Τρίτη 6 Απριλίου 2021

32 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.9β)

 Οι εξελίξεις όσον αφορά την αιχμαλωσία του Χάρμου είναι θετικές, όμως η άγνοια της τύχης της Διονυσίας και τη Δηιάνειρας τον προβληματίζει και τον στενοχωρεί.

*******************************


Κεφ. 9β

..............................

Έμεινα στο σπίτι του Μελέκ Αχμέτ λίγες ακόμη μέρες. Αυτός έψαξε να μάθει για την τύχη των Ρωμιών που είχαν βρεθεί στον ναό Πέτρου και Παύλου την ώρα της εισβολής. Μου έδωσε κάποιες ελπίδες. Πραγματικά, πολλές Ρωμιές κι Ιταλίδες είχαν φορτωθεί από τον ίδιο τον Μουσταφά σε πλοία του Σοκουλού. Ήταν λάφυρα για τον σουλτάνο. Αν η γυναίκα μου ήταν φορτωμένη κι αυτή, θα την έφερναν στην Ισταμπούλ. Μου επιβεβαίωσε όμως κι αυτός ότι τα μικρά παιδιά που έπαιρναν ήταν από δέκα χρονών και πάνω.

Έγραψα ένα μήνυμα για την Ελένη Παππά και το έδωσα στον Μελέκ. Έγραφα ότι ήμουν αιχμάλωτος στην Πόλη και τής ζητούσα να ειδοποιήσει τον Μιχάλη Κυρίτση. Ήθελα να μάθει τι είχαν γίνει η Διονυσία κι η Δηιάνειρα. Επιπλέον της έγραφα να διαπραγματευτεί με τον γενίτσαρο Μελέκ Αχμέτ για την απελευθέρωσή μου έναντι λύτρων.

«Γνωρίζεις την Ελένη Παππά;» με ρώτησε όταν έμαθε σε ποιον θα πήγαινε το γράμμα. «Είναι προστατευόμενη κι ίσως μυστικοσύμβουλος του Σοκουλού Μεχμέτ, του Μεγάλου Βεζίρη μας. Τα ξέρεις αυτά;»

Τον άφησα να εννοήσει την απάντηση. Η Ελένη κι ο αείμνηστος Ιωσήφ ήταν πασίγνωστοι στους ισχυρούς κύκλους της Ισταμπούλ. Εκεί σύναζε κι ο Μελέκ Αχμέτ κι η Ελένη ήταν το είδος των γνωριμιών που ήλπιζε να κάνει.

«Είσαι πολύ πονηρός Ρωμιέ. Έχεις ισχυρές γνωριμίες εδώ. Η Παππά έχει μεγάλη περιουσία και θα μπορούσε μόνη της να σε αγοράσει με τα λεφτά της. Δεν χρειαζόταν ούτε ο Βενετός ούτε ο Σπανιόλος πρέσβης.»

«Στο είπα Μελέκ, μη με διώχνεις και θα κερδίσεις από μένα.»

«Γιατί δεν μου ζήτησες απ’ την αρχή να γράψεις στην Παππά χανούμ;» επέμεινε εκείνος.

«Μα, σου είπα Μελέκ. Δεν ήθελα να χάσεις από μένα.»

«Κι εγώ σου είπα κάτι, άτιμε Ρωμιέ, που εξακολουθείς να με προσβάλεις μπρος στα μούτρα μου. Είσαι ελεύθερος, δεν θέλω λύτρα από εσένα!»

«Θα στείλεις το γράμμα;»

«Θα το στείλω. Θα γράψω κι ένα σημείωμα να έρθουν να σε πάρουν γιατί είσαι ελεύθερος. Εδώ και τρεις μέρες, πριν μάθω σε ποιον θα έστελνες το γράμμα, σε ελευθέρωσα» είπε πεισματωμένος ο Μελέκ.

Με κοίταξε και το μάτι του άστραψε. Ένιωθε πως κάτι στη συμπεριφορά μου του ξέφευγε, κάτι ήταν μη αναμενόμενο και δεν καταλάβαινε ποιο ήταν αυτό.

«Γιατί δεν έγραψες από την πρώτη μέρα στην Ελένη Παππά; Γιατί με έβαλες να στέλνω γράμματα στους Βενετούς και τους Γενοβέζους; Δεν θα έπαιρνα χρήματα από όλους, ένας μόνο θα πλήρωνε για σένα. Τι κόλπο έπαιξες, λοιπόν;»

«Μελέκ αφέντη» του είπα «δεν έπαιξα κανένα κόλπο. Έστειλες τα στοιχεία μου στις πρεσβείες όπως έκανες για όλους τους αιχμαλώτους. Δεν ζήτησα κάτι κακό. Την Παππά χανούμ δεν την σκέφτηκα. Μπορεί να την είχα ξεχάσει.»

