Κεφάλαιο 10ο μέρος 10γ σήμερα και 10δ αύριο. Παρακολουθούμε σήμερα το ξεκίνημα της σταυροφορίας που έμενε να είναι και η τελευταία από όσες εξαπέλυσε η δύση κατά των μουσουλμάνων. Αύριο είναι η εμπλοκή στην ναυμαχία της Ναυπάκτου.
***********************
Ο Δον Χουάν παίρνει την ευλογία του Πάπα για να ηγηθεί της σταυροφορίας. |
κεφ. 10γ
.............
Βρεθήκαμε στη βίλα της Φουέντε. Στο Ποντιφικό κράτος υπήρχε συνωστισμός και δεν μπορούσε να μας φιλοξενήσει ο Φραγκίσκος. Ήμασταν δεκατρείς παρόντες στο Λίντο Ντ’ Όστια της Ρώμης, στην πέμπτη συνεδρίαση. Η πρώτη έγινε το ’55 στην Αυγούστα, ακολούθησε το ’62 το Ιάσιο, το ’69 η Βενετία και το ’70 η Κωνσταντινούπολη. Συμμετείχαν ο Ιουστίνος, ο Μορμόρης, η Φουέντε, η Μαργαρίτα, η Σοφία, ο Φραγκίσκος, ο Μενάγιας κι ο Καλλέργης. Επίσης ο Τσόμης, ο Συγκλητικός κι οι Ιππότες, ο Ροντρίγκες κι ο Βαλέρης. Έλειπαν πολλοί και κυρίως έλειπε ο νέος μας αρχηγός ο Δον Χουάν. Έλειπαν ακόμα οι πολύτιμοι νεκροί μας που έφυγαν όλα αυτά τα χρόνια από κοντά μας. Έλειπαν οι Κωνσταντινουπολίτες η Ελένη, ο Καντακουζηνός κι ο Μητροφάνης. Έλειπε η Χριστίνα που είχε επιστρέψει στην Πολωνία κι η Αλεξάνδρα που είχε μείνει στην Πόλη. Έλειπαν ακόμη τα νέα μέλη που είχαν εν τω μεταξύ ορκιστεί καθώς οι μυήσεις είχαν αυξηθεί κατακόρυφα. Η ανάγκη, όμως, να γίνει μια έκτακτη Συνεδρία ήταν μεγάλη.
Το κλίμα της συνεδρίασης ήταν εορταστικό. Η Φουέντε είχε ετοιμάσει πολλά φαγητά και ποτά για να μας ευχαριστήσει. Προέδρευσε ο Ιουστίνος ενώ εγώ θα κρατούσα τα πρακτικά. Μιλήσαμε για τις εξελίξεις αφού ήταν η ώρα της δράσης και των αποφάσεων. Ενημερώσαμε ο καθένας για τον τομέα και τον χώρο του. Διαπιστώσαμε ότι τα συνδεδεμένα μέλη είχαν γίνει πάρα πολλά. Ήταν ώρα πια να γίνουν κανονικά μέλη της Αδελφότητας και να συντονιστούν για να πετύχουμε καλύτερα αποτελέσματα. Είχαμε πλήρη συνείδηση της σπουδαιότητας που είχε η στιγμή. Η σταυροφορία ξεκινούσε, η επανάσταση άρχιζε κι εμείς δεν έπρεπε να χάσουμε χρόνο.
«Θα πάω στην Βενετία να ενσωματώσω τις δυνάμεις μου στον Βενετικό στόλο» είπε ο Ιουστίνος.
«Εγώ θα βρίσκομαι στον χριστιανικό στόλο στις γαλέρες των Ιπποτών της Μάλτας» είπε ο Βαλέρης. «Εμείς θα είμαστε ο σ στόλος του Πάπα.»
«Χάρμο, εσείς, εγώ κι η κόμισσα θα ταξιδέψουμε για Γένοβα. Ο πρίγκιπας θέλει να τον συναντήσουμε εκεί και να συνενωθούμε μαζί του» μου είπε ο Ροντρίγκες. «Έχουμε πολύ σημαντικές δουλειές να κάνουμε σε αυτό το ταξίδι. Κυρίως θα προσέχουμε τον Ντ’ Όρια που έχει μοναδικό του στόχο να φρενάρει την σταυροφορία. Θα προτιμούσε να την μετατρέψει σε υγιεινό περίπατο.»
