Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Ε, ΞΕΝΕ … ΠΕΣ ΜΟΥ, ΖΕΙ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ;


Το 2009, πριν από την εποχή των μνημονίων, ανέλαβα να πω μερικά πράγματα για την ημέρα του Πολυτεχνείου στο σχολείο, το 1ο ΕΠΑΛ Δραπετσώνας, όπως εξ άλλου έκανα και κάθε χρονιά για όλες τις σχολικές γιορτές.
Η ομιλία εκείνη συνοδεύτηκε με οπτικοακουστικό υλικό και είχαμε ένα συγκρότημα από παιδιά που έπαιξε επιλεγμένα τραγούδια και τράνταξε το νεανικό ακροατήριο.
Την ομιλία αυτή την είχα γράψει στο κομπιούτερ και την διάβασα πάλι σήμερα εν όψει του Πολυτεχνείου που στα πιο πολλά σχολεία θα γιορταστεί τη Δευτέρα, αν δεν έχουν κατάληψη και … αν δεν ορίσει αλλιώς κάποια εγκύκλιος του υπουργείου …
Θα αναρτήσω εδώ σαν αφιέρωμα σε κείνη την ημέρα που ο καθένας της δίνει ένα νόημα και που της είχα δώσει κι εγώ το δικό μου. Ήταν η πρώτη χρονιά μετά τα γεγονότα που συνόδευσαν τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου και η τελευταία χρονιά πριν τον Γιωργάκη και τα καμώματά του που μας έμπλεξαν σε μια νέα λάσπη, αυτή που βιώνουμε καθημερινά εδώ και μερικά χρόνια.

Η ΟΜΙΛΙΑ:

Σε κάθε επέτειο, όταν μου ζητούν να πω τον πανηγυρικό, ψάχνω να βρω το βαθύτερο νόημα της επετείου, την ουσία του εορτασμού, για να το μεταφέρω στους ακροατές, να το μεταδώσω με ακρίβεια, να ανανεώσω –αν θέλετε- τα νοήματά του. Στη προκειμένη περίπτωση προσπάθησα να ξαναθυμηθώ ποιο ήταν το νόημα αυτής της σημερινής επετείου. Μου ήρθαν στο νου τα βασικά συνθήματα της μέρας, για ψωμί, παιδεία ελευθερία, για ακαδημαϊκές ελευθερίες, για μια λαϊκή εξέγερση που σήμαινε το τέλος μιας δικτατορίας, για το μεγάλο γεγονός οι πολλοί να ξεπερνούν ο καθένας το δικό του εγώ και να διαχέονται μέσα σε ένα μεγάλο εμείς, για τον ηρωισμό των παιδιών, των φοιτητών, για το έπος μιας γενιάς και λοιπά και λοιπά. Όλα σωστά αλλά όλα απορριπτέα. Κάτι δεν καθόταν καλά, κάτι δεν με έπειθε πως αυτά τα λόγια θα έδιναν καλά και σωστά το νόημα της μέρας. Και σκέφτηκα να ψάξω λίγο περισσότερο μέσα μου.
Γιατί μέσα μου; Γιατί είμαι κι εγώ ένας από εκείνους τους τύπους που τους λένε γενιά του Πολυτεχνείου. Λόγω ηλικίας βασικά. Το 1973 ήμουν 20 χρονών και τριτοετής στη φυσικομαθηματική σχολή. Ήμουν ακριβώς η γενιά του πολυτεχνείου και βρέθηκα στο επίκεντρο των γεγονότων. Στις καταλήψεις, στη πρώτη και τη δεύτερη Νομική, στη πορεία της Φυσικομαθηματικής, στο Πολυτεχνείο. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου –δεν μπορεί- θα ήταν σκέψεις και συναισθήματα όλων των συνομηλίκων μου, των συμφοιτητών μου, της γενιάς μου. Αρκούσε να ψάξω μέσα μου και θα έβρισκα το ακριβές νόημα του Πολυτεχνείου. Έκανα λοιπόν μια ενδοσκόπηση. Και αναβίωσα εκείνο το βράδυ, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, μες στους καπνούς και τις φωτιές, υπό τον ήχο των όπλων.
