Τα γερμανικά μέσα «ενημέρωσης»
εξοργίζονται με την Ελλάδα που εν μέσω
κρίσης και πριν ακόμα εκπληρώσει τις «υποχρεώσεις» της απέναντι στη Γερμανία,
κάνει εκλογές!
Μας φαίνεται παράξενο
που σε μια δημοκρατική χώρα της Ευρώπης αμφισβητείται το δικαίωμα (ή και η
σκοπιμότητα, έστω) των εκλογών; Αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε παρατηρήσει καλά
την εξέλιξη της Ευρώπης μετά το 1990 και πολύ περισσότερο μετά το 2010. Δείχνει
ότι δεν θυμόμαστε την αγωνία έως αγανάκτηση στις αποφάσεις των εθνικών κρατών
να κάνουν δημοψηφίσματα για θέματα όπως το Ευρωσύνταγμα, την απόσχιση της Σκωτίας,
το ελληνικό πρόγραμμα «διάσωσης», το Ευρώ κλπ.. Δείχνει ότι δεν έχουμε επαφή με
τις όλο και πιο αυταρχικές πολιτικές που ασκούνται σε παγκόσμιο επίπεδο από τα υπερμεγέθη
«κράτη» ή κρατικά μορφώματα όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η ΕΕ, η Ρωσία κλπ.
Η Ευρώπη των
τελευταίων χρόνων δεν έχει καμία σχέση με την Ευρώπη που οικοδομήθηκε μετά τον
Β’ παγκόσμιο πόλεμο και βάδισε εν μέσω δημοκρατίας και ευημερίας προς την
ενοποίηση. Από την δεκαετία του ’70 ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση όταν
καταργήθηκε ο κανόνας της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό. Ο Ρήγκαν στις
ΗΠΑ και η Θάτσερ στην Μεγάλη Βρετανία ήταν οι πρώτοι που εξήγγειλαν το νέο
δόγμα της κατίσχυσης των «αγορών», δηλαδή του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού
συστήματος, επί των λαών. Η Χιλή το πρώτο πειραματικό εργαστήρι της εφαρμογής
του νέου δόγματος στις «αποικίες» χρέους.
Την δεκαετία του ’90,
μετά την γερμανική ενοποίηση, άρχισε η αλλοίωση των χαρακτηριστικών της διαδικασίας
της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αντί της πολιτικής ενότητας –ομοσπονδίας- που θα
υποβοηθιόταν από την νομισματική ένωση, είδαμε την νομισματική ενότητα υπό το
Ευρώ που στηρίχτηκε στην προϋπάρχουσα πολιτική ένωση, την ΕΕ.
Την τελευταία
δεκαετία, μετά την παγκόσμια κρίση που έθεσε το μέγα ζήτημα «ποιος πληρώνει τα
σπασμένα;» το αυταρχικό γερμανικό μοντέλο επιβλήθηκε ολοκληρωτικά στην Ευρώπη,
υποτάσσοντας τους πολιτικούς και την Πολιτική στις ανάγκες της γερμανικής οικονομίας
και των γαλλογερμανικών, κυρίως, τραπεζών.
Σε αυτή την Ευρώπη
κανείς δεν ενδιαφέρεται για την «δημοκρατία». Έτσι κι αλλιώς, εκ κατασκευής της
η «αντιπροσωπευτική» κοινοβουλευτική δημοκρατία αγγλικού τύπου, έχει άπειρα
μειονεκτήματα. Ελάχιστες φορές εκλέγει συγκεκριμένες απόψεις και πολιτικές,
συνήθως εκλέγει κοτζαμπάσηδες που αποφασίζουν ό,τι θέλουν κατά βούληση και κατά
το εικαζόμενο συμφέρον των εκλογέων τους. Έστω κι έτσι, όμως, η
αντιπροσωπευτική λειψή δημοκρατία επιτρέπει στον λαό να εκφράζεται με
δημοψηφισματικού χαρακτήρα ψηφοφορίες. Άλλοτε το ερώτημα είναι ένα και τίθεται
ευθέως (δημοψήφισμα) κι άλλοτε το ερώτημα έχει πολλές παραμέτρους και η
απάντηση δίνεται έμμεσα (εκλογές) με την υπερψήφιση μιας τάσης και ενός υποχρεωτικά
θολού προγράμματος.
