλλες οι προσδοκίες του Δημήτριου Φαληρέα, κι άλλες των δημοκρατικών. 

Στην κηδεία, με δυσκολία συγκρατούνται τα πνεύματα που είναι οξυμμένα από την πολιτική αντιπαράθεση. 

***************************

(συνέχεια του μεσημεριανού της 9ης Ιουνίου)

Ο Δημήτριος ξεπέζεψε από το άλογο όπως κι οι τρεις φίλοι του ιππείς που είχε για συνοδεία κι ασφάλεια. Μπήκαν με βιαστικό βήμα στο αίθριο της Σχολής των Περιπατητικών. Την σχολή είχε ιδρύσει πριν από τριάντα χρόνια ο Αριστοτέλης και την διοικούσε εδώ και δεκαπέντε χρόνια ο Θεόφραστος. Γύρω, η φύση ήταν όμορφη, δενδροφυτεμένη κι ευωδιαστή. Η περιοχή βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης, ανάμεσα στους δυο ποταμούς, τον Ηριδανό και τον Ιλισό. Ακουγόταν το νερό που κυλούσε απαλά και τα θροΐσματα των φύλλων. Ήταν ένα τοπίο πολύ ειδυλλιακό. Απέναντι διακρινόταν ο επιβλητικός ναός του Ηρακλή Παγκράτους. Πιο εδώ βρισκόταν το ιερό του Λυκείου Απόλλωνος, που είχε δώσει το όνομά του, «Λύκειον», στη Σχολή.

Σε μια σκιερή γωνία στεκόταν ο Θεόφραστος και τον περίμενε. Του είχαν πει πως ερχόταν ο Επιμελητής με τρεις ιππείς κι είχε βγει να τους υποδεχτεί. Ο Δημήτριος ήταν παλιός του μαθητής κι ολοκληρωμένος φιλόσοφος. Προσπαθούσε να κάνει την Αθήνα ιδανική πολιτεία, αντάξια των σκέψεων ενός σοφού. Τον κατηγορούσαν για τύραννο αλλά ο Θεόφραστος δεν τον έβλεπε έτσι. Όχι μόνο εφάρμοζε ιδέες του Αριστοτέλη, αλλά, κι η Σχολή δεχόταν μεγάλη βοήθεια όσο αυτός διοικούσε την πόλη. Κι ο ίδιος εξάλλου ήταν ο πιο βασικός σύμβουλος του Δημήτριου. Οι κατήγοροί του είχαν χάσει τους τρεις οβολούς ή τη μια δραχμή τη μέρα που τους έδινε η δημοκρατία. Αυτό ήταν όλο κι όλο το πρόβλημά τους!

Ο Θεόφραστος δεν ξεχνούσε ότι οι δημοκρατικοί είχαν απειλήσει με δίκη και θάνατο τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Αυτοί ήταν οι θρασύδειλοι εχθροί του Φαληρέα. Μόλις ανακοινώθηκε ότι πέθανε ο Αλέξανδρος, στα βάθη της Ασίας, ξεσηκώθηκαν. Πριν ακόμα βεβαιωθούν για τον θάνατό του, κυνήγησαν τον Σταγειρίτη που τον θεωρούσαν φιλομακεδόνα. Ανάγκασαν τον μεγάλο φιλόσοφο και ιδρυτή της Σχολής να φύγει από την αγαπημένη του Αθήνα. Βρήκε καταφύγιο στην Χαλκίδα. Τότε ήταν που του είχε παραδώσει και την διεύθυνση της Σχολής. Ο Θεόφραστος δεν συμπαθούσε αυτό τον όχλο.

«Θεόφραστε, σε χαιρετώ» του είπε ο Δημήτριος.

«Τι σε φέρνει εδώ, Επιμελητή;»

«Θέλω την γνώμη σου».

«Φοβάσαι τον στόλο που έρχεται;»

«Ναι, Έχω άδικο;»

«Έχεις δίκιο. Αν είναι μοίρα του στόλου του Αντίγονου, θα επιδιώξει να ξεσηκώσει τους Αθηναίους εναντίον σου. Θα χρειαστεί να εξασκήσεις βία, πράγμα που ξέρω πως θέλεις να αποφύγεις. Μακάρι λοιπόν να είναι αιγυπτιακός στόλος του Πτολεμαίου, όπως λένε οι πιο πολλοί. Με αυτούς δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα» είπε ο Θεόφραστος.

