Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

43 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.12γ)

Ο Χάρμος κι η Φουέντε έχουν εγκατασταθεί στην Αθήνα.Η Φουέντε εντυπωσιάζεται από το θέαμα της Αθήνας όπου παντού υπάρχουν ερείπια μιας άλλης ένδοξης εποχής. Μέσα σε αυτά τα απομεινάρια, βλέπει να υπάρχει ακόμα μια ελληνική φλόγα αναμμένη.

***********************

Λεωνίδας, Αλέξανδρος, Παλαιολόγος, τρεις πυλώνες της Ελληνορωμανίας

12γ

ΑΘΗΝΑ

Λίγες μέρες μετά τη στέψη, τέλη Οκτώβρη του 1573 όλα στην Αθήνα ήταν μεθυστικά. Η πόλη ήταν σχετικά μικρή, αλλά, πανέμορφη. Κάθε της γωνιά ήταν γεμάτη από αρχαία ερείπια. Κομμάτια από αγάλματα, κιονόκρανα, κολώνες, παμπάλαιες πέτρες και μάρμαρα, αετώματα και μετόπες ήταν παντού. Όλα κατάχαμα ριγμένα, λείψανα άλλης εποχής, πανταχού παρόντα. Τα σπασμένα μέλη των αγαλμάτων θύμιζαν την καταστροφή. Ένα κομμένο χέρι πιο εκεί, μια μύτη, ένα χτυπημένο πρόσωπο ήταν σημάδια από εκείνους που μισούσαν τα αγάλματα. Ένα πινάκιο πήλινο ή οψιδιανό, μια επιγραφή, ένα κομμάτι αγγείου κεραμικού μιλούσαν για μια πνευματική παρουσία. Έδειχναν ότι εδώ είχε διαδραματιστεί ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Μετά ήρθαν οι βάρβαροι κι οι φανατικοί. Βάλθηκαν να σβήσουν την ιστορία απ’ την μνήμη των ανθρώπων. Δήωσαν και κατέστρεψαν ό,τι μπορούσαν.

Οι κάτοικοι της Αθήνας σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή ήταν περίπου είκοσι χιλιάδες. Ζούσαν στην περιοχή ανάμεσα στην Ακρόπολη, τους Στύλους, τον Κολωνό και τον Λυκαβηττό. Στις τριανταδύο γειτονιές της είχαν καταγραφεί τρεις χιλιάδες σπίτια, Τετρακόσια μουσουλμανικά, δυόμιση χιλιάδες γραικικά και εκατό περίπου αρβανίτικα. Οι Αθηναίοι ήταν αγρότες κι έμποροι. Έφτιαχναν και πουλούσαν δέρματα, μαλλί, τυρί, μέλι, μετάξι, βελέντζες και λάδι. Έφερναν απ’ έξω υφάσματα μεταξωτά, βελούδα, σαρδέλες και ρύζι. Εμπόριο έκαναν με Βενετούς, Γάλλους και Άγγλους.

Οι λίγοι Τούρκοι που έμεναν στην Αθήνα και στις γύρω περιοχές ήταν οι κυρίαρχοι κηφήνες. Επί εκατόν δέκα χρόνια κατείχαν την πόλη. Απολάμβαναν ανέσεις είτε σαν διοικητές, είτε σαν αστυνόμοι ή σαν τσιφλικάδες στα εύφορα λιβάδια. Με τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ ο Πορθητής στην πόλη, οι Αθηναίοι δεν πλήρωναν φόρους. Φυσικά πρώτοι από όλους από αυτό το προνόμιο επωφελούνταν οι Τούρκοι τσιφλικάδες που ήταν πλούσιοι.

Οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι ήταν βασικά εξισλαμισμένοι Γραικοί ή Αλβανοί. Είχαν αλλάξει θρησκεία -μήπως και δουν πλούτη ή προκοπή- αλλά παρέμεναν στην τελευταία κοινωνική βαθμίδα. Κι αυτά άλλαζαν, όμως, μέρα με τη μέρα. Οι Τούρκοι αναχωρούσαν καθώς δεν άντεχαν να ζουν υπό την διοίκηση των μέχρι χτες ραγιάδων Ρωμιών. Όπως πήγαινε η κατάσταση σύντομα δεν θα έμενε ούτε ένας από αυτούς στην πόλη. Πουλούσαν τα σπίτια τους όσο-όσο κι έφευγαν. Στο λιμάνι του Πειραιά οικοσκευές μουσουλμάνων φορτώνονταν σε πλοία με προορισμό τις απέναντι ακτές του Αιγαίου. Μέσα σε ένα μόλις χρόνο, τα μισά τούρκικα σπίτια είχαν αλλάξει χέρια. Τώρα σε αυτά τα σπίτια κατοικούσαν νεοφερμένοι από την Πόλη, την Λάρισα κι αλλού. Πλούσιοι Έλληνες από διάφορες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή της Βενετίας αγόραζαν αγροκτήματα. Είχαν χτιστεί όμορφες επαύλεις.

Τα σπίτια ήταν μονώροφα ή διώροφα με εσωτερικές αυλές και είχαν στις οροφές τους ακροκέραμα. Το μοτίβο αυτό έδινε στην πόλη ένα ιδιαίτερο χρώμα. Δεν υπήρχαν μεγάλα κτήρια εκτός από τα τζαμιά ή τις εκκλησίες. Κανένα καινούριο αξιόλογο κτήριο δεν είχε κτιστεί από τον καιρό που οι Γότθοι, είχαν ξεθεμελιώσει κάθε τι το ελληνικό. Τους είχαν στείλει οι Αυτοκράτορες από την Κωνσταντινούπολη για να ξεριζώσουν την αρχαία θρησκεία. Ύστερα είχαν κλείσει κι οι φιλοσοφικές σχολές εντείνοντας την ερήμωση. Μια αναλαμπή αναγέννησης είχε εμφανιστεί, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας των Ατσαϊόλι, αλλά, δεν προχώρησε. Πολύ σύντομα οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη οριστικά και την βύθισαν στην μιζέρια.

Σε σχέση με τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι ή την Μαδρίτη, η Αθήνα ήταν ακόμα ένα χωριό. Ο Οθωμανός μπέης, όσο καιρό έκανε κουμάντο εδώ, έμενε στην Ακρόπολη στο Ερεχθείο. Στα προπύλαια είχε φτιαχτεί από τους Φράγκους ένα φρούριο κι εκεί έμενε, ως πρόσφατα, η οθωμανική φρουρά. Η Ακρόπολη είχε μετατραπεί σε τζαμί με ένα μιναρέ που είχε κτιστεί στο πλάι του Παρθενώνα. Γύρω από τον ιερό βράχο απλωνόταν ο κορμός της πόλης. Πιο εκεί ήταν τα Χαυτεία, ο Κεραμικός, το Θησείο και τα Πατήσια.

Τα τζαμιά κι οι εκκλησίες ήταν τα λίγα δημόσια κτήρια της περιοχής. Πέρα από τα στενοσόκακα υπήρχαν ιππήλατοι δρόμοι που οδηγούσαν στις γειτονικές πόλεις. Ένας δρόμος πήγαινε προς τον Πειραιά και το Φάληρο, ένας άλλος προς την Ελευσίνα και την Κόρινθο. Υπήρχε δρόμος προς την Πάρνηθα και την Πεντέλη, κι άλλος προς το Λαύριο και το Σούνιο.

