Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

03 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ και Η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 3η


Στην τρίτη συνέχεια της ιστορίας μας, βρισκόμαστε στην Αθήνα το έτος 1201μ.Χ. Μητροπολίτης είναι ο Μιχαήλ Ακομινάτος, αδελφός του πολύ γνωστού χρονικογράφου Νικήτα Χωνιάτη που είναι και λογοθέτης (κάτι σαν σημερινός πρωθυπουργός) στην Κωνσταντινούπολη. Μιλά με τον Νικηφόρο, βασικό ήρωα του μυθιστορήματος, ναυτικού από την Σέριφο που θέλει να μείνει στην Αθήνα.

*************************************
Πραγματολογικά στοιχεία, παραπομπές: 
(1)
Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος (1138-1222), υπήρξε Έλληνας λόγιος και ορθόδοξος Μητροπολίτης Αθηνών. Γεννήθηκε περί τα 1138 στις Χωνές της Φρυγίας (πρώην Κολοσσαί) και προερχόταν από την εύπορη οικογένεια των Ακομινάτων. Αδερφός του ήταν ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης. Σε νεαρή ηλικία βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθεί. Εκεί, προστάτης και διδάσκαλός του έγινε ο σοφός Ευστάθιος, αργότερα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Εκπαιδεύτηκε στην κλασική παιδεία, γνώρισε τον Όμηρο, τον Πίνδαρο, τον Δημοσθένη, τον Θουκυδίδη και άλλους αρχαίους συγγραφείς έγινε ελληνολάτρης και μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τους ανώτερους εκκλησιαστικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Ανέπτυξε χαρακτήρα δραστήριο, ευγενή και πράο. Ύμνησε την Αθήνα με στίχους απευθυνόμενους ακόμα και προς τους αρχαίους θεούς, αυτός ένας ορθόδοξος μητροπολίτης. Λυπόταν που χάθηκε η ελληνική ομορφιά αλλά προσπάθησε πολύ για τους συγχρόνους του Αθηναίους. 
(2) 
Ο πληθυντικός “της ευγένειας” χρησιμοποιείται στο βιβλίο αυτό για να αποδίδει στον σύγχρονο αναγνώστη το κλίμα των συζητήσεων καλύτερα. Τότε, χρησιμοποιείτο συνήθως για την συνομιλία ο δεύτερος ενικός και, όταν χρειαζόταν να επιδειχτεί κάποιος ιδιαίτερος σεβασμός, ο τύπος ευγένειας που χρησιμοποιείτο ήταν το τρίτο ενικό πρόσωπο αντί του δεύτερου πληθυντικού, π.χ. αντί του σημερινής έκφρασης: “Οφείλετε να με καθοδηγείτε Πάτερ” ο Νικηφόρος θα έλεγε: “Οφείλει η Πατρότητά του να με καθοδηγεί”, όπως κάποιες φορές αντί του “τι θέλετε;” (β πληθυντικό) λέμε “τι θέλει ο κύριος;” (γ ενικό)




Γ’ ΑΘΗΝΑ



Η θέα της Αθήνας και του λεκανοπεδίου από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης ήταν γοητευτική. Τα βουνά τριγύρω, οι λόφοι κι ο ελαιώνας με τα χωράφια και τις μουριές έφταναν ως εκεί που τελείωνε η ξηρά. Μετά ήταν η γαλάζια θάλασσα, με τις κορυφογραμμές των βουνών της Πελοποννήσου και με τα νησιά στο βάθος. Όλα έφτιαχναν ένα τοπίο με όψη γαλήνια και πολύ ζωντανή ταυτόχρονα. Οι μυρωδιές αναδύονταν από τον κάμπο, αλλά, κι απ’ τα λουλούδια και τα δέντρα πάνω στον Ιερό Βράχο. Το αττικό φως τα έκανε όλα διάφανα, λαμπερά. Ο Μιχαήλ Ακομινάτος(1), για ακόμη μια φορά ευλογούσε τον Θεό που τον είχε αξιώσει με όλα αυτά. Όχι μόνο που τα έβλεπε και τα ένιωθε, αλλά, που τα είχε κάνει δικά του κι αναπόσπαστο μέρος της ζωής του.