Θυμήθηκα κάποια κοπέλα με την οποία ήμουν ερωτευμένος. Θυμήθηκα τη μάνα μου και τον πατέρα μου που μου έλεγαν «μην πας εκεί» αν και ήταν αριστεροί. Θυμήθηκα ακόμη και ένα μεγαλύτερο φίλο μου, που δεν ζει πια, που μου έλεγε «κωλόπαιδο, μην πας!». Όλο το βράδυ έβλεπα σφαίρες, τραυματισμένους να τους φέρνουν μέσα στο πρόχειρο ιατρείο που είχε στηθεί, ακόμα και ένα σκοτωμένο είδα, κι εγώ σκεφτόμουν την κοπέλα που σας είπα προηγουμένως. Κι είχα μιαν έντονη αίσθηση πως ζούσα την Ιστορία την ίδια τη στιγμή που αυτή γραφόταν. Ο δικός μου μικρόκοσμος κι η ιστορία της Ελλάδας ταυτόχρονα μέσα μου.

Μετά σκέφτηκα πως ήμουν τυχερός που έζησα αυτές τις στιγμές. Εσείς δεν θα τις ζήσετε ίσως ποτέ έτσι, γιατί ποτέ δεν θα βυθιστείτε στη μιζέρια η οποία είχε προηγηθεί του πολυτεχνείου. Δεν θα ζήσετε –ευτυχώς για σας- τη γελοιότητα μιας δικτατορίας που επειδή δεν μπορούσες να την αντιμετωπίσεις ένιωθες γελοίος και μικρός κι εσύ μαζί της. Και τότε θυμήθηκα πως ζούσαν οι Έλληνες εκείνη την αλήστου μνήμης επταετία. Χωρίς να μπορούν να μιλούν ενάντια στο καθεστώς ούτε καν με υπονοούμενα, επί ποινή καταδίκης μιας ολόκληρης ζωής, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να διαβάσουν ελεύθερα μια εφημερίδα, χωρίς να διαλέγουν αυτούς που θα τους κυβερνούσαν, χωρίς κανένα δικαίωμα και μόνο με ανόητες υποχρεώσεις. Γελοία συνθήματα όπως το «Ελλάς ελλήνων χριστιανών» και το «Πατρίς θρησκεία οικογένεια» είχαν μετατραπεί σε εφιάλτες, χωρίς σινεμά, χωρίς τραγούδι, χωρίς έκφραση, χωρίς τις στοιχειώδεις ελευθερίες της ζωής. Και οι νεοέλληνες υπέμεναν επί 6 ολόκληρα χρόνια αυτό τον ζυγό σχεδόν αγόγγυστα. Σκέφτηκα πόσο πολύ ντρεπόμουν για όλα αυτά, πόσο ντρεπόμουν που ήμουν Έλληνας. Να ανέχομαι τη βλακεία να με κυβερνά και να σκύβω το κεφάλι από φόβο. Θυμήθηκα τη ντροπή που ένιωθα για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Και θυμήθηκα επίσης, πως εκείνο το βράδυ, στο Πολυτεχνείο, ξέπλενα επιτέλους αυτή τη ντροπή.
Οι Έλληνες κάποτε ήταν ένας περήφανος, λαός. Είπαν «όχι στους Πέρσες» στο Μαραθώνα, είπαν «μολών λαβέ» στις Θερμοπύλες, λάτρεψαν θεούς με ασύγκριτη ομορφιά και γέννησαν τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, την τραγωδία, τη δημοκρατία μελετώντας καλύτερα και βαθύτερα από κάθε άλλον λαό την έννοια της ζωής και του θανάτου. Κάποτε όμως υποτάχτηκαν στη Ρώμη, αργότερα στην Τουρκιά, κι έφτασε ο νεοέλληνας να είναι ευνουχισμένος από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα εκείνου του αρχαίου λαού που έζησε στα χώματα που πατάμε σήμερα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αψήφηση του θανάτου, και τα δυο σαν βασικές στάσεις ζωής. Μας γέμισαν με φόβους, μας πότισαν με την νοοτροπία του δούλου και του καραγκιόζη και μας πέταξαν ένα ξερό κομμάτι ψωμί για να διέλθουμε τον βίο μας σε αυτό το αμερικάνικο παγκόσμιο σύστημα που κυβερνά τον κόσμο. Και κάθε φορά που απαιτήσαμε λίγο από τα δικαιώματά μας ή δείξαμε πως μπορούμε να σηκώνουμε κεφάλι για να πούμε ένα καινούριο «όχι» μας έβαλαν να το πληρώνουμε ακριβά. Με εμφύλιο πληρώσαμε το «όχι» στον Τούρκο κατακτητή, με εμφύλιο πληρώσαμε και το «όχι» στον Γερμανο-ιταλό φασίστα.  Όμως αυτή η γενιά που έζησε τους εξευτελισμούς της λειψής μεταπολεμικής δημοκρατίας, βρήκε τον δικό της Μαραθώνα, βρήκε τις δικές της Θερμοπύλες. Είπε ένα μαζικό «όχι» στους δικτάτορες, στην εσωτερική κατοχή, στα τανκς στην αστυνομία και την χωροφυλακή και έσωσε την τιμή των Ελλήνων.
