Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Ένα βιβλίο σε συνέχειες ... Τι θα λέγατε;

Σκέφτομαι να δημοσιεύσω σιγά-σιγά, σε συνέχειες, ένα μυθιστόρημά μου. 
Μιλάω, συγκεκριμένα, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, που έγραψα πριν από κάποια χρόνια και που αφορά την χρονική περίοδο 1201-1211 μ.Χ. Είναι τα χρόνια πριν και μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους. Ξέρετε, η Άλωση, η αυτοκρατορία της Νίκαιας, η Φραγκοκρατία κτλ. Μια εποχή στην οποία άρχισε να αναδεικνύεται ο σύγχρονος ελληνισμός. Η πρώτη φορά που οι Ρωμιοί -κάποιοι Ρωμιοί- συνειδητοποίησαν πως ήταν πιο πολύ Έλληνες παρά Ρωμαίοι.
Η ιστορία είναι μια μεγάλη περιπέτεια, με έρωτες (αλίμονο) πολιτικές ίντριγκες (αλίμονο), μάχες (αλίμονο) αλλά κυρίως ιστορία. Πολύ ιστορία που σας βεβαιώνω πως είναι συναρπαστική. Όλη η εποχή είναι συναρπαστική.
Για να το κάνω, να δημοσιεύω δηλαδή κομμάτια του βιβλίου σε συνέχειες, θα ήθελα να ρωτήσω την γνώμη σας. Με ημέιλ (στείλτε ένα ΟΚ), μέσω Φ/Μ (κάντε ένα λάικ) ή μέσω Μέσεντζερ (στείλτε ένα ΟΚ), ακόμα και με SMS, θα ήθελα να δω πόσοι ενδιαφέρονται ώστε να αξίζει να το δημοσιεύσω. Περιμένω λοιπόν απαντήσεις. Δεν δεσμεύεται φυσικά κανείς. Απλά θέλω να ξέρω αν αξίζει τον κόπο.

Σαν μεζεδάκι, θα παραθέσω ένα κομμάτι από το βιβλίο (2.300 λέξεις από ένα σύνολο 124.000 λέξεων)
Από το 8ο κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει πέντε υποκεφάλαια, θα δώσω ένα εξ αυτών, το τέταρτο, που περιγράφει την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους. Είναι το ξημέρωμα της Τρίτης, 13ης Απριλίου του 1204. Φυσικά η ιστορία είναι μεγάλη, αλλά σε αυτό το κεφάλαιο τα γεγονότα είναι κυρίως ιστορία και ελάχιστα μυθοπλασία, έτσι μπορούν να διαβαστούν από όλους ανεξάρτητα από την υπόθεση του μυθιστορήματος.



Δ’   ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ


Ήταν μια ισορροπία του τρόμου εκείνο το βράδυ της 12ης προς 13η Απριλίου του 1204. Οι σταυροφόροι είχαν μπει μέσα από το τείχος στο βόρειο τμήμα του αλλά δεν ήταν σίγουροι για τίποτε και περίμεναν την αυγή. Άναψαν μάλιστα μια νέα μεγάλη πυρκαγιά που άρχισε να επεκτείνεται προς το εσωτερικό της Πόλης για να προστατευτούν από μια ξαφνική αντεπίθεση. Ήταν η τρίτη μεγάλη πυρκαγιά που κατάκαιγε την Βασιλεύουσα και την έβαζαν και πάλι οι Λατίνοι. Η νύχτα έγινε μέρα, και ακριβώς όπως η φωτιά πέρσι τρόμαξε τον Αλέξιο Γ’ και τον έκανε να τραπεί σε φυγή, σαν μια τραγική επανάληψη της ίδιας ιστορίας, τράπηκε σε φυγή και ο Αλέξιος Ε’. Ο αυτοκράτορας είχε δει πως ακόμα και οι Βαράγγοι δυσανασχετούσαν απαιτώντας την πληρωμή τους εδώ και τώρα προκειμένου να πολεμήσουν και κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα αν έμενε μέσα στα τείχη της Βασιλεύουσας. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του Ευδοκία και την πεθερά του Ευφροσύνη, την γυναίκα του Αλέξιου Γ΄, κι έφυγε κρυφά αφήνοντας την Πόλη στο έλεος του εχθρού.