«Έρωτας είναι αυτό που νιώθω γι αυτήν την πόλη» είπε στον Νικηφόρο που ήταν ο συνομιλητής του.


Ο Μιχαήλ ιερουργούσε εικοσιεπτά συναπτά χρόνια στον Παρθενώνα που ήταν ο ναός της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας. Έμενε στα Προπύλαια και φιλοξενούσε τον Νικηφόρο στον Ιερό Βράχο όποτε εκείνος ερχόταν στην Αθήνα. Κάθονταν τώρα απέναντι και μοιράζονταν το κρασί με τις ελιές και το ψωμί. Ο εικοσιοχτάχρονος Νικηφόρος ήταν από την Σέριφο, ναυτικός κι έμπορος στο επάγγελμα. Κυβερνούσε ένα δικό του πλοίο αλλά φιλοδοξούσε να γίνει κτηματίας στον Πειραιά. Επομένως ήταν ένας μέλλων Αθηναίος. Παρά το γεγονός ότι είχε τα μισά χρόνια του Μιχαήλ και παρά το θρησκευτικό του αξίωμα, τον αισθανόταν φίλο. Ήταν όχι μόνο φίλος, αλλά, και δάσκαλός του και του φερόταν με σεβασμό. Ο Νικηφόρος τον αποκαλούσε πότε “Μιχαήλ” και πότε “Πάτερ”. Εκτιμούσε την σοφία και τις γνώσεις του. 
 

«Αν εσείς νιώθετε έρωτα για την Αθήνα, Πάτερ, αυτό που νιώθω για την Αγνή τι είναι;» ρώτησε ο Νικηφόρος.


«Έρωτας λέγεται κι αυτό, αλλά –κατά Πλάτωνα- είναι μιας χαμηλότερης βαθμίδας.»


«Κι όταν είστε ερωτευμένος και βρίσκεστε εδώ πάνω;»


«Α, είναι ο ορισμός της ευτυχίας, αγαπητέ Νικηφόρε. Όσα μου λες για την Αγνή δεν θα με κάνουν να ζηλέψω. Πέρασε η ηλικία που θα με ξεσήκωναν τέτοια πάθη.»


«Μα δεν τα λέω για να σας ξεσηκώσω, Πάτερ. Εξάλλου εξομολόγηση κάνω. Εσείς είστε ο πνευματικός μου, οφείλετε να με καθοδηγείτε(2).»


Γέλασαν και οι δυο και τσούγκρισαν τα κύπελλά τους με το γλυκόπιοτο, αρωματικό κι ελαφρύ κρασί του Κιθαιρώνα.


«Μου έχετε πει ένα σωρό αρχαίους μύθους Ελλήνων που έζησαν εδώ» είπε σε μια στιγμή ο Νικηφόρος. «Πείτε μου, όμως, κάτι και για τον σύγχρονο μύθο του Ιερέα Ιωάννη.»


«Που άκουσες γι αυτό;» έκανε απορημένος ο Μιχαήλ.


«Εσείς το αναφέρατε. Μιλούσαμε για την σταυροφορία που ετοιμάζει ο Πάπας.»


«Χμμ» έκανε ο Ακομινάτος. «Δεν έπρεπε να το αναφέρω καθόλου, αλλά, φαίνεται πως το κρασί πολύ ήταν καλό κι εγώ υπερβολικά ομιλητικός, ε;»


«Ακριβώς!» συμφώνησε ο Νικηφόρος. «Και κάπως έτσι μου ανάψατε την περιέργεια.»


