Μπαίνουμε στο κεφάλαιο 10 που θα παρουσιαστεί σε τέσσερις συνέχειες, σήμερα το 10α, αύριο το 10β, την Δευτέρα 12/4 το 10γ και την Τρίτη 13/4 το 10δ.
Στο κεφάλαιο 10 βλέπουμε την σταυροφορία να ξεκινά με τον Δον Χουάν και να καταλήγει με την ναυμαχία της Ναυπάκτου. Ταυτόχρονα βλέπουμε και έναν έρωτα που αναπτύσσεται παράλληλα με τα γεγονότα.
Πέρα από την μυθοπλασία, τα γεγονότα που αναφέρονται είναι μια λεπτομερής περιγραφή όσων προηγήθηκαν και όσων έγιναν στη διάρκεια της μεγάλης μάχης που χαρακτηρίστηκε η μητέρα όλων των μαχών.
************************
Πορτρέτο του Δον Χουάν της Αυστρίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10: Η ΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Βρισκόμουν στην Ισπανία εδώ κι ένα μήνα. Είχα ήδη εγκλιματιστεί στο καστιλιάνικο περιβάλλον της βασιλικής αυλής. Ο Δον Χουάν είχε φύγει πολύ γρήγορα από το μοναστήρι στο οποίο τον είχα αφήσει αποχαιρετώντας τον. Ήταν πολύ νέος για να χάσει τη διάθεση για ζωή και περιπέτεια. Με υποδέχτηκε εγκάρδια και με ενέταξε αμέσως στη προσωπική του δύναμη. Ήμουν υπασπιστής, λοχαγός της προσωπικής του φρουράς και γραμματέας του. Ωστόσο, δεν είχα καταφέρει να βρω ευκαιρία να του μιλήσω για την Αδελφότητα κι αυτό με έτρωγε. Ήταν 14 Απρίλη, Μεγάλο Σαββάτο(i) του 1571, που με κάλεσε στο γραφείο του στη Μαδρίτη. Με χαιρέτισε και μου είπε αμέσως τα σχέδιά του. Ήταν πολύ ορεξάτος.
«Λοχαγέ» με προσφώνησε όπως συνήθιζε. «Ετοιμάσου. Θα πάμε στη Βιλαμπίγια σήμερα το απόγευμα και θα κάνουμε Ανάσταση εκεί.»
Η Βιλαμπίγια ήταν χωριό κοντά στο Πανεπιστήμιο του Αλκαλά. Εκεί είχαν σπουδάσει ο Δον Χουάν με τον Δον Κάρλος και τον Αλέξανδρο Φαρνέζε. Είχαν περάσει καλά στο Αλκαλά και σ’ όλα τα γύρω χωριά, όπου επεκτεινόταν η ασύδοτη νεανική δράση τους. Γι αυτό είχε διαλέξει αυτό το μέρος για να χτίσει πύργο. Ξέφευγε από τη Μαδρίτη, όποτε το είχε ανάγκη και κυνηγούσε στους γύρω λόφους. Μ’ άρεσε αυτό το μέρος κι ήμουν σίγουρος ότι η Ανάσταση θα ήταν κατανυκτική. Βέβαια, όσα είχα ζήσει κι απολαύσει κάποτε μαζί με τη Διονυσία τώρα με μελαγχολούσαν. Ο Χουάν διέκρινε την θλίψη μου, με πλησίασε και μ’ έπιασε από τους ώμους.
«Ξέρω πόσο σου λείπουν, λοχαγέ» μου είπε. «Όμως, οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα όταν έχει μιλήσει ο Θεός!»
«Δυστυχώς, εδώ, πριν να μιλήσει ο Θεός, πρόλαβαν και μίλησαν οι Τούρκοι.»
Δεν φοβόμουν να μιλάω ασεβώς για τον Θεό μπροστά του κι ας ήταν ένας Καθολικός. Ήξερα τις ελεύθερες απόψεις και τη φιλοσοφία του.
«Γνωρίζω πως η Δόνα Δονίζια έκανε με το τέλος της μια πράξη ηρωική. Ο θάνατός της ήταν μια θυσία που κόστισε τρεις γαλέρες στους Τούρκους! Αυτό με κάνει να την θαυμάζω ακόμα περισσότερο!»
«Έτσι είναι Εξοχότατε. Δυστυχώς, όμως, την έχασα!»
«Το ξέρεις, Χάρμο, πως έτσι είναι ο πόλεμος. Σκληρός είναι και άδικος.»
«Ο θάνατος, Κύριε, όπως κι αν έρθει δεν αντέχεται από τους ζωντανούς» είπα. «Εξάλλου, όλοι θα φύγουμε κάποτε.»
«Τίποτα πιο οδυνηρό για τον άνθρωπο από τη γνώση του βέβαιου θανάτου!» μου είπε. «Τιμωρηθήκαμε απ’ τον Θεό να γνωρίζουμε ότι κάποτε θα πεθάνουμε.»
Δεν με παρηγορούσαν οι φιλοσοφίες, όμως τις άκουγα.
