Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

39 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.11β)

Οι Οθωμανοί είναι υποχρεωμένοι να διαπραγματευθούν ώστε η πολιορκία να λήξει σύντομα αλλιώς κινδυνεύουν να χάσουν μεγάλες περιοχές τους που επαναστάτησαν ή ετοιμάζονται να επαναστατήσουν. Στη ναυαρχίδα Ρεάλ έρχονται επισκέπτες και μια νέα έκτακτη συνεδρία της Αδελφότητας προσδιορίζει τους νέους στόχους.

*********************************



 

κεφ. 11β

..........................................


Με εξαίρεση αυτές τις επιδρομές και τους σποραδικούς κανονιοβολισμούς, το υπόλοιπο στράτευμα ήταν σε αδράνεια. Ευτυχώς, είχα συντροφιά την Φουέντε. Τα βράδια κοιμόμασταν μαζί και την υπόλοιπη μέρα γινόταν ο στρατιώτης Βιτόριο. Ήμουν κοντά στον Δον Χουάν που ήταν ίσως ο πιο δραστήριος κι ο πιο ανυπόμονος απ’ όλους στην ιδιότυπη πολιορκία. Την ημέρα των επιδρομών δεχτήκαμε στη «Ρεάλ» την επίσκεψη του Ιουστίνου. Ανέβηκε στο πλοίο και μίλησε με τον Δον Χουάν και τους ναυάρχους που συνήθως βρίσκονταν στη γαλέρα μας. Κάναμε μια βόλτα πάνω στο κατάστρωμα της ναυαρχίδας. Φτάσαμε μέχρι την πρύμνη από όπου βλέπαμε καθαρά τους μιναρέδες της πόλης.

«Η Πόλη στο έλεος των κανονιών μας!» είπα. «Ποιος να το φανταζόταν….!»

«Πίστευες ποτέ ότι θα φτάναμε ως εδώ;» αναρωτήθηκε ο Ιουστίνος.

«Εγώ όχι. Ξέρω κάποιον όμως που το πίστευε» είπα.

«Τον Ηρακλείδη, ε; Ναι. Ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος, αν όχι κι ο μόνος, που αυτό το πίστευε.»

«Το σχεδίασε και το πραγματοποίησε, έστω και μετά τον θάνατό του» είπα.

«Αν δεν υπήρχαν ο Ηρακλείδης για να το σχεδιάσει κι ο Δον Χουάν για να το εκτελέσει, δεν θα ήμασταν ποτέ εδώ» είπε ο Ιουστίνος.

«Η τύχη ήταν με το μέρος μας» είπα.

«Τύχη; Χρειάζεται βέβαια κι αυτή, όμως το σχεδιάσαμε, η Αδελφότητα δούλεψε γι αυτό, δεν ήταν τύχη.»

«Σχεδιάσαμε την σύγκρουση και την κυνηγήσαμε. Η νίκη, όμως, στη Ναύπακτο δεν ήταν θέμα μόνο σχεδιασμού, ήταν και θέμα τύχης.»

«Σε αυτό δεν έχεις άδικο» παραδέχτηκε ο Ιουστίνος. «Είχε δίκιο ο Ροντρίγκες που έλεγε ότι άγνωστες λεπτομέρειες καθορίζουν την τύχη μιας τέτοιας ναυμαχίας.»

«Αν δεν μας ευνοούσε ο αέρας στην αρχή δεν θα είχαμε τόση ορμή» είπα. «Αν ο Ουλούτζ υπερφαλάγγιζε τον Ντ’ Όρια, μπορεί να ήταν όλα διαφορετικά.»

«Τρόμαξα όταν έμαθα ότι ο Ουλούτζ είχε βυθίσει τα πλοία της Μάλτας κι είχε βρεθεί πίσω μας» είπε ο Ιουστίνος.

«Ευτυχώς για μας, ήταν ήδη αργά για τον Πασά όταν το κατάφερε. Εκμεταλλεύτηκε την ανοησία του Ντ’ Όρια ν’ αφήσει κενά στις γραμμές μας, αλλά, τελικά δεν μας έβλαψε. Κι αυτό ήταν θέμα τύχης. Γι αυτό σου λέω, τίποτε δεν είναι βέβαιο σε τέτοιες ναυμαχίες» του είπα.

«Όμως είχαμε τον Δον Χουάν, είχαμε τις γαλεάσες των Βενετών, είχαμε την εφεδρεία του Αλβάρο. Δεν ήταν λίγα όλα αυτά. Είχαμε πολλά πλεονεκτήματα που έσπρωξαν την τύχη να μας βοηθήσει, αλλιώς ούτε αυτή δεν θα έφτανε.»

«Συν Αθηνά και χείρα κίνει» είπα.

«Σημασία έχει ότι το απίστευτο μακελειό μας έβγαλε νικητές!» είπε ο Ιουστίνος. «Η σωστή οργάνωση του αγώνα μας μάς οδήγησε μέχρις εδώ.»