Ο Δημήτριος τον άκουσε χωρίς να πει τίποτε. Στο νου του είχε το πρόβλημα του στόλου αλλά παράλληλα σκεφτόταν ότι ήθελε οπωσδήποτε να δει τη Δάφνη. Την ήθελε τη μικρή, δεν άντεχε να υπάρχει μια εκκρεμότητα, ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές όπως αυτές που περνούσε.

«Όμως, κι εσύ τα ξέρεις αυτά» συνέχισε ο Θεόφραστος. «Δεν ήρθες να με ρωτήσεις γι αυτά που γνωρίζεις».

«Ήρθα να μου πεις τη γνώμη σου για μια διαφωνία που είχα με τον Διονύσιο. Εκείνος ήθελε να κλείσω τον Κάνθαρο με την αλυσίδα κι εγώ είπα να μείνει ανοιχτός».

«Και... γιατί το έκανες αυτό;»

«Φοβήθηκα πως αν δείξω φόβο, τότε οι Αθηναίοι θα ξεσηκωθούν εναντίον μου. Τι λες; Έκανα καλά;»

«Καλά έκανες!» είπε ο Θεόφραστος. «Έτσι κι αλλιώς, αν είναι εχθρικός στόλος δεν σε σώζει η αλυσίδα».

Ο νους του Δημήτριου έτρεχε στη Δάφνη κι εκνευριζόταν με τον εαυτό του. Είχε τόσα πολλά και σοβαρά να σκεφτεί, αλλά εκείνος, σαν άνθρωπος με αδυναμίες, σκεφτόταν μια γυναίκα. Είχε δίκιο ο Πλάτων, λοιπόν, που ήθελε τους ηγέτες κι όλους τους φύλακες της πόλης μακριά από γενετήσιους πειρασμούς. Μόνον έτσι θα ήταν αφοσιωμένοι στην πόλη αποκλειστικά.

Ο Θεόφραστος τον είδε σκεπτικό.

«Πού τρέχει το μυαλό σου, Δημήτριε;» τον ρώτησε.

«Τίποτα, τίποτα! Να, σκεφτόμουν πως δεν θα μ’ άρεσε η ιδέα να μάθει ο δήμος, η οχλοκρατία, ότι φοβάμαι. Ούτε θα ήθελα να διώξω έναν εχθρό από τον Πειραιά και να τον στείλω στο Φάληρο».

«Ο φόβος του ηγέτη θα δώσει το θάρρος στο πλήθος να αντιδράσει ενώ, η αφοβία του φιλόσοφου θα το αποθαρρύνει».

«Άρα, δάσκαλε, συμφωνείς! Εντάξει, λοιπόν, αυτό ήθελα να ρωτήσω!» είπε ο Δημήτριος κι έκανε να φύγει.

«Μόνο γι αυτό ήρθες;» απόρησε ο Θεόφραστος.

«Μόνο γι αυτό. Πάω στον Κάνθαρο να δω τι τρέχει».

«Πρόσεχε! Μου είπαν ότι κατεβαίνει πολύς κόσμος».

«Θα προσέχω. Να προσέχεις κι εσύ!»

Ο Δημήτριος κι οι συνοδοί του ανέβηκαν στα άλογά τους κι έφυγαν προς τον Πειραιά. Θα ήταν κάπως επικίνδυνα αυτή τη στιγμή στο λιμάνι αλλά η Δάφνη έμενε στον Πειραιά. Σίγουρα θα ήταν στη πρόθεση του Ερμόδωρου, άρα μπορούσε να την δει και να της μιλήσει.