Καθώς μιλούσα έβαλε τον δραγουμάνο του να διαβάσει το γράμμα. Δεν ήταν η στιγμή κατάλληλη για να του ζητήσω να είναι διακριτικός.

«Εδώ γράφεις για τον Μιχάλη!» είπε διακόπτοντας τον δραγουμάνο. «Έτσι λένε οι Ρωμιοί τον Σεϊτάνογλου, τον γιο του διαβόλου! Τον γνωρίζεις κι αυτόν βρε; Αυτός είναι ακόμη πιο πλούσιος κι από την Παππά κι ίσως κι από τον Βεζίρη!»

«Άκουσε αφέντη» πήγα να του πω.

«Άσε τα “αφέντη” σου έχω πει» μου το ξέκοψε,

Με κοίταξε κάπως αυστηρά.

«Μίλησέ μου περισσότερο για σένα! Έτσι που μαθαίνω λίγο-λίγο για σένα, μου φαίνεται ότι στο τέλος θα σου κάνω εγώ τεμενάδες. Ποιος είσαι βρε; Μου είπαν ότι ήσουν λοχαγός, αλλά, εσύ ξέρεις σημαντικούς Ρωμιούς στην Πόλη! Γνωρίζεις βρε τον Σεϊτάνογλου και τον αποκαλείς Μιχάλη;»

«Στείλε το γράμμα στην κυρία Παππά. Οι γνωστοί μου θα γίνουν και δικοί σου, αν το θέλεις» του είπα.

Τον είδα που του άρεσε και θέλησα να τον πειράξω.

«Για να θέλει τέτοιες γνωριμίες ο Μελέκ πρέπει να έχει μεγάλες φιλοδοξίες! Λοιπόν, αυτό είναι και καλό και κακό!»

«Έχω φιλοδοξίες Ρωμιέ, δεν κρύβομαι. Όμως, τι καλό και τι κακό έχουν οι φιλοδοξίες;»

«Ο φιλόδοξος μπορεί να πετύχει ενώ ο αδιάφορος όχι.»

«Και το κακό ποιο είναι;»

«Η φιλοδοξία μπορεί να στοιχίσει την αληθινή ζωή.»

«Τι εννοείς όταν λες “αληθινή” ζωή;»

«Ο φιλόδοξος κινδυνεύει να υπηρέτης της φιλοδοξίας του αντί να τον υπηρετεί εκείνη.»

«Τα λένε αυτά κι όσοι ερμηνεύουν το Κοράνι. Μήπως μου βγεις στο τέλος και σούφι;»

Τον συμπαθούσα αυτόν τον γενίτσαρο. Με είχε μαζέψει στην Λευκωσία και με είχε μεταφέρει σαν ζώο για πούλημα σε σκλαβοπάζαρο. Αναρωτιόμουν πώς μπορούσα να συμπαθώ τον εχθρό μου. Όσο και αν μας είχε αποκτηνώσει ο πόλεμος, στην ουσία μέσα μας ήμασταν ίδιοι. Δεν ήθελα να τον παιδεύω άλλο με το μυστήριο γύρω από εμένα.

«Σεβαστέ, αφέντη Μελέκ» είπα. «Δεν είναι σωστό να με φιλοξενείς και να μη με ξέρεις.»

«Μίλα, λοιπόν, επιτέλους» φώναξε ανυπόμονα.

«Είμαι ο Χάρμος από την Κερασούντα, όπως στα είπα. Έχω φίλους σπουδαίους που θα με ελευθέρωναν, αν εσύ δεν είχες προλάβει να το κάνεις οικειοθελώς. Εκείνο που με νοιάζει είναι να βρω τη γυναίκα και το παιδί μου. Θα με φιλοξενήσουν στην Πόλη για όσο χρειαστεί μέχρι να τις βρω αλλιώς θα πάω στην Κύπρο να τις αναζητήσω.»

«Και γιατί με άφησες να ζητάω λύτρα από τη Βενετία και τη Γένοβα;»

«Ήθελα να ξέρουν με επίσημο τρόπο, κυρίως οι Βενετοί αλλά κι οι Ισπανοί κι οι Γενοβέζοι, ότι πιάστηκα αιχμάλωτος. Ήθελα να το μάθουν από τους πρεσβευτές τους, όχι απλά με τα δικά μου λόγια. Το όνομά μου στις λίστες των αιχμαλώτων, με αυτούς που πιάστηκαν στην Πύλη της Αμμοχώστου, ήταν ο πιο καλός τρόπος. Γι αυτό ήθελα να στείλεις τα στοιχεία μου πριν γράψω σε δικούς μου να με ελευθερώσουν.»