«Ο Παλαιολόγος ο φίλος σου και δάσκαλός μου, με είχε διδάξει να έχω πάντα στο νου μου κάποια λόγια του Σωκράτη. Ήταν λόγια και για θάνατο και για ζωή. Όταν τον καταδίκασαν οι Αθηναίοι, θυμάσαι τι είχε πει;»
Τον κοίταξα με ενδιαφέρον για να δω πως θα συνέχιζε. Δεν θυμόμουνα τι είχε πει ο Σωκράτης στο δικαστήριο, εκείνος όμως το είχε συγκρατήσει.
«”Και τώρα, ώρα να πηγαίνουμε κι εσείς κι εγώ” είχε πει αυτός ο σπουδαίος Έλληνας στους δικαστές του. Συνέχισε να τους μιλάει παρά την καταδικαστική ετυμηγορία τους. “Εσείς πάτε για τη ζωή κι εγώ για τον θάνατο, όμως, ποιος πάει στο καλύτερο μόνο ο θεός το ξέρει”. Έτσι είχε μιλήσει ο Σωκράτης. Νιώθω ότι είχε πολύ δίκιο όταν βλέπω τα βάσανα που ζουν οι άνθρωποι. Δεν ξέρω αν η ζωή είναι, τελικά, καλύτερη απ’ τον θάνατο» είπε ο πρίγκιπας.
Όσα έλεγε άγγιζαν βαθιά την ψυχή και το μυαλό μου.
«Οι αρχαίοι έβλεπαν τον θάνατο πολύ διαφορετικά από εμάς» συνέχισε. «Ήταν λογικοί άνθρωποι, απλοί! Μπορούσαν να αντέχουν τον παραλογισμό του θανάτου, αντίθετα με εμάς που δεν αντέχουμε την αλήθεια!»
«Η Διονυσία δεν φοβόταν κανέναν και τίποτα» είπα.
«Το γνωρίζω λοχαγέ, και γι αυτό εκτιμούσα τόσο πολύ τη γυναίκα σου. Την εκτιμούσαν και την αγαπούσαν όλοι μέσα στο παλάτι, με πρώτη την Ισαβέλλα.»
Σκέφτηκα πως κι η μακαρίτισσα Ισαβέλλα είχε χαθεί τόσο νέα και τόσο άδοξα!
«Στο σαλόνι των δεξιώσεων σε περιμένει η κόμισσα Φουέντε» είπε ο Δον Χουάν αλλάζοντας κουβέντα. «Ήταν φίλη με τη γυναίκα σου και ζήτησε να σε δει.»
«Θα την δω ευχαρίστως» είπα.
«Ωραία λοιπόν, πήγαινε. Όταν τελειώσετε, φεύγουμε για τη Βιλαμπίγια.»
Η κόμισα ήτανε φίλη όχι μόνο της Διονυσίας αλλά και της Ισαβέλλας αν και μεγαλύτερή της. Την παρηγορούσε όταν βασανιζόταν απ’ τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Δον Χουάν. Είχε έξυπνα μάτια, προσωπικότητα και ταμπεραμέντο. Με μάγευε το βλέμμα της κι αν δεν υπήρχε η Διονυσία θα την είχα ερωτευτεί. Δεν είχα διαπιστώσει να έχει ερωτικό δεσμό με τον πρίγκιπα παρά την μεταξύ τους μεγάλη οικειότητα. Ίσως η Φουέντε να ήταν μια από τις ερωτικές δασκάλες του όταν ήταν ακόμη μικρός. Ήταν φλογερή, γύρω στα σαράντα, εκδηλωτική, εξωστρεφής και πολύ όμορφη. Είχε σγουρά κόκκινα μαλλιά και άσπρο λείο δέρμα. Όταν με είδε με πλησίασε και έσφιξε τα δυο μου χέρια στις παλάμες της.
«Λοχαγέ» μου είπε «λυπάμαι που έχασες την Διονυσία. Λυπάμαι και για τη μικρούλα χαριτωμένη ύπαρξη που είχατε φέρει στη ζωή εσείς οι δυο! Πιστέψτε με, η στενοχώρια μου γι αυτές τις δυο είναι είναι μεγάλη κι ανυπόκριτη. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να την εκφράσω.»
«Κοντέσα, σας ευχαριστώ πολύ που μέσα στα δικά σας προβλήματα βρίσκετε χρόνο να συμπονέσετε κι εμάς.»
«Μα, τι λέτε τώρα, λοχαγέ. Η Δόνα Δονίζια ήταν φίλη μου. Λίγες γυναίκες αποκαλώ φίλες από τις πάμπολλες που έχω γνωρίσει.»
«Σας εκτιμούσε κι εκείνη» είπα, «δυστυχώς όμως …»
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα δάκρυ που κύλησε αργά πάνω στο μάγουλό μου. Προσπάθησα να πω κάτι για να δείξω ψύχραιμος αλλά τα λόγια μου βγήκαν με ένα κόμπιασμα. Όλο αυτό χειροτέρεψε την κατάσταση.