«Θα σου πω. Όμως, ό,τι ακούσεις θα το κρατήσεις για τον εαυτό σου. Είναι επικίνδυνη γνώση, μπορεί να σε μπλέξει. Μου το υπόσχεσαι;»


Ο Νικηφόρος έγνεψε καταφατικά. Ο Ακομινάτος, αφού ρούφηξε μια τελευταία γουλιά κρασί ξαναγέμισε το κύπελλό του. Ύστερα του είπε με ευχαρίστηση την ιστορία.


«Μεταξύ των δυνατών αυτού του κόσμου, κοσμικών και θρησκευτικών ηγετών, κυκλοφορεί μια εικασία. Ίσως είναι μια εικασία, μια προφητεία, θα την έλεγα καλύτερα φαντασίωση! Σύμφωνα με αυτήν ο Θεός, ως υπέρτατο ον, δεν θα αφήνει για πάντα τον κόσμο να σφάζεται. Δεν θα τον αφήσει να βυθίζεται σε κάθε είδους δυστυχία και σε πολέμους.»


«Θεός είναι, αν θέλει τα σταματάει όλα αυτά» είπε ο Νικηφόρος. «Πού είναι η προφητεία;»


«Λένε, λοιπόν, ότι παράλληλα με τις σημερινές ηγεσίες, ο Θεός έχει ευλογήσει κάποια πεφωτισμένα άτομα. Θα ηγηθούν σε ολόκληρο τον κόσμο και θα επιβάλουν οικουμενική ειρήνη. Εκείνος που θα το πετύχει αυτό θα είναι ο διάδοχος του Ιερέα Ιωάννη. Θα είναι ο Βασιλιάς που θα επιλέξει ο ίδιος ο Θεός για το Θεϊκό του Βασίλειο.»


«Και που βρίσκεται αυτός ο Ιερέας;»


«Εδώ αρχίζει το μυστήριο. Ο Ιερέας Ιωάννης βρίσκεται σε μια χώρα άγνωστη σε όλους. Προφανώς όμως στην ανατολή, κάπου κοντά στον Παράδεισο! Μια συνωμοτική οργάνωση, η Ερμητική Ιεραρχία, τον αναζητά για να του στείλει τον διάδοχο που θα λυτρώσει τον κόσμο από πολέμους και συμφορές.»


«Απ’ όσο ξέρω μόνο οι Εβραίοι περιμένουν ένα Μεσσία που θα τους σώσει.»


«Δεν έχουν μόνον οι Εβραίοι Μεσσία, Νικηφόρε. Είναι κι οι Μουσουλμάνοι που περιμένουν τον Μαχντί. Οι Χριστιανοί περιμένουμε τον ίδιο τον Χριστό που θα ξαναγυρίσει την ημέρα της Κρίσεως! Δεν είναι παράξενο που μια κρυφή συνωμοτική οργάνωση των δυνατών του κόσμου περιμένει τον δικό της σωτήρα! Όλοι το ίδιο ζητούν και όλοι την ίδια αμαρτία κάνουν, την ίδια ύβρη. Στην ίδια βλασφημία οδηγούνται!»


«Βλασφημία;» απόρησε ο Νικηφόρος. «Αμαρτία;»


«Μα είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι μπορούν να ξέρουν και να κατανοούν τι ακριβώς θέλει να κάνει ο Θεός; Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να πιστεύουν ότι μπορούν να τον βοηθήσουν κιόλας; Πώς μπορεί να είναι παντοδύναμος κι άπειρος ο Θεός αν αυτοί τον ερμηνεύουν και μπορούν να τον βοηθούν; Αν δεν είναι αυτό βλασφημία τότε τι είναι;»


Ο Μιχαήλ Ακομινάτος ήταν μητροπολίτης Αθηνών, αξιωματούχος της Ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας. Όφειλε να υπακούει στα διδάγματα και στα δόγματα που είχαν ορίσει οι οικουμενικές σύνοδοι. Δεν ήταν αντίθετος, είχε, όμως, κι ένα ανεξάρτητο πνεύμα και δική του γνώμη για όλα τα πνευματικά ζητήματα. Ερευνούσε τα πάντα.