«Ο Ντ’ Όρια είναι δύσκολη κι εντελώς δική σας δουλειά, Κύριε» του είπα. «Εγώ θα προσπαθώ να συμβουλεύω σωστά τον Υψηλότατο, αν με ακούει βέβαια.»
«Θα είμαστε κι οι δυο στο στενό επιτελείο του Δον Χουάν. Εσύ σαν υπασπιστής του» μου είπε ο Ροντρίγκες.
«Ο κύριος Συγκλητικός και πολλά άλλα νέα μέλη μας θα ενσωματωθούν στον στόλο της Βενετίας» είπε ο Ιουστίνος. «Θα φροντίσω να έχουν καλές θέσεις εκεί και να μπορούν να αποδεσμευθούν όποτε τους χρειαστούμε.»
«Ιουστίνε, λέω να πάω στην Κέρκυρα. Ο σουλτανικός στόλος θα κάνει επιδρομές, όπως το ’38» είπε ο Μορμόρης.
«Εσύ, Μανολιό, θα κινητοποιήσεις τις δυνάμεις μας στην Ήπειρο, απέναντι» του είπε ο Ιουστίνος.
«Θα περάσω στην Πάργα και το Μαργαρίτι μόλις θα ασφαλίσουμε την άμυνα της Κέρκυρας.»
«Εκεί θα είμαι κι εγώ» είπε ο Μενάγιας. «Προορισμός μου είναι η Άρτα και τα Γιάννινα.»
«Αντρέα, εσύ;» ρώτησε ο Ιουστίνος, «τι έχεις αναλάβει;»
«Θα συναντήσω τον στόλο στην Κεφαλονιά» είπε ο Καλλέργης. «Θα ενταχθώ στην ενετική μοίρα αλλά πιο πριν θα περάσω απ’ τη Μάνη να ορκίσω τους αδελφούς Μελισσηνούς. Έχουν ήδη ξεσηκώσει τον τόπο. Μιλούν με τους Βενετούς αλλά θα περιμένουν δικό μας νεύμα για να επιτεθούν στην Τρίπολη και στο Ναύπλιο.»
«Η Μάνη θα είναι και πάλι προπύργιο του αγώνα» είπε ο Συγκλητικός.
«Κι η Χιμάρα!» συμπλήρωσε ο Καλλέργης «η οποία ήδη είναι ελεύθερη.»
«Έχουμε εμείς τον έλεγχο εκεί;» ρώτησε ο Ιουστίνος.
Ο Τσόμης ήξερε αυτά τα μέρη πολύ καλά είχε όλες τις πληροφορίες που μας ήταν χρήσιμες.
«Στη Χιμάρα και το Σοποτό πήγαν πρώτα πράκτορες των Βενετών. Τους ξεσήκωσαν με χρήματα και με αξιώματα. Τάξαν πολλά» είπε ο Τσόμης. «Ξεσήκωσαν ήδη τους Αλβανούς και τους Γραικούς οπλαρχηγούς κι αυτοί έδιωξαν μεμιάς τους Τούρκους. Οι μυημένοι αγωνιστές θα ακολουθήσουν τις δικές μας εντολές κι όχι των Βενετών.»
«Είναι βέβαιο;» ρώτησε ο Καλλέργης. «Θα χρειαστούμε συντονισμένη προσπάθεια κι όχι μερικές απλές επιδρομές για πλιάτσικο.»
«Μαζί με τον Μενάγια θα μαζέψουμε την κατάσταση, μην ανησυχείτε» είπε ο Τσόμης.
«Θα ’μαι κι εγώ με τον Τσόμη» είπε ο Μενάγιας. «Έχουμε πολλούς οπλαρχηγούς για να στηριχτούμε. Θα συνεννοηθούν με εμάς κι όχι με τους Βενετούς. Δεν θέλουν να γίνουν και πάλι θύματα των δυτικών που θα τους εγκαταλείψουν όταν θα τα βρουν με τον Σουλτάνο! Το πάθημα τούς έχει γίνει μάθημα. Με εμάς ξέρουν ότι η εξέγερση θα είναι γενική και ότι κανείς δεν θα τους πουλήσει στο τέλος.»