Όλα τα γύρω βουνά ήταν κατάφυτα, καταπράσινα κι ευωδιαστά. Μονοπάτια υπήρχαν σε όλον τον Υμηττό με άφθονα μελίσσια και παραγωγή εξαιρετικού μελιού. Δύο ποτάμια με πολύ πράσινο στις όχθες τους κυλούσαν με συνεχείς στροφές από τα βουνά προς τη θάλασσα. Ήταν ο Κηφισός και ο Ιλισός. Έδιναν νερό καθαρό στους κατοίκους του λεκανοπεδίου και πότιζαν τους κήπους και τους οργωμένους αγρούς. Λίγο έξω από την πόλη υπήρχαν όμορφα και πλούσια χωριά. Ήταν η Κηφισιά, ο Καρέας, το Χαλάνδρι, η Δάφνη, οι Αμπελόκηποι, ο Ρέντης, το Μοσχάτο το Φάληρο κι η Καλλιθέα. Όλο το λεκανοπέδιο ήταν γεμάτο με ελιές και πεύκα. Οι κήποι μέσα στην πόλη και στις εξοχές ήταν γεμάτοι οπωροφόρα δέντρα. Τα λουλούδια μύριζαν όμορφα, ιδιαίτερα τα βραδινά όταν τα νυχτολούλουδα κι οι γαρδένιες έσπαγαν τις μύτες.

Η Φουέντε, στους έξι περίπου μήνες που μέναμε εδώ, είχε βρει τον παράδεισό της. Έλεγε συνέχεια πως μπορεί μεν να ήταν κατά κόσμον Ισπανίδα όμως στην πραγματικότητα ήταν Αθηναία. Αυτό έλεγε η ψυχή της. Δεν μιλούσε για μετεμψύχωση ούτε για μεταφυσικές μεταμορφώσεις. Εκείνο που είχε αλλάξει βρισκόταν στην καρδιά και στο μυαλό της, στο κορμί της και στο πνεύμα της. Είχαμε εγκατασταθεί κοντά στην Ακρόπολη, κάτω από το ανατολικό τείχος. Μπροστά μας ήταν οι στύλοι του Ολυμπίου Διός και μια αψίδα του Αδριανού. Μέναμε σε ένα ωραίο σπίτι και νιώθαμε σαν να είχαμε βρει τη δική μας γη της επαγγελίας. Δεν ήταν μόνο ο τόπος που της άρεσε. Αυτό που την έκανε να δίνεται με πάθος στη νέα της πατρίδα, ήταν το μεγαλείο του παρελθόντος. Δεν ήταν κάτι περασμένο και πεθαμένο, γι αυτήν αφού στα μάτια της, ξαναζωντάνευε σε κάθε γωνιά. Όπου κοίταζε, έβλεπε μεγαλεία της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας ή της ρωμαϊκής συνέχειας.

Είχε λατρέψει την αρχαία Ελλάδα και μιλούσε συνέχεια για θεούς και ήρωες. Διάβαζε βιβλία αρχαίων συγγραφέων που τα προμηθεύτηκε απ’ την Μαδρίτη σε ισπανική μετάφραση. Κατηγορούσε αυτούς που είχαν καταστρέψει τους αρχαίους ναούς και τα αγάλματα. Τους μεμφόταν που είχαν προσπαθήσει να εξαλείψουν με τη βία την αρχαία θρησκεία ξεριζώνοντας το ελληνικό πνεύμα. Προσπαθούσα να ενσταλάξω μέσα της ένα αίσθημα επιείκειας και κατανόησης αλλά η φλογερή Ισπανίδα δεν ηρεμούσε. Δεν θα αργούσαμε να αρχίσουμε πειράματα με θυσίες στον Δία και την Αθηνά αν δεν την συγκρατούσα. Το κλίμα της εποχής δεν άντεχε καινοτομίες αυτού του είδους. Θα ήταν καλύτερα οι δημόσιες συζητήσεις για τέτοια θέματα να γίνονταν ήρεμα και χωρίς φανατισμό.