«Χωρίς την επιμονή του Χουάν και τις πληροφορίες απ’ την Πόλη για τον στόλο του Ουλούτζ, πάλι δεν θα ήμασταν εδώ. Η νίκη μας θα έμενε ανεκμετάλλευτη. Ο Φίλιππος βιαζόταν να πάρει τον στόλο του πίσω στην Ισπανία» του είπα.

«Πραγματικά, αν δεν ήταν ο Δον Χουάν να νικήσει για δεύτερη φορά τον τουρκικό στόλο δεν θα γινόταν τίποτε. Όσο για τις πληροφορίες ότι ο στόλος δεν είναι αξιόμαχος, έπαιξαν μεγάλο ρόλο. Το αναγνωρίζουν όλοι» είπε ο Ιουστίνος. «Τώρα πρέπει να γίνει τώρα ένας καλός χειρισμός που να μας βάλει κι εμάς στο παιχνίδι. Πιστεύω ότι ο πρίγκιπας θα τα καταφέρει. Δυναμώνει η επανάσταση, μεγαλώνει κι ο φόβος των Τούρκων για μια εξωτερική επέμβαση. Το δίκτυο που έχουμε απλώσει στις αυλές δουλεύει για την υπόθεσή μας! Πιστεύω ότι όλα αυτά θα αποδώσουν. Θέλω πολύ να αναπνεύσω λίγο ελεύθερα πριν πεθάνω!»

Ο Ιουστίνος Βαρδάτης βρισκόταν τώρα στα εξήντα έξι του. Όταν κάναμε μαζί το ταξίδι από το Ναύπλιο για Κέρκυρα ήταν τριανταπέντε. Από τότε είχαν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια, μια ολόκληρη ζωή μου φαινόταν.

«Άραγε, τι να κάνουν τώρα στην Κωνσταντινούπολη οι δικοί μας άνθρωποι;» αναρωτήθηκα.

«Θα δουλεύουν για ένα συμβιβασμό. Είναι η κατάλληλη στιγμή τώρα» είπε ο Ιουστίνος. «Ο Σοκουλού είναι ο μόνος που διατηρεί την ψυχραιμία του στην Πόλη.»

«Πρέπει να τα βρουν με τον Σοκουλού και τον Νέζη. Αυτοί κατευθύνουν τις τύχες των Οθωμανών τώρα» είπα. «Πες μου όμως για την εξέγερση, τι ξέρεις;»

«Στη Ραιδεστό έμαθα τα νέα» μου είπε. «Έχει ξεσηκωθεί η Γραικία! Ένα στράτευμα Ισπανών και Βενετών αποβιβάστηκε στην Ήπειρο και βαδίζει προς Θεσσαλονίκη. Οι χώρες στη Μολδοβλαχία δέχονται επιθέσεις από τυχοδιώκτες που τους στηρίζει η Αυστρία. Η εξέγερση επεκτείνεται κι οι Οθωμανοί πρέπει τώρα να νιώθουν πολύ στριμωγμένοι.»

«Οι δικοί μας;»

«Ο Μενάγιας πρέπει να έχει φτάσει τώρα στη Θεσσαλία κι ο Τσόμης απ’ την Χιμάρα στην Αχρίδα. Όλη η Μάνη είναι ελεύθερη. Οι αδελφοί Μελισσηνοί ελευθέρωσαν τον Μοριά. Οι Κυκλάδες, η Ρόδος και τα νησιά έχουν ξεσηκωθεί. Ακόμα και στη Σμύρνη και στον Τσεσμέ έχει ξεσπάσει επανάσταση! Οι Τούρκοι είναι τρομοκρατημένοι, ζητούν στρατό και γενίτσαρους παντού, αλλά, ο Σουλτάνος δεν μπορεί να τους καλύψει. Θέλει τον στρατό εδώ, στην Ισταμπούλ αλλά δεν μπορεί να αφήσει όλα τα μπεηλίκια απροστάτευτα.»

«Τα πράγματα λοιπόν πάνε καλά» συμπέρανα.

Εκείνη την ώρα πλησίασε η Φουέντε ντυμένη Βιτόριο. Κοίταξε τον Ιουστίνο και του έκλεισε το μάτι. Εκείνος δεν την κατάλαβε αμέσως κι αναγκάστηκα να του εξηγήσω. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Κόμισσα Φουέντε!» είπε και παραλίγο να της δώσει χειροφίλημα. «Τι έκπληξη! Ήξερα πως ο πρίγκιπας έχει πάντα συντροφιά στις εκστρατείες του, δεν ήξερα ότι αυτό ισχύει και για τους υπασπιστές του!»

«Ο Χάρμος είναι εξαίρεση, είπε η Φουέντε» κι έφυγε.

Έπρεπε να τηρεί κάποια προσχήματα. Οι εμφανίσεις της στο κατάστρωμα ήταν μετρημένες. Ο Ιουστίνος με μακάρισε για την τύχη μου κι αφού συζητήσαμε λίγο ακόμα για τις εξελίξεις, αποχώρησε για πλοίο του.