Ήταν πολλοί οι οπλαρχηγοί κι οι πρόκριτοι που ήταν ήδη μιλημένοι στην Κέρκυρα, την Ήπειρο και τον Μοριά. Πυρήνες ετοιμάζονταν στην Χαλκιδική, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στα νησιά, παντού. Σε όλη την χέρσο Ελλάδα και στα νησιά κυριαρχούσε πολεμικό κλίμα. Αν η χριστιανική ναυτική δύναμη κατάφερνε να νικήσει τους Οθωμανούς, τότε θα χρειάζονταν οι επιχειρήσεις της στεριάς. Η Ιερά Συμμαχία μας προσέφερε όσα όπλα, πολεμοφόδια και χρήματα χρειαζόμασταν. Ο Φραγκίσκος στη Ρώμη, οι Γκριμάλντι στο Τουρίνο, ο Βαρδάτης στη Βενετία κι ο Δον Χουάν φρόντιζαν γι αυτό.
Υπήρχαν πολλά αναπάντητα «αν» στο εγχείρημά μας, δεν μπορούσε όμως να γίνει αλλιώς. Δεν γινόταν χωρίς ρίσκο. Το πρώτο μεγάλο ερωτηματικό ήταν η νίκη της χριστιανικής αρμάδας στην επικείμενη ναυμαχία. Θα νικούσαν οι δυτικοί; Αν έχαναν ο δρόμος μας γινόταν δύσβατος έως ακατόρθωτος. Τότε ερχόταν το δεύτερο μεγάλο ερωτηματικό. Αν νικούσαν, θα συνέχιζαν την προέλαση; Μήπως αποσύρονταν αφήνοντας τη νίκη τους ανεκμετάλλευτη; Ελπίζαμε ότι ο Δον Χουάν κι η δική μας εξέγερση θα επέβαλαν να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί μια τέτοια νίκη. Τότε το κλειδί των εξελίξεων θα μεταφερόταν στην Πόλη. Εκεί θα παιζόταν και το παιχνίδι της ανακωχής κι εκεί ορθωνόταν το τρίτο μεγάλο ερωτηματικό. Θα έμπαινε στο τραπέζι το θέμα της δημιουργίας ενός ελληνικού κράτους; Ο Μητροφάνης, η Ελένη κι ο Καντακουζηνός θα επιστράτευαν ικανότητες και γνωριμίες. Έπρεπε να πείσουν τον Σοκουλού και τον Νέζη ότι ένα τέτοιο κράτος χωρούσε μέσα στα σχέδια της αυτοκρατορίας. Χρειαζόμασταν όμως τη συναίνεση της Ρώμης, του Φιλίππου και των Βενετών κι εδώ θα έπαιζε ρόλο ο Δον Χουάν. Θα τα καταφέρναμε όλα αυτά; Τα τρία μεγάλα «Αν» θα είχαν την επιθυμητή για μας έκβαση;
«Πολλά κρέμονται από μια κλωστή κι από την τύχη» είπε ο Ιουστίνος. «Θα παλέψουμε όμως και θα νικήσουμε!»
«Έχουμε δουλέψει πολύ και για πολλά χρόνια» είπε ο Φραγκίσκος. «Κάναμε μια φοβερή προσπάθεια. Ελπίσουμε πως ο Θεός θα θελήσει την νίκη των χριστιανών και την σωτηρία του γένους μας. Με τη βοήθειά Του θα νικήσουμε!»
«Γραικοί σύντροφοι» είπε ο Ροντρίγκες με τα σπασμένα ελληνικά του και πολλά ισπανικά που τα μετέφραζα. «Κάνατε ως τώρα κάτι εκπληκτικό. Οργανώσατε μια επανάσταση κάτω από την μύτη πανίσχυρων κυβερνήσεων που τις χρησιμοποιείτε για τους σκοπούς σας. Σας βγάζω το καπέλο. Εγώ ο κουρσάρος των θαλασσών δεν θα μπορούσα να φανταστώ ένα τέτοιο σχέδιο. Πάτε να κουρσέψετε αυτοκρατορίες και να φτιάξετε μια πατρίδα από το μηδέν. Να είστε βέβαιοι για τον εαυτό σας ότι θα πετύχετε. Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς κι εσείς έχετε τολμήσει το αδύνατο. Θα νικήσουμε! Είμαστε πειρατές κι αυτοί μπροστά μας είναι γυναικόπαιδα!»
Μας γέμισε ενθουσιασμό. Ο Ροντρίγκες κατάφερνε να διαλύει τους φόβους μας.
«Τα “αν” που συνοδεύουν το εγχείρημά μας είναι πολλά» είπε η Μαργαρίτα. «Η θέληση, όμως, για να πετύχουμε είναι ακόμη πιο ισχυρή.»
«Νυν υπέρ πάντων αγών, λοιπόν» είπε ο Ιουστίνος.