«Ο Βασιλιάς φεύγει και μαζί του φεύγουν και πολλοί άρχοντες» ήταν το νέο που έφτασε στο σπίτι του Νικήτα εκείνο το βράδυ.

«Φεύγει κι αυτός ο άτιμος;» είπε ο Θεόδωρος Λάσκαρης.

«Τι ανεύθυνος! Δεν έπρεπε να τον αφήσουμε στον θρόνο!» φώναξε ο Παλαιολόγος.

Ο Θεόδωρος είχε έρθει στο σπίτι του Νικήτα για να ξεκουραστεί λίγο και τον είχαν αφήσει ήσυχο σε ένα δωμάτιο, όταν όμως έμαθαν το νέο αναγκάστηκαν να τον ξυπνήσουν. Μαζί του ήταν ο γυναικάδελφός του Αλέξιος Παλαιολόγος όπως και ο Καϊχοσρόης που είχε μείνει εδώ, φιλοξενούμενος του Πατριάρχη Καματηρού, μαζί με τους Ρωμαίους άρχοντες που είχαν περιέλθει σε κατάσταση απελπισίας.

«Πως έφυγαν; πως δεν καταλάβαμε τίποτε;» φώναξε εκνευρισμένος ο Παλαιολόγος.

«Έφυγαν από τη θάλασσα, έχουν σκοπό να πάνε προς τη Θράκη κι αυτοί, όπως ο Αλέξιος Γ’. Ο Μούρτζουφλος κάνει ακριβώς το ίδιο! εγκαταλείπει την Πόλη στο έλεος του Θεού!» φώναζε ο Νικήτας.

«Χάθηκαν όλα, ε;» ρώτησε η Ζωή πιάνοντας ανήσυχη το χέρι του Νικηφόρου.

«Δεν μπορεί να γίνει τίποτε;» αναρωτήθηκε ο Αλέξιος Παλαιολόγος.

«Πρέπει να υποσχεθείτε αμέσως στους Βαράγγους ότι θα πληρωθούν αλλιώς δεν θα πολεμήσουν, θα φύγουν κι αυτοί» είπε ο Καϊχοσρόης.

«Χωρίς αυτοκράτορα η Κωνσταντινούπολη είναι μια Πόλη παραδομένη» είπε ο Νικήτας. «Ποιος θα σαλπίσει την υπεράσπιση; Ποιος θα σταματήσει τους Βενετούς και τους Φράγκους όταν θα μπαίνουν μέσα; και … κυρίως … ποιος θα υποσχεθεί στους μισθοφόρους στρατιώτες μας ότι θα πληρωθούν κανονικά αν προστατέψουν την Πόλη διακινδυνεύοντας την ίδια τους τη ζωή; Για ποιον θα συνεχίσουν να πολεμούν; Θα παραδοθούν για να γλιτώσουν τις ζωές τους και αύριο μπορεί να καταταγούν κι αυτοί στο σταυροφορικό στράτευμα!»

«Μπορούμε να ανακηρύξουμε νέο αυτοκράτορα και να συνεχίσουμε τον αγώνα» είπε ο Λάσκαρης, είναι πλέον χρέος μας να το κάνουμε.

«Ποιον έχεις στο νου σου;» τον ρώτησε ο Παλαιολόγος.

