Ο Δον Χουάν έγινε μέλος κι ανέλαβε αρχηγός της Αδελφότητας. Φεύγει από το σπίτι της Βιλαμπάγια κι αφήνει εκεί τον Χάρμο με την Φουέντε.
Παρακολουθούμε τις εξελίξεις που οδηγούν στην υπογραφή της Ιερής Αντιτουρκικής Συμμαχίας.
****************************
Άγαλμα του Δον Χουάν, Σεγκόβια Ισπανία
κεφ. 10β
......................................
«Φεύγετε; Πού πάτε;» ρώτησα αιφνιδιασμένος.
«Φεύγω χωρίς συνοδεία. Εσύ θα μείνεις στον πύργο με την κόμισσα.»
«Μα» έκανα σαστισμένος «νόμιζα πως ήρθαμε εδώ για να μείνετε στον πύργο.»
«Όμως δεν θα μείνω! Έχω αργήσει ήδη. Πηγαίνω στο Αλκαλά όπου δεν είναι σωστό να με περιμένουν άλλο!»
Χαιρέτησε με ένα χειροφίλημα την Φουέντε και γύρισε προς το μέρος μου.
«Θα μείνεις εδώ, λοχαγέ, με την κυρία Φουέντε. Πες της περισσότερα για την Αδελφότητα στην οποία μόλις τώρα την μύησες. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν θα πλήξεις, η κοντέσα είναι πολύ καλή παρέα!»
Όλα αυτά ήταν έξω από το πρόγραμμα. Δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο γι αυτόν να βγαίνουν όλα εκτός τάξης, όμως, εμένα με αποσυντόνισε.
«Σκέφτεσαι το πρόγραμμα του τριημέρου Χάρμο;» μου είπε ο πρίγκιπας λες και διάβαζε τη σκέψη μου. «Ακόμα δεν το έχεις καταλάβει –τόσο καιρό μαζί μου- ότι τα προγράμματα γίνονται για να τα παραβιάζουμε;»
Ήταν αλήθεια πως η παραβίαση των κανόνων ήταν ο μόνος σταθερός κανόνας για τον νεαρό πρίγκιπα.
«Έλα τώρα, άσε το πρόγραμμα» μου είπε κι η Φουέντε.
Ο Δον Χουάν έφυγε από το δωμάτιο. Πήγα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα έξω. Τον είδα να καλπάζει με το άλογό του στο σκοτάδι της νύχτας. Το φεγγάρι φώτιζε την παγωμένη κοιλάδα κι έδειχνε τον δρόμο. Καθώς τον κοίταζα, ένιωσα το χέρι της Φουέντε να μου αγγίζει τον ώμο και το σώμα της να ακουμπά στο δικό μου.
«Πάει σε μια κοπέλα που τον περιμένει λιώνοντας στο παραθύρι της» μου ψιθύρισε.
«Προς τι η μυστικότητα όμως;» ρώτησα. «Θα πρόκειται για καμιά πολύ γνωστή κυρία.»
«Αντιθέτως, η Μαρία είναι νεαρή κι εντελώς άγνωστη χορεύτρια» μου είπε.
Την κοίταξα με περιέργεια.
«Τυχαίνει όμως να του αρέσει πολύ!» συμπλήρωσε με φωνή απαλή η Φουέντε.
Ένιωθα την ανάσα της και το άρωμά της στον λαιμό μου. Ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να μην παρασύρομαι εύκολα από τα πρόσκαιρα αισθήματα και τις παρορμήσεις μου. Εκείνη ήταν αρκετά ελκυστική, όμως, ώστε να μην μου αφήσει κανένα περιθώριο. Ήταν η πρώτη στιγμή που έπαιρνα μιαν ανάσα από τότε που είχα βυθιστεί στους εφιάλτες. Από την αποφράδα μέρα του περασμένου Σεπτέμβρη, όταν έχασα τις δυο γυναίκες της ζωής μου, δεν είχα νιώσει να ζω. Η Φουέντε ήταν μια πηγή, ένα σιντριβάνι καθάριου νερού που δρόσιζε ξαφνικά και σκόρπιζε τους εφιάλτες μου.
«Κοντέσα…» πήγα να πω.
«Μη μιλάς Χάρμο» μου είπε και με πλησίασε ακόμα περισσότερο.