Έτρεξαν κι έφτασαν γρήγορα στον Πειραιά. Από μακριά είδαν ότι στο λιμάνι του Κανθάρου μαζευόταν πολύς κόσμος. Δεδομένου ότι όλοι περίμεναν πως ήταν πλοία του Πτολεμαίου, ο Δημήτριος αναρωτήθηκε για ποιο λόγο έρχονταν. Είδε πως κι οι δικοί του οπλίτες είχαν μαζευτεί στο Δίπυλο. Γυάλιζαν τα σπαθιά και τ’ ακόντια ενώ καθρέφτιζαν στον ήλιο οι ασπίδες. Δεν ήταν στρατοκράτης, ωστόσο χάρηκε με αυτό το θέαμα των οπλιτών που ήταν φύλακες της πολιτείας του. Ένιωσε πολύ πιο ήσυχος. Ένας από τους συνοδούς του γνώριζε το σπίτι του Καινέα και τους οδήγησε στη σωρό του Ερμόδωρου.

«Από εδώ, Δημήτριε» του είπε ο Ιππέας.

«Ο Ερμόδωρος είχε “κακές” παρέες» τους προειδοποίησε ο Δημήτριος. «Οι φίλοι του είναι δημοκρατικοί και θα τα βάλουν μαζί μας όπως πάντα. Ας είμαστε προσεκτικοί!»

«Μα τι λες Επιμελητή; Δεν σκότωσε τον Ερμόδωρο η πολιτεία» είπε ένας Ιππέας.

«Η στενοχώρια θολώνει το μυαλό των ανθρώπων».

«Θα προσέξουμε» τον διαβεβαίωσαν.

Η παρουσία του Δημήτριου στην κηδεία ήταν, χωρίς αμφιβολία, το πιο εντυπωσιακό γεγονός της κηδείας. Όσοι ήταν γύρω από το σπίτι ή και μέσα σε αυτό, στην πόρτα, στο αίθριο, στην εστία, παντού, τον πρόσεξαν. Μόλις τον έβλεπαν έκαναν στην άκρη και τον χαιρετούσαν με σεβασμό. Κάποιοι ήταν ολιγαρχικοί, αφού ο Ερμόδωρος τα είχε με όλους καλά. Αυτοί τον έβλεπαν με σεβασμό και τον θαύμαζαν, άλλοι όμως, οι πιο πολλοί, από μέσα τους τον έβριζαν. Δεν ήταν εύκολο, βέβαια, να κάνουν κάτι με τον θυμό τους. Όχι μόνο γιατί υπήρχαν οι τρεις οπλισμένοι ιππείς που τον συνόδευαν αλλά γιατί η μέρα της πρόθεσης ήταν ιερή. Ο νεκρός προσέφερε στον επισκέπτη ένα είδος ασυλίας.

Ο Φαληρέας δεν ήταν επιδειξίας ή τόσο ματαιόδοξος ώστε να απολαμβάνει αυτόν τον σεβασμό. Ήξερε πως ήταν ένας σεβασμός ανάμεικτος με τον φόβο που προκαλούσε το αξίωμά του. Αν ο σκοπός του ήταν πραγματικά να αποτίσει φόρο τιμής σε ένα νεκρό θα έμπαινε με το κεφάλι σκυφτό κι έτσι θα έφευγε. Όμως εκείνος για άλλο λόγο είχε έρθει εδώ. Γι αυτό ένιωθε την ανάγκη να παρατηρεί τον χώρο γύρω του κι όλα τα πρόσωπα. Αναζητούσε εναγωνίως το δικό της πρόσωπο. Η Δάφνη ήταν κάπου εδώ γύρω κι εκείνος έπρεπε οπωσδήποτε να την βρει και να της μιλήσει. Τα βλέμματα που τον περιτριγύριζαν του ήταν αδιάφορα. Είτε έδειχναν σεβασμό ή θαυμασμό, είτε μίσος ή περιφρόνηση, αυτός αδιαφορούσε. Έψαχνε για ένα γυναικείο βλέμμα. Δεν πρόσεξε κάν την φονική ματιά του Ιάσονα που, από σεβασμό και μόνο στον νεκρό, συγκρατιόταν.

«Το κάθαρμα, ο άτιμος, ο τύραννος!» μουρμούρισε ο Ιάσων στον Μύρωνα που στεκόταν δίπλα του. «Πραγματικά θα το ήθελα πάρα πολύ να τον καθαρίσω!»

«Δεν θα τα καταφέρεις, έχει μαζί του φρουρούς».