Έτσι κι αλλιώς είχε ξεκινήσει η αναζήτηση της νέας ταυτότητας του κράτους μας. Στη ναοδομία, για παράδειγμα, προσπαθούσαν να φτιάξουν έναν αρχαιοπρεπή ρυθμό για τις εκκλησίες. Τις έχτιζαν πλησιέστερες προς την “βασιλική”, ώστε να μοιάζουν με αρχαίους ναούς. Υποχρέωναν όσους έκτιζαν σπίτια στην Αθήνα να φτιάχνουν περιστύλια και μετόπες. Τους έβαζαν να χρησιμοποιούν κολώνες με ιωνικό ή δωρικό ρυθμό. Ήθελαν να μετατραπεί η Αθήνα σιγά-σιγά σε μια πόλη που να θυμίζει το παρελθόν της. Μιλούσαν για τις φιλοσοφικές σχολές που θα έπρεπε να επανιδρυθούν. Έψαχναν να βρουν τρόπους ώστε το πνεύμα κι η τέχνη να ξαναζωντανέψουν εδώ στα ιερά αυτά χώματα.

Οι αρχαίοι θεοί κι οι μύθοι είχαν γίνει έμμονες ιδέες για την Φουέντε. Καθημερινά την συντρόφευαν στους περιπάτους της. Κάθε γωνιά της Αθήνας αντιστοιχούσε σε έναν αρχαίο φιλόσοφο, πολιτικό ή καλλιτέχνη. Πάντα κάτι συνδυαζόταν με τον έναν ή τον άλλον. Έτσι κι αλλιώς κάθε σημείο της αρχαίας κι ιστορικής πόλης θύμιζε πάντα κάτι!

«Φουεντίνα, απορώ με την υπομονή σου, να θέλεις να μάθεις τα ελληνικά. Ταλαιπωρείσαι καθημερινά να βγάλεις άκρη με τους χωριάτες εδώ!» της έλεγα.

«Για μένα, Χαρμονιόζο, αυτοί οι χωριάτες είναι ακριβώς η αρχαία Ελλάδα προσωποποιημένη.»

«Μα έχουν αλλάξει οι γενιές. Πέρασαν τόσες φυλές από εδώ» της έλεγα.

«Ε, και λοιπόν, τι θες να πεις;» απαντούσε επιθετικά

Τα όμορφα μάτια της άστραφταν λες κι ο ίδιος ο Δίας ετοιμαζόταν να πετάξει από εκεί μέσα τους κεραυνούς του. Μου έδειχνε τα ερείπια τριγύρω μας.

«Νάτοι αυτοί που πέρασαν» μου έλεγε. «Φαίνονται σε αυτά εδώ τα κομμάτια του μαρμάρου που βλέπεις πεταμένα. Νά, φαίνονται στα ξεριζωμένα κεφάλια, στα κομμένα χέρια και στα σπασμένα πόδια των αγαλμάτων! Θεέ μου, πως το έκαναν αυτό; Γκρέμισαν ναούς και σπίτια, έκλεισαν τις σχολές! Τους βλέπεις αυτούς που πέρασαν; Νάτοι! Διακρίνονται ακόμα μέσα στις καταστροφές και στα αποκαΐδια!»

«Ο φανατισμός φταίει γι αυτές τις καταστροφές.»

«Όχι όμως ο φανατισμός των ντόπιων» είπε θυμωμένη. «Δεν κατέστρεψαν μόνοι τους τα αγάλματα και τους ναούς τους οι άνθρωποι!»

Μου έδειχνε κάποιους βοσκούς και κάποιους χωρικούς που έσερναν ένα γάιδαρο. Πιο κει κάποιοι άλλοι κουβαλούσαν κουρασμένοι δεμάτια.

«Τους άφησαν έτσι, φτωχούς, λίγους κι αγράμματους! Τους πήραν ό,τι είχαν, βιος και θρησκεία. Κοίτα τους, όμως. Δεν τους πήραν, κανείς δεν θα τους πάρει την αξιοπρέπεια» έλεγε συγκινημένη από τα ίδια της τα λόγια. «Αυτοί εδώ είναι οι επιζήσαντες. Μια μέρα, αν τους δοθεί η ευκαιρία, θα γίνουν και πάλι όπως ήταν παλιά!»