Θαύμαζε τους αρχαίους Έλληνες. Λυπόταν που όλος ο κόσμος είχε βυθιστεί στο σκοτάδι καταδικάζοντας κάθε τι το ελληνικό σαν ειδωλολατρικό. Είχε αρνηθεί τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης κι είχε διαλέξει να έρθει στην ταπεινή Αθήνα. Το έκανε από ένα καθαρό κι άδολο θαυμασμό προς το αρχαίο πνεύμα. Δεν ήταν περίεργο λοιπόν που έβλεπε με κριτικό μάτι όλες αυτές τις δοξασίες.


«Εσείς, Μιχαήλ, πώς τον βλέπετε τον Θεό;» τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Νικηφόρος.


«Φίλε μου, δες γύρω σου τα πλάσματα της φύσης. Δες τα θεόρατα βουνά, τα δέντρα, τα ζώα, δες το χορτάρι. Ζει και μεγαλώνει δίχως να ξέρει ούτε ποιος το έσπειρε ούτε γιατί το έκανε και πώς. Δεν σκέφτεται το χορτάρι αν θα πατηθεί από ένα στρατιώτη ή αν θα προλάβει να μεγαλώσει υπό το φως του ήλιου. Στέκεται στη θέση του και ζει χωρίς να θέτει ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν.»


«Μα, ο άνθρωπος έχει σκέψη, έχει περιέργεια. Κακό είναι αυτό;» είπε ο Νικηφόρος.


«Και το χορτάρι ψάχνει για νερό, για ήλιο και αέρα. Κάνει αυτά που του επιβάλει η φύση του. Δεν έχει όμως καμιά τρελή φιλοδοξία να βοηθήσει τον δημιουργό του.»


«Μα ο Θεός μάς αποκάλυψε τη βούλησή του μέσα από τις Γραφές» είπε ο Νικηφόρος. «Αυτό λέει κι η εκκλησία.»


«Ξανασκέψου το χορτάρι Νικηφόρε. Δεν ξέρει τι ήθελε ο άνθρωπος που το έσπειρε. Δεν υπάρχει γλώσσα συνεννόησης μαζί του. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί το έκανε. Είναι μάταιο και πέρα από την φύση να βλέπει την θέληση του δημιουργού του. Θα το θερίσει ή θα το κρατήσει ως τον χειμώνα που θα μαραθεί απ’ τον χιονιά; Έτσι κι εμείς δεν ξέρουμε ποιος είναι ο Θεός, γιατί ζούμε κι αν θα χαθούμε. Δεν ξέρουμε τη βούληση του άπειρου Θεού. Είναι ύβρις να λέμε πως τον βοηθάμε. Ό,τι μας επέτρεψε να ξέρουμε ο Θεός, είναι τα διδάγματα των γραφών Του. Η πιο μεγάλη γραφή Του είναι η φύση γύρω μας! Πρέπει λοιπόν να κάνουμε αυτό που λέει η φύση μας. Δοξάζω τον Δημιουργό που υπάρχω και ζω. Τα άλλα είναι αμαρτήματα ενός εγωιστικού νου.»


«Αν είναι τόσο μακρινό το θείο μπορεί και να πάψει να απασχολεί τους ανθρώπους» είπε ο Νικηφόρος. «Αυτό καμιά θρησκεία δεν το θέλει. Πώς πρέπει, λοιπόν, να αντιμετωπίζεται το θείο, κατά τη γνώμη σας, Μιχαήλ; Πώς πρέπει να στέκεται ο άνθρωπος απέναντι στον Δημιουργό του;»