«Τον αδελφό μου Κωνσταντίνο» είπε ο Θεόδωρος. «Θα συνηγορήσω εγώ υπέρ του!»
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε πολεμήσει γενναία κατά των Λατίνων και, πέρσι στην πρώτη τους επίθεση, είχε καταδιώξει τους Βουργουνδούς μακριά από τα τείχη. Είχε αιχμαλωτιστεί επειδή έμεινε έξω όταν οι Πύλες έκλεισαν. Ο γνωστός ενθουσιασμός του τον είχε οδηγήσει βαθιά στις γραμμές του εχθρού όπου βρέθηκε μόνος απέναντι σε δεκάδες αντιπάλους που τον συνέλαβαν αν και πάλεψε γενναία. Ελευθερώθηκε στη συνέχεια με καταβολή λύτρων και ο λαός τον θεωρούσε ήρωα.

«Ποια κατάσταση επικρατεί έξω στην πόλη;» ρώτησε ο Θεόδωρος.

«Ο λαός είναι ανάστατος, συγκεντρώνεται στην Αγία Σοφία.»
 
«Η αυτοκρατορική φρουρά, που βρίσκεται;»
 
«Μαζεύονται κι οι Βαράγγοι εκεί, στην Αγία Σοφία.»

«Πάμε κι εμείς. Φωνάξτε και όσους ευγενείς έχουν μείνει στην Πόλη.»

Καθώς επικράτησε μια αναταραχή και όλοι ανέβαιναν στα άλογα και τις άμαξες για να κατευθυνθούν προς την Αγιασοφιά, ο Καματηρός τράβηξε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο τον Καϊχοσρόη και τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη και αφού βεβαιώθηκε ότι κανείς δεν τους είχε δει ούτε άκουγε τι έλεγαν, τους είπε.

«Ακούστε εσείς οι δυο. Οι δυο ανάξιοι Αλέξιοι έφυγαν κι ο άλλος σκοτώθηκε. Θα εκλεγεί τώρα νέος αυτοκράτορας στην Αγιασοφιά κι αυτός θα είσαι εσύ Κωνσταντίνε! Πρέπει όμως να ξέρεις ότι ο νέος αυτοκράτορας, ο βασιλιάς της Ρώμης, θα έχει κάποια καθήκοντα που δεν είναι τώρα ώρα να τα πούμε, δεν έχουμε χρόνο …»

Τον άκουγαν σιωπηλοί. Ο Καϊχοσρόης έδειχνε να καταλαβαίνει καλά τι συνέβαινε ενώ ο Κωνσταντίνος κοιτούσε γεμάτος απορία. Ο Πατριάρχης γύρισε προς τον μέρος του, έβγαλε ένα τυλιγμένο πανί κάτω από τα άμφιά του, του το έδωσε και του είπε να το κρύψει. Ήταν ένα λάβαρο πορφυρό με ένα χρυσοκεντημένο δικέφαλο αετό πάνω του.

«Αυτό θα είναι το δικό σου λάβαρο από εδώ και πέρα. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω παιδί μου τι είναι το Θεϊκό Βασίλειο, που κυνηγούν οι Βασιλιάδες των Ρωμαίων. Εσύ όμως και ο Καϊχοσρόης είστε πλέον οι δυο εκλεκτοί που θα ψάξετε να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη και θα γίνετε διάδοχοί του στο Βασίλειο του Θεού. Θα σου πω λεπτομέρειες και θα σε μυήσω γιε μου Κωνσταντίνε αργότερα, τώρα, όμως, πρέπει να ξέρεις ότι ο Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης είναι φίλος σου και σύντροφός σου και εσύ είσαι παντοτινός αδελφός του και σύμμαχος. Θα μάθεις τα υπόλοιπα αργότερα, εντάξει;»

«Εντάξει, αλλά …» έκανε αιφνιδιασμένος και εντελώς κατάπληκτος ο Κωνσταντίνος.

«Πάμε τώρα» είπε ο Καματηρός. «Όπως σου είπα, θα τα μάθεις αργότερα!»