Αυτό το δικαίωμα
αμφισβητείται σήμερα στην Ευρώπη. Η Μέρκελ δείχνει να μην αντέχει τους Έλληνες
που «θέλουν πάλι εκλογές». Ο Σόιμπλε προειδοποιεί ότι δεν θα υπολογίσει τι λέει
ο λαός που ψηφίζει αλλά θα μετρήσουν μόνο τα «ναι» που του είπαν οι προηγούμενοι
και πλέον βολικοί συνομιλητές του. Ο Γιούνκερ κι ο Μοσκοβισί συμβουλεύουν τους Έλληνες
πώς να ψηφίσουν, αφήνοντας να εννοηθεί σαφέστατα η απειλή που υποκρύπτεται πίσω
από την συμβουλή τους. «Καλά θα κάνετε να ψηφίσετε έτσι, αλλιώς …»
Μπορεί να αλλάξει
αυτή η διεθνής και ευρωπαϊκή κατάσταση; Μπορεί, μάλιστα, να την αλλάξει ο
Σύριζα; … Τι ερώτημα κι αυτό! … και η απάντηση είναι βέβαια «όχι».
Και τότε τι; Τι μας απομένει
να κάνουμε έχοντας υπ’ όψη μας ότι το βάρος (ειδικό και απόλυτο) των χωρών που μας
εναντιώνονται είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό μας; Μπορούμε να χτυπήσουμε τη
γροθιά μας στο μαχαίρι; Μπορούμε εμείς να αλλάξουμε τον ρου τη ιστορίας; Μήπως
έχουμε αποτρελαθεί ζητώντας το αδύνατο;
Η απάντηση εδώ είναι «ναι»!!!
Γιατί στον κόσμο
αυτόν και στην Ευρώπη αυτή δεν είμαστε μόνοι. Υπάρχει μια γενικευμένη αντίδραση
στην απροκάλυπτη επιβολή της ισχύος των τραπεζιτών πάνω στους λαούς. Και
υπάρχει μια εξειδικευμένη αντίδραση των ευρωπαϊκών λαών στις πολιτικές που
ακολουθούν οι ηγέτες τους και στην οικονομική πολιτική και σε θέματα
δημοκρατίας. Τα ρεύματα αυτά δεν είναι καθόλου αμελητέα. Ακόμη και στα
γερμανικά μέσα «ενημέρωσης» τα άρθρα που αμφισβητούν την πολιτική της Μέρκελ
συναγωνίζονται εκείνα που είναι υπέρ της. Οι μεγάλοι τίτλοι αμφισβητούν το
δικαίωμα της Ελλάδας να χαράξει άλλη πολιτική, οι μικρότεροι όμως τίτλοι στο
εσωτερικό το αναγνωρίζουν. Και σε πολιτικό επίπεδο όλο και μεγαλώνει η αμφισβήτηση,
άλλοτε εκ δεξιών κι άλλοτε εξ αριστερών του συστήματος. Δεν είμαστε μόνοι.
Ποιος θα αμφισβητήσει
στην Ελλάδα τo δικαίωμα να θέλει να σπάσει το δόγμα λιτότητας που της έχει
επιβληθεί με βίαιο τρόπο και την έχει οδηγήσει στην καταστροφή; Και ποιος θα tης
αμφισβητήσει το δικαίωμα να ζητήσει κι εκείνη τα χρωστούμενα από τους Γερμανούς
όπως εκείνoi της τα ζητούν με τόκους; Υπάρχει λοιπόν το περιθώριο για την άσκηση
μιας άλλης πολιτικής, που μπορεί να ονομάζεται διαπραγμάτευση αλλά θα πρόκειται
στην ουσία για μπρα ντε φερ ανάμεσα στις δυνάμεις της Ευρώπης που γνωρίσαμε και
τις δυνάμεις της Ευρώπης στην οποία θέλουν να μας πάνε.