Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Υπό το μηδέν και με πρόσημο αρνητικό!


ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΒΟΥΛΗ
Πολλές προτάσεις διαλόγου διατυπώνονται τελευταία και οι δηλώσεις των Σαμαρά και Τσίπρα μετά τις συναντήσεις με τον Πρόεδρο το ίδιο θέμα επανέφεραν. Το ερώτημα είναι: έχουν κανένα νόημα αυτές οι συζητήσεις για δημόσιο διάλογο κυβέρνησης-αντιπολίτευσης και για την προσπάθεια να βρεθούν, δήθεν, κοινές θέσεις;”
Και ακόμα περισσότερο: Υπάρχει περιθώριο συναίνεσης ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις;
Η αυθόρμητη απάντηση είναι: Μα, φυσικά ναι. Λογικοί άνθρωποι είμαστε, γιατί να μην μπορούμε να συζητήσουμε λογικά και, μάλιστα, γιατί να μην συμφωνήσουμε;
Μετά από λίγη σκέψη όμως καταλήγει πιο εύκολα κανείς στο συμπέρασμα ότι όσο “λογικοί” κι αν είμαστε υπάρχει κάτι που ξεφεύγει της λογικής και που μας επιβάλει να μην συμφωνήσουμε. Πάνω από τη λογική μπορεί να κυριαρχήσει η επιθυμία και τότε κανένα είδος συμφωνίας δεν μας κάνει.
Ας δούμε λοιπόν μερικές μορφές συμφωνίας που συζητήθηκαν και προτάθηκαν δημόσια:
Περίπτωση 1η: Πρόταση κυβερνητική.
Όλοι μαζί ενωμένοι, εκλέγουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να μείνει η κυβέρνηση ενάμιση χρόνο ακόμη και ψηφίζουμε όλοι μαζί τις νέες δεσμεύσεις της χώρας προκειμένου να ενεργοποιηθεί η γραμμή στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Είναι μια συναίνεση που ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι ο Σύριζα δεν έχει λόγο να υπάρχει και ότι αν αυτοδιαλυθεί η χώρα θα αναπνεύσει. Σε αυτή τη συναίνεση μπορούν να συμφωνήσουν οι Βενιζέλος-Σαμαράς και Καρατζαφέρης.
Περίπτωση 2η: Πρόταση αντιπολιτευτική.
Να δούμε ένα άλλο είδος συμφωνίας και να το ακολουθήσουμε όλοι μαζί. Προκηρύσσονται άμεσα εκλογές μαζί με μια συμφωνία για νέο Πρόεδρο τον Μάρτιο και μια εθνική επιτροπή θέτει τα αιτήματα της Ελλάδας για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και αποπληρωμή με ρήτρα ανάπτυξης στο ευρωγκρούπ τονίζοντας ότι σε περίπτωση άρνησης της ΕΕ ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος θα αντιδράσει με πιθανή την προσφυγή στον λαό.
Είναι μια συναίνεση που ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει λόγο να υπάρχει και ότι αν αυτοδιαλυθεί η χώρα θα αναπνεύσει. Σε αυτή τη συναίνεση χωράνε ο Σύριζα, η Δημαρ, οι Ανελ, οι Οικολόγοι και άλλοι διάφοροι.
Την πρώτη συναίνεση μας προτείνει συνεχώς ο κύριος Σαμαράς, και την δεύτερη ο κύριος Τσίπρας. Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε δηλαδή.
Τι στραβό υπάρχει στο δημόσιο βίο και αντί να συνδιαλεγόμαστε λέει ο καθένας τον μονόλογό του;
Θα μπορούσαν να είναι ακόμα και αυτοί οι μονόλογοι ένα είδος κουτσής, έστω, επικοινωνίας, όμως εδώ είναι ολοφάνερο ότι κανείς δεν θέλει ούτε καν αυτό. Μόνος ευδιάκριτος στόχος είναι το κέρδος σε εντυπώσεις και ψήφους.