Μου έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά της. Τα χείλη της ήταν πολύ κοντά στο πρόσωπό μου. Το πρόσωπό της, όπως φωτιζόταν από τα ξύλα που καίγονταν στο τζάκι, ήταν φωτεινό σαν φλογισμένο. Τα μεγάλα μάτια της το στόλιζαν σαν δυο πολύτιμα διαμάντια. Τα κατακόκκινα μαλλιά της σχημάτιζαν γύρω του ένα λαμπρό φωτοστέφανο. Ήταν γλυκιά και πολύ όμορφη, ανάσαινε βαριά και μύριζε υπέροχα. Φοβόμουν πως δεν θα την άντεχα τόση ομορφιά.
«Χαλάρωσε κι έλα να κάτσουμε κοντά στη φωτιά» μου είπε ψιθυριστά.
Κοιμηθήκαμε μαζί εκείνο το βράδυ της Ανάστασης όπως και τα επόμενα δύο που μείναμε στη Βιλαμπίγια. Το ίδιο έγινε κι όλα βράδια της εβδομάδας που κράτησε το ταξίδι μας μέχρι τη Βαρκελώνη. Δεν μπόρεσα να την χορτάσω. Ίσως δεν θα μου έφτανε μια ζωή για να χορτάσω ένα τέτοιο πλάσμα. Μείναμε μαζί σε πανδοχεία σχετικά καθαρά και φιλόξενα στη διαδρομή και σ’ ένα πανδοχείο στη Βαρκελώνη. Μείναμε μαζί για δυο μέρες ακόμη μέχρι να σαλπάρει το πλοίο που θα με ταξίδευε στη Γένοβα. Η Φουέντε συστηνόταν σαν γυναίκα μου με το όνομα Βιτόρια. Όπως έλεγε, πέρασε μαζί μου πραγματικά όμορφα για πρώτη της φορά μετά τον καιρό της νιότης της. Όλο αυτό που ζήσαμε μαζί, για εκείνην ήταν μια συναρπαστική εμπειρία και για μένα ήταν ένα απίθανο όνειρο.
Η αλήθεια είναι ότι είχα μεγάλη ανάγκη από ένα τέτοιο διάλειμμα. Όλο τον τελευταίο καιρό ένιωθα ψυχικά άρρωστος. Έχανα την αίσθηση της πραγματικότητας. Οι περιηγήσεις μου, σε κόσμους ολότελα φανταστικούς, επανέρχονταν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα. Η αρρώστια κατάτρωγε το μυαλό μου. Βασανιζόμουν απ’ αυτές τις διαλείψεις από τότε που ένιωσα το πρώτο κτύπημα της απώλειας του Ιάκωβου. Εισχωρούσα σε παράλληλους κόσμους που για μένα ήταν η πραγματικότητα και για τους άλλους απλές φαντασιώσεις. Η κατάστασή μου χειροτέρεψε με το διπλό κτύπημα της απώλειας της Διονυσίας και της Δηιάνειρας. Αυτή η Ισπανίδα όμως έκανε πέρα και την αρρώστια αλλά και την θλίψη μου.
«Μ’ αρέσει να αφήνομαι και να κοιμάμαι στην αγκαλιά σου Χαρμονιόζο» μου έλεγε.
Ξαπλώναμε κουρασμένοι απ’ τον έρωτα, ευτυχισμένοι. Η ονομασία “Χαρμονιόζο” ήταν μια δική της προέκταση του “Χάρμο”. Την χρησιμοποιούσε γιατί στα ισπανικά σήμαινε “αρμονικός”, λέξη παρμένη από τα ελληνικά. Η Φουέντε με αποκαλούσε έτσι, μετατρέποντας το Χάρμο σε Χαρμονιόζο. Ήθελε, λέει, να τονίσει ότι την είχα βοηθήσει να επέλθει μια αρμονία στην ψυχή της.
«Κι εμένα μ’ αρέσει πολύ Πηγίτσα» της έλεγα εγώ.