Πέρασα στην κουκέτα και ξάπλωσα δίπλα της. Είχε βγάλει την χάλκινη γυαλιστερή περικεφαλαία. Τα κόκκινα σγουρά μαλλιά της χύνονταν πάνω στους ώμους της και γύρω απ’ το πρόσωπό της. Καθώς έβγαζε τον χάλκινο θώρακα και την στολή, έβλεπα το όμορφο κορμί της και το στιλπνό λευκό δέρμα της. Ένιωθα για μια ακόμη φορά ευτυχής που μπορούσα να την απολαμβάνω ολοκληρωτικά. Την φίλησα τρυφερά στο λαιμό και στο στήθος. Ύστερα την πήρα αγκαλιά πολύ τρυφερά και ξαπλώσαμε.

«Δεν θέλω να σε χάσω» της είπα.

«Θα είμαι πάντα μαζί σου Χαρμονιόζο, μην ανησυχείς.»

«Φοβήθηκα στη ναυμαχία» της είπα. «Φοβήθηκα πολύ.»

«Δεν ήταν και λίγο. Ένιωσα πως πεθαίνω, όμως εσύ με πήρες στην αγκαλιά σου και με έσωσες!»

«Τι τρελές που ήσασταν κι οι δυο» είπα ταραγμένος στη σκέψη αυτού που είχε συμβεί στη ναυαρχίδα του Αλή Πασά. «Τι απίστευτη αποκοτιά ήταν αυτή. Πηδήσατε δυο γυναίκες στη ναυαρχίδα του εχθρικού στόλου σαν να είσαστε πειρατές! Τι τρομερή ανοησία!»

Η «Ρεάλ» κι η «Σουλτάνα» είχαν κολλήσει η μία πάνω στην άλλη. Ήταν αδύνατο να ξεμπλέξουν όσες μανούβρες κι αν δοκίμασαν οι πλοηγοί. Και τότε κάποιος έδωσε το σύνθημα της επίθεσης. Πρώτοι οι Οθωμανοί με ξίφη υψωμένα εισέβαλαν στη γαλέρα μας. Έγιναν μάχες σώμα με σώμα. Ο Δον Χουάν τραυματίστηκε στον ώμο αλλά οι εισβολείς αποκρούστηκαν. Σμήνη βελών και τυφεκισμών κι από τις δυο πλευρές άρχισαν να δημιουργούν βουνά από πτώματα νεκρών στρατιωτών. Κάποια στιγμή οι δικοί μας απέκρουσαν τους εισβολείς και χίμηξαν στη τουρκική ναυαρχίδα για να σκοτώσουν Ουλούτζ. Σκαρφάλωναν πάνω σε μια μικρή σκαλωσιά και χιμούσαν ορμητικά στο κατάστρωμα της «Σουλτάνας». Ανάμεσά τους είδα τις περικεφαλαίες και τις στολές του λοχία Μάριου και του Βιτόριο. Οι δυο τρελές γυναίκες, η Μαρία η χορεύτρια και η κόμισσα Φουέντε βούτηξαν στη μάχη. Κρατούσαν λόγχες κι ορμούσαν άφοβα στο κατάστρωμα της τουρκικής ναυαρχίδας φλερτάροντας με τον ένδοξο θάνατο.

«Έτρεξες όμως πίσω μου, Χαρμονιόζο» είπε η Φουέντε τρυφερά. «Με έσωσες όταν δέχτηκα από εκείνον τον γενίτσαρο το βέλος στο στήθος.»

«Δεν θα άντεχα κι άλλη απώλεια Φουεντίνα. Μαζί σου πέθαινα κι εγώ!» της είπα.

«Η Μαρία πολεμούσε ώσπου δεν έμεινε ένας Τούρκος ζωντανός στη ναυαρχίδα του Αλή Πασά! Ο Δον Χουάν είπε ότι την ζήλευε γι αυτό που είχε κάνει.»

«Γιατί ο ίδιος, όσο κι αν θα το ήθελε, δεν μπορούσε να κάνει τέτοια αποκοτιά!» είπα.

Γι αυτόν, φυσικά, κάτι τέτοιο απαγορευόταν! Να εκτεθεί τόσο πολύ σε κίνδυνο ο αρχηγός του στόλου ήταν ανεπίτρεπτο. Για εκείνον δεν μετρούσε ο θάνατος, για τον στράτευμα, όμως, η ακεραιότητά του ήταν ύψιστη προτεραιότητα.

«Ήταν θηρίο στο κλουβί ο πρίγκιπας» είπε η Φουέντε.

«Είδες, όμως, τι έπαθαν οι Τούρκοι; Με τον θάνατο του Αλή Πασά έχασαν τον έλεγχο. Η απώλεια του αρχηγού σε μια τέτοια μάχη είναι καταστροφή» της είπα.