Έτρεξαν όλοι στην Αγιασοφιά. Ο ναός ήταν φωτισμένος με κεριά, δάδες και φωτιές που είχαν ανάψει για να κάνουν τη νύχτα μέρα. Σε λίγο θα έφεγγε κι οι Λατίνοι θα έβλεπαν ότι δεν υπάρχει καμιά αντίσταση. Ήταν μια συγκινητική στιγμή καθώς όσοι Ρωμιοί δεν το είχαν σκάσει είχαν έρθει εδώ για να αποφασίσουν όλοι μαζί για το μέλλον τους. Ο Πατριάρχης Ιωάννης Καματηρός μίλησε πρώτος.

«Ο Αυτοκράτορας μας εγκατέλειψε» είπε. «Δεν υπάρχει αυτοκράτορας!»

Ένα βουητό και φωνές «ανάξιος» ακούστηκαν από όλους. Σώπασαν πάλι.

«Έχουμε ανάγκη να εκλέξουμε νέο αυτοκράτορα για να υπερασπίσει την πόλη. Θα τον εκλέξουμε τώρα εδώ. Ποιοι είναι υποψήφιοι;»

«Ο αδελφός μου Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήρωας των Ρωμαίων και ανιψιός του Αλέξιου Γ’» είπε ο Θεόδωρος. «Είναι από αυτοκρατορική γενιά.»

«Και ο γιος μου Κωνσταντίνος Δούκας, από αυτοκρατορική γενιά επίσης» πετάχτηκε κι είπε ο Ιωάννης Άγγελος Δούκας. «Είναι πρώτος εξάδελφος του Αλέξιου Γ’ και του Ισαάκιου.»

«Υπάρχουν άλλοι;» ρώτησε ο Πατριάρχης.

Δεν ακούστηκε άλλη υποψηφιότητα κι ο Πατριάρχης κάλεσε συνηγόρους για να πουν τα καλά του καθενός. Ο Ιωάννης έπλεξε το εγκώμιο του γιου του και τόνισε την αριστοκρατική του καταγωγή. Ο Θεόδωρος, κατόπιν, πήρε τον λόγο και θύμισε ότι ο αδελφός του καταδίωξε τους Βουργουνδούς και ότι η Ρωμανία χρειάζεται τώρα έναν ήρωα. Και οι δυο ήταν νέοι με βασιλικό αίμα και είχαν επίσης στρατιωτικές ικανότητες, επομένως, η ζυγαριά δεν έκλινε προς το μέρος κανενός. Δεν υπήρχε άλλο κριτήριο για την επιλογή από την τύχη. Τότε ο Πατριάρχης έριξε κλήρο πετώντας ένα νόμισμα στον αέρα. Κανείς δεν είδε τι έδειξε το νόμισμα όλοι όμως άκουσαν τον Καματηρό να λέει ότι κέρδισε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Δεν υπήρχε χρόνος ούτε για αμφιβολίες ούτε για αμφισβητήσεις. Ο Πατριάρχης τον ευλόγησε αμέσως.

«Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης προτείνεται να ονομαστεί Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, γενναίος και άξιος υπερασπιστής της Κωνσταντίνου Πόλης! Συμφωνούν η Σύγκλητος, ο Λαός και ο Στρατός;»

Ένα βουητό από “ναι” και “άξιος” ακούστηκε από το πλήθος. Οι Βαράγγοι έδειξαν ότι συμφωνούσε και η φρουρά, το ίδιο έκαναν και κάποιοι Ρωμαίοι πρωτοσπαθάριοι και δούκες. Οι ευγενείς και άρχοντες, όσοι δεν είχαν φύγει και ήταν συγκεντρωμένοι στην Αγία Σοφία, έδειξαν ότι συμφωνούν. Αντιπροσώπευαν εκείνη τη στιγμή τη Σύγκλητο. Με τη συμφωνία λαού και στρατού αλλά και της Συγκλήτου και της Εκκλησίας, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης στέφθηκε αυτοκράτωρ των Ρωμαίων αλλά δεν δέχτηκε να φορέσει τον πορφυρό χιτώνα καθώς δεν ήθελε εκείνη την ώρα τις τιμές και προτιμούσε να αναλάβει αμέσως δράση.
 