Μετέφραζα κι εγώ το όνομά της στα ελληνικά όποτε ήθελα να της μιλήσω τρυφερά. Την αποκαλούσα “Πηγίτσα” ή “Πηγή” αφού Φουέντε, Fuente, ήταν η ισπανική λέξη για την πηγή. Της θύμιζα έτσι ότι κι εκείνη είχε γίνει μια πηγή που ανάβλυζε ζωή για μένα. Άλλοτε περιείχε γάργαρο νερό για τη διψασμένη μου ψυχή κι άλλοτε καθαρή ηδονή για το στερημένο μου κορμί. Με την Φουέντε δεν ένιωθα να προδίδω την Διονυσία ή έστω την ανάμνησή της. Το συναίσθημα που είχα ήταν τόσο καθαρό και φυσικό που δεν μου προξενούσε ερωτηματικά. Τσιμπιόμουνα για να σιγουρευτώ ότι η ζωή μου μαζί της ήταν πραγματική. Φοβόμουν κάποιες στιγμές μήπως ήταν κι αυτό ένα αρρωστημένο δημιούργημα του μυαλού μου.
«Πρώτη μου φορά νιώθω τόσο ζωντανή» μου είπε μέσα στο πανδοχείο στη Βαρκελώνη.
«Εγώ δεν ξέρω αν ζω στ’ αλήθεια αυτά που ζω ή αν τα ονειρεύομαι. Έχω κι αυτή την αρρώστια στο μυαλό μου που δεν μ’ αφήνει να ξεχωρίσω την αλήθεια από το ψέμα.»
«Τίποτε δεν είναι ψέμα, Χαρμονιόζο» μου είπε γλυκά.
Το κορμί της, το πρόσωπό της, όλη η παρουσία της, με αναστάτωναν και με έκαναν ικέτη του έρωτά της. Δεν ήταν, όμως, μόνο η ομορφιά που με τραβούσε. Ο τρόπος που μιλούσε, που ενεργούσε, που αντιμετώπιζε κι εμένα και τη ζωή, ήταν υπέροχος και με έθελγε. Όσο κι αν φοβόμουν να το παραδεχτώ, αυτό που ένιωθα μαζί της ήταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας!
«Πάντα μου άρεσες, Χαρμονιόζο. Σεβόμουν τη ζωή σου, την Διονυσία, την οικογένειά σου, γι αυτό δεν στο έδειξα ποτέ» μου είπε γλυκά κάποια στιγμή.
«Κι εγώ φρόντιζα να μην σε βλέπω ακόμη κι όταν ήσουν μπροστά μου. Κάτι ήξερα. Φοβόμουν μην με κάψεις, κι είχα δίκιο τελικά.»
«Μην σου φανεί τρελό. Νιώθω πως σε ερωτεύομαι.»
«Γλυκιά μου Πηγίτσα, με τρελαίνεις» της είπε και δεν άντεχα την τόση χαρά που ένιωθα εκείνη τη στιγμή.
Αν η Φουέντε-Βιτόρια πέρασε καλά μαζί μου κι ένιωσε ακόμα και ερωτευμένη, τότε εγώ πέρασα ονειρικά μαζί της.
«Όπου κι αν πας, να με σκέφτεσαι» μου ζήτησε.
«Όπου κι αν πάω, θα είσαι μαζί μου» της υποσχέθηκα.
Όταν το πλοίο σήκωνε την άγκυρα και σαλπάριζε από την Βαρκελώνη, η Φουέντε κουνούσε το μαντίλι της. Ήταν στην αποβάθρα κι εγώ στην κουπαστή. Ήμουν σίγουρος πως δάκρυζε όπως δάκρυζα κι εγώ. Είχα διαπιστώσει πόσο συναισθηματική κι ευαίσθητη ήταν αυτές τις μέρες που είχαμε περάσει μαζί. Δεν πίστευα πως θα να αντικαθιστούσε τη Διονυσία, μετά από τόσα όμορφα χρόνια που είχα περάσει με την γυναίκα μου. Ήξερα όμως ότι μπορούσε να ανακουφίζει ή και να εξαφανίζει τον πόνο της απώλειας. Με παρέσερνε σε ένα βαθύ, πυρετώδες ερωτικό συναίσθημα. Ήταν τόσο έντονο το παρόν που ζούσα μαζί της που ξεχνούσα το παρελθόν κι αδιαφορούσα παντελώς για το μέλλον.