Πραγματικά, από τη στιγμή που κυριέψαμε την εχθρική ναυαρχίδα, γλιτώνοντας την δική μας, η νίκη δεν απείχε πολύ. Η μάχη έκλινε προς το μέρος μας κι ως την παύση του πυρός, η ναυμαχία εξελίχθηκε σε μια φοβερή σφαγή των Τούρκων. Από τις σαράντα χιλιάδες χριστιανών, χάθηκε ένας στους τέσσερις. Από τις πενήντα χιλιάδες των Τούρκων χάθηκαν οι μισοί ενώ χιλιάδες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Δεν ήταν ότι τους λυπόμουν, όμως κάτι με έκανε να νιώθω πολύ άσχημα όσο τα σκεφτόμουν όλα αυτά.

«Χαρμονιόζο, δεν μου αρέσει ο πόλεμος» μού ’πε με ένα λυπημένο τόνο στη φωνή της.

«Δεν τον απέφυγες, όμως, κοντέσα» της υπενθύμισα σαν να την μάλωνα γι αυτό.

«Όταν ορμήσαμε με την Μαρία στη «Σουλτάνα» ένιωθα σαν θηρίο. Δεν ήμουν άνθρωπος εκείνη τη στιγμή!»

«Κι όμως, ο κόσμος έτσι βαδίζει, Φουεντίνα.. Με φωτιά και τσεκούρι γίνονται όλα! Σ’ αυτό δεν έχουν αλλάξει πολλά εδώ και χιλιάδες χρόνια» της είπα.

«Σκοτώθηκαν τόσο πολλοί!» συνέχισε. «Η θάλασσα είχε κοκκινίσει εντελώς. Κάποιοι έπεφταν στο νερό για να σωθούν και πνίγονταν από το αίμα και τα πτώματα. Κι όταν τελείωσε η μάχη, όσους έβρισκαν ακόμη ζωντανούς τους σκότωναν εν ψυχρώ. Τι είδους χριστιανοί ήταν αυτοί; Τι άνθρωποι είμαστε κι εμείς;»

«Και τι είδους μουσουλμάνοι είναι οι άλλοι που έκαναν τα ίδια στην Κύπρο;» ψιθύρισα.

Το σκεφτόταν. Όχι ότι συνέκρινε τις δυο βαρβαρότητες, αλλά, τρόμαζε με την ευκολία που κι η ίδια είχε μετατραπεί σε μηχανή θανάτου.

«Αυτός είναι ο πόλεμος, Πηγίτσα» ψιθύρισα. «Σ’ αυτόν δεν υπάρχει ευγενικός ούτε φιλεύσπλαχνος άνθρωπος, όλοι σκοτώνουν ή σκοτώνονται!»

«Κράτησέ με σφιχτά» μου ζήτησε με ψιθυριστή φωνή στο αυτί μου. «Έτσι ήθελα πάντα να πεθάνω, μέσα σε μια μάχη, κοντά σε αγαπημένα μου πρόσωπα.»

«Να πεθάνεις; Τι είναι αυτά που λες;» είπα ταραγμένος καθώς την έβλεπα να ξεψυχά στην αγκαλιά μου. «Δεν είναι ο θάνατος για σένα Φουεντίνα» της ψιθύρισα.

Κούνησα το κεφάλι για να ξυπνήσω από τον εφιάλτη που με στοίχειωνε κι ήρθα στα συγκαλά μου. Μιλούσαμε και ξεχνούσαμε τον πόνο μας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ζούσα μέσα σ’ ένα όνειρο που δεν ξεχώριζε καθόλου από την πραγματικότητα. Ζούσαμε ένα όνειρο ή ονειρευόμασταν; Δεν ήμουν βέβαιος για το τι από τα δυο συνέβαινε. Οι εξελίξεις πάντως έτρεχαν στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη. Το καταλάβαμε την άλλη μέρα. Μια μεγάλη βάρκα του οθωμανικού ναυτικού με μια λευκή σημαία πλεύρισε το πλοίο μας. Μια αντιπροσωπεία Τούρκων ανέβηκε στο «Ρεάλ» και παρέδωσε επιστολή του Σοκουλού στον Δον Χουάν. Εκείνος τους περίμενε στη βασιλική καμπίνα με τους άλλους ναυάρχους. Εγώ ήμουν γραμματέας και μεταφραστής. Ο επικεφαλής τους προχώρησε, έκανε μια υπόκλιση κι έδωσε στον Δον Χουάν ένα κύλινδρο με περγαμηνή. Τα μάτια του συναντήθηκαν στιγμιαία με τα δικά μου κι άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη!

Ο Δον Χουάν πρόσεξε το έκπληκτο ύφος του Τούρκου και σάστισε νομίζοντας ότι ο ίδιος του προξένησε την έκπληξη. Παραξενεύτηκε, αλλά, αμέσως με είδε και κατάλαβε. Εγώ, που στεκόμουν ακριβώς πίσω του, ήμουν η αιτία που ο Οθωμανός απεσταλμένος τα είχε χάσει. Για να σταματήσει τις γκριμάτσες απορίας στο πρόσωπο του αγγελιαφόρου, γύρισε προς το μέρος μου και με ρώτησε.