«Κι ο Ίππαρχος είχε αλλά, ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων τον ξέκαναν!»

«Συντρέχουν, Ιάσονα, οι ίδιες ερωτικές προϋποθέσεις;(*1)» τον ρώτησε ο Μύρων χαμογελώντας.

«Όσο κι αν σε συμπαθώ φίλε μου» του απάντησε με ένα γέλιο ο Ιάσων «τέτοιες συνήθειες μού είναι ξένες».

«Άρα, θα αποτύχεις» είπε ο Μύρων «γι αυτό ... άσ' το!»

«Για την ώρα το αφήνω. Να ξέρεις, όμως, ότι θα έρθει η στιγμή του». 

Παραπομπή:

(*1) Ο Θουκυδίδης στο βιβλίο του «Ιστορίαι» (ΣΤ' παρ. 54-59) αφού περιγράφει λεπτομερώς τις πράξεις τους και την εκτέλεση του Ιππάρχου, αδελφού του τυράννου Ιππία, κλείνει ως εξής:«Πάντως το ερωτικό πάθος ήταν εκείνο που έδωσε το έναυσμα για τη συνωμοσία του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος». Αυτό δεν εμπόδισε τους Αθηναίους να τους τιμήσουν ως τυραννοκτόνους και να τους στήσουν άγαλμα.


***************************

Αύριο Τετάρτη η συνέχεια.


Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

06 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 6η

Είμαστε ακόμα στην πρώτη από τις τρεις εκείνες μέρες, δηλαδή στην 9η Ιουνίου. Στο πρώτο κεφάλαιο είδαμε όσα έγιναν εκείνο το πρωί. Τώρα παρακολουθούμε όσα γίνονται εκείνο το μεσημέρι.

**************************************


9η Ιουνίου 307 π.Χ. μεσημέρι.

Β' Πέμπτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, μεσημέρι

Ήταν μεσημέρι πια κι οι τέσσερις φίλοι γυρνούσαν προς το σπίτι του Ερμόδωρου, στην πρόθεση της κηδείας. Είχαν δει με τα μάτια τους κι είχαν σχολιάσει τον στόλο που ερχόταν με τις άγνωστες προθέσεις. Είχαν δει τον κόσμο και τους οπλίτες που κατέβαιναν προς τον Πειραιά. Θα έμεναν κι άλλο, όπως, ήθελαν να γυρίσουν για να δουν τι είχε κάνει ο Λήστος. Πρέπει να είχε βρει μια ευκαιρία να εξετάσει τον νεκρό για να δει την αληθινή αιτία του θανάτου. Είχε σημασία αν θα άλλαζε την αρχική γνωμάτευσή, που κι αυτός αμφισβητούσε.

Ήταν ακόμα αρχή του καλοκαιριού αλλά είχαν αρχίσει οι πρώτες ζέστες, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές ώρες. Ο ήλιος δεν ήταν ακόμη τόσο ενοχλητικός όσο θα γινόταν τους επόμενους μήνες. Πάντως, το καλοκαίρι είχε εισβάλει για τα καλά και μαζί του κι η ζέστη. Ο δρόμος έξω από το σπίτι ήταν άδειος. Μόνο κάποιοι, αραιά και πού, έβγαιναν για να πάνε στα σπίτια τους για το μεσημεριανό φαγητό. Υπήρχαν ακόμα κάποιοι στο αίθριο που συζητούσαν κάτω από τις σκιές στα πλαϊνά της αυλής. Το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων που είχαν μαζευτεί εδώ το πρωί είχε φύγει. Είχε δώσει τον αποχαιρετισμό και τον τελευταίο ασπασμό.

Σε μια γωνιά είδαν τις γυναίκες. Ήταν η Κλεοτίμα με την Δάφνη και την Φιλογένεια. Πλησίασαν και τις ρώτησαν αν είχαν δει τον γιατρό.

«Μας είχε πει ο Λήστος ότι θα εξέταζε καλύτερα τον Ερμόδωρο, έστω και τώρα» είπε ο Ζείκρατος. «Τον είδατε πουθενά; Είναι μέσα στην τραπεζαρία;»

«Τον εξέτασε» είπε η Κλεοτίμα «κι είμαι βέβαιη ότι έχει ήδη αλλάξει η αρχική του γνώμη».