«Επειδή δεν ξέρουμε ποιος σήμερα ζει και ποιος πεθαίνει» είπε ο νέος βασιλιάς «ζητάω να ανακηρυχθεί συναυτοκράτορας ο αδελφός μου Θεόδωρος.»
«Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο αδελφός του σεβαστού μας αυτοκράτορα, προτείνεται από τον βασιλέα μας να ανέβει στον θρόνο σαν συναυτοκράτορας» φώναξε ο Πατριάρχης Ιωάννης Καματηρός. «Συμφωνούν ο λαός, ο στρατός και η Σύγκλητος;»

Ποιος είχε όρεξη να πει όχι; Ποιος νοιαζόταν, πραγματικά, ποιος θα ήταν βασιλέας ή συμβασιλέας εκείνη τη στιγμή; Ο Πατριάρχης δεν περίμενε ούτε το βουητό από τα «άξιος» ούτε τα νεύματα των Βαράγγων ή των ευγενών.

«Επομένως, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ανακηρύσσεται ως ο Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς συναυτοκράτωρ των Ρωμαίων και υπερασπιστής της αγίας Πόλης του Χριστού!»

Σε λίγο ξημέρωνε και οι Σταυροφόροι θα έβλεπαν την άδεια από στρατό Πόλη έτοιμη να τους παραδοθεί. Ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει τώρα, άμεσα! Ο Θεόδωρος κι ο Κωνσταντίνος έπρεπε να μαζέψουν τον στρατό και να τον βάλουν αντιμέτωπο με τους εισβολείς, να εγγυηθούν τους μισθούς τους και να ενημερώσουν τον λαό ότι υπήρχε αυτοκράτορας που θα έδινε τη μάχη.

«Επιτέλους υπάρχει μια μικρή ελπίδα τώρα!» αναφώνησε ανακουφισμένος ο Νικήτας.

«Είναι πολύ αισιόδοξος ο Χωνιάτης» είπε η Ζωή που δεν έφευγε από το πλάι του Νικηφόρου με τίποτα. «Μόνο εμείς εδώ το ξέρουμε ότι υπάρχει αυτοκράτορας.»

«Δεν τους έμεινε και τίποτε άλλο εκτός από μια μικρή ελπίδα» της είπε ο Νικηφόρος. «Μην ξεχνάς ότι οι Λατίνοι είναι ήδη μέσα στην Πόλη. Όσο δεν έχουν μάθει ακόμα ότι ο αυτοκράτορας έφυγε θα φοβούνται να μπουν για να την καταλάβουν ανοιχτά μη τυχόν και είναι παγίδα, θα περιμένουν το πρωί.»

«Ξημερώνει όπου να’ ναι αγάπη μου» έκανε ανήσυχη η Ζωή.

Ο Καματηρός πήρε και πάλι τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη και τον Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη παράμερα και τους μίλησε. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών, εκείνος επέμενε στον Ιερέα που τον θεωρούσε κλειδί στην υπόθεση του «Βασιλείου του Θεού».

«Αν καταφέρουμε να διώξουμε τους βαρβάρους, θα συνεννοηθούμε καλύτερα. Αν όμως συμβεί το δυσάρεστο, θα έρθετε οι δυο σας να με βρείτε όπου κι αν βρίσκομαι κι όσος χρόνος κι αν περάσει. Αν εγώ χαθώ, θα αναζητήσετε τον προκάτοχό μου και θα μιλήσετε σε αυτόν. Εσύ, Καϊχοσρόη, θα ενημερώσεις τον Λάσκαρη για όσα ξέρεις και θα ετοιμαστείτε οι δυο σας για να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη.»