Θυμήθηκα τότε ποιο ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα εκείνο το βράδυ. Δίπλα από τους κρότους των όπλων, που πυροβολούσαν ασταμάτητα, δίπλα από τα καπνογόνα, τις φωτιές, τα μαντίλια στο πρόσωπο, τον φόβο και το μούδιασμα του πολιορκημένου που δεν ξέρει τι μέρα θα του ξημερώσει, δίπλα από όλα αυτά υπήρχε μια άγρια χαρά. Ήμασταν κι εμείς λαός ελεύθερων ανθρώπων. Ήμασταν εκείνη τη στιγμή ο γαλλικός Μάης, ήμασταν η εξέγερση των αμερικανών φοιτητών στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ, είχαμε πάψει να είμαστε η ψωροκώσταινα, ξαναμπαίναμε θριαμβευτικά στον χώρο των πολιτισμένων και δημοκρατικών χωρών της φαντασίας μας, δίναμε στα όνειρά μας την εκδίκηση που αναζητούσαν.
Το Πολυτεχνείο το έκανε μια γενιά όπως εσείς, όπως η δική σας γενιά, μόνο που εκείνη την είχαν πήξει στο ψέμα και την είχαν κάνει να ντρέπεται που λεγόταν νέα ελληνική γενιά. Εκείνους, εμάς δηλαδή, την δική μου ηλικία, μας έπηξαν στην ελληνοχριστιανική τους μπόχα κι ένα βράδυ τους τα τρίψαμε όλα στη μούρη. Στη Νομική, στη Φυσικομαθηματική, στο Πολυτεχνείο, έγιναν κάποιες εξεγέρσεις για τις οποίες αξίζει κανείς να ζει. 
Εσάς νεαροί μαθητές μου, σας πήζουν στην ανία και στην αποβλάκωση. Μόνο που δεν το κάνει μια παρέα φασίστες που εύκολα τους βλέπεις και εύκολα τους πετροβολάς. Το κάνει μια ολόκληρη παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική κοινωνία, και το κάνει ύπουλα, μέσα από διαφημίσεις για κινητά και μπιχλιμπίδια, μέσα από μια κουλτούρα που θεοποιεί το στυλ και δεν δίνει δεκάρα για την ουσία των πραγμάτων. Σας μετατρέπουν σιγά αλλά σταθερά σε ένα ανθρώπινο πελτέ και το κάνουν κρυφά και γλυκά ώστε να μην γίνεται αντιληπτό. Όμως κάποτε θα πέσουν κι εδώ οι μάσκες και θα πείτε κάποτε κι εσείς το δικό σας «όχι».
Το δικό σας Πολυτεχνείο θα είναι μια άλλου τύπου επανάσταση. Δεν θα σας υποδείξω εγώ ούτε τον τρόπο, ούτε τα μέσα. Όταν όμως θα πραγματοποιήσετε κι εσείς τη δική σας εξέγερση, θα δώσετε την ώθηση που χρειάζεται η νεοελληνική κοινωνία μας για να πάει μπροστά. Κι εσείς θα ζήσετε κάτι που θα αξίζει για μια ζωή. Σας το εύχομαι και θα είμαι συμπαραστάτης, κι εγώ κι όλοι όσοι έζησαν τότε εκείνη την εμπειρία. Καλό αγώνα!