«Τι σε κάνει να το λες αυτό;» ρώτησε ο Μύρων.

«Είχα προσέξει και μόνη μου τα χέρια του Ερμόδωρου. Τα άκρα του ήταν μελανιασμένα και τα έδειξα στον Λήστο» είπε η Κλεοτίμα. «Εκείνος το βρήκε σημαντικό. Μου είπε ότι θα κοίταζε και στα πόδια να δει αν υπήρχαν κι εκεί παρόμοια μελανιάσματα»

«Τα είδε; Τι έγινε;»

«Δεν είδε μόνο τα πόδια του, κοίταξε και στον λαιμό και στο σώμα, έψαξε παντού. Νομίζω πως υπήρχαν πράγματα που δεν είχε δει καθόλου την πρώτη φορά. Τον είχε κοιτάξει επιπόλαια. Ίσως ένιωθε ένοχος γι αυτή την αμέλεια, όμως μου φάνηκε πολύ ανήσυχος» είπε η Κλεοτίμα.

«Τι έγινε παιδιά; Πείτε μου κι εμένα!» ζήτησε η Ολύνθια που τους είδε και πλησίασε.

«Θα μας τα πει ο γιατρός, Ολύνθια» της είπε ο Μύρων. «Εμείς του ζητήσαμε να ξαναδεί τον Ερμόδωρο».

«Και πού είναι ο γιατρός;» απόρησε η Ολύνθια.

«Μας είπε ότι θα πάει να φέρει ένα πλακίδιο» είπε η Φιλογένεια. «Η αλήθεια είναι ότι άργησε».

«Δεν έκανε σωστά τη δουλειά του και θέλει τώρα να είναι τυπικός» εξήγησε η Δάφνη.

Η Ολύνθια τους κοίταξε παραξενεμένη. Δεν θέλησαν να της πουν περισσότερα. Ο Ζείκρατος προχώρησε στο δωμάτιο εστίασης μαζί με τον Μύρωνα.

«Μύρων, θυμάσαι τον Δημοσθένη(*1) όταν τον έφεραν εδώ για την κηδεία του; Με το δηλητήριο που είχε πάρει τα άκρα του είχαν μελανιάσει, όπως τώρα του Ερμόδωρου. Ίσως να του έδωσαν κάτι» είπε ο Ζείκρατος.

«Κανείς δεν πιστεύει ότι ξαφνικά σταμάτησε η καρδιά του. Ένα δυνατό, γυμνασμένο παλικάρι στα τριανταδύο του χρόνια, δεν το παθαίνει αυτό» είπε ο Μύρων.

Πλησίασε ο Φανοκράτης. Είχε πάει να δει αν ερχόταν, επιτέλους, ο γιατρός.

«Ο Λήστος είναι στο καπηλειό της γωνίας. Πήγε -λέει- να πιει κάτι δροσιστικό».

«Βρήκε κάτι;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Βρήκε πολλά, αλλά καλύτερα να σας τα πει ο ίδιος».

«Έλα κι εσύ μαζί μας» είπε ο Μύρων στην Κλεοτίμα.

«Ελάτε κι εσείς, αν θέλετε» είπε κι ο Ιάσων στην Δάφνη και την Φιλογένεια.

«Εγώ θα μείνω εδώ» είπε η Φιλογένεια.

«Έρχομαι κι εγώ μαζί σας» είπε η Δάφνη.