«Ποιος είναι αυτός ο Ιερέας Ιωάννης Μακαριότατε;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος.

«Είσαι Βασιλέας των Ρωμαίων!» του είπε ο Πατριάρχης. «Θα έρθεις να με βρεις όπου κι αν καταλήξουμε μετά από αυτό το ξημέρωμα, όχι όμως τώρα, δεν έχουμε καιρό.»
 
Λίγα λεπτά μετά από αυτή τη συζήτηση ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε ήδη ανεβεί σε έναν ολόχρυσο άμβωνα. Κρατώντας το βασιλικό σκήπτρο, απευθυνόταν στο πλήθος των συγκεντρωμένων έξω από την Αγία Σοφία. Τους ζήτησε να αντισταθούν στον εισβολέα. Βρήκε την αντίδρασή τους γεμάτη δισταγμούς καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν τη μάχη χωρίς τον στρατό. Συνέχισε να τους μιλά ο Θεόδωρος. Φοβόντουσαν όλοι αλλά δεν ήξεραν και τι να κάνουν. Ο νέος αυτοκράτορας γύρισε και άρχισε να συνδιαλέγεται με τους Βαράγγους και τους Άγγλους προσπαθώντας αρχικά να τους φέρει στο φιλότιμο μιλώντας για την τιμή και τη δόξα. Όταν είδε ότι αυτό δεν έπιανε τους μίλησε για μια σημαντική αύξηση του μισθού τους. Κατάφερε έτσι να τους πείσει να αντισταθούν για να διώξουν Φράγκους και Βενετούς με το ξημέρωμα. Ξεκίνησαν για τα σημεία όπου είχε μαζευτεί ο στρατός και περίμενε. Έπρεπε να συγκεντρώσουν μια δύναμη πενήντα χιλιάδων στρατιωτών και λαού για να αποκτήσουν υπεροπλία έναντι των τριάντα χιλιάδων περίπου σταυροφόρων. Το σκυθικό σώμα και το λατινικό αποτελείτο από μισθοφόρους που περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Ο φόβος ήταν μήπως είχε διαδοθεί το νέο της φυγής του Αλέξιου και είχε αρχίσει να διαλύεται το ρωμαϊκό σώμα του στρατού.
 
«Πάμε να δώσουμε την μάχη» φώναξε ο νέος αυτοκράτορας.

«Η Παναγία θα σώσει και πάλι την Κωνσταντίνου Πόλη» φώναξαν κάποιοι.

Άλλοι έψελναν το “υπερμάχω” και άλλοι ακόνιζαν τα σπαθιά τους. Ακόμη κι ο Καϊχοσρόης που ήταν αλλόφυλος, ακόμη κι η Ζωή που ήταν γυναίκα, έδειχναν πρόθυμοι να πολεμήσουν, όμως οι πολλοί έφευγαν. Ήταν απογοητευμένοι βλέποντας ότι τους είχε εγκαταλείψει όχι μόνο ο ληστής του θρόνου Μούρτζουφλος αλλά κι ο ίδιος ο Θεός.
 
Δυστυχώς τα πράγματα εξελίχτηκαν όπως τα περίμεναν οι απαισιόδοξοι, ίσως μάλιστα ξεπέρασαν ακόμα και τους πιο μεγάλους φόβους. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Πριν κυκλοφορήσει, λοιπόν, η είδηση ότι υπάρχει εστεμμένος αυτοκράτορας για να υπερασπιστεί την Πόλη, κυκλοφόρησε το νέο ότι ο Αλέξιος Μούρτζουφλος έφυγε σαν κυνηγημένος και τους εγκατέλειψε. Ο λαός βγήκε στους δρόμους με το ξημέρωμα και έβριζε τον “ληστή και σφετεριστή” φορτώνοντάς τον με κατάρες.