«Συγνώμη» ψέλλισα. «Δεν ήθελα…. Συγνώμη.»
«Μα τι λέτε!» έκανε η κόμισσα. «Καταλαβαίνω τον πόνο και νιώθω τη συγκίνησή σας. Φοβάμαι πως θα κλάψω τώρα και εγώ!»
Ήταν γελοίο να στεκόμαστε απέναντι και να κλαίμε στα βουβά. Η Φουέντε έβγαλε ένα μαντίλι από μια τσέπη και μου το έδωσε. Δίστασα να το πάρω αλλά εκείνη επέμεινε.
«Σας παρακαλώ, πάρτε το» είπε με φωνή σπασμένη.
Μύριζε πολύ όμορφα και ήταν απαλό σαν μεταξένιο πάνω στο πρόσωπό μου. Σκουπίστηκε κι εκείνη με ένα άλλο μαντιλάκι και ηρέμησε.
«Δυστυχώς έτσι είναι η ζωή» είπα στωικά. «Αλλά, ας μιλήσουμε για τα σημερινά.»
«Θα πάτε στη Βιλαμπίγια, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε.
«Ναι, αυτό μου είπε ο πρίγκιπας.»
«Θα έρθω κι εγώ μαζί σας, είμαι καλεσμένη!» είπε η Φουέντε κι αποχώρησε.
Ήταν σκάνδαλο να έρθει στο χωριό η όμορφη χήρα, αν και εκεί, τουλάχιστον, η παρουσία της θα έμενε κρυφή. Όλα όσα κάνει ο Δον Χουάν έχουν οσμή σκανδάλου, γιατί όχι κι αυτό; σκέφτηκα. Τουλάχιστον, ήταν πολύ ευχάριστη η παρέα της. Το βράδυ της Ανάστασης στη Βιλαμπίγια πήγαμε στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι τοπικές χορωδίες έπαιξαν για να ευχαριστήσουν τον πρίγκιπα που τους έκανε δωρεές. Παρά τις παράτες το κλίμα στο χωριό ήταν κατανυκτικό . Θύμιζε τις ορθόδοξες γιορταστικές αναστάσεις που είχα ζήσει. Η κατάνυξη με έκανε να νιώσω περισσότερο μόνος χωρίς τη Διονυσία και τη μικρή Δηιάνειρα.
Με αντάμειψαν οι κουβέντες που είχα με τον Δον Χουάν και την κόμισα. Ήταν κι εκείνος μόνος του. Απορούσα που είχε διαλέξει να βρεθεί σε αυτό το ησυχαστήριο, μακριά από τους νεανικούς γυναικείους πειρασμούς. Στη Μαδρίτη γύρω του είχε καθημερινές κι ατελείωτες διασκεδάσεις, ενώ εδώ είχε γαλήνη κι ησυχία. Το μόνο θηλυκό που υπήρχε γύρω μας σ’ αυτό εδώ το χωριό ήταν η Φουέντε.
Μετά την αναστάσιμη λειτουργία γυρίσαμε στον πύργο του χωρίς, όμως, διάθεση για ύπνο. Ο καιρός ήταν κρύος κι οι υπηρέτες είχαν ανάψει τζάκι στον ζεστό χώρο της βιβλιοθήκης. Με φώναξε και καθίσαμε εκεί με το φως της εστίας που έκαιγε καθώς και τις φλόγες από κάποια κεριά. Ήρθε στη βιβλιοθήκη και η κόμισσα. Το προσωπικό σέρβιρε ποτό και μας άφησε τους τρεις μόνους.
«Λοχαγέ, η Φουέντε είναι πολύ καλή κι έμπιστη φίλη μου. Θέλω να μετάσχει στην κουβέντα μας. Εξάλλου πιστεύω ότι είναι και δική σου φίλη, έτσι δεν είναι;»
«Μα φυσικά, αρκεί βέβαια να με θεωρεί κι εκείνη δικό της φίλο!»
Είχα κοκκινίσει. Δεν μου φαινόταν στο κιτρινοκόκκινο φως του τζακιού και των κεριών αλλά ένιωθα ένα φλόγισμα. Είχα καιρό να νιώσω έτσι. Η κόμισα μού ανέβαζε τους παλμούς αλλά έπρεπε συγκρατηθώ και να φερθώ σαν κύριος.
«Αλίμονο» είπε εκείνη. «Σας θεωρώ φίλο μου και σας συμπαθώ ιδιαίτερα.»
«Ωραία λοιπόν, δώσαμε τις εξηγήσεις. Μπαίνουμε στα θέματά μας» είπε ο πρίγκιπας.
Δεν είχε πει “θέμα” αλλά “θέματα”. Αναρωτήθηκα ποια άραγε να εννοούσε.