Αμέσως μετά τη λήξη της συνεδρίασης στην Όστια έφυγα μαζί με τον Ροντρίγκες και την Φουέντε για την Γένοβα. Ο πρίγκιπας ξεκινούσε κι εκείνος από Μαδρίτη για Βαρκελώνη και μετά Μασσαλία, Γένοβα, Ρώμη, Μεσσήνη και Κέρκυρα. Θα συναντιόμασταν στην Γένοβα. Θέλαμε να είμαστε μαζί του από την αρχή για την κατάρτιση των λεπτομερειών της εκστρατείας. Θα τον βρίσκαμε πριν φτάσει στη Ρώμη και πριν συγκεντρώσει τον στόλο στην Μεσσήνη.
Αρχές Ιουνίου ήμασταν στην Γένοβα. Μας φιλοξένησε η Μαργαρίτα διαθέτοντάς μας άνετα διαμερίσματα. Ο Ροντρίγκες η Φουέντε κι εγώ γνωριστήκαμε καλύτερα με τον Εμμανουήλ Φιλιβέρτο. Γνωρίσαμε και μέλη του οίκου της Σαβοΐας και τον Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια. Ο ισπανικός στόλος με τον Δον Χουάν έφτασε στη Γένοβα στο τέλος Ιουλίου! Ήταν μια καθυστέρηση δυο ολόκληρων μηνών που μπορεί να απέβαινε εγκληματική για την εξέλιξη της εκστρατείας. Η ισπανική διστακτικότητα βγήκε ολόκληρη στην επιφάνεια. Αν δεν ήταν ο Δον Χουάν τόσο ανυπόμονος, μπορεί να αργούσαν κι άλλον ένα μήνα κι η εκστρατεία να μην άρχιζε καν.
Η άκαρπη διαμονή στην Γένοβα ήταν ένα υποχρεωτικό διάλειμμα ξεγνοιασιάς λίγο πριν την μάχη. Η Φουέντε ήταν πολύ καλή και θερμή μαζί μου. Τηρούσαμε τα προσχήματα και κρατούσαμε διαφορετικά δωμάτια, βέβαια. Πάντως τίποτε δεν μπορούσε να μένει για πολύ καιρό εντελώς κρυφό. Υπηρέτες κι οικονόμοι τριγυρνούσαν σε όλο το σπίτι, τα παρατηρούσαν όλα κι έδιναν αναφορά.
«Μου αρέσει πολύ να κοιμόμαστε και να ξυπνάμε μαζί» μου έλεγε η Ισπανίδα.
Ήταν πολύ γλυκιά και δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό να είμαι συνέχεια μαζί της. Την περνούσα δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια αλλά κοντά της ένιωθα νέος και ξεχνούσα ό,τι με βασάνιζε. Το κορμί της με έκαιγε και τα μάτια της με τρέλαιναν.
«Θέλω κι εγώ να ξυπνάμε μαζί Πηγίτσα» της έλεγα. «Φοβάμαι μόνο μήπως σε νοιάζουν τα σχόλια. Έτσι κι αλλιώς βρισκόμαστε πολλές ώρες μαζί.»
«Το ξέρεις ότι ο Χουάν θα έχει μαζί του την Μαρία την χορεύτρια;» μου είπε.
«Ε, και λοιπόν; Μήπως εννοείς ότι…;»
«Ναι, Χαρμονιόζο, αυτό ακριβώς εννοώ!» μου δήλωσε αποφασισμένη. «Θα του ζητήσω να μπω στην προσωπική του φρουρά! Και να το ξέρεις, θα με πάρει!»
«Έχεις συνειδητοποιήσει ότι εκεί πάμε για πόλεμο;»
«Και λοιπόν, τι μου λες; Προτιμάς να σκοτωθείς μόνος σου, Χαρμονιόζο; Δεν θέλεις να πεθάνουμε μαζί;»
Μου θύμιζε τον θάνατο της Διονυσίας και της μικρής μου Δηιάνειρας και την αποκοτιά μου να μην τις προφυλάξω.
«Φουεντίνα, σε παρακαλώ να μην το προσπαθήσεις!» της είπα. «Δεν θέλω να έρθεις στο σφαγείο που ετοιμάζουμε. Δεν θέλω να χάσω κανέναν άλλον πια!»
«Ω θεέ μου» έκανε εκείνη. «Έθιξα πληγή χωρίς να το σκεφτώ. Τι ανόητη που είμαι!»