Η σταθερή απόφασή της να ενταχθεί στην Αδελφότητα είχε σχέση όχι μόνο με τον Δον Χουάν αλλά και με εμένα! Ήταν κάτι που δεν θα το πίστευα αν δεν μου το έλεγε η ίδια. Όλα στη ζωή της με συνέπαιρναν. Ήταν δύσκολο να γυρίζει μόνη της μια γυναίκα στη Βιλαμπίγια ή στη Βαρκελώνη με το ψευδώνυμο Βιτόρια. Η αξιοθαύμαστη τόλμη της με κατακτούσε κι η τόσο εμφαντική ομορφιά της με μάγευε. Όλα μαζί με έκαναν να την θέλω αφόρητα. Ζήσαμε μιαν ερωτική σχέση μόνο δέκα ημερών, αλλά, την σκεφτόμουν συνέχεια στο ταξίδι μου. Ούτε που το κατάλαβα για πότε το πλοίο διέτρεξε τα παράλια της Γαλλίας κι έφτασε στο λιμάνι της Γένοβας. Ήταν ένα εύκολο ταξίδι με καλό καιρό κι ένα γερό πλοίο. Η σκέψη της γλυκιάς Φουέντε, κι η ερωτική ένταση των ημερών που περάσαμε μαζί, απάλυνε τη μαυρίλα της ψυχής μου. Το χαμογελαστό, πηγαίο φάντασμά της ερχόταν στο μυαλό μου για να με ανακουφίζει. Ήταν το μόνο φάρμακο για τον πόνο που μου προκαλούσαν οι αδικοχαμένες στην Κύπρο γυναίκες μου.
Αποβιβάστηκα στη Γένοβα και από εκεί τράβηξα κατ’ ευθείαν για το Τουρίνο. Συναντήθηκα με την Μαργαρίτα και με τις κόρες της. Η Μαργαρίτα έκλαψε στην αγκαλιά μου για τις απώλειες των αγαπημένων μου γυναικών. Ήξερε πόσο πολύ μου είχαν στοιχίσει.
«Τα μάθαμε, Χάρμο. Σίγουρα όμως θα έχεις να μας πεις κι άλλα πολλά» μου είπε.
Με ρώτησε για όλους και για όλα καθώς και για τη συνεδρίαση που έγινε στην Κωνσταντινούπολη. Είχε μάθει λίγα πράγματα από επιστολή της Ελένης. Της είπα ότι οι στιγμές ήταν κρίσιμες κι ότι η ώρα μας είχε φτάσει. Χάρηκε που έμαθε το πιο σπουδαίο νέο, ότι ο Δον Χουάν είχε αποδεχτεί να τεθεί επικεφαλής. Ήταν ενθαρρυντικό που είχε ήδη αναλάβει την αρχηγία της Αδελφότητας. Φυσικά τον είχα ενημερώσει για όλα. Για τα μέλη μας, για τις αποφάσεις που πήραμε στην Κωνσταντινούπολη και για τον ιστό της αράχνης που κλώθαμε.
«Την ημέρα του Πάσχα, ακριβώς μετά την Ανάσταση, τον όρκισα» της είπα. «Πρώτα έγινε μέλος της Αδελφότητας και κατόπιν αρχηγός της!»
«Πώς ένιωσες, Χάρμο, όταν όρκιζες έναν θρύλο, το θαύμα της Ευρώπης;»
«Ήταν μοναδική στιγμή, Μαργαρίτα. Σε διαβεβαιώνω ότι ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν έλειψε ο Ιάκωβος από δίπλα μου τόσο πολύ! Θα ήθελα να μπορούσε να την δει και να την ζήσει αυτή τη στιγμή. Αν επικοινωνούσε για μια στιγμή μονάχα με τον άλλο κόσμο, αυτό θα είχα να του πω.»
«Την έζησε μέσα από σένα, Χάρμο. Έτσι ζούμε όλοι μας μετά τον θάνατο, ζούμε μέσα απ’ τους δικούς μας ανθρώπους.»
«Σ’ αυτό έχεις δίκιο. Ο Ιάκωβος ήταν εκεί, παρών στην ορκωμοσία του Δον Χουάν, όπως και η Διονυσία. Όλοι σας, κι οι ζωντανοί κι οι πεθαμένοι ήταν εκεί!»
Έδειξε ότι κατανοούσε την συγκίνησή μου και μου χαμογέλασε.
«Ήταν υπέροχο. Όλα τα νέα γύρω από την υπόθεσή μας είναι εκπληκτικά! Θα ξεκινήσει και η εξέγερση στη ξηρά τώρα, έτσι δεν είναι;»
«Ξεκίνησε κιόλας με παρακίνηση των Βενετών» είπα. «Όμως αυτό που προέχει, τώρα, είναι να γίνει διοικητής του στόλου ο πρίγκιπας και όχι ο Ντ’ Όρια!»