«Ο Βασιλιάς αδελφός μου όπως ξέρετε με είχε κρατήσει πολλά χρόνια σε απόσταση από τη διαδοχή του θρόνου. Τώρα, μετά τον τραγικό χαμό του Κάρλος και όσα επακολούθησαν, αυτό αρχίζει να αλλάζει. Αρχικά με δοκίμασε με τον στόλο της Μεσογείου πρόπερσι. Μετά με δοκίμασε στην εκστρατεία κατά των Μορίκος πέρσι. Απ’ ό,τι φαίνεται, πέρασα αυτές τις δυο δοκιμασίες, κατά την γνώμη του, επιτυχώς.»
Στη ναυτική εξόρμηση κατά των Βερβερίνων πειρατών ήμουν μαζί του. Ο Φίλιππος είχε στείλει τον έμπειρο Λούις ντε Ρεκέσενς να τον επιτηρεί. Αν κι έκανε κάποιες παράτολμες κινήσεις, ωστόσο ο πρίγκιπας τα είχε καταφέρει πολύ καλά για πρωτάρης. Γύρισε θριαμβευτής για να ζήσει τις τραγωδίες του Κάρλος και της Ισαβέλλας.
Στην καταστολή της εξέγερσης στον ισπανικό νότο, την επόμενη χρονιά, εγώ ήμουν στη Λευκωσία. Εκεί έμαθα για τον θρίαμβό του(ii). Ο Φίλιππος του είχε βάλει πάλι έναν παρατηρητή και συμβουλάτορα, τον Λούις Κιγιάδα. Ο Κιγιάδα σκοτώθηκε στη διάρκεια της εκστρατείας κι ο Δον Χουάν τον έκλαψε σαν κανονικό του πατέρα. Έκανε νίκες εκεί που οι προηγούμενοι στρατηγοί είχαν αποτύχει. Η τελική ήττα των επαναστατών τού προσέδωσε μεγάλη φήμη. Στα εικοσιτρία του χρόνια είχε δείξει πόσο καλύτερος ήταν από τους πιο έμπειρους πολέμαρχους της Ισπανίας. Το όνομά του έγινε θρύλος που ξεπέρασε τα όρια της μεγάλης του πατρίδας.
«Χουάν, σε θαυμάζει ολόκληρη την Ευρώπη!» του είπε η Φουέντε.
«Έχω ζήσει μαζί σας μερικά από τα κατορθώματά σας, Υψηλότατε» είπα εγώ.
«Όπως έχουμε επαναλάβει πολλές φορές, Χάρμο, δεν είμαι “υψηλότατος”» μου είπε χαμογελώντας.
Ήξερα καλά πως αντιμετώπιζε με περιφρόνηση τους τίτλους. Το σχόλιο εδώ δεν ήταν για τον τίτλο αλλά για τον ίδιο τον Φίλιππο και την μιζέρια του.
«Αυτός ο τίτλος σας ανήκει είτε τον έχουν απονείμει είτε όχι» του είπα.
«Καλά λέει ο Γραικός φίλος μας Χουάν» είπε η Φουέντε. «Θα στον δώσει τον τίτλο πολύ σύντομα ο Φίλιππος αν δεν θέλει να δει λαό και ευγενείς να στρέφονται εναντίον του.»
«Ετοιμάζεται η μητέρα όλων των μαχών. Σε λίγο αρχίζει η κοινή επιχείρηση όλων των χριστιανικών δυνάμεων κατά των Οθωμανών» είπε ο Δον Χουάν.
«Η αλήθεια είναι πως ο Πάπας πιστεύει πως είναι πολύ κοντά σε μια συμφωνία» είπα.
«Ίσως δεν γνωρίζει τι γίνεται εδώ» είπε η Φουέντε. «Βλέπω τον καημένο τον Τόρες. Μερικές φορές τού έρχεται να βάλει τα κλάματα από την αντιμετώπιση του Φίλιππου.»
«Η συμμαχία θα γίνει» είπε ο Δον Χουάν. «Η μάχη τώρα δίνεται για το ποιος θα ηγηθεί. Ο Γκρανβέλ ασκεί αφόρητες πιέσεις στον Πάπα, να βάλει επικεφαλής τον Ντ’ Όρια. Αυτόν διάλεξε τελικά ο αγαπητός μου αδελφός» είπε με ευδιάκριτη απογοήτευση ο Δον Χοιυάν.
Έτσι ήταν! Ο καρδινάλιος Τόρες, απεσταλμένος του Πάπα στη Μαδρίτη, πίεζε τον Φίλιππο να θέσει επικεφαλής τον Δον Χουάν. Απ’ την άλλη ο καρδινάλιος Γκραβέλ, άνθρωπος του Φίλιππου στο Βατικανό, έφερνε προσκόμματα στον Πίο Ε’. Κατ’ εντολή του Ισπανού Βασιλιά προσπαθούσε να βάλει επικεφαλής της συμμαχίας τον Γενοβέζο Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια. Ο Φίλιππος τον θεωρούσε απόλυτα ελεγχόμενο από τον ίδιο.
«Πάνω που οι Βενετοί έβαλαν μυαλό, οι δισταγμοί τώρα έρχονται από την Ισπανία» είπα.