«Δεν πειράζει, δεν είσαι εσύ η ανόητη, εγώ είμαι!»
«Έλα, Χαρμονιόζο» μου είπε και μ’ αγκάλιασε σφιχτά. «Θα έρθω μαζί σας και δεν θέλω να στενοχωριέσαι.»
Την αγκάλιασα και της χάιδεψα το μάγουλο. Είχε ένα πρόσωπο γεμάτο με διαβολική εξυπνάδα και θεϊκή αθωότητα μαζί. Η ταραχή μου είχε κάνει τα μάτια να βουρκώσουν. Τώρα ήταν πολύ πιο όμορφη. Ήταν μια φύση περιπετειώδης, γυναίκα αμαζόνα που δεν κολλούσε πουθενά και δεν θα έχανε αυτή την ευκαιρία. Ζούσε εντελώς αντισυμβατικά, μια επαναστάτρια της πράξης, όχι της θεωρίας.
«Αλήθεια, τι κάνεις μαζί μου Φουεντίνα;» τη ρώτησα.
«Περνάω την ώρα μου, Χαρμονιόζο» μου απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο
«Θα ταίριαζες πιο πολύ με τον Δον Χουάν παρά με ένα γέρο σαν εμένα» της είπα.
«Έχω τα διπλά χρόνια από τον πρίγκιπα, Νιώθω πιο πολύ σαν μητέρα του παρά σαν υποψήφια ερωμένη» μου είπε. «Μη συγχέεις την φιλική σχέση μας με τίποτα άλλο γλυκέ μου. Είμαι κάτι σαν μεγάλη αδελφή του και ξέρω πως του αρέσει πολύ αυτό!»
«Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές κι εγώ νιώθω σαν να είμαι μάλλον ένας πατέρας του.»
«Σου πάει αυτός ο ρόλος» μου είπε χαμογελώντας με ένα παιχνιδιάρικο ύφος. «Μοιάζεις εξ άλλου με τον Κάρολο, έχετε το ίδιο ξερό κεφάλι!»
«Μου αρέσει που κάνουμε παρέα» της είπα κοιτώντας την στα μάτια. «Αυτό το ξερό κεφάλι θα είχε τρελαθεί χωρίς εσένα, Φουεντίνα.»
«Παρέα; Ώστε παρέα κάνουμε, ε; Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Ωραίος τρόπος για να περιγράφει κανείς ακριβώς αυτό που κάνουμε εμείς οι δυο.»
«Έλα τώρα» της είπα. «Απλά φοβάμαι να το πω αλλιώς. Βλέπεις, σήμερα είμαστε μαζί αλλά, αύριο, εσύ μπορεί να είσαι στη μια άκρη του κόσμου κι εγώ στην άλλη.»
Δεν έφερε αντίρρηση. Ήξερε κι εκείνη ότι αν δεν ήταν ακριβώς αυτή η αλήθεια, ωστόσο δεν ήταν ούτε και ψέμα. Τι είμασταν εμείς οι δυο; Φερόμασταν σαν ζευγάρι ερωτευμένων, ξέραμε, όμως, ότι ζούσαμε στην αιχμή του χρόνου. Μεσολάβησε ένα διάστημα εύγλωττης σιωπής. Τότε την ρώτησα.
«Αλήθεια, πες μου τι βρίσκεις σε μένα; Σε περνάω τόσα χρόνια. Εσύ είσαι τόσο ελεύθερη, θα μπορούσες να έχεις όποιον άντρα επιθυμείς. Τι σε κάνει να έρχεσαι να βρεις έναν γέρο σαν εμένα στη Βιλαμπίγια ή στη Ρώμη;»
«Δεν είσαι γέρος κι ας με περνάς μερικά χρόνια. Όμως, εσύ τι πρόβλημα έχεις;»
Με κοιτούσε με τα μεγάλα όμορφα μάτια της.
«Μου αρέσει πολύ που είσαι μαζί μου» της είπα. «Όμως θα ήθελα κιόλας να καταλαβαίνω και το γιατί!»
«Στην εποχή μας, αγάπη μου, ελεύθερη γυναίκα θα πει πόρνη ή μάγισσα. Δεν το ξέρεις;»
«Νόμιζα πως αυτό το έχεις ξεπεράσει.»