«Κι έχει καμιά σημασία αυτό για τους φίλους σου εδώ στην Ισταμπούλ;»

«Γι αυτούς όχι, Έχει όμως σημασία για εκείνους που είναι έξω, στην Ευρώπη.»

«Τι ανάγκη τους έχεις; Μπορούσες να ελευθερωθείς και μόνος σου χωρίς αυτούς.»

«Μου έδωσαν πεντακόσιους στρατιώτες να τους πάω στην Κύπρο. Έπρεπε κι εγώ κάτι να κάνω γι αυτούς, κι αυτό ήταν το λιγότερο.»

«Με ειδοποίησε ο Μαρκαντόνιο Μπάρμπαρο(i). Ήξερε ότι είσαι αιχμάλωτος πριν του το πω. Μου είπε ότι κάποιος θα έρθει να σε δει. Λέγεται Μενάγιας, τον γνωρίζεις;»

«Ναι, βέβαια… ο Πέτρος» είπα εγώ.

«Πρέπει να είναι πολύ άμυαλος αυτός ο φίλος σου για να έρθει εδώ στην Ισταμπούλ. Μπορεί να τον πιάσουν και να ζητάνε λύτρα και γι αυτόν.»

«Είναι Οθωμανός κι αυτός. Ρωμιός απ’ τον Μοριά» του είπα. «Γιατί να τον πιάσουν;»

«Θα έρθει εδώ το απόγευμα για να σε πάρει.»

Χάρηκα που ο Πέτρος Μενάγιας είχε έρθει να βοηθήσει. Θα πρέπει να είχε μάθει για τη σύλληψή μου απ’ ευθείας από την Λευκωσία αλλιώς δεν θα προλάβαινε να έρθει στην Πόλη. Βέβαια τα λύτρα που έφερνε μαζί του δεν θα χρειάζονταν. Όσα χρήματα κι αν έδιναν στον Μελέκ Αχμέτ, το αγύριστο κεφάλι του Αμπχάζιου δεν θα άλλαζε. Με είχε ελευθερώσει μεθυσμένος σε μια ταβέρνα κι αυτό ήταν οριστικό.

Η συνάντηση με τον Πέτρο ήταν συγκινητική. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Δεν είπαμε πολλά. Δεν ρώτησε για τη Διονυσία και την Δηιάνειρα, κι ούτε είπε το παραμικρό. Μετά από τις πρώτες κουβέντες για την κατάστασή μου στου Μελέκ κατάλαβε ότι η διαμονή μου ήταν χωρίς προβλήματα. Ευχαρίστησε τον Τούρκο και ζήτησε να του πει για τα λύτρα. Ο Οσμανλής τον έκοψε άγρια και με έβαλε να του εξηγήσω ότι δεν θα δεχόταν χρήματα. Του είπα τι είχε γίνει. Ουσιαστικά ήμουν ελεύθερος εδώ κι αρκετές μέρες. Ο Μενάγιας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον γενίτσαρο και μου είπε πως θα με πήγαινε στο σπίτι του Καντακουζηνού. Εκεί θα έμενα μέχρι την αναχώρησή μου από την Πόλη. Όπως μου είπε ο Μενάγιας εκεί με περίμεναν πολλοί καλοί μου φίλοι.

«Είναι εδώ η Χριστίνα. Έχουν έρθει με την Αλεξάνδρα στην Κωνσταντινούπολη και μένουν στης Ελένης.»

«Λέγανε ότι θα κάτσουν μόνο για λίγο» παρατήρησα.

«Ο Νέζης έχει γίνει φίλος με την Αλεξάνδρα και με την Χριστίνα, δεν τις αφήνει να φύγουν. Τις συμπαθεί κι η γυναίκα του Μιχάλη, είναι κι η Ελένη που επιμένει να τις κρατήσει εδώ όσο γίνεται περισσότερο.»

Γνώριζα την Πετρινή, την γυναίκα του Καντακουζηνού, από την προηγούμενή μου επίσκεψη στην Πόλη. Ήταν τότε που αναζητούσα να μάθω νέα για την τύχη του Ιάκωβου. Ήταν μια πραγματική αρχόντισσα. Μέσα στα μάτια της καθρεπτιζόταν η ιστορία της Πόλης.

«Δύσκολα αποχωρίζεται κανείς την Πόλη» σχολίασε ο Πέτρος. «Είναι όμως κι άλλοι φίλοι εδώ» συνέχισε ο Μενάγιας. «Θα τους δεις όταν έρθει η ώρα!»

«Πάμε τώρα στην Ελένη» του είπα βιαστικά.