«Δεν προέρχονται από την Ισπανία αυτοί οι δισταγμοί» με διόρθωσε ο Δον Χουάν. «Είναι δισταγμοί του Βασιλέα και μόνο! Κι ο λόγος είναι τα οικονομικά!»
«Όλοι ξέρουν πόσο “συνετός” είναι ο Μεγαλειότατος» είπε η Φουέντε ειρωνικά.
«Καλύτερα να λέτε “συνετός μέχρις αηδίας” κοντέσα» της είπε ο Χουάν.
Δεν είπα τίποτε κι αυτό σήμαινε ότι συμφωνούσα. Απλά η θέση μου δεν επέτρεπε να ειρωνευτώ έναν Βασιλιά.
«Χουάν, μην εκνευρίζεσαι» είπε η Φουέντε. «Προέχει να κάνουμε τις σωστές κινήσεις.»
Η κόμισα ήταν εντελώς μέσα στο πολιτικό παιχνίδι κι έβλεπα επιτέλους τον λόγο που ήταν μαζί μας στην Βιλαμπίγια.
«Έγραψα μια επιστολή στον πρωθυπουργό, τον Ρούι Γκόμεζ» είπε ο Δον Χουάν. «Του ζήτησα να με αντιμετωπίζει όχι σαν παιδί, αλλά, όπως πραγματικά είμαι.»
«Συγνώμη που παρεμβαίνω» του είπα. «Μην περιμένετε τίποτε από τον Γκόμεζ. Θα συμπεριφερθεί σαν υπηρέτης του βασιλιά, όπως κι ο Γκρανβέλ.»
«Λοχαγέ, θέλω να βρεις τον καρδινάλιο Καστιλιόνι» είπε ο Δον Χουάν.
Γνώριζε για τη σχέση μου με τον Φραγκίσκο που ήταν φίλος του Πάπα.
«Θα είναι τιμή μου να βοηθήσω, Εξοχότατε» είπα.
«Ο Πάπας πρέπει να απορρίψει τον Ντ’ Όρια» τόνισε. «Αυτό θα είναι αρκετό! Έχει κάθε λόγο να το κάνει ύστερα από την συμπεριφορά του το καλοκαίρι. Άφησε την Λευκωσία χωρίς βοήθεια με τους χειρισμούς του!»
«Ο Καστιλιόνι θα το θυμίσει αυτό στον Πάπα» είπα.
«Ο καρδινάλιος θα πρέπει να επιμείνει μέχρις εσχάτων σε αυτό το σημείο.»
«Νομίζω πως θα είναι ένα εύκολο έργο» είπα. «Αλήθεια, όμως, γιατί πιστεύετε ότι κι από μόνος του ο Πάπας δεν θα αποφύγει τον Ντ’ Όρια;»
«Ίσως δεν ξέρει την δική μου άποψη. Πρέπει να ξέρει ότι ενδιαφέρομαι κι επιθυμώ να ηγηθώ του στόλου κι όλης της σταυροφορίας! Αν το γνωρίζει με βεβαιότητα θα γίνει πολύ πιο πιεστικός κι αμετακίνητος απέναντι στον αδελφό μου και στον Γκρανβέλ.»
«Αυτό το καταλαβαίνω» είπα. «Πότε θα φύγω;»
«Σύντομα» μου απάντησε. «Ο Φίλιππος θα αποφασίσει γύρω στα μέσα Μαΐου, επομένως έχουμε ένα μήνα καιρό. Η απαίτηση του Πάπα πρέπει να τον προλάβει!»
«Το βέτο του Πάπα Πίου θα μπορούσε να συνοδεύεται κι από το βέτο των Βενετών. Ούτε αυτοί θά ’θελαν τον Ντ’ Όρια επικεφαλής» προσέθεσα.
«Να πας και στον Μεγάλο Δόγη μια επιστολή μου. Να την γράψουμε προσεκτικά. Ακόμα κι αν πέσει στα χέρια του Φίλιππου, να μην αποδεικνύει ότι κάνω ίντριγκες πίσω από την πλάτη του.»
«Αυτό είναι σχετικά εύκολο» είπα.
«Θα μεταφέρεις τις επιστολές, προσωπικά, στον Δόγη και στον Πάπα» είπε. «Να ξέρουν ότι μπορούν να στηρίζονται πάνω μου! Και κάτι ακόμη. Έμαθα πως μπορείς να μιλήσεις με τον δούκα της Σαβοΐας, είναι αλήθεια αυτό;»
Φυσικά, υπήρχε η Σοφία που ήταν νύφη του δούκα της Σαβοΐας. Προφανώς ο Δον Χουάν γνώριζε τη σχέση μου με τους Γκριμάλντι. Κάπως θα πρέπει να το είχε πληροφορηθεί. Ίσως ο Ροντρίγκες, σκέφτηκα.
«Ναι. Έχω αυτή τη δυνατότητα.»