«Χαίρομαι που το πιστεύεις αυτό, Πηγίτσα» της έλεγα χαρούμενος που είχε τόσο θετικές απόψεις για τους Έλληνες. «Είσαι αισιόδοξη! Δεν έχουν όμως όλοι την ίδια γνώμη με σένα. Πολλοί τους θεωρούν υπανάπτυκτους.»

«Μα σκέψου λίγο, Χαρμονιόζο» μου απαντούσε. «Όλα αυτά τα χρόνια που ο κόσμος δονείται από νέες ιδέες, τι κάνουν οι Αθηναίοι κι όλοι οι Έλληνες; Ζουν κάτω από έναν τύραννο, αμόρφωτο κι αδιάφορο για όλα. Μόνο για την καλοπέρασή του νοιάζεται ο Τούρκος. Οι Έλληνες έγιναν ραγιάδες, με μόνη τους έννοια να γλιτώσουν το κεφάλι τους.»

«Και με τους επίσημους παπάδες να τους λένε ότι καλά τα παθαίνουν. Πληρώνουν με την σκλαβιά το τίμημα για τις αμαρτίες τους» συμπλήρωνα εγώ.

«Μέσα σε τέτοια κατάσταση πως να μην γίνεις σαν κι αυτούς;»

Την άκουγα και σκεφτόμουνα πόσο εύκολα με λίγες φράσεις συνόψιζε την αγανάκτηση όλων μας για την κατάντια του γένους.

«Γι αυτό και μόνο, αν το σκεφτείς, άξιζε η επανάστασή σας!» είπε η Φουέντε. «Για να τους δώσετε μια νέα ευκαιρία!»

«Πρέπει να το προσπαθήσουμε αυτό.»

«Νομίζω πως ο Ιάκωβος Παλαιολόγος αυτό θέλει να κάνει! Γι αυτό είναι κατάλληλος για Βασιλιάς. Είναι τρελός κι επαναστάτης και … σοφός!»

«Στον σημερινό κόσμο, ο Ιάκωβος έχει όλα τα προσόντα για να ελιχθεί» συμφώνησα.

«Ο κόσμος είναι γεμάτος με φανατικούς κι ανόητους θρησκόληπτους γέρους!»

Με κοίταξε στα μάτια και συνέχισε αγανακτισμένη.

«Θυμήσου τον Φίλιππο! Ένας τρελός γέρος μανιακός που στέλνει τις γυναίκες στην πυρά για μάγισσες! Θυμήσου το παλάτι του στη Μαδρίτη. Τρέλανε τον γιό του, μάρανε τη γυναίκα του και τώρα έχει παντρευτεί μια μικρούλα που θα την μαραζώσει κι αυτήν! Ψάχνει να φτιάξει “νόμιμο” διάδοχο για να μην πάρει ο Χουάν αυτό που δικαιωματικά του ανήκει. Θυμήσου εκείνον τον ανεκδιήγητο Γκισλιέρι, τον Πάπα Πίο τον Ε’. Δεν λέω, σας βοήθησε ξεσηκώνοντας μια σταυροφορία, όμως μήπως δεν ήταν κι αυτός ένας τρελός; Ένας μανιακός που διψούσε για πόλεμο και αίμα! Με ένα ράσο όλη μέρα, χωρίς να τον ενδιαφέρει ο ύπνος ή το φαΐ, ο έρωτας ή η ζωή, νοιαζόταν μόνο για την άλλη ζωή. Τι θα πει στον θεό του, την ώρα της κρίσης, αν θα του έλεγε ότι κατάφερε να ελευθερώσει τους Αγίους Τόπους ή όχι! Αυτός κι ο Φίλιππος έστελναν παντού όπου μύριζαν μια καινούρια ιδέα την ιερά εξέταση. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να την πνίξουν. Για να το πετύχουν έκαιγαν και καίνε ανθρώπους στην πυρά!»

«Ίσως να μην είναι όλοι έτσι» πήγα να πω.