«Γνωρίζεσαι λοχαγέ με τον κύριο;»

«Υψηλότατε, ο κύριος είναι ο γενίτσαρος που με έπιασε αιχμάλωτο στη Λευκωσία. Αυτός που με άφησε ελεύθερο!»

«Ο βασανιστής που μετά από λίγο έγινε φίλος σου; Αυτός που δεν δέχτηκε λύτρα;»

«Έτσι ακριβώς Κύριε. Είναι ο σπουδαίος Μελέκ Αχμέτ!»

Ο Μελέκ Αχμέτ δεν καταλάβαινε τι ακριβώς λέγαμε. Άκουσε το όνομά του και κατανόησε ότι μιλούσαμε γι αυτόν. Ο δραγουμάνος του προσπάθησε να του πει τι περίπου λέγαμε με τον πρίγκιπα. Ο Μελέκ τον διέκοψε.

«Ρώτα τον Αρχιναύαρχο, δραγουμάνε. Έχω την άδεια του να απευθυνθώ στον αφέντη Χάρμο;»

Ζητούσε την άδεια του πρίγκιπα να μου μιλήσει. Ο Δον Χουάν με ένα χαμόγελο του έδειξε πως, φυσικά, μπορούσε. Ο Μελέκ στράφηκε προς το μέρος μου.

«Ρωμιέ, τι δουλειά έχεις εσύ εδώ πέρα;» είπε μιλώντας στη ποντιακή διάλεκτο, έκπληκτος αλλά εμφανώς χαρούμενος. «Είσαι υπασπιστής του Κυρ-Ιωάννη;»

«Εγώ πάντως χάρηκα που σε ξαναείδα Μελέκ Αχμέτ» του είπα. «Εσύ;»

«Τι ρωτάς γκιαούρη;» έκανε. «Δεν βλέπεις αν χάρηκα; Αν δεν ήταν όλοι αυτοί εδώ θα σε αγκάλιαζα.»

«Τελείωσε τη δουλειά σου και θα τα πούμε μετά» του είπα. «Θέλω κι εγώ να σε αγκαλιάσω.»

Ζήτησα συγνώμη από τον Δον Χουάν για την διακοπή και έκανα πίσω.

«Εντάξει λοχαγέ, καταλαβαίνω την έκπληξη και των δυο σας. Θα τα πείτε αργότερα. Διάβασέ μου, τώρα, τι λέει αυτή η επιστολή.»

«Είναι από τον Πασά Σοκουλού Μεχμέτ, τον Μεγάλο Βεζίρη, Υψηλότατε. Προτείνει να συμφωνήσετε ανακωχή τριών ημερών για εμπιστευτικές συνομιλίες. Σαν τόπο συνάντησης προτείνει την Πριγκιπόνησο. Αν συμφωνήστε, θα εκδοθεί ένα φιρμάνι του Πασά και θα εκδώσετε κι εσείς την ίδια διαταγή. Η ανακωχή θα ισχύει από αύριο και για τρεις ολόκληρες ημέρες. Θα είναι πλήρης και ιερή!»

«Η πρόταση για την Πριγκιπόνησο είναι προαιρετική» συμπλήρωσε ο Μελέκ Αχμέτ. «Αν ο Κυρ-Ιωάννης θέλει κάπου αλλού, ο μεγάλος Βεζίρης δεν έχει αντίρρηση.»

«Τι σημαίνει ότι η ανακωχή θα είναι πλήρης και ιερή;» ρώτησε ο Δον Χουάν.

«Θα ισχύει για όλους και για όλα!» είπε ο Μελέκ Αχμέτ. «Θα απαγορεύονται κάθε είδους εχθροπραξία ακόμα και σε ατομικό επίπεδο!»

Ο Δον Χουάν δεν χρειάστηκε πολύ για να αποφασίσει. Έριξε μια ματιά δίπλα του στους στρατηγούς του, που έδειξαν να συμφωνούν, κι απάντησε αμέσως.

«Εμείς αποδεχόμαστε» είπε ο Δον Χουάν. «Συμφωνείτε κι εσείς Κύριοι;»

«Συμφωνώ» είπε ο Βενιέρι. «Είναι χρήσιμο κι αναγκαίο για τις διαπραγματεύσεις.»

«Βεβαίως συμφωνώ κι εγώ» είπε ο Ντ’ Όρια.

Συμφώνησε κι ο Κολόνα με ένα νεύμα. Ο Δον Χουάν γύρισε προς εμένα.

«Λοχαγέ, ετοιμάστε μια δική μας επιστολή που να λέει ότι από αύριο έχουμε ιερή ανακωχή. Θα είναι για τρεις μέρες όπως μας πρότεινε ο μεγάλος Σουλτάνος. Αν κάποιος πειράξει αντίπαλο στη διάρκεια αυτής της ανακωχής, θα χάσει αμέσως το κεφάλι του. Η συνάντηση ας γίνει στην Πριγκιπόνησο, 12 και 13 Οκτωβρίου, όπως θέλει ο Σοκουλού Μεχμέτ. Θα είμαστε εγώ και τρεις ναύαρχοί μου. Ας είναι ο μεγάλος Βεζίρης και τρεις έμπιστοι της επιλογής του από την Υψηλή Πύλη. Γράψε τώρα αυτή την επιστολή.»