«Έχουμε επιρροή στον Φιλιβέρτο κι η Σοφία μπορεί να παίξει ρόλο εδώ.»
«Πρέπει να δω την Σοφία. Υπάρχει δουλειά για να της αναθέσω. Το ζήτησε ο Δον Χουάν.»
Συναντήθηκα με τη Σοφία. Της είπα για την ανάγκη να αποκλειστεί ο Ντ’ Όρια.
«Ο Δον Χουάν είναι το άστρο που ανατέλλει σε όλη την Ευρώπη» είπε αποφασιστικά η Σοφία.
«Αυτό πρέπει να υποστηρίξει δυνατά ο Φιλιβέρτος στον Πάπα» της τόνισα.
«Θα το κάνει! Δεν θα αφήσει τον Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια να διοικήσει τον στόλο. Σιχαίνεται την διστακτικότητα και την αναβλητικότητά του. Ο θείος Ντ’ Όρια απέτυχε στην Πρέβεζα, δεν χρειάζεται να αποτύχει κι ο ανιψιός Ντ’ Όρια.»
«Αυτό εδώ είναι εμπιστευτικό σημείωμα του Δον Χουάν για τον Δούκα» είπα και της έδωσα την επιστολή. «Γράφτηκε με διπλωματικό τρόπο για το ενδεχόμενο διαρροής. Διατυπώνει, όμως, σαφέστατα το αίτημα.»
Η Σοφία ήταν η αδυναμία του Δούκα της Σαβοΐας, ο Φιλιβέρτος, όμως, είχε κι άλλους λόγους για να αντιδρά. Στην ανταγωνιστική, γειτονική ναυτική πόλη της Γένοβας, οι Ντ’ Όρια αποτελούσαν μια μόνιμη απειλή. Ο Δούκας δεν έβλεπε με καλό μάτι τη στενή σχέση του Ντ’ Όρια με τον Φίλιππο που ήταν επικυρίαρχος της Γένοβας. Η ενδυνάμωση του Ντ’ Όρια απειλούσε την ανεξαρτησία της Σαβοΐας κι αυτό ανησυχούσε τον Φιλιβέρτο. Κι από μόνος του λοιπόν ο Δούκας δεν τον ήθελε επικεφαλής της σταυροφορίας.
«Ο Φιλιβέρτος θα στείλει επιστολή στον Πάπα. Δίσταζε τόσο καιρό, αλλά, τώρα που του το ζητά ο Δον Χουάν θα το κάνει» με διαβεβαίωσε.
«Χρειαζόμαστε κάτι ακόμη Σοφία» της είπα. «Πρέπει να προετοιμάσεις τον Φιλιβέρτο ώστε, αν όλα πάνε καλά, η Σαβοΐα να μας δώσει τα δικαιώματα της. Υπάρχουν εδάφη όπου έχει ακόμα διεκδικήσεις.»
«Ποια εδάφη εννοείς;»
«Η Σαβοΐα έχει δικαιώματα στην Κύπρο, στην Χίο στην Κριμαία κι αλλού. Θέλουμε να διαθέσει κάποια από αυτά την κατάλληλη στιγμή υπέρ της Ελλάδας.»
«Θα είναι εύκολο» είπε η Σοφία. «Τα εδάφη αυτά είναι έτσι κι αλλιώς χαμένα.»
«Είναι πολύ σημαντικό, αν ποτέ βρεθούμε σε τραπέζι διακανονισμών, να έχουμε κι εμείς κάποια χαρτιά στα χέρια μας» της εξήγησα.
Με κοίταξε με έκπληξη αλλά και χαρά.
«Μου φαίνεται απίστευτο ότι συζητώ τέτοια πράγματα» είπε. «Φτάσαμε λοιπόν τόσο κοντά σε εκείνο το αδιανόητο που αναζητούσε ο Ιάκωβος;»
«Ναι. Ο φίλος μας ήταν όχι απλά ένας οραματιστής ή ένας γενναίος, ήταν και προφήτης! Λίγους ανθρώπους έχω γνωρίσει σαν αυτόν!»
«Ο Δον Χουάν;» ρώτησε. «Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος ο πρίγκιπας;»
«Είναι εξαιρετικός, όμως, είναι παιδί ακόμα» της είπα.
«Ο Ιάκωβος ήταν ένα λαμπρό αστέρι, το ήξερα και το αισθανόμουν» είπε η Σοφία. «Η μητέρα μου ήταν πολύ τυχερή γυναίκα που τον γνώρισε κι αλλιώς.»