«Έτσι είναι όλοι» είπε η Φουέντε. «Ποιος απ’ αυτούς είναι άνθρωπος που καταλαβαίνει ένα αστείο; Ποιος μπορεί να ερωτευτεί ή να αγαπήσει;»

Δεν μπορούσα και δεν ήθελα να την συγκρατήσω. Ήταν όμορφη έτσι που μαχόταν με βασιλιάδες κι αρχιερείς. Ήταν κι αγέρωχη έτσι που γκρέμιζε φόβους κι ιδεοληψίες, τα όπλα των ισχυρών για να κρατούν τους πολλούς σε αδυναμία! Ήταν η Πηγή της ζωής μου. Ήταν η Φουεντίνα που σαν Βιτόριο είχε χιμήξει άφοβα στην τουρκική ναυαρχίδα κι είχε δεχτεί το μοιραίο βέλος! Μοιραίο; σκέφτηκα κι ένιωσα μιαν ανατριχίλα. Μοιραίο; ξαναείπα από μέσα μου κι άλλαξα αμέσως τις σκέψεις μου γιατί με έπνιξαν και δεν τις άντεξα ούτε στιγμή. Συνέχισα να την ακούω να ρητορεύει.

«Παπάδες και Βασιλιάδες για κλάματα όλοι! Τρελοί και μανιακοί! Ο Κάρολος, ο “μέγας” αυτοκράτορας! Που πέθανε κλεισμένος σ’ ένα μοναστήρι, μελαγχολικός άρρωστος και μισότρελος! Το ίδιο που μάθαμε ότι συνέβη στον άλλο “μεγάλο”, τον Σουλεϊμάν των Οθωμανών. Αυτός κρυβόταν κι από τον ίσκιο του πίσω από κουρτίνες στο παλάτι του. Το ίδιο που θα συμβεί στον μεθύστακα σουλτάνο, τον Σελίμ, που κυβερνάει αφού πρώτα εξοντώθηκαν τα αδέλφια του. Κι ο Φίλιππος σκότωσε τον γιο του κι εξόντωσε την όμορφη γυναίκα του. Ένα μάτσο τρελοί και μανιακοί που κυβερνάνε γιατί δήθεν τους το ζήτησε ο θεός. Ένας θεός κατ’ ομοίωσή τους. Διψάνε όλοι τους, άλλος για κρασί, άλλος για άγια κοινωνία, όλοι τους όμως για αίμα! Αίμα αθώων!»

Προτιμούσα να την ακούω παρά να σκέφτομαι μοιραία βέλη να την χτυπούν. Άκουγα χωρίς να βγάζω μιλιά για να μην της κόψω τον ειρμό. Συμφωνούσα, εξ άλλου, με όσα έλεγε!

«Γι αυτό Χαρμονιόζο, σε αυτόν εδώ τον τόπο εγώ βλέπω ελπίδα! Προσπάθησαν να τον καταστρέψουν ολοσχερώς αλλά έμεινε αμόλυντος από την αρρώστια τους. Γι αυτό με βλέπεις και συνομιλώ συνέχεια με τους θεούς και με τους ήρωες! Μόνο αυτοί μπορούν να μας ξαναδώσουν πίσω αυτά που χάθηκαν, τον ορθό λόγο και την ομορφιά!»

«Δεν μπορούν πια να δώσουν την δημοκρατία» είπα. «Γιατί κυριαρχούν πια οι ακραίοι, Πηγίτσα, οι μονάρχες με τους μεγάλους στρατούς.»

«Δεν είναι ισορροπία αυτό! Πρόκειται για ανισορροπία τρελών και φανατικών θρησκόληπτων εξουσιαστών! Με όπλο τους τη θρησκεία παλεύουν δήθεν για την τάξη αλλά είναι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της.»

«Ευτυχώς» είπα «ο δικός μας Ιάκωβος γνωρίζει αυτές τις θρησκείες πολύ καλά και ….»

«Τουλάχιστον αυτός δεν είναι εγκληματίας, είναι σοφός άνθρωπος.»