Το καπηλειό που ήταν κοντά στο σπίτι του Ερμόδωρου ανήκε στον Λυκανία. Ήταν ένας πρώην ναυτικός με λακωνική καταγωγή που είχε πολιτογραφηθεί στον δήμο του Πειραιώς. Ο Λυκανίας συνέλεγε κι αναμετέδιδε τις ειδήσεις της ημέρας. Μάθαινε τα αθηναϊκά νέα από όσους έρχονταν από τα γύρω μέρη του άστεως και κατέβαιναν προς το λιμάνι. Μάθαινε και τα πειραϊκά και τα νησιωτικά νέα από τους Πειραιώτες ή τους ναυτικούς που ανέβαιναν στην Αθήνα. Έκαναν στάση για λίγο δροσερό νερό από μια πηγή δίπλα στο καπηλειό. Αγόραζαν και τα δροσιστικά ποτά που έφτιαχνε. Καθώς μιλούσαν για όλα, τα κατέγραφε στο μυαλό του. Έφτιαχνε ρεπορτάζ με τίτλους στο μυαλό του, κι ήταν έτοιμος για αναμετάδοση όποτε χρειαζόταν. Τον χρειάζονταν συχνά κι έτσι το καπηλειό του είχε μετατραπεί σε πρακτορείο τύπου. Ο Λυκανίας είχε πάντα δουλειά κι έβγαζε αρκετά για να ζει άνετα.

Ο Λήστος πήγε στο καπηλειό αλλά δεν εκστόμισε τα νέα που είχε στο νου του. Σαν γιατρός είχε δώσει όρκο στους θεούς να μην μιλά ποτέ για τους ανθρώπους που θεράπευε. Βέβαια εδώ δεν είχε πραγματικό άρρωστο, αφού ο Ερμόδωρος πού ’χε εξετάσει ήταν νεκρός. Ήταν, όμως, φανερό πως δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν για ό,τι βρήκε από την εξέταση που έκανε. Δεν ήταν ανακοινώσιμα αυτά τα πράγματα.

Είχε κάνει υπομονή μέχρι να φτάσει το μεσημέρι. Τότε, οι γυναίκες που τον έκλαιγαν είχαν κάνει την άκρη, είτε για να φάνε είτε για να ξεκουραστούν. Παραμέρισε σχεδόν βίαια μια θεία του Ερμόδωρου που είχε μείνει να του κρατάει συντροφιά. Έτσι βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε για να εξετάσει καλά το πτώμα. Το έκανε και, όταν τελείωσε, ένιωσε άσχημα με την αρχική του επιπολαιότητα. Πήγε μέχρι το σπίτι του, πήρε ένα πινάκιο κι έγραψε πάνω του μερικά πράγματα. Κατόπιν γύρισε στου Ερμόδωρου, αλλά, έμεινε στο καπηλειό του Λυκανία για να πιει μια κούπα κρασί. Εκεί μέσα τον βρήκαν ο Ζείκρατος, ο Μύρων, ο Ιάσων κι ο Φανοκράτης.

«Λήστε, εδώ είσαι λοιπόν!» του είπαν.

«Φίλοι μου, ο ατυχής Ερμόδωρος δολοφονήθηκε!» τους είπε αμέσως μόλις πλησίασαν και πριν καν τον ρωτήσουν.

«Είσαι βέβαιος;»

«Απόλυτα!»

Τους έδειξε το πινάκιο που κρατούσε στα χέρια του.

«Τι είναι αυτό;»

«Είναι η επίσημη γνωμάτευσή μου. Σας την δίνω γραπτή ώστε, αν αποφασίσετε να ασκήσετε δίωξη, να έχετε επίσημη γνώμη ενός γιατρού. Ο Ερμόδωρος δεν πέθανε από καρδιά ή από φυσικά αίτια».

«Γενναίο εκ μέρους σου να παραδεχτείς το λάθος σου. Αυτό σε τιμά Λήστε».

«Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω!»

«Πες μας, όμως, πού στηρίζεις αυτόν τον ισχυρισμό σου;» του ζήτησαν.

Αυτά που τους είπε ακούστηκαν σαν κεραυνός. Οι ίδιοι, μπορεί να είχαν αμφισβητήσει τον θάνατο από απλό σταμάτημα καρδιάς, όμως δεν είχαν φτάσει στον φόνο. Εξ άλλου ποιος είχε προηγούμενα με τον Ερμόδωρο; Γιατί να θέλει κάποιος να τον δολοφονήσει; Ίσως να είχε δηλητηριαστεί κατά λάθος από κάποιο φαγητό στο καπηλειό, ίσως είχε μεθύσει και πνίγηκε με τον εμετό του. Πίστευαν ότι είχε πάθει κάτι πιο συγκεκριμένο από ένα αόριστο «σταμάτημα τη καρδιάς». Από εκεί, όμως, ως τον φόνο υπήρχε μεγάλη απόσταση.