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΡΑΜΦΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ
Ο συγγραφέας (ο ίδιος θέλει να τον λένε φιλόσοφο) κ. Στέλιος Ράμφος μιλώντας πρόσφατα σε εκδήλωση του Ποταμιού, μίλησε αναλυτικά για την ανάγκη να αντιληφθεί ο Έλληνας, και ακόμη περισσότερο ο πολιτικός, ότι υπάρχει και “ο άλλος”. Ότι εκτός από το στενό περιβάλλον μας, την οικογένεια, την συντεχνία, το χωριό μας, υπάρχει και ο γενικός πληθυσμός, ο άγνωστος πολίτης μαζί με τον οποίο συγκροτούμε το κράτος, την πόλη, την κοινωνία. Και είπε ο κ. Ράμφος ότι όσο το ατομικό (για την ακρίβεια το στενό περιβάλλον) κυριαρχεί του συλλογικού (του κράτους, της κοινωνίας) τόσο θα ξοδεύεται άδικα χρόνος που έχουμε σαν δυνατότητα δημιουργίας. Όσο το συναίσθημα, δηλαδή η παρόρμηση για το ατομικό και στενό συμφέρον, επικρατεί του λογικού, δηλαδή της ορθολογικής καθυπόταξης του συμφέροντός μας στο κοινό συμφέρον, τόσο ο δημόσιος διάλογος θα είναι άθροισμα μονολόγων και κραυγών χωρίς αποτέλεσμα ή με αρνητικές επιπτώσεις.
Παραθέτω αυτή τη σκέψη του κ. Ράμφου γιατί μοιάζει να αποδίδει ικανοποιητικά αυτό που συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια, και επαναλαμβάνεται και σήμερα, στο δημόσιο βίο μας.
Να σημειώσω ότι δεν συμφωνώ καθόλου με τα συμπεράσματα του κ. Ράμφου που βρίσκει θετικό το μνημόνιο, που θέλει εκλογή προέδρου για να μην γίνουν εκλογές, και που βρίσκει να φταίει για όλα η αντιπολίτευση η οποία (κατ’ αυτόν) θέλει να κρατήσει την κατάσταση ως έχει και αντιστρατεύεται στις αλλαγές. Ούτε συμφωνώ με μια ανάλυση που εντοπίζει την αιτία των προσφάτων βραχυπρόθεσμων προβλημάτων μας στις νέες ελίτ που ξεπήδησαν μετά το ’81 και τις μακροπρόθεσμες αιτίες της καθυστέρησής μας στην ήττα των Ησυχαστών το 1351 μΧ..
Δεν μπορώ όμως να διαφωνήσω με την ακτινογράφηση που κάνει στην νεοελληνική κοινωνία και την εύστοχη ανάλυση πολλών από τα αίτια της σχιζοφρένειας που την μαστίζει. Απλά πιστεύω ότι ο συγγραφέας και πολιτικός κ. Ράμφος έχει εμμονές που δεν του επιτρέπουν να δει την πραγματικότητα, τις αιτίες της κρίσης και τον τρόπο αντιμετώπισής της. Δεν είναι όμως το θέμα μου ο Ράμφος. Να πω μόνο ότι το ένα και μοναδικό θέμα για το οποίο έχει πολλά να πει είναι το θέμα των σχέσεων κράτους-εκκλησίας και ατυχώς απέφυγε να το θίξει ίσως γιατί μιλούσε στο Ποτάμι όπου μια προεκλογική ατάκα του Νίκου Δήμου για το “αναστάσιμο φως” προκάλεσε στον Σταύρο Θεοδωράκη τρικυμία.