«Μέχρι χτες τον δόξαζαν γιατί στραγγάλισε τον ανιψιό του» σχολίασε ο Νικήτας. «Τώρα τον λένε ληστή και σφετεριστή του θρόνου του στραγγαλισμένου!»

«Αυτός ο πανικός δεν θα φέρει τίποτε καλό» είπε ο Νικηφόρος.

«Κοιτάξτε» είπε η Ζωή και τους έδειξε πίσω τους, μια λιτανεία.
 
Στον κεντρικό δρόμο της Πόλης που πήγαινε προς τα τείχη του Κεράτιου και την Πύλη των Βλαχερνών, είχε συγκεντρωθεί μια μεγάλη πομπή που όλο και μεγάλωνε καθώς, όλο και περισσότεροι έμπαιναν στις γραμμές της. Μπροστά πήγαιναν ιερείς με τα άμφιά τους και τα λάβαρα των αγίων. Ακολουθούσαν μοναχοί και λαός. Ο Πατριάρχης είχε σαλπίσει στην Αγιασοφιά την αντίσταση αλλά, τώρα, λίγες μόνο ώρες μετά, οι δικοί του υφιστάμενοι, ο κλήρος, καθοδηγούσε την παράδοση. Ιερείς και μοναχοί και ο πιστός ορθόδοξος λαός έσπευδαν να παραδοθούν ψάλλοντας, με σκυμμένα τα κεφάλια, ένα μονότονο “έλεος, έλεος, έλεος!”. Κρατούσαν κειμήλια και ιερά αντικείμενα, εικόνες και μανουάλια και σταυρούς και προχωρούσαν κλαψουρίζοντας ελπίζοντας πως θα καλοπιάσουν τους εισβολείς για να τους λυπηθούν.

«Είναι γελοίο αυτό που συμβαίνει» είπε ο Νικηφόρος. «Είδα το έλεος των σταυροφόρων στο Ζαντάρ! Πάμε να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε!»

«Θα τους λιανίσουν!» είπε η Ζωή.

«Τι δειλοί, τι σιχαμένοι!» είπε ο Καϊχοσρόης. «Ανάξιοι για ελευθερία, τους αξίζει μονάχα ένα σπαθί για να κόψει αυτά τα προσκυνημένα κεφάλια.»

«Δεν μας άξιζε αυτό το τέλος!» μουρμούρισε ο Νικήτας που έκλαιγε βλέποντας το θέαμα.

«Να φύγουμε» επέμεινε ο Νικηφόρος.

Ο Θεόδωρος και ο Κωνσταντίνος έπαψαν να μιλούν με τους μισθοφόρους καθώς είδαν ότι δεν είχε πια νόημα καμιά αντίσταση. Ο λαός της Βασιλεύουσας έσπευδε να ζητήσει έλεος από τον εχθρό του αντί να αντισταθεί μέχρι της τελικής πτώσης.

«Αδελφέ μου, αυτό είναι το τέλος» είπε ο Θεόδωρος θλιμμένος κοιτάζοντας τον Κωνσταντίνο που είχε χλομιάσει.

«Οι δικοί μου δεν θα παραδώσουν έτσι εύκολα τα όπλα» είπε σχεδόν ψιθυριστά μέσα από τα σφιγμένα του χείλη.

«Δεν αξίζει ούτε και να το σκεφτείς, Κωνσταντίνε. Πώς θα τους πολεμήσεις μόνος;»
 
Το πλήθος μαζευόταν στους δρόμους και σήκωνε τα χέρια κάνοντας το σημείο του σταυρού. Οι σταυροφόροι δεν χρειάζονταν καμιά παράδοση για να λεηλατήσουν τα πάντα. Θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Αυτοί οι ιερείς κι οι μοναχοί με τα μανουάλια, απλά, τους εμπόδιζαν να κάνουν πιο γρήγορα τη δουλειά τους.