«Με βοήθησε κι η Κλεοτίμα» τους είπε ο Λήστος. «Όχι μόνο μου έδειξε τα δάχτυλά του που είχαν μελανιάσει αλλά διέκρινε και κάτι στον λαιμό του. Το εξέτασα. Είδα ένα σφίξιμο από λουρί. Τον έπνιξαν, αφού πρώτα τον δηλητηρίασαν, για να μην μπορέσει να φέρει αντίσταση. Εξέτασα και τα πόδια του κι είδα ότι ήταν μελανιασμένα. Σίγουρα του είχαν δώσει να πιει κάτι που τον εξάντλησε. Μετά, με ένα λουρί, τον έσφιξαν στον λαιμό μέχρι να πεθάνει».

«Δηλαδή, μας λες ότι ήταν προμελετημένη δολοφονία;» τον ρώτησαν.

«Χωρίς καμιά αμφιβολία» τους απάντησε.

Ο Λήστος ήταν κατηγορηματικός και τα είχε γράψει όλα αυτά σε πινάκιο με το όνομά του από κάτω. Αυτό σήμαινε πως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Φόνος σήμαινε και την ανάγκη για εκδίκηση. Κι οι φίλοι του ήταν οι αρμόδιοι να τον εκδικηθούν, δεν μπορούσαν να αφήσουν στον γέρο Καινέα ένα τέτοιο καθήκον. Για να εκδικηθούν, όμως, έπρεπε πρώτα να βρουν τον ένοχο. «Ποιος μπορεί να έχει κάνει τον αποτρόπαιο φόνο;» αναρωτήθηκαν όλοι.

«Πρέπει να κάνουμε μια έρευνα» είπε ο Ζείκρατος.

«Δεν πρόκειται να ησυχάσω αν δεν βρούμε τον φονιά!» είπε ο Μύρων.

«Δεν θα είναι εύκολο» παρατήρησε ο Ιάσων.

«Το είπες στον Καινέα ρώτησε ο Ζείκρατος τον Λήστο.

«Όχι ακόμη!»

«Καλύτερα να μην το πεις. Τουλάχιστον όχι μέσα στο τριήμερο του πένθους ώσπου να ολοκληρωθεί η διαδικασία της κηδείας. Ας πενθήσουν οι δυστυχείς το παλικάρι τους χωρίς μεγάλο θυμό. Δεν χρειάζεται να έχουν την πρόσθετη ψυχική ταραχή της γνώσης του φόνου. Ας μην μάθουν ακόμα αυτή την γνωμάτευση» του ζήτησε ο Ζείκρατος.

«Λήστο, η βοήθειά σου αναιρεί την αρχική αμέλεια. Δεν σου καταλογίζουμε τίποτε» είπε ο Ιάσων.

«Ό,τι έγινε είναι ανήκουστο. Άκου, να δολοφονούνται πολίτες της Αθήνας! Πολίτες σαν τον Ερμόδωρο! Πρέπει να βρείτε τους δράστες!» είπε ο Λήστος.

«Πώς ξέρεις ότι δεν είναι ένας αλλά πολλοί;»

«Το νεκρό σώμα πρέπει να μετακινήθηκε. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό ένας μόνος του. Ο Ερμόδωρος ήταν δυνατός και βαρύς, δεν έφτανε μόνο ένας» είπε ο Λήστος.

«Επομένως ψάχνουμε δυο ή περισσότερους δολοφόνους ή μια συμμορία» συμπέρανε ο Ιάσων.

«Ναι, πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο» είπε ο Λήστος.

«Όποιοι και να είναι, θα τους βρούμε, να είσαι βέβαιος!» είπε ο Ζείκρατος.