Αυτό το “αλλιώς” με έκανε να την κοιτάξω περίεργα. Ήξερε λοιπόν; Φαίνεται πως είχε μιλήσει με την μητέρα της και τα είχε μάθει όλα.
«Να είσαι ερωτευμένη με έναν τέτοιον άντρα!» συνέχισε εκείνη «θα είναι φοβερό. Πες μου, Χάρμο, ήταν κι αυτός τόσο ερωτευμένος με τη μητέρα μου άραγε;»
«Ήταν ο πρώτος του έρωτας και … καταλαβαίνεις. Οι δυο τους ήταν τέλειο ζευγάρι αλλά ο παππούς σου ο Κορέσης δεν αστειευόταν. Είχε υποσχεθεί να δώσει την Μαργαρίτα στους Γκριμάλντι κι αυτό δεν θα άλλαζε με τίποτα! Με τον Ιάκωβο φύγαμε από τη Χίο κακήν κακώς» της είπα χαμογελώντας.
Θυμόμουν όλα αυτά που μάς είχαν συμβεί πριν σαράντα περίπου χρόνια. Της είπα ιστορίες από την εποχή κι απ’ τον έρωτα του Ιάκωβου με την Μαργαρίτα. Μου άρεσε που έφερνα ξανά στο νου μου τη νιότη μας και ζωντάνευα ξανά τον φίλο μου. Η Σοφία ρούφαγε όσα έλεγα με μάτια έκπληκτα, γεμάτα ενθουσιασμό. Απόρησα με την έκπληξή της, γιατί μου είχε δώσει την εντύπωση ότι τα ήξερε.
«Δεν στα έχει πει η μητέρα σου;» τη ρώτησα.
Φοβήθηκα προς στιγμή ότι είχα πει πολλά περισσότερα από όσα έπρεπε.
«Μιλήσαμε, αλλά, δεν μου είπε και πολλά πράγματα.»
«Και πως έβγαλες το συμπέρασμα ότι η μητέρα σου γνώρισε τον Ιάκωβο και τον ερωτεύτηκε κιόλας; Δεν στα είπε η ίδια;» τη ρώτησα.
«Εκείνη είναι σφίγγα, δεν μιλάει γι αυτά. Το κατάλαβα, όμως, από τη δική σου αντίδραση!» μου είπε χαμογελώντας. «Αλλά απ’ τη διήγησή σου έμαθα επιτέλους τόσα πολλά που ήθελα να ακούσω.»
«Μικρή, με παγίδεψες!» της είπα σχεδόν θυμωμένος.
«Έλα, μην κάνεις έτσι» μου είπε χαμογελώντας και με μαλάκωσε αμέσως. «Δεν θα πω στη μητέρα μου τίποτα, ήθελα όμως να ξέρω.»
«Η μητέρα σου δεν έχει κάτι για να ντρέπεται. Μάλλον, θέλει να προστατέψει την καλή φήμη του πατέρα σου και γι αυτό δεν σας μιλάει» είπα.
«Έτσι είναι» είπε η Σοφία. «Γι αυτό και δεν θα της πω τίποτα. Όμως μου άρεσε η ιστορία και, να το ξέρεις, ήταν όπως το ονειρευόμουν!»
Η Σοφία έκανε πολύ καλή δουλειά με τον πεθερό της τον δούκα Εμμανουήλ Φιλιβέρτο. Η Μαργαρίτα ενημέρωσε τον Ιουστίνο και του παρέδωσε το μήνυμα του Δον Χουάν προς τον Μεγάλο Δούκα της Βενετίας. Με τον τρόπο αυτό ο κλοιός γύρω από τον Ντ’ Όρια έσφιγγε, προς τέρψη βέβαια του Πάπα. Ο Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια δεν είχε σοβαρούς υποστηρικτές πλέον ούτε στην βόρεια Ιταλία. Του έμενε μόνο η υποστήριξη του Φίλιππου. Θα έφτανε; αναρωτιόμουν.