«Και θα μπορεί να ελιχθεί για να διατηρήσει αυτά που κερδίσαμε» είπα.

«Χρειάζεται να έχει πολύ μεγάλη ικανότητα για να τα καταφέρει» είπε σκεπτική.

«Δεν είδες που δήλωσε Ουνίτης;» της είπα. «Θα είναι καθολικός αλλά θα τηρεί το Ορθόδοξο τυπικό. Καθησυχάζει τον Πάπα και δεν ερεθίζει τον λαό.»

«Νόμιζα ότι συμπαθούσε τους Προτεστάντες.»

«Στην πραγματικότητα δεν τον συγκινεί κανένα δόγμα και καμιά θρησκεία. Πιστεύει μόνο στην Ελλάδα» της εξήγησα. «Ίσως, μάλιστα, να πιστεύει τα ίδια με σένα.»

«Δεν με νοιάζει να είμαι άθεη, ούτε με φοβίζει ούτε με ελκύει» είπε η Φουέντε. «Σκέφτομαι πως ίσως η θρησκεία να χρειάζεται για να βάζει ένα φρένο στους ανθρώπους. Δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρξει ηθική χωρίς θρησκεία.»

«Μα φυσικά μπορεί» της είπα. «Ο φίλος μου ο Ιάκωβος Ηρακλείδης έλεγε ότι μόνο εκτός θρησκείας υπάρχει αληθινή ηθική.»

Με κοίταξε περιμένοντας περισσότερες εξηγήσεις.

«Έλεγε πως το ήθος μπορεί να είναι μόνο η συνέπεια της λογικής ή της ελεύθερης επιλογής κι όχι του φόβου. Έλεγε πως οι θρησκείες δεν διδάσκουν ήθος αλλά, απλά, δίνουν μια σειρά από εντολές! Γι αυτό, όταν οι εντολές παρερμηνεύονται συνειδητά ή ασυνείδητα, τότε οι θρησκείες γίνονται όργανα πολέμου. Αντί για ζωή, φέρνουν τον θάνατο.»

«Δηλαδή Χαρμονιόζο, πάλι στους αρχαίους Έλληνες γυρνάμε και στην δική τους ηθική που στηριζόταν στη λογική. Εκεί δεν το πας, καλέ μου;»

«Σου είπα τι έλεγε ο φίλος μου ο Ηρακλείδης!» της είπα. «Πάντως, για να ξαναγυρίσουμε στο σήμερα, πιστεύω πως ο Παλαιολόγος γνωρίζει τη δύναμη της θρησκείας. Γι αυτόν ο προτεσταντισμός, που επιτρέπει ελευθερία συνείδησης, τον εκφράζει περισσότερο, όμως εδώ είναι αλλιώς. Οι δυνάμεις που επηρεάζουν την Πολιτεία βρίσκονται στον καθολικισμό στο Ισλάμ και στην ορθοδοξία.»

«Αυτή τη γνώμη έχω κι εγώ» είπε η Φουέντε. «Πιο πολύ θα έλεγα τον Παλαιολόγο πραγματιστή. Ούτε Ουνίτη, Καθολικό ούτε και Προτεστάντη.»

«Αν τον κατηγορήσουν για άθεο ή αιρετικό, οι εγγυητές μπορούν να επέμβουν στρατιωτικά και να τον καταργήσουν.»

«Είναι σχετικά νέος, έχει αρκετά χρόνια μπροστά του για να πραγματοποιήσει τις σκέψεις του» είπε η Φουέντε. «Κι έχει κι εσάς να τον βοηθάτε!»

«Αύριο στον Πειραιά φτάνει η γαλέρα του Βαλέρη. Θα έρθει με φίλους μας για να δουν την Αθήνα.»

«Ωραία, μαζί τους θα ξαναδούμε την Αθήνα κι εμείς για μια ακόμη φορά!»

........... (συνεχίζεται) .................


***********************

Αύριο Πέμπτη το 12δ και το τέλος του 12ου κεφαλαίου. Απομένει ο επίλογος.