«Θα φροντίσεις λοιπόν να μάθει κι ο Φιλιβέρτος αυτή την σφοδρή μου επιθυμία. Νομίζω ότι θα του αρέσει η ιδέα να κοντύνει λίγο την οικογένεια Ντ’ Όρια(iii).»
«Θα του αρέσει πάρα πολύ. Έχετε απόλυτο δίκιο σε αυτό, Εξοχότατε» είπα.
«Πιστεύω πως κατανοείς πόσο σημαντική είναι αυτή η αποστολή, λοχαγέ» είπε ο Δον Χουάν. «Είναι η σημαντικότερη που έχεις αναλάβει μέχρι σήμερα.»
«Θέλετε να φύγω τώρα ή θα κάνουμε Πάσχα εδώ κι αναχωρώ τη Δευτέρα;»
«Θα φύγεις την Τρίτη. Έχω δώσει τις σχετικές εντολές» είπε ο Δον Χουάν.
«Θα ταξιδέψουμε μαζί μέχρι τη Βαρκελώνη» είπε η Φουέντε αιφνιδιάζοντάς με. «Αν με θέλεις φυσικά.»
«Πρέπει να γράψουμε τις επιστολές για τον Πάπα και τον Δόγη» είπα αμήχανα.
Δεν σκεπτόμουν βέβαια τις επιστολές αλλά αυτό που είχε πει η κοντέσα. Θα ταξίδευε μαζί μου μέχρι την Βαρκελώνη; Πώς; και γιατί; Κοκκίνισα, αλλά, ευτυχώς τα χρώματα ήταν όλα κόκκινα μέσα στο δωμάτιο με το τζάκι.
«Αύριο θα τις γράψεις και θα τις διορθώσουμε μαζί την Δευτέρα» είπε ο Δον Χουάν. «Θα είναι άμεμπτες. Θα δείχνουν πόσο αποφασισμένος και διαθέσιμος είμαι. Χωρίς αιχμές για τον Φίλιππο ή τον Ντ’ Όρια. Μόνο μια μικρή αναφορά στην κακοτυχία που έφερε το καλοκαίρι την αρμάδα μας άπρακτη πίσω στην Κρήτη θα υπάρχει.»
«Ας ευχηθούμε να επιτύχει απόλυτα η αποστολή του λοχαγού» είπε η Φουέντε.
Σηκώσαμε τα ποτήρια για την καλή επιτυχία και για την αρχηγία του πρίγκιπα.
«Έχουμε να πούμε κάτι ακόμη, λοχαγέ» είπε η Φουέντε.
Έδειξα αιφνιδιασμένος από το πολύ έντονο βλέμμα της που γυάλιζε καθώς με κοιτούσε κατάματα. Είχε ένα εύθυμο και ταυτόχρονα σοβαρό ύφος.
«Βεβαίως» είπα πρόθυμα. «Τι έχετε στο νου σας;»
Δεν μου απάντησε όμως εκείνη, αλλά, ο Δον Χουάν που με αιφνιδίασε ευχάριστα.
«Λοιπόν, για να έχουμε καλό ρώτημα λοχαγέ» είπε «πότε σκοπεύεις να μου μιλήσεις για την μυστική σας Αδελφότητα; Πότε θα πρέπει να μάθω κι εγώ ολοκληρωμένα τους σκοπούς σας; Πότε θα πρέπει να γίνω κι εγώ μέλος;»
«Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό» συνέχισε αφήνοντάς με άφωνο. «Πότε σκοπεύεις να μου ζητήσεις επίσημα να αναλάβω την αρχηγία της Αδελφότητας; Θα το κάνεις μετά το τέλος της σταυροφορίας, όταν πια θα είναι πολύ αργά;»
«Υψηλότατε, με αιφνιδιάζετε» έκανα τραυλίζοντας.
Τι ήταν αυτά που εκστόμιζε; Δηλαδή τα ήξερε όλα; Κι γιατί έπαιζε μαζί μου; Το εννοούσε πραγματικά ότι περίμενε από εμένα να του μιλήσω για την ηγεσία της Αδελφότητας; Το είχε ήδη αρνηθεί μια φορά. Όμως, τώρα, το ύφος κι ο τόνος της φωνής του σήμαιναν ότι είχε ήδη αποδεχτεί! Τού είχε μιλήσει φαίνεται ο Ροντρίγκες όσο εγώ έψαχνα κατάλληλη ευκαιρία να το ξαναπώ. Ήταν όμως έτσι; Ήθελα να λύσω αυτές τις απορίες μου, αλλά, δεν τολμούσα να ρωτήσω.
«Αγαπητέ μου, λοχαγέ Χάρμο» είπε η Φουέντε. «Νομίζω ότι θα ήταν πολύ όμορφο αν μας ορκίζατε και τους δυο μαζί εδώ και τώρα!»