«Φιλοξενήστε τους απεσταλμένους» είπε ο Βενιέρι.

Διέταξε έναν λοχαγό της φρουράς, να τους φροντίσει μέχρι να ετοιμαστεί η περγαμηνή του Δον Χουάν. Φρόντισα να μεταφράσω στην σουλτανική αντιπροσωπεία την απάντηση του Δον Χουάν. Τους είπα να περιμένουν για να πάρουν το γραπτό μήνυμα για τον Σοκουλού. Χαλαρώνοντας από την ένταση και την επισημότητα, ο Μελέκ Αχμέτ με πλησίασε ανοίγοντας τα χέρια του. Του ανταπέδωσα την αγκαλιά και κρατηθήκαμε έτσι σαν δυο αδέλφια που ξαναβρίσκονταν.

Τον πήρα στην καμπίνα μου. Δεν είχαμε πολύ χρόνο αλλά ήθελα να τον κεράσω ένα ποτό. Η Φουέντε, ντυμένη ως Βιτόριο, μας κέρασε ρακί. Ο Μελέκ κοίταζε τον Βιτόριο με ένα βλέμμα περίεργο αλλά δεν είπε τίποτα. Ήπιαμε και μιλήσαμε λίγο.

«Μπορούσα, λοιπόν, να έχω βγάλει μια περιουσία από εσένα» είπε χαμογελώντας ο Αμπχάζιος. «Καλά μου τό ’χες πει! Χαλάλι όμως!»

«Σε είχα προειδοποιήσει αλλά εσύ ήθελες να είσαι ο ανοιχτοχέρης κι ο γαλαντόμος.»

«Έκανα πολύ σωστά που σε ελευθέρωσα, Ρωμιέ» μου είπε. «Οι γνωριμίες σου με έφεραν τώρα εδώ στη ναυαρχίδα του Κυρ-Ιωάννη. Έγινα μεσολαβητής χάρη στις συνεννοήσεις του Σεϊτάνογλου με τον Σοκουλού.»

«Τι συνεννοήθηκαν αυτοί οι δυο;» τον ρώτησα.

«Βρήκαν τον τρόπο να αποχωρήσει γρήγορα ο Κυρ-Ιωάννης με τον στόλο. Όσο μένει εδώ τα πράγματα γίνονται πολύ άσχημα για το σουλτανάτο» είπε ο Μελέκ.

«Τι σκοπεύουν να του δώσουν;» τον ρώτησα.

«Μια συνθήκη ειρήνης για πολλά χρόνια. Δέχονται να συζητήσουν για ένα υποτελές κράτος για εσάς τους Γραικούς. Έτσι μου είπαν ο Σεϊτάνογλου και η Ελένη.»

Μια άγρια χαρά με κυρίευσε. Τα ανταλλάγματα αυτά ήταν ό,τι ακριβώς ζητούσαμε. Ένα κράτος, έστω και υποτελές! Το όνειρο του Ιάκωβου, το όνειρο όλων μας ήταν πια πολύ κοντά στην υλοποίησή του…

«Αλήθεια; Συζητούν για ρωμαίικο κράτος;»

«Ναι ντε. Δεν μου λες Χάρμο, μήπως θέλεις να γίνεις και Βεζίρης;»

«Τέτοιες φιλοδοξίες τις αφήνω για σένα Μελέκ» είπα. «Εσύ έχεις βάλει πλώρη για Βεζίρης και στο εύχομαι.»

«Το ίδιο μου ευχήθηκαν κι οι καλοί σου φίλοι στην Ισταμπούλ» μου είπε γελώντας.

«Έγινες φίλος των φίλων μου τώρα, Μελέκ;»

«Είναι καλές και χρήσιμες γνωριμίες, μια μέρα θα με βοηθήσουν πολύ!»

Ο Βιτόριο μας έβαλε λίγη ρακί ακόμη. Ο Μελέκ κοίταξε τον καμαρότο καλά-καλά. Με κοίταξε με ένα βλέμμα από παράξενο ως πονηρό. Μόλις απομακρύνθηκε ο Βιτόριο έσκυψε και μου ψιθύρισε σαν να φοβόταν μη μας ακούσει.

«Τι είναι ετούτος, βρε, ο γυναικωτός;»

«Γιατί μιλάς σιγά γενίτσαρε;» τον ρώτησα. «Κανείς εδώ δεν ξέρει τουρκικά.»