Ήθελα να βρεθώ με τους φίλους και οικείους μου μια ώρα αρχύτερα. Είδα τον Μελέκ να με κοιτάζει λοξά. Δεν είπε τίποτε, αλλά, περίμενε από εμένα να πω κάτι. Όταν ο Πέτρος είχε αναφέρει τον Νέζη, το μάτι του γενίτσαρου είχε γυαλίσει κανονικά. Όποιος γνώριζε τον Καντακουζηνό και τον Νέζη στην Ισταμπούλ ήταν σαν να γνώριζε τον ίδιο τον Σουλτάνο. Οι γνωριμίες μου αποδεικνύονταν καλύτερες από ό,τι είχε αρχικά φανταστεί. Καταλάβαινα τι σκεφτόταν, η τρελή του επιλογή να με απελευθερώσει δικαιωνόταν.

«Μελέκ, θα έρθεις κι εσύ μαζί μας φυσικά, ε;» είπα. «Θα είναι τιμή μου!»

«Φυσικά γκιαούρη» μου είπε. «Θέλω να γνωρίσω όλη τη φάρα σου. Να μάθουν ότι έμεινες ελεύθερος χάρη στο δικό μου το κεφάλι, για το γούστο μου κι όχι για τα λεφτά τους! Και φυσικά θα τους το πεις κι εσύ!»

«Μα, φυσικά Μελέκ» είπα. «Οι φίλοι μου όλοι θα είναι και φίλοι δικοί σου!»

«Αυτό ελπίζω να το εννοείς» είπε.

Πήγαμε με άμαξες κι άλογα στη συνοικία Μπεσικτάς όπου έμενε η Ελένη. Η έπαυλή της ήταν σαν παλάτι. Ο Μελέκ, ο Μενάγιας κι εγώ μπήκαμε στην μεγάλη αυλή. Στην πόρτα μάς περίμεναν ανυπόμονα η Ελένη με τα παιδιά της, ο Μιχαήλ με την Πετρινή, η Αλεξάνδρα κι η Χριστίνα. Η συνάντησή μας με όλους ήταν ενθουσιώδης. Η Αλεξάνδρα, η Χριστίνα, ο Μιχαήλ με έκαναν να χαρώ πολύ, αλλά, με την Ελένη αισθάνθηκα μια ξεχωριστή συγκίνηση. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κι αφήσαμε όλο το συναίσθημα που μας ξεχείλιζε να εκφραστεί ελεύθερα. Η Ελένη, όμως, συνέχισε να κλαίει και μετά από τις πρώτες αγκαλιές, κι αυτό με έκανε καχύποπτο. Η υπερβολική της συγκίνηση με έκανε να ανησυχήσω. Να κρύβει άραγε αυτή η συγκίνηση κάποιο κακό μαντάτο; σκέφτηκα.

«Τι συνέβη στη Διονυσία, στη Δηιάνειρα; Τι ξέρεις; Πες μου Ελένη! Κάτι ξέρεις εσύ και θέλω να μου το πεις, δεν μπορώ να βασανίζομαι άλλο.»

«Δεν είναι καλά τα νέα για τη μικρή σου» μου είπε.

Σχεδόν κατέρρευσα εκείνη τη στιγμή. Άρα, λοιπόν, ήταν αλήθεια όσα μου είχαν πει; Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Δεν θυμάμαι και πολλά από τα πράγματα που έκανα στη συνέχεια. Για τους γύρω μου ήταν σαν να είχα λιποθυμήσει εγώ όμως μιλούσα με την μικρή μου κόρη. Την έβλεπα ολοζώντανη μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό, την καμάρωνα και την χάιδευα τρυφερά. Κανείς δεν κατάλαβε σε ποιον κόσμο ζούσα εκείνη τη στιγμή και νόμισαν πως ήμουν, απλά, σοκαρισμένος. Με κρύο νερό στο πρόσωπο με επανέφεραν κι εγώ λυπήθηκα που έχασα από μπροστά μου την Δηιάνειρα. Με ανησυχούσε η αρρώστια μου, αυτή που μ’ έκανε να βλέπω πράγματα που δεν υπήρχαν, όμως την προτιμούσα. Ήταν καλύτερα μ’ αυτήν παρά με την πραγματικότητα. Πάντως ανέκαμψα και επανήλθα.

Κάναμε τις συστάσεις ανάμεσα στον Μελέκ Αχμέτ, την Ελένη τον Καντακουζηνό και την γυναίκα του. Ευχαρίστησαν όλοι τον Μελέκ που με περιέθαλψε σαν φίλος και με ελευθέρωσε χωρίς να ζητήσει λύτρα. Όλοι τού έδωσαν υποσχέσεις φιλίας. Ο Μιχάλης τού ζήτησε να γνωριστούν καλύτερα. Ο Μελέκ τον κάλεσε σε ένα τεκέ Μπεκτασήδων(ii) κι ενθουσίασε τον Μιχάλη. Τον χαιρέτισα κι εγώ και τον ευχαρίστησα που μου είχε φερθεί τόσο καλά και που έγινε φίλος μου.