«Εγώ το ‘χω ξεπεράσει, όχι όμως οι άνθρωποι γύρω μου, κυρίως οι άντρες! Εσύ κι ο Χουάν είστε από τους ελάχιστους άντρες που δεν με κάνετε να νιώθω πόρνη ή μάγισσα. Δεν θα με κλείνατε φυλακή ούτε θα με στέλνατε στην πυρά.»
«Κανείς δεν θα το τολμούσε αυτό για σένα, Πηγίτσα.» «Εννοείς ότι κανείς δεν θα το τολμούσε γιατί είμαι μία κόμισσα, γιατί είμαι δυνατή και με φοβούνται. Όμως μέσα τους έτσι σκέφτονται. Κανείς δεν σέβεται μια ελεύθερη γυναίκα, κανείς δεν της αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα. Η βαθιά τους πεποίθηση όταν με βλέπουν, είναι ότι είμαι σκουπίδι.»
«Εγώ ποτέ ...»
«Το ξέρω ότι “εσύ ποτέ”» με διέκοψε. «Γι αυτό και σε διαλέγω, γιατί μαζί σου είμαι και γυναίκα και άνθρωπος. Κι αν έχεις τα χρονάκια σου, ε, ούτε κι εγώ είμαι νεαρό κορίτσι πια. Μ’ αρέσουν τα γένια και τα γκρίζα σου μαλλιά!»
«Με διαλέγεις γιατί είμαι ένας από τους λίγους που σε αποδέχονται;» τη ρώτησα.
«Καλό είναι που με αποδέχεσαι, αλλά, δεν θα έφτανε αυτό για να πέσω στην αγκαλιά κάποιου.»
«Επομένως;» ρώτησα επίμονα. «Ξαναρχόμαστε στο ίδιο ερώτημα. Τι βρίσκεις σε μένα Πηγίτσα;»
«Δεν σου αρκεί ένα “μ’ αρέσεις” που θα ήταν αρκετό σε κάθε άντρα;»
«Περιμένω να μου πεις κάτι περισσότερο, γλυκιά μου.»
«Να στο πω, λοιπόν. Μ’ αρέσει που είσαι συνεχώς μέσα σε μια κατάσταση ήρεμης θλίψης, πίστης και σκεπτικισμού» μου είπε. «Τώρα βγάζεις άκρη;»
«Δεν ήμουν πάντα έτσι, Φουεντίνα, είχα και πιο καλές περιόδους στη ζωή μου.»
«Μα δεν μιλάω για τώρα. Σε θυμάμαι κι όταν ήσουν στη Μαδρίτη πιο παλιά.»
«Ποια ήταν η “ήρεμη θλίψη”; Ποια ήταν η “πίστη” που έβλεπες σε μένα;»
«Μ’ αρέσουν, Χαρμονιόζο, εκείνοι που αντιμετωπίζουν τη ζωή με μελαγχολία και εγκαρτέρηση. Μ’ αρέσουν αυτοί που είναι γεμάτοι από μια παράλογη, σταθερή πίστη σε ανθρώπους και σε πράγματα. Εσύ, γλυκέ μου, αυτά τα στοιχεία τα έχεις άφθονα. Αυτά βγαίνουν στο πρόσωπό σου και με τραβάνε σε σένα. Ακόμη, μ’ αρέσει ο τρόπος που με κοιτάς, ο τρόπος που μ’ αγαπάς. Όλα αυτά μ’ αρέσουν.»
Τι να έλεγα; οι γυναίκες ήταν περίεργα πλάσματα και ποτέ μου δεν τις είχα καταλάβει εντελώς. Ούτε κατανοούσα όλα όσα μου έλεγε, ήταν όμως πολύ γλυκά
«Λες να έχει μαζί του την Μαρία την Μπαλαϊδόρα ο Δον Χουάν;» αναρωτήθηκα.
«Αν την έχει, πάντως» είπε η Φουέντε «θα του ζητήσω να έρθω κι εγώ μαζί σας.»
«Κι αν δεν δεχτεί;»
«Δεν θα θυμώσω με τον Χουάν αν δεν με δεχτεί, γιατί ξέρω πως είναι δύσκολο. Θα θυμώσω όμως πολύ με τον εαυτό μου αν δεν του το ζητήσω.»
«Είσαι υπέροχη γυναίκα κοντέσα» της είπα.
«Μ’ αρέσει που με λες υπέροχη, Χαρμονιόζο. Θέλω να ακούω τα κομπλιμέντα σου.»
«Δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου άλλη γυναίκα σαν εσένα Φουεντίνα! Είσαι τόσο ελεύθερη, τόσο αυθεντική και τόσο όμορφη!»