Για να ξαναγυρίσω όμως στο αρχικό θέμα μου, τον δημόσιο διάλογο κουφών που διεξάγεται στην Ελλάδα από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, θα αναφέρω αυτό που εύστοχα τόνισε ο Ράμφος. Είπε ότι πρέπει να δεχτούμε την πραγματικότητα και να ξεφύγουμε από τις φαντασιώσεις μας αποδεχόμενοι ότι υπάρχει ο άλλος και ακούγοντας τις απόψεις του. Αν ο “άλλος” είναι απλά το απόλυτο κακό (και καλό βέβαια είμαστε μόνο εμείς) τότε ο,τιδήποτε λέγεται δεν έχει σκοπό μια σύνθεση ή μια καλύτερη λύση αλλά την τρικλοποδιά που θα φάει ο αντίπαλος. Αν το δικαίωμα του άλλου να έχει άποψη και ψυχολογία και φόβους και ελπίδες δεν είναι νομιμοποιημένο μέσα μας (όχι απλά από τον νόμο που του επιτρέπει να μιλάει κι αυτός) τότε περιθώριο κατανόησης και λύσης δεν υπάρχει. Τότε το παρόν δεν γίνεται παραγωγικό και γι αυτό το μέλλον δεν πρόκειται να μας δώσει κάτι νέο, πέρα από την επανάληψη όλων των παλιών στερεότυπων που γνωρίζουμε και που ίσως σε αυτά να στρεφόταν αρχικά και η κριτική μας.
Κάθε στιγμή είναι κρίσιμη, είπε ο Ράμφος, και γι αυτό κάθε στιγμή μπορεί να μας πάει στο καλύτερο ή να μας καταστρέψει. Και ο διάλογος είναι μια κρίσιμη στιγμή που αν δεν χρησιμοποιηθεί σωστά τότε θα πάει πίσω τη δυνατότητά μας να κερδίσουμε κάτι από αυτόν, θα μας οδηγήσει σε χειρότερη κατάσταση από εκείνην που είχαμε όταν δεν συνδιαλεγόμασταν καθόλου. Επομένως δεν είναι ο δημόσιος διάλογος κάτι που μπορεί να αποδώσει κάτι θετικό ή να μην αποδώσει τίποτε. Όχι. Υπάρχει και τρίτο μέρος, το πλέον πιθανό. Να μας πάει πίσω, να βγάλει κάτι αρνητικό, να ισοπεδώσει και τις ελπίδες ότι αυτός ο διάλογος θα μπορούσε να δώσει κάτι καλύτερο στο μέλλον αφού δεν μπορεί να δώσει στο παρόν.
Αυτός ο προσχηματικός διάλογος που η κυβέρνηση ζητά από την αντιπολίτευση για κοινές δεσμεύσεις και σταθερότητα) δεν έχει κανένα άλλο στόχο παρά να αποδείξει ότι ο Σύριζα είναι μια ανεύθυνη δύναμη που δεν μπορεί να σκεφτεί θετικά, εθνικά και συναινετικά ούτε καν στα μεγάλα ζητήματα του τόπου. Είναι μια προπαγάνδα που όχι μόνο πέφτει στο κενό αλλά δίνει πόντους στην αντιπολίτευση μια και το να μην συνδιαλέγεται κανείς με μια “προδοτική” κυβέρνηση είναι μάλλον δείγμα δύναμης και καθαρότητας παρά αδυναμίας.
Η προσχηματική πρόσκληση του Σύριζα προς την κυβέρνηση για διάλογο σχετικά με τη διαγραφή χρέους και συμφωνημένες πρόωρες εκλογές δεν έχει βέβαια καμιά άλλη βάση από την καθησύχαση των κεντρώων ψηφοφόρων ότι ο Σύριζα είναι μέρος ενός διαλόγου ,και όχι εξτρεμιστικό κίνημα. Είναι μια απάντηση στην κατηγορία ότι πρόκειται για κόμμα που δεν συζητά γιατί δεν έχει προτάσεις. Αυτό και τίποτε παραπέρα.
Κανείς δεν θέλει να μιλήσει με τον άλλον. Ο καθένας θέλει να ρίξει τον άλλον στο καναβάτσο. Η κυβέρνηση με επίκληση του φόβου και τη στήριξη της Ευρώπης και ο Σύριζα με την επίκληση της ελπίδας και την εκδικητική διάθεση που υπάρχει στον κόσμο. Αυτά τα όπλα τους δεν τα παραδίδουν με τίποτε και όλα τα άλλα δεν είναι παρά μικρά επεισόδια σε έναν πόλεμο φθοράς που θα εντείνεται όσο πλησιάζουμε στις εκλογές.