Ο Πάπας, μ’ αυτή την στήριξη, μπορούσε να επιμένει να αρνείται την ανάθεση της αρχηγίας στον Ντ’ Όρια. Ο Γκρανβέλ ένιωθε άβολα στο Βατικανό αφού ο Πίος γινόταν όλο και πιο επίμονος υπέρ του Δον Χουάν. Έβλεπε πως έχανε το παιχνίδι. Ο καρδινάλιος Τόρες, στη Μαδρίτη ηρέμησε όταν είδε ότι η πίεση του Πίου προς τον Φίλιππο μεγάλωνε. Ήταν όλο και πιο φανερό ότι όλοι θα αποδέχονταν τον Δον Χουάν.
Ήταν μέσα Μαΐου όταν έφτασα στη Ρώμη. Πολλοί από την Αδελφότητα βρεθήκαμε εκεί. Έπρεπε να τα βάλουμε κάτω, να συζητήσουμε. Οι εξελίξεις είχαν κορυφωθεί κι η απόφαση για τον επικεφαλής της Συμμαχίας θα έβγαινε από μέρα σε μέρα. Μας υποδέχτηκε, σαν οικοδεσπότης μας, ο Φραντσέσκο Καστιλιόνι. Από τη Βενετία ήρθαν ο Ιουστίνος κι ο Μορμόρης. Έφεραν κι επιστολή του Δόγη προς τον Πάπα με την οποία ζητούσε τον αποκλεισμό του Ντ’ Όρια. Ήταν εκεί ο Ροντρίγκες κι ο Βαλέρης με την αντιπροσωπεία των Ιπποτών της Μάλτας. Είχαν έρθει οικογενειακώς οι Γκριμάλντι, ενώ ήταν εκεί και οι Μενάγιας, Καλλέργης Τσόμης και Συγκλητικός. Είχαν έρθει στη Ρώμη με πλοίο. Και, προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν εκεί και η κόμισα Φουέντε!
Είχε έρθει στη Ρώμη με δικό της υπηρετικό προσωπικό. Εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στην Όστια, έξω απ’ τη Ρώμη, όπου πήγα για να την συναντήσω. Δεν άντεχα να ξέρω πως ήταν τόσο κοντά και να μην την έχω δει. Ένιωθα τύψεις απέναντι στη μνήμη της Διονυσίας αλλά η ερωτική έξαψη υπερνικούσε κάθε εμπόδιο του μυαλού. Με υποδέχτηκε στον κήπο της βίλας της, απ’ όπου είχε διώξει φύλακες κι υπηρέτες για να μείνουμε μόνοι. Αλλάξαμε ελάχιστα μόνο λόγια αλλά πολλά φιλιά. Και μόνο όταν χορτάσαμε τον έρωτα συνήλθαμε κάπως και μιλήσαμε κανονικά.
«Χάρηκα πολύ όταν έμαθα πως ήρθες» της είπα.
«Ήθελα να είμαι εδώ. Είμαι στο κέντρο του κόσμου και κοντά σου» μου είπε.
«Η αλήθεια είναι ότι σε σκεφτόμουν πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε» της είπα.
«Νιώθω κι εγώ να μου λείπεις και θέλω να είμαστε συνέχεια μαζί» μου είπε.
Όσο έμεινα στη Ρώμη, περνούσα τα βράδια μου στην Όστια στης Φουέντε. Ένιωθα κι εγώ, όπως κι εκείνη, διπλά στο κέντρο του κόσμου. Εδώ είχαν συγκεντρωθεί οι δυνάμεις όλης της χριστιανοσύνης να αποφασίσουν για το μέλλον τους κόντρα στους Τούρκους. Εδώ βρισκόταν η Φουέντε που ήταν για μένα, τώρα, το κέντρο αυτού του κόσμου.
Υπήρχαν εδώ αντιπρόσωποι απ’ την Ισπανία κι απ’ τη Βενετία, που ήταν οι κύριες δυνάμεις της συμμαχίας. Ήταν οι Ιππότες της Μάλτας, ο στρατός του Πάπα. Ήταν εκπρόσωποι από τη Σαβοΐα και τη Γένοβα κι ακόμη εκπρόσωποι από τη Φλωρεντία. Εκτός από όσους μετείχαν στον συνασπισμό, τις συζητήσεις παρακολουθούσαν από κοντά Γαλλία και Γερμανία. Κανονίζονταν λεπτομέρειες που φαίνονταν ανούσιες αλλά έκρυβαν μέσα τους μεγάλες αντιθέσεις.