«Με αγαπάς… λίγο;» με ρώτησε ψιθυριστά.
«Νομίζω ότι σε αγαπάω, πολύ!» της είπα χαμηλόφωνα στο αυτί κι ένιωσα πως πρόδιδα την Διονυσία.
Οι δυο μήνες που περάσαμε στην Γένοβα περιμένοντας τον στόλο ήταν ίσως οι καλύτεροι της ζωής μου. Το θλιβερό παρελθόν μετασχηματιζόταν από την απίστευτη Ισπανίδα σε ενέργεια. Το κόκκινο χρώμα που την περιτύλιγε και το σκούρο μπλε των ματιών της με ταξίδευαν. Το θαυμαστό πρόθυμο κορμί της με τα τρυφερά λόγια της άλλαζαν τις διαστάσεις του κόσμου μου. Η σκληρότητα της οθωμανικής σκλαβιάς ξεχνιόταν όπως κι η μιζέρια της θρησκόληπτης οικουμένης. Ξεθώριαζε για τα καλά η πνευματική φτώχεια της κοινωνίας όταν ήμουν μαζί της. Όλα άλλαζαν κι ο κόσμος γινόταν όμορφος. Σκλαβιά και θρησκοληψία γίνονταν μακρινοί εφιάλτες και κάθε νέα μέρα επιφύλασσε μιαν ευχάριστη έκπληξη.
Η Μαργαρίτα είχε αντιληφθεί τη σχέση μου με την Φουέντε. Για να μας ευχαριστήσει, μας παραχώρησε μια βίλα που είχε η οικογένειά της στη Λα Σπέτσια. Ήταν ένα χωριό με κάστρο και λιμάνι έξω από τη Γένοβα. Ο Ροντρίγκες ταξίδεψε για να συναντήσει τον Δον Χουάν στη Νίκαια κι εγώ με την Φουέντε μείναμε εκεί μόνοι μας, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Μαγειρεύαμε μόνοι, περπατούσαμε, διαβάζαμε, αγναντεύαμε το κάστρο και τη θάλασσα, μιλούσαμε και κάναμε έρωτα. Απολαύσαμε τη ζωή απομονωμένοι από όλον τον κόσμο και τις έγνοιες του. Ποτέ άλλοτε δεν βούτηξα μέσα στην αληθινή ζωή με τόση λαχτάρα και τόσο αχόρταγα.
Αν έπρεπε να διαλέξω ένα κομμάτι της ζωής μου για να το ξαναζήσω θά ’ταν αυτό. Αν ήθελα ένα “μπιζ” στο τέλος της παράστασης που είναι ο βίος μας, θα διάλεγα αυτές τις μέρες. Ήταν μήνες απόλυτης ξεγνοιασιάς, έρωτα, ευτυχίας αλλά και προσμονής οι μέρες στη Λα Σπέτσια. Το μελαγχολικό φόντο των απωλειών που με είχαν σημαδέψει τα τελευταία χρόνια, εκεί, ξεθώριαζε. Η αναμονή της μάχης που θα ζωντάνευε τα όνειρά μας προσέθετε χρώμα και ελπίδα στην καθημερινότητά μου. Κάθε μέρα που ξυπνούσα, αναρωτιόμουν αν άξιζα τόση ευτυχία. Θα ήθελα εκεί, σε αυτή την κορύφωση, να τελείωνε η ζωή μου. Ο μόνος λόγος για να συνεχίζω ήταν για την μητέρα όλων των μαχών και την επανάσταση. Έρχονταν όλα αυτά με τα πλοία του Δον Χουάν από την Βαρκελώνη.
Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Ο ισπανικός στόλος έφτασε κι ο πρίγκιπας με τον Ροντρίγκες μας υποδέχτηκαν στη ναυαρχίδα, το «Ρεάλ». Ο Δον Χουάν χάρηκε που μας είδε. Του είχαμε λείψει παρ’ όλο που δεν ήταν χωρίς παρέα όλον αυτόν τον καιρό. Είχε φύγει από την Μαδρίτη στις αρχές Ιουνίου, κι έφτασε στη Βαρκελώνη ταξιδεύοντας αργά. Παρ’ όλα αυτά περίμενε εκεί περίπου ένα μήνα να συγκεντρωθεί ο στόλος και να δοθεί το σήμα για τον απόπλου. Έφυγαν απ’ την Βαρκελώνη στις 20 Ιουλίου με τον Λουίς ντε Ρεκένσες που τον είχε βάλει ο Φίλιππος για να τον προσέχει. Μαζί του ήταν κι η Μαρία η Μπαλαϊδόρα, ντυμένη σαν “λοχίας Μάριο”. Με τα μαλλιά της κουρεμένα και χωμένα στο κράνος και με ένα πρόσθετο αδιόρατο μουστάκι έμοιαζε με νεαρό. Είχε ανακατευτεί με την προσωπική του φρουρά, που ήξερε να τον προστατεύει τόσο από εχθρούς όσο κι από φήμες.