Κάθισαν στο καπηλειό και παράγγειλαν νερωμένο και κρύο κρασί με άρωμα από λεμόνι ή άλλα φρούτα(*2). Ήθελαν να πιουν και να μιλήσουν. Ο θάνατος, ο φόνος του Ερμόδωρου ήταν σημαντικό γεγονός κι έπρεπε να δράσουν άμεσα για να το αποκαλύψουν. Η ταυτόχρονη άφιξη του στόλου ήταν ακόμα πιο σημαντικό γεγονός για την πόλη. Κι εκεί έπρεπε να μάθουν την δύναμη που κρυβόταν πίσω του, όμως το άμεσο καθήκον τους ήταν άλλο. Έπρεπε να λύσουν το μυστήριο του θανάτου του φίλου τους και να εκδικηθούν γι αυτόν. Ο Ζείκρατος περιέγραψε το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονταν μέχρι στιγμής:

«Ο Ερμόδωρος δεν είχε εχθρούς. Είχε μόνο ιδεολογικούς αντιπάλους, αλλά, αυτοί δεν δολοφονούν!»

«Ομάδες δολοφόνων δεν υπάρχουν στην Αθήνα. Μόνο μέσα από σχολές και γυμναστήρια μπορεί να συνεργαστούν κάποιοι για τέτοιο βέβηλο σκοπό. Γι αυτό λέω να ψάξουμε πρώτα στις σχολές» είπε ο Ιάσων.

«Δεν έχουμε και τίποτε άλλο για να ψάξουμε, μόνο αυτούς» είπε ο Μύρων. «Αλλιώς σηκώνουμε τα χέρια!»

«Ποιος θα πάει στο Λύκειο, ποιος στην Ακαδημία και ποιος στους Κυνόσαργες;» ρώτησε ο Ζείκρατος τον καθένα.

«Εγώ θα μιλήσω με τον Κράτη, αν και νομίζω πως οι κυνικοί δεν έχουν καμιά σχέση. Έχω και κάποιους φίλους στη σχολή του Ισοκράτη να ρωτήσω» είπε ο Μύρων.

«Εγώ θα μιλήσω με τον Θεόφραστο» είπε ο Ζείκρατος.

«Έχω κι εγώ φίλους στην Ακαδημία» είπε ο Ιάσων.

«Θα δω τι μπορώ να κάνω με κάποιους Πυθαγόρειους» είπε ο Φανοκράτης. «Έχω γνωστούς εκεί».

«Ας τα δούμε όλα αυτά σήμερα κιόλας» είπε ο Ζείκρατος. «Πάμε να μιλήσουμε με τους γνωστούς μας. Σε τρεις-τέσσερις ώρες θα ξαναβρεθούμε εδώ για να δούμε τι συμπεράσματα βγάλαμε. Εντάξει;»

Ήπιαν το ποτό τους, άφησαν κάτι οβολούς κι έφυγαν. Ο Λυκανίας δεν πρόλαβε να τους ρωτήσει για τα νέα τους. Ούτε για τον Ερμόδωρο, που ήξερε ότι ήταν φίλος τους, έμαθε, ούτε για τον στόλο που ερχόταν.

Παραπομπές:

(*1) Ο Δημοσθένης είναι ο μεγάλος αγωνιστής της δημοκρατίας και ρήτορας που είχε γράψει τους περίφημους Φιλιππικούς. Μετά την επανάσταση των νότιων Ελλήνων και Αθηναίων κατά των Μακεδόνων και την καταστολή της και μετά την ήττα στον «Λαμιακό» πόλεμο, είχε καταφύγει στα Μέθανα. Ήθελε να αποφύγει μια δίκη από τους φιλομακεδόνες ολιγαρχικούς. Τον κυνήγησε ο Αρχίας, ένας «κυνηγός επικηρυγμένων» για να τον φέρει να δικαστεί και να εκτελεστεί στην Αθήνα αλλά εκείνος διέφυγε την σύλληψη. Τελικά, αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο.

(*2) Κρασί αραιό με νερό (όσο πιο κρύο γινόταν) και αρώματα φρούτων ή άλλα μυρωδικά ήταν τα αναψυκτικά της εποχής.

**************************************

Αύριο Τρίτη η συνέχεια, το δεύτερο μέρος εκείνου του μεσημεριού. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας, μέχρι την Παρασκευή θα ολοκληρωθεί και το "Μεσημέρι" που το έχω χωρίσει κι αυτό σε πέντε μέρη. Αύριο το δεύτερο.