«Γκιαούρη, δεν ξέρω τι ετοιμάζεις με όλους αυτούς» μου είπε ο Μελέκ «αλλά σου εύχομαι να είσαι καλά. Μακάρι να βρεις την γυναίκα και το παιδί σου! Εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ για να τις βρω και να στις φέρω.»

«Προσπάθησε Μελέκ, αυτό θα είναι το καλύτερο δώρο για μένα» του είπα. «Θα φροντίσω ώστε όλοι όσοι γνώρισες εδώ κι άλλοι, που δεν έχεις γνωρίσει ακόμα, να γίνουν φίλοι σου! Μια μέρα θα τους χρειαστείς!»

«Να ξαναβρεθούμε σύντομα Ρωμιέ» μου είπε.

Κανόνισα να βρεθούμε και πάλι σε μια ταβέρνα του Γαλατά ή του Χάσκιοϊ. Ο Μελέκ αφού χαιρέτησε σαν ιππότης τις κυρίες και τους άλλους μας άφησε. Προς έκπληξή μου τότε φανερώθηκε ο Ιουστίνος. Είχε έρθει μαζί με τον Μενάγια αλλά δεν ήθελε να το γνωρίζουν οι οθωμανικές αρχές. Αυτός ήταν ο λόγος που κρύφτηκε μέχρι να φύγει ο Μελέκ.

«Ιουστίνε, κι εσύ εδώ;» είπα εγώ έκπληκτος.

«Ζεις λοιπόν φίλε μου!» έκανε εκείνος ανοίγοντας την αγκαλιά του.

«Δεν μου είπε ο Μενάγιας ότι είσαι κι εσύ εδώ.»

«Περιμέναμε να φύγει ο γενίτσαρος για να εμφανιστώ.»

«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Δεν ξέρεις πόσο το είχα ανάγκη…»

«Ναι καλέ μου φίλε» είπε ο Ιουστίνος. «Εγώ χαίρομαι ακόμα πιο πολύ!»

Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η σκηνή ήταν έντονη. Εμφανιζόμουν ξανά στους δικούς μου ανθρώπους μετά από ένα χρόνο περίπου. Ήμουν βέβαια σε τραγική κατάσταση μετά την αιχμαλωσία και την απώλεια των δύο γυναικών μου από το πλευρό μου.

«Χαίρομαι, λοιπόν, που σε βλέπω ζωντανό. Για δεύτερη φορά γλίτωσες από του χάρου τα δόντια! Μετά τη Μάλτα τα κατάφερες και στην Κύπρο!»

«Αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα τόσο καλά, Ιουστίνε. Φύγαμε τρεις κι εγώ εδώ είμαι μόνος μου. Λένε ότι έχασα το κοριτσάκι μου και κανείς δεν ξέρει πού είναι η γυναίκα μου.»

«Κουράγιο φίλε μου» είπε ο Ιουστίνος. «Είμαστε σε πόλεμο κι εσείς δεχτήκατε να πάτε στην πρώτη γραμμή. Δεν ήταν λίγο αυτό που κάνατε!»

«Καλά εγώ, εκείνες όμως τι ήθελα να τις τραβάω μαζί μου;» έκανα απελπισμένος.

«Ήθελαν κι εκείνες. Δεν θα σε άφηναν μόνο σου ποτέ» είπε η Ελένη.

«Και τώρα;» έκανα απελπισμένος. «Τι γίνεται τώρα;»

«Δεν φταις, Χάρμο. Ο πόλεμος είναι βρωμιά. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί σε μια μάχη» είπε ο Καντακουζηνός.

Δεν υπήρχαν λόγια να με παρηγορήσουν. Προσπάθησα να μην χαθώ στον κόσμο της μοναξιάς μου, όπου, σταματούσα να επικοινωνώ με το περιβάλλον. Τότε με τριγύριζαν πρόσωπα της φαντασίας μου ζωντανεύοντας τους εφιάλτες μου.

«Μη του μιλάτε τώρα, φίλοι μου, αφήστε τον» άκουσα την Ελένη. «Ο πόνος του δεν αντέχεται.»

«Πονάμε κι εμείς το ίδιο Ελένη» είπε ο Ιουστίνος

Τα κατάφερα να συνέλθω και ρώτησα ξανά.