Οι Βενετοί ήταν τώρα αυτοί που επείγονταν για πόλεμο. Η Λευκωσία κι ολόκληρη σχεδόν η Κύπρος ήταν στα χέρια των Οθωμανών. Η Αμμόχωστος εξακολουθούσε να αντιστέκεται ενώ οι Τούρκοι απειλούσαν με επέμβαση την ίδια την Βενετία. Αν γινόταν να σωθεί η Αμμόχωστος ή να ανακαταληφθεί η Κύπρος, τότε άξιζε τον κόπο να γίνει η αντιτουρκική συμμαχία. Οι Ισπανία, όμως, δεν βιαζόταν. Προτιμούσε μια επίδειξη της χριστιανικής δύναμης αλλά όχι μια πραγματική ναυμαχία. Ο Φίλιππος δεν άντεχε στη σκέψη να χάσει γαλέρες που το κόστος αναπλήρωσής τους ήταν μεγάλο. Οι Ιππότες μισούσαν τους Βενετούς και το ίδιο ένιωθαν οι Γενουάτες κι ιδιαίτερα ο Ντ’ Όρια. Δεν θα φτιαχνόταν ποτέ καμιά συμμαχία αν δεν ήταν τόσο έντονη η απειλή του Οθωμανού. Το συνονθύλευμα των αλληλοκατηγορούμενων χριστιανών δεν θα έφτανε ποτέ σε συμφωνία. Υπήρχαν όμως δυο παράγοντες που έκλιναν την πλάστιγγα. Από την μια ήταν η προσωπικότητα του Πάπα Πίου του Ε’, που είχε θέσει σκοπό της ζωής του την σταυροφορία. Από την άλλη ήταν η θρυλική προσωπικότητα του Δον Χουάν που μπορούσε να εμπνεύσει τους πάντες.
Στις 25 Μαΐου του 1571 η συμφωνία υπογράφτηκε. Είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος που όλο ετοιμαζόταν κι όλο δεν κατέληγε. Την περασμένη χρονιά ο στόλος πλησίασε στην Κύπρο, αλλά, δεν άγγιξε το νησί και γύρισε ταπεινωμένος. Δεν υπήρχε, όμως, τότε ούτε συμφωνία, ούτε κοινός αρχηγός, ούτε κοινός στόχος ούτε και δέσμευση. Εκείνο το περσινό λάθος δε θα επαναλαμβανόταν. Δεν θα έμεναν κενά στη συμφωνία όπως το 1538 πριν την Πρέβεζα. Τότε ο στόλος της ιερής συμμαχίας έχασε τη ναυμαχία λόγω ασυνεννοησίας.
Το Παπικό κράτος η Ισπανία κι η Βενετία, υπέγραψαν στη Σάλα ντε Κοζιστόρο την Sacra Liga Antiturca. Ήταν η ιερή αντιτουρκική συμμαχία. Ο τίτλος αυτός σήμαινε ότι οι στόχοι ήταν ξεκάθαροι. Κύπρος, Άγιοι Τόποι και Βόρεια Αφρική, όλα τα μέρη όπου οι Τούρκοι ήταν σε σύγκρουση με χριστιανούς. Έμεναν έξω οι βόρειες προτεσταντικές χώρες για τις οποίες επέμενε ο Φίλιππος. Είχαν αντιδράσει όλοι στην προσπάθεια της Ισπανίας να συγκροτηθεί συμμαχία «κατά απίστων και αιρετικών». Έμεινε μόνο «κατά των Τούρκων»! Συμφωνήθηκε ακόμη πως θα ήταν παντοτινή, χωρίς ημερομηνία λήξης, κι ότι θα ήταν εξ ίσου αμυντική κι επιθετική.
Η Ρώμη ξέσπασε σε πανηγυρισμούς και το ντελίριο μεταδόθηκε ταχύτατα σε όλη την Ιταλία κι όλη την Ισπανία. Πανηγυρίσαμε κι εμείς σε μια έκτακτη συνεδρίαση όσων μελών της Αδελφότητας βρίσκονταν εδώ. Αυτό που είχε γίνει ήταν ακριβώς αυτό που επιζητούσαμε. Αντιτουρκική συμμαχία με επικεφαλής τον Δον Χουάν. Τώρα πια χρειαζόταν να δράσουμε ταχύτατα ώστε να προβλέψουμε και να ελέγξουμε τις εξελίξεις που δεν θα περίμεναν.
...........................(συνεχίζεται) .............
****************************
Την Δευτέρα 12/4 το 10γ, τρίτο μέρος του 10ου κεφαλαίου.