«Πες μου, ρε άπιστε γκιαούρη, αυτός ο καμαρότος είναι κανένα γιουσουφάκι;»

Η αλήθεια είναι ότι η Φουέντε-Βιτόριο φερόταν πολύ διαφορετικά από ό,τι συνήθως. Δεν έκρυβε την γυναικεία της φύση όση ώρα πήγαινε κι ερχόταν μέσα στη καμπίνα μου. Είχε ακούσει ότι ο Οθωμανός ήταν φίλος μου κι είχε αποφασίσει η αθεόφοβη να παίξει μαζί του. Ο Μελέκ είχε καταλάβει ότι κάτι έτρεχε αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί την αλήθεια. Γυναίκα σε ναυαρχίδα ήταν κάτι αδιανόητο. Στις τουρκικές ναυαρχίδες υπήρχαν γιουσουφάκια. Ήταν νεαρά αγόρια, σκλάβοι, ερωτικά αντικείμενα του πόθου των πασάδων.

«Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησα χαμογελώντας.

«Γιατί κουνιέται πολύ» μου απάντησε.

«Βιτόριο, έλα κοντά μας» είπα.

Η Φουέντε ήρθε κοντά και κάθισε δίπλα μου. Με άφησε να βγάλω από το κεφάλι της τον σκούφο που φορούσε όταν δεν είχε περικεφαλαία. Τα κόκκινα μαλλιά της χύθηκαν όμορφα στους ώμους της.

«Η κυρία είναι η κόμισσα Φουέντε» είπα κάνοντας τις συστάσεις. «Ο αφέντης από εδώ είναι φίλος μου, μελλοντικός βεζίρης της αυτοκρατορίας των Οθωμανών. Είναι ελευθερωτής μου κι αγάς των γενιτσάρων, ο Μελέκ Αχμέτ.»

Ο Οθωμανός έμεινε για άλλη μια φορά κάγκελο.

«Κυρία μου, Σινιόρα, enchanté» της είπε.

Σχεδόν δάγκωσε το χέρι της προσπαθώντας να δώσει χειροφίλημα όπως ήξερε ότι κάνουν στη Δύση.

«Εντάξει στρατηγέ, εντάξει. Tout est bien» είπε η Φουέντε τραβώντας το χέρι της προσεκτικά. «Χαίρομαι κι εγώ πολύ! enchanté aussi!»

Ο γενίτσαρος γύρισε προς το μέρος μου.

«Ρε αθεόφοβε, κουβαλάς αυτή την υπέροχη γυναίκα μαζί σου; Ο κυρ-Ιωάννης το ξέρει αυτό;»

«Ο Υψηλότατος έχει παρέα την Μαρία Μπαλαϊδόρα την χορεύτρια» του είπα. «Είναι μια υπέροχη εικοσάχρονη γυναίκα που είναι φίλη με την κόμισα.»

«Και … πώς μας νικήσατε, βρε;» απόρησε ο Μελέκ.

«Η τύχη πάει με τους τολμηρούς και τους νέους, φίλε μου» του είπα.

Προσπαθούσε να χωνέψει ότι ο Κυρ-Ιωάνης νίκησε τον οθωμανικό στόλο με γυναικεία συντροφιά στην καμπίνα του. Στα μάτια του, ο νεαρός πρίγκιπας ψήλωνε πολύ. Ίσως και να γινόταν ισοδύναμος του Μπαρμπαρόσα!

«Η αλήθεια είναι ότι ο κυρ-Ιωάννης είναι μεγάλος στρατηγός. Ο θρύλος του συγκρίνεται μόνο με τον Χαϊρεντίν!» είπε ο Μελέκ. «Εδώ στην Ισταμπούλ όλοι τον βρίζουν, αλλά, στα κρυφά τον εκτιμούν και τον θαυμάζουν!»

Η ώρα είχε περάσει. Η Μαρία ήρθε για να μου πει ότι με ήθελαν για την μετάφραση της απαντητικής επιστολής. Την είχαν συντάξει οι ναύαρχοι. Πριν φύγω είπα στην Μαρία να περάσει μέσα. Είχα καταλάβει ότι είχε χτυπήσει την πόρτα για να δει από κοντά πως είναι ένας γενίτσαρος όταν δεν πολεμά.

«Πέρνα μέσα Μαρία» της είπα. «Έλα να γνωρίσεις τον φίλο μου τον αφέντη Μελέκ.»

«Μάριο με λένε» έκανε μπαίνοντας.

«Σωστά, αλλά, βγάλε το σκούφο σου να δει ο φίλος μου τα όμορφα μαύρα μαλλιά σου!»

Η Μαρία που είχε δει τη Φουέντε με λυτά τα μαλλιά της στους ώμους, χαμογέλασε. Έβγαλε το σκούφο της, πέταξε και το μουστάκι που είχε κολλήσει στο χείλος της. Μια πανέμορφη νεαρή -βγαλμένη λες από πίνακα του Μποτιτσέλι- εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια του Μελέκ. Τους σύστησα.

«Μαρία, ο φίλος μου Μελέκ Αχμέτ, άρχοντας από την Ισταμπούλ! Με αιχμαλώτισε στην Λευκωσία αλλά έγινε φίλος μου και με απελευθέρωσε χωρίς να πάρει δεκάρα για λύτρα! Μελέκ, από εδώ η Μαρία Μπαλαϊδόρα.»