«Ελένη, μίλα σε παρακαλώ. Η Διονυσία πού βρίσκεται; Έχεις μάθει τίποτα;»

«Την πήραν αιχμάλωτη, μαζί με γυναίκες και νέους από ευγενική γενιά, πεσκέσι του Μεγάλου Βεζίρη στον Σουλτάνο.»

«Έχουμε ελπίδες έτσι; Όμως η Δηιάνειρα, το κοριτσάκι μου; Θεέ μου … θα το ξαναδώ;»

Σ’ αυτό δεν είχαν τίποτε για να μου απαντήσουν.

«Τα πλοία από την Αμμόχωστο έρχονται στον Σοκουλού. Αν είναι η Διονυσία σε κάποιο από αυτά τότε θα την πάρουμε πίσω» μου είπε ο Καντακουζηνός για να με καθησυχάσει.

Ησύχασα κάπως από τις σκέψεις που μού τριβέλιζαν το μυαλό αλλά κι από την πολλή συγκίνηση. Έβλεπα τους φίλους μου ξανά ενώ είχα μόλις επανέλθει στη ζωή μετά από μια βόλτα στα περίχωρα του κάτω κόσμου.

«Αυτή τη φορά οι Ισπανοί ήταν που απέφυγαν την μάχη» είπε ο Ιουστίνος.

«Ως τώρα αυτό ήταν προνόμιο των Βενετών» είπα.

«Όπως το είπες: “ως τώρα”. Γιατί οι Βενετοί έμπλεξαν άσχημα στην Κύπρο κι ήθελαν βοήθεια αλλά οι Ισπανοί έκαναν πίσω» είπε ο Ιουστίνος.

Περίμενα να ακούσω τη συνέχεια. Όλοι τα γνώριζαν εκτός από μένα.

«Συγκεντρώθηκε ο χριστιανικός στόλος στην Κρήτη. Οι Βενετοί ήθελαν να στείλουν στρατεύματα στην Κύπρο και να βοηθήσουν την Λευκωσία. Συμφωνούσαν κι οι Ισπανοί, όμως, η κακοκαιρία από την μια και οι δισταγμοί του Ντ’ Όρια(iii), μας καθυστέρησαν πολύ. Πλησιάσαμε στο νησί μετά τα μέσα του Σεπτέμβρη όταν πια η Λευκωσία είχε πέσει. Ο Κολόνα, ο γενικός αρχηγός του στόλου, κόντεψε να αρρωστήσει από την αναβλητικότητα των Ισπανών.»

«Και πάλι χρειαζόταν ο στόλος. Δεν είναι η Λευκωσία μόνο στο νησί. Είναι η Κερύνεια, η Αμμόχωστος. Τα αφήσατε όλα στους Τούρκους;» ρώτησα.

«Η Κερύνεια παραδόθηκε, μόνο η Αμμόχωστος μένει.»

Ο Ιουστίνος μου το είπε με πόνο ψυχής κι αυτό το νέο.

«Έστειλε ο Μουσταφά στην Κερύνεια το κεφάλι του Ντάντολο κρεμασμένο στη σέλα του. Το μήνυμα ελήφθη κι η φρουρά της Κερύνειας σήκωσε λευκή σημαία. Η Αμμόχωστος όμως μένει όρθια. Έστειλαν και εκεί το κομμένο κεφάλι αλλά ο Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίνο, που έχει εκεί το κουμάντο, δεν φοβήθηκε. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν την πολιορκία αλλά λόγω του χειμώνα σταμάτησαν. Η μάχη θα δοθεί το καλοκαίρι.»

«Εσείς που τα μάθατε όλα αυτά;» ρώτησα.

«Αράξαμε ένα βράδυ, 20 ή 21 του Σεπτέμβρη, σε μια παραλία για να αποφύγουμε μια καταιγίδα. Μας βρήκε ένα καΐκι που ερχόταν από την Κύπρο με τα δυσάρεστα νέα για την πτώση της Λευκωσίας. Καπετάνιος ήταν ένας άντρας που τον είχατε μυήσει εσύ κι η Διονυσία στην οργάνωσή μας. Λέγεται Ιερώνυμος Συγκλητικός.»

«Ώστε σώθηκε ο Ιερώνυμος!» έκανα χαρούμενος που είχαν γλιτώσει κάποιοι από την καταστροφή.

«Σώθηκε! Βγήκε απ’ την Πύλη της Αμμοχώστου μαζί με κάποιους. Πέρασαν από τις τουρκικές γραμμές και γλύτωσαν. Ο Ιερώνυμος πήρε ένα καΐκι με προορισμό την Κρήτη. Μας βρήκε στον όρμο που είχαμε καταπλεύσει, κι όταν άκουσε το όνομά μου, μού έδωσε σημάδια της Αδελφότητας. Μου έδειχνε μεγάλο σεβασμό. Ήρθε μαζί μου, ψάχνει έναν συγγενή του που θα τον πουλήσουν στο σκλαβοπάζαρο.»