Ποιους να ορκίσω; Εκεί μέσα ήμασταν οι τρεις μας μόνο, δεν μας άκουγε κανείς, μήπως λοιπόν ήταν ένα αστείο; Κι αν δεν ήταν αστείο, τότε τι είχε συμβεί; Μιλούσαν σοβαρά ετούτοι οι δυο; Αυτό που δεν είχα καταφέρει να πετύχω την προηγούμενη διετία στη Μαδρίτη τώρα θα γινόταν έτσι εύκολα; Έναν ολόκληρο μήνα ήμουν εδώ με αυτόν τον αποκλειστικό σκοπό, και τώρα μου το ζητούσαν οι ίδιοι; Να γίνουν μέλη κι ο Δον Χουάν αρχηγός! Κι η Φουέντε πως εμπλεκόταν; Πού το ήξερε; Γύρισα προς τον Δον Χουάν. Το βλέμμα μου φανέρωνε ανάγλυφα τις απορίες μου.
«Λοχαγέ, ας μην πολυλογούμε κι ας μην απορείς τόσο πολύ. Σε πληροφορώ ότι μας τα είπε όλα ο Ματίας. Μας έπεισε, εμένα να αναλάβω ηγετικό ρόλο και την Φουέντε να γίνει μέλος. Έχεις αντίρρηση;»
Τους κοίταξα και τους δυο. Είχαν μόνον από ένα πλατύ χαμόγελο να αντιτάξουν στην έκπληξή μου.
«Αντίρρηση;» είπα σχεδόν γελώντας από την αμηχανία μου. «Είναι δυνατόν να έχω αντίρρηση; Μόνο ευχαριστίες και ευθύνη αισθάνομαι, Υψηλότατε, με την τιμή που μας κάνετε. Η Ελλάδα θα σας ευγνωμονεί εις τους αιώνες!»
«Θα μας ορκίσεις λοιπόν επιτέλους, λοχαγέ;» με ρώτησε σταθερά και με ένα πλατύ χαμόγελο. «Βλέπω μια καθυστέρηση αδικαιολόγητη.»
«Να φέρω τα σύμβολα και σας ορκίζω αμέσως» είπα.
Έφερα από το διπλανό δωμάτιο τον πάπυρο με τον όρκο κι ένα ξιφίδιο.
«Είναι μεγάλη τιμή για μένα αυτό που συμβαίνει εδώ» είπα αρχικά. «Οφείλω να ρωτήσω» συνέχισα, «αν προτάσσετε τους σκοπούς της Αδελφότητας έναντι ζωής και περιουσίας. Σας υπενθυμίζω ότι αν αντιμετωπίσετε ηθικό δίλημμα μπορείτε να μείνετε αμέτοχοι με δέσμευση της απόλυτης εχεμύθειας.»
«Αποδεχόμαστε και προτάσσουμε, λοχαγέ. Τα έχουμε σκεφτεί όλα και δεν θα έχουμε ηθικό δίλημμα» μου είπε ο Δον Χουάν. «Μπορείς να συνεχίσεις!»
Ο πρίγκιπας μίλησε για λογαριασμό και των δυο τους.
«Από τη στιγμή αυτή είστε μέλη της Αδελφότητας για την ελευθερία των Ελλήνων» τους είπα.
Το πρόσωπο της Φουέντε έλαμπε ανάμεσα στα κόκκινα μαλλιά της. Η Ισπανίδα είχε αποφασίσει να γίνει μέλος αν και δεν ήξερα πως θα χρησίμευε, Εμπιστευόμουν τον Ροντρίγκες και πέταγα απ’ τη χαρά μου.
«Είσαι πολύ καλός, Χάρμο. Ιδιαίτερα όταν παίρνεις το σοβαρό σου ύφος!» μου είπε παιχνιδιάρικα η Φουέντε.
«Αγαπητή κοντέσα» της είπε ο Δον Χουάν πειράζοντάς την, «πάντα σε έβλεπα κάπως έτσι. Σου ταιριάζει πολύ ο ρόλος του συνωμότη και του μαχητή!»
«Ο κόσμος σήμερα, Χουάν, είναι ανδροκρατούμενος. Οι μύθοι των Ελλήνων, όμως, είχαν χώρο και για αμαζόνες και θεές» του θύμισε εκείνη.
«Το παρελθόν της Γραικίας είναι ένδοξο, το παρόν της, όμως, είναι θλιβερό» της απάντησε. «Αυτό ακριβώς θέλουμε να αλλάξουμε, αλλά, δυστυχώς, δεν μπορούμε να σου υποσχεθούμε έναν κόσμο αμαζόνων!»
«Δεν πειράζει» του είπε εκείνη και γύρισε προς εμένα. «Μου αρκεί, λοχαγέ, που με δεχτήκατε ισότιμα. Κι αυτό ακόμα είναι ένα μεγάλο βήμα» είπε σοβαρή.
Ήταν χαρούμενη πραγματικά που είχε γίνει μέλος της Αδελφότητας. Δεν ήξερα πώς θα την χρησιμοποιούσαμε ούτε πώς ακριβώς αντιλαμβανόταν η ίδια την συμμετοχή της. Ίσως ο Ματίας την ήθελε για να έχουμε πιο κοντά στον Δον Χουάν έναν μυστικοσύμβουλο. Εκείνη, όμως, τι έβλεπε; Της φαινόταν άραγε παιχνίδι; Άνθρωποι είχαν πεθάνει και θα πέθαιναν για τον σκοπό μας; Ο Δον Χουάν, τουλάχιστον, ήξερε τι έκανε και τι αναλάμβανε με αυτόν τον όρκο. Είχε αποδεχτεί τον νέο του ρόλο ήθελε όμως να μάθει περισσότερα.