«Χαίρομαι που σας βλέπω όλους μαζί εδώ» μας είπε μετά τα χειροφιλήματα και τις χειραψίες.
Δεν παρέλειψε να μας κάνει κάποια νοήματα από αυτά που έκαναν τα μέλη της Αδελφότητας για αναγνώριση. Τα είχε μάθει από εμένα μαζί με τα σύμβολα και την σφραγίδα που του παρέδωσα όταν ανέλαβε την αρχηγία.
«Υψηλότατε» είπε ο Ροντρίγκες εκ μέρους όλων μας «χαιρόμαστε που σας βλέπουμε επικεφαλής! Οι ελπίδες της χριστιανοσύνης είναι στα χέρια σας. Συγχαρητήρια!»
«Συγχαρητήρια, Υψηλότατε» είπα κι εγώ. «Επιτέλους Υψηλότατος κι επιτέλους Αρχιναύαρχος.»
«Προσπαθήσαμε όλοι γι αυτό!» είπε ταπεινά ο Χουάν τονίζοντας το “όλοι”.
«Αν δεν σας έδιναν την αρχηγία ολόκληρη η Ευρώπη θα βούιζε. Είναι κοινή παραδοχή ότι κανέναν δεν θεωρούν καλύτερο από εσάς!» είπε ο Ροντρίγκες.
«Εκτός απ’ τον βασιλιά αδελφό μου, βέβαια, που ακόμα διαφωνεί» είπε ο Δον Χουάν.
«Φαίνεται πως είσαι πολυέξοδος, Χουάν, κι εκείνος σε θέλει οικονόμο» είπε η Φουέντε σαρκαστικά.
«Ακόμα δεν τον έχει χρίσει Ινφάντε» είπε ο Ροντρίγκες.
«Τα ξέρουμε αυτά, τα έχουμε ξαναπεί. Αυτά δείχνουν την διστακτικότητά του να δει την πραγματικότητα γρήγορα» είπε ο Δον Χουάν. «Μετράει την κάθε του κίνηση εκατό φορές! Δείτε τώρα, αρχίζει πια ο Αύγουστος, οι Τούρκοι λεηλατούν τα παράλια της Βενετίας κι εμείς είμαστε ακόμη στη Γένοβα. Και μέσα σε όλα αυτά, ο Ντ’ Όρια μας ετοιμάζει χορούς, ζητά να καθυστερήσουμε κι άλλο!»
«Είναι στο χέρι σου, Χουάν, να επιταχύνεις τον ρυθμό» είπε ο Ροντρίγκες. «Ο Λούις Ρεκένσες δεν θα είναι και τόσο αρνητικός σε αυτό.»
«Ο Λούις είναι ένας θετικός άνθρωπος και τον εκτιμώ» είπε ο Δον Χουάν. «Όμως ο Ρεκένσες θα παίρνει αποφάσεις με βάση τις οδηγίες του αδελφού μου. Σας λέω λοιπόν, ότι αν ήταν στο χέρι του, ο Φίλιππος θα μας γύριζε πίσω ακόμα κι από ’δώ που φτάσαμε. Σέβομαι τον Λούις, δεν τον αγνοώ, όμως, αυτή είναι μια δική μου επιχείρηση και θα την ολοκληρώσω όπως θέλω εγώ!»
Αυτή ήταν μια φράση που την είχα ακούσει πολλές φορές στο παρελθόν και θα την συναντούσα πάλι στο μέλλον. Έδειχνε την θέλησή του να προχωρήσει με τον δικό του τρόπο. Δεν θα υποτασσόταν στις εντολές της Μαδρίτης που, ως συνήθως, ήταν εκτός τόπου και χρόνου.
........ (συνεχίζεται) .........
***********************
Αύριο Τρίτη το 10δ μέρος και η ιστορική ναυμαχία που έγινε έξω από την Ναύπακτο το 1570 μΧ..