«Ώστε είναι εδώ ο Ιερώνυμος;» έκανα έκπληκτος.

«Έχει πάει σε ένα μπουντρούμι» είπε ο Μενάγιας «και ψάχνει έναν αδελφό του. Θα έρθει εδώ σε λίγο κι αυτός.»

«Ο Ιερώνυμος μου είπε ότι πιάστηκες αιχμάλωτος στην Πύλη της Αμμοχώστου. Ήταν κι ο Κονταρίνι κι ο Καλέπιο κι άλλοι» μου είπε ο Ιουστίνος.

«Ο Καλέπιο ήταν μαζί μου» είπα. «Ας τον αγοράσουμε. Ο Μελέκ ξέρει πού βρίσκεται. Όμως ο Φραντσέσκο Κονταρίνι, δυστυχώς πέθανε. Είχε τραύματα και δεν άντεξε.»

«Ο Ιερώνυμος μου είπε και για την μικρή Δηιάνειρα» συνέχισε ο Ιουστίνος. «Του τα είπε ο επίσκοπος Λογαράς πριν ξεψυχήσει κι αυτός.»

«Πώς έγινε;» ρώτησα με τα μάτια μου υγρά.

«Την πήραν μέσα από τα χέρια της Διονυσίας και την σκότωσαν. Δεν άφησαν ούτε ένα παιδί ζωντανό, έβρισκαν τα μωρά και τα σκότωναν! Κουράγιο, Χάρμο» είπε ο Ιουστίνος καθώς με είδε να λυγίζω. «Κουράγιο!»

«Μίλα σε παρακαλώ» του ζήτησα. «Πες όλα όσα ξέρεις. Θέλω να ξέρω! Πρέπει να ξέρω!»

«Χτύπησαν θανάσιμα τον Λογαρά. Το κοριτσάκι σου ξεψύχησε στα χέρια του, λίγο πριν τελειώσει κι αυτός.»

Ο Ιουστίνος δάκρυζε καθώς μου τα έλεγε.

«Το μικρό μου κοριτσάκι…!» μπόρεσα μόνο να πω.

«Λυπάμαι που σου φέρνω αυτά τα δυσάρεστα» μου είπε με μεγάλη θλίψη.

«Δεν φταις εσύ φίλε μου» είπα. «Εγώ φταίω για όλα. Ο Ιερώνυμος; ήταν εκεί;»

«Ναι, σώθηκε γιατί τον νόμισαν νεκρό. Έβαλε τον Μητροπολίτη σε μια γωνιά με τη μικρή σου. Γύρισε στην Πύλη της Αμμοχώστου όπου έκαναν μια τρελή έξοδο και σώθηκαν!»

«Θεέ μου» έκανα φρικαρισμένος. «Κι η Διονυσία;»

«Ο Ιερώνυμος είπε ότι την χτύπησαν γιατί ούρλιαζε. Δεν σταματούσε με τίποτα και την πήραν σχεδόν λιπόθυμη. Την μάζεψαν για πεσκέσι στον Μεγάλο Βεζίρη.»

«Και που βρίσκεται τώρα;»

«Ίσως να φτάνουν τα πλοία στην Πόλη, δεν θα αργήσουν πολύ. Την έχουν για πούλημα ή για κάποιο χαρέμι.»

«Θα την πάρουμε πίσω» είπε ο Καντακουζηνός.

«Μην ανησυχείς, Χάρμο» μου είπε η Πετρινή. «Εδώ θα βρούμε τρόπο να πάρουμε πίσω τη γυναίκα σου.»

Η σκέψη ότι θα ξανάβλεπα την Διονυσία ήταν μια ανακούφιση. Αν ήταν αιχμάλωτη του Σοκουλού Μεχμέτ, είχαμε πολλές ελπίδες να την εξαγοράσουμε.

«Έχω μήνυμα του ναυάρχου Κολόνα προς τον Σοκουλού για σένα και τη Διονυσία» είπε ο Ιουστίνος. «Μου το έγραψε στο πλοίο όταν του είπα πως είστε κι οι δυο όμηροι.»

Το κοίταξα με περιέργεια. Το γράμμα είχε την επίσημη σφραγίδα του ναυάρχου Κολόνα.

«Παρά τον πόλεμο, η Βενετία έχει καλές σχέσεις με τον Σοκουλού. Ο λόγος του Μαρκαντόνιο μετράει εδώ ακόμα.»

«Γνώρισα τον σινιόρ Κολόνα όταν ήμουν στην υπηρεσία του Δον Χουάν» του είπα. «Συμπαθούσε τη Δηιάνειρα!»