«Χαίρω πολύ! enchanté» είπε ο γενίτσαρος τρελαμένος.

«Η Μαρία είναι φίλη μου κι ερωμένη του πρίγκιπα.»

«Είσαι πολύ όμορφη κι εσύ όπως και η φίλη σου» είπε ο Μελέκ προσπαθώντας να εκφραστεί ελεύθερα.

Είχε πάθει ένα πολιτισμικό σοκ. Έλεγε κομπλιμέντα κι εγώ τα μετέφραζα στα ισπανικά.

«Σε περιμένουν, λοχαγέ» μού θύμισε η Μαρία.

Γύρισε προς τον γενίτσαρο και μετά σε μένα και με παρακάλεσε να μεταφέρω τα λόγια της.

«Εσείς Κύριε» του είπε η Μαρία «ας περιμένετε εδώ. Οι ναύαρχοι ετοιμάζουν την απάντηση για τον Μεγάλο Βεζίρη.»

«Μα … δεν είναι σωστό» πήγε να πει ο Μελέκ.

«Ποιο πράγμα δεν είναι σωστό Κύριε» είπε η Φουέντε. «Ποιο το πρόβλημα να είστε με δυο στρατιώτες του ισπανικού στρατού. Ευκαιρία να μας πείτε μερικά μυστικά του πολέμου και του σουλτανικού χαρεμιού.»

«Αν είναι έτσι ...» είπε ο Μελέκ.

«Μιλάτε κάποια γλώσσα εκτός από τα τουρκικά;»

«Ποντιακά! … και λίγα αρμένικα.»

«Ξέρει δυο τρεις λέξεις γαλλικά αλλά είναι καλύτερα να συνεννοηθείτε με νοήματα» της είπα.

Ετοιμάσαμε την απάντηση όπως την ήθελε ο Δον Χουάν. Τρεις μέρες ανακωχή, ελευθερία μετακινήσεων και συζητήσεις στην Πριγκιπόνησο. Γύρισα στην καμπίνα όπου η Φουέντε και η Μαρία περνούσαν τον καημένο Μελέκ Αχμέτ από κανονική ανάκριση. Μιλούσαν με νοήματα, σχέδια και λίγα γαλλικά.

«Φεύγουμε» του είπα.

Οι δυο κοπέλες έβαλαν τους σκούφους και τα κράνη τους, τακτοποίησαν τα ρούχα τους. Η Μαρία ξανακόλλησε και το μουστάκι στο χείλος της. Βγήκαμε από την καμπίνα μου και συνοδέψαμε τον Μελέκ Αχμέτ στη βάρκα του.

«Μόλις υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης, θα προσπαθήσω να έρθω στην Πόλη» του είπα. «Θα πάμε ξανά σε μια ταβέρνα. Όμως δεν ξέρω σίγουρα αν θα τα καταφέρω.»

«Θα σε πάω στο Αρναούτκιοϊ» μου είπε.

Γύρισε προς τις δυο κοπέλες.

«Κυρίες μου, δεν ξέρω αν θα μπορέσετε να βγείτε από το πλοίο, σας προσκαλώ, όμως, κι εσάς στην Ισταμπούλ. Αν έρθετε, εγώ θα βρω τρόπο να σας βάλω στο χαρέμι. Έχω γνωστό μου τον αρχιευνούχο!»

«Ίσως δεν μπορέσουμε, Μελέκ» του είπα. «Πρέπει να είμαι συνέχεια παρών στις συνομιλίες! Εσύ, μην πεις πουθενά για αυτά που είδες, δεν θα αρέσει καθόλου στον Δον Χουάν να τον σχολιάσουν εξ αιτίας μου.»

«Να με κάψει ο Αλλάχ αν ανοίξω το στόμα μου» είπε. «Θα σε περιμένω. Αν μπορέσεις θα έρθεις, αλλιώς θα βρεθούμε στο μέλλον, δεν θα χαθούμε Ρωμιέ!»

«Όπως το είπες, αν μπορέσω θα έρθω» υποσχέθηκα.

«Χαιρετώ τους Ισπανούς στρατιώτες» είπε προς τη Μαρία και τη Φουέντε. «Enchanté!»

«Σε χαιρετούμε κι εμείς Μελέκ Αχμέτ» του είπαν.

«Γεια σου φίλε μου» τον αποχαιρέτησα κι εγώ.

Δεν είπαμε λέξη για τη Διονυσία ή την Δηιάνειρα, αν κι η παρουσία του μου τις θύμιζε συνεχώς. Ίσως κι η Πόλη να μου τις θύμιζε έντονα γι αυτό και δεν σκόπευα να βγω έξω από το πλοίο. Εδώ είχα την Φουέντε να με παρηγορεί και τις εξελίξεις για να με κάνουν να ξεχνιέμαι.

...........(συνεχίζεται) .........

 

*********************************

Αύριο Παρασκευή το τελευταίο μέρος του 11ου κεφαλαίου.