«Να μου αναγγείλεις τώρα, Χάρμο, τις αποφάσεις που πήρατε στη συνεδρία της Βενετίας; Τουλάχιστον την απόφαση που με αφορά» μου ζήτησε.
«Βεβαίως, Υψηλότατε» είπα. «Με ομόφωνη απόφαση της Αδελφότητας είστε, εφόσον το επιθυμείτε, ο γενικός αρχηγός της οργάνωσης. Τώρα που είστε κι επίσημα μέλος, πρέπει να σας ρωτήσω. Επιθυμείτε, Υψηλότατε να μας τιμήσετε και να αναλάβετε την ηγεσία της Αδελφότητας;»
«Βεβαίως λοχαγέ, σε βεβαιώνω πως το επιθυμώ πολύ. Εμπρός, λοιπόν, κάνε ό,τι πρέπει να γίνει στα γρήγορα γιατί έχουμε και δουλειές!» είπε χαμογελώντας και πάλι.
Κοίταξε την Φουέντε σαν να υπονοούσε κάτι. Αυτοί οι δυο γνώριζαν κάτι που εγώ, προφανώς, αγνοούσα. Το χαμόγελο της Φουέντε με προσγείωσε στην πεζή πραγματικότητα από την οποία είχα αποσπαστεί. Η επισημότητα κι η συγκίνηση της μύησης με είχαν στείλει προσωρινά αλλού. Έδωσα αφηρημένα στον Δον Χουάν τα σύμβολα της Αδελφότητας.
«Σας παραδίδω, Υψηλότατε, το έμβλημα της οργάνωσης και την σφραγίδα της. Η Ελλάς αποθέτει στα χέρια σας το μέλλον της» είπα
«Χαλάρωσε τώρα, λοχαγέ. Όλα πήγαν όπως τα θέλατε κι όπως τα είχατε σχεδιάσει. Σε βεβαιώνω ότι από ’δώ και πέρα θα πάνε ακόμα καλύτερα!»
«Ναι, βέβαια, αυτό πιστεύω κι εγώ!» είπα αυθόρμητα και χωρίς να κρύβω την χαρά μου.
«Η σταυροφορία που περιμένουμε, κι η Αδελφότητα την περιμένει ακόμα περισσότερο, είναι έτοιμη. Η διοίκησή της πρέπει να περάσει οπωσδήποτε σε εμένα» είπε ο Δον Χουάν. «Φρόντισε λοιπόν να επιτύχει η αποστολή σου! Μέχρι τότε, σού εύχομαι ολόψυχα να περάσεις καλά! Εγώ φεύγω τώρα.»
.............. (συνεχίζεται) .......
παραπομπές
i Οι ημερομηνίες του Πάσχα Ορθοδόξων και Καθολικών συνέπιπταν κάθε χρόνο πριν το 1583 που έγινε η μεταρρύθμιση και άρχισε να ισχύει στη δύση το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Το 1571 το Πάσχα ήταν στις 15 Απριλίου
ii Ο Φίλιππος είχε στείλει δυο σπουδαίους στρατηγούς, τον Μαρκήσιο του Μοντεχάρ και τον Μαρκήσιο του Λος Βέλεζ για να καταστείλει την επανάσταση. Κι οι δυο τους έκαναν τραγικά λάθη στρατηγικής κι είχαν υποστεί ταπεινωτικές ήττες στη Γρανάδα και στη Μουρθία. Τότε, ο Δον Χουάν ανέλαβε την εκστρατεία στα όρη Αλμπουχάρας. όπου είχαν οχυρωθεί οι επαναστάτες Μαυριτανοί. Τους νίκησε στο Κάδιξ και στη Γρανάδα και τους αποτελείωσε στη Γκαλέρα επιστρέφοντας πια στη Μαδρίτη με το φωτοστέφανο του θρύλου.
iii Η οικογένεια Ντ’ Όρια που εκτεινόταν και στις οικογένειες των Παμφίλι και Λάντι εξουσίαζε τη Γένοβα προκαλώντας ανησυχία στον δούκα της Σαβοΐας Εμμανουήλ Φιλιβέρτο που δεν ήθελε καθόλου να βλέπει το μεγάλο λιμάνι να συγκεντρώνει εξουσία. Έτσι στη Σαβοΐα δεν είχαν καμιά διάθεση να ενισχυθεί κι άλλο ο Τζιαν Αντρέα Ντ’ Όρια [ΠΗΓΗ: Ρότζερ Κρόουλυ]
************************
Αύριο Παρασκευή 9/4 το 10β, το δεύτερο μέρος του 10ου κεφαλαίου.