Θυμήθηκα τον ωραίο και περήφανο Δον Χουάν που είχα πάνω από ένα χρόνο να τον δω.

«Ο πρίγκιπας σε περιμένει πώς και πώς» μου είπε ο Ιουστίνος. «Το ίδιο κι ο Ροντρίγκες, κι ο Βαλέρης, όλοι.»

«Ο Δον Χουάν θα σε περιμένει με την Διονυσία στον στόλο του» μου είπε ο Μενάγιας.

«Ποιον στόλο;» ρώτησα ειρωνικά. «Του Κολόνα, που ο Ντ’ Όρια δεν τον άφησε να φτάσει στην Κύπρο;»

«Ο πρίγκιπας έχει πια δικό του στόλο» είπε ο Μενάγιας. «Τον εμπιστεύεται όλη η Ευρώπη κι ο Φίλιππος δεν μπορεί να φέρνει συνέχεια αντιρρήσεις.»

«Αυτή τη φορά θα γίνει ο ιερός συνασπισμός» είπε η Ελένη. «Αυτό λένε τα μηνύματα που έρχονται από παντού.»

«Ο Βασιλιάς πρέπει να τον ορίσει επικεφαλής» είπε ο Ιουστίνος «αλλά … διστάζει.»

«Κι ο Φραγκίσκος το ίδιο λέει, όμως, όσο διστάζει ο Φίλιππος, τίποτε δεν είναι σίγουρο» είπε ο Μενάγιας.

«Ο Δον Χουάν σε θέλει κοντά του» μου είπε ο Ιουστίνος.

Ήταν τιμητικό να με θέλει ο πρίγκιπας κοντά του, όμως, εγώ είχα τώρα στο νου μου άλλα. Ακόμα δεν είχα χωνέψει τον χαμό της μικρής μου. Περίμενα να ελευθερωθεί κι η Διονυσία. Μετά από αυτό, θα μπορούσα να πάω στον πρίγκιπα. Είχα την αποστολή μου, να τον προετοιμάσω για την πρότασή μας.

Οι εξελίξεις έτρεχαν. Η εξέγερση στην χερσόνησο είχε ήδη ξεκινήσει απ’ το καλοκαίρι του 1570. Οι Βενετοί ξεσήκωσαν την Ήπειρο και την Αλβανία μέχρι κάτω στην Αιτωλία και την Ακαρνανία. Είχαν απελευθερωθεί το Σοποτό κι η Χιμάρα μετά από σκληρές μάχες. Παράλληλα, είχε ξεκινήσει νέα εξέγερση στη Μάνη. Η σπίθα είχε ανάψει και δεν θα αργούσε ο γενικός ξεσηκωμός. Ευτυχώς είχαμε ένα ευρύ δίκτυο οπλαρχηγών και προκρίτων. Θα εντείναμε τον αγώνα όχι με βάση τις ανάγκες της Βενετίας αλλά τις δικές μας.

«Χρειαζόμαστε άμεσα έναν αναγνωρισμένο αρχηγό και μάλιστα γαλαζοαίματο, τον Δον Χουάν!» είπε ο Ιουστίνος.

«Νομίζω πως κι εκείνος χρειάζεται έναν λαό που να τον πιστεύει κι ένα κράτος δικό του» απάντησα

.......... (συνεχίζεται) .....

Παραπομπές: 

i Η βενετσιάνικη οικογένεια Μπάρμπαρο ισχυρίζεται ότι κρατά από πατρίκιους Ρωμαίους και είναι πασίγνωστη μέχρι σήμερα. Ο Μαρκαντόνιο ήταν Βάϊλος στην Κωνσταντινούπολη το 1570 και αργότερα, στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, φυλακίστηκε από τους Οθωμανούς. Κατόπιν έγινε ιεροεξεταστής στην Κέρκυρα. [ΠΗΓΕΣ: Αγγλική Wikipedia / Corfu Museum / Ρόμπερτ Ρόουλυ «Αυτοκρατορίες των Θαλασσών»/ κ.α.]

ii Οι Μπεκτασήδες είναι θρησκευτικό τάγμα των μουσουλμάνων, ο Χατζή Μπεκτάς που το έφτιαξε θεωρείτο πνευματικός ηγέτης των γενιτσάρων

iii Πρόκειται για τον γενοβέζο Τζιάννι Ντ’ Όρια, ανιψιό του ναυάρχου Αντρέα Ντόρια που είχε χάσει την ναυμαχία στην Πρέβεζα το 1538

*******************************

Αύριο το γ' μέρος που ολοκληρώνει το 9ο κεφάλαιο στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μιαν έκτακτη Συνεδρία της Αδελφότητας.