«Με σεβασμό και κατάνυξη! Θαυμάζουμε που έχουμε μάτια και βλέπουμε το κάλλος γύρω μας. Δοξάζουμε τον θεό που μπορούμε να ακούμε τη μουσική της φύσης που είναι ο λόγος Του. Δεν εξηγούμε τον Θεό γιατί δεν είναι δυνατόν να τον κατανοήσουμε. Δεν επαιρόμαστε εμείς, ατελείς κι αδύνατοι με τόσο περιορισμένη γνώση του σύμπαντος, ότι βοηθάμε τον Παντοδύναμο! Τους ανθρώπους μόνο μπορούμε να βοηθάμε. Τον κόσμο γύρω μας που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας προσπαθούμε να εξηγήσουμε. Ασχολιόμαστε με αυτά για τα οποία είμαστε ικανοί. Τα υπόλοιπα τα κοιτάμε με κατάπληξη και ταπεινοφροσύνη κι ευλογούμε τον Κύριο που μας επέτρεψε να τα ζήσουμε.»


Ο Νικηφόρος πάντοτε θαύμαζε τον Ακομινάτο για την σοφία των λόγων και την καθαρότητα της σκέψης του. Τώρα, με το λογύδριό του, τον επιβεβαίωνε. Συνέχιζε τον διάλογο που του φαινόταν όχι μόνο διδακτικός αλλά και απολαυστικός. Ο Ακομινάτος μιλούσε σαν ένας άλλος Πλάτων.


«Κάτι μέσα σε όλα αυτά που μου λέτε μου φαίνεται σαν μοιρολατρία, Πάτερ.»


«Μπορείς να το πεις και ήρεμη, ή και θαρραλέα ακόμα, αποδοχή της αδυναμίας μας.»


«Και η εκκλησία;» επέμενε ο Νικηφόρος.


«Η εκκλησία δοξάζει τον δημιουργό και βοηθάει τον άνθρωπο. Εκκλησία είναι οι πιστοί Νικηφόρε. Είναι η εκκλησία του Δήμου που ο Χριστός την είπε εκκλησία του Θεού.»


«Ας ξαναέρθουμε στο θέμα του Ιερέα Ιωάννη. Πάτερ, πείτε μου σας παρακαλώ το εξής. Αντιλαμβάνομαι πως είναι ύβρις να λες πως θα βοηθήσεις τον Θεό, όμως κάτι πρέπει να κάνουν κι οι άνθρωποι. Πρέπει να βελτιώσουν τη ζωή τους. Η αναζήτηση παγκόσμιας ειρήνης δεν είναι αμαρτωλή επιθυμία. Έτσι δεν είναι;»


«Μέσα απ’ τα έργα των ανθρώπων ομορφαίνει ή γίνεται ανυπόφορη η κοινωνία μας. Οι άνθρωποι κάνουν πολέμους και προκαλούν δυστυχία. Η επίκληση του Θεού για τις δικές μας υποθέσεις είναι λάθος. Είναι ένας τρόπος για να κλείνουμε τα μάτια και τα στόματα μας! Αντί να απευθυνθούμε στην λογική, εκτρέφουμε τον φόβο που κρύβουμε μέσα μας.»


«Μα η εκκλησία, Πάτερ, πρώτη από όλους εκείνη όλο τον Θεό επικαλείται!»


«Υπάρχει η εκκλησία των φτωχών και καταπιεσμένων. Των ανθρώπων, που ψάχνουν μέσα σε αυτήν να βρουν ελπίδα και κουράγιο για να τα καταφέρουν. Υπάρχει κι η εκκλησία των δυνατών, που υποκριτικά απευθύνονται στον Θεό. Θέλουν, απλά, να επιβάλουν πιο εύκολα το δικό τους δίκιο και βρίσκουν δικαιολογία την θρησκεία.»


«Κι ο Ιερέας Ιωάννης σε ποια από τις δυο εκκλησίες ανήκει;»


«Μα, φυσικά, αγαπητέ μου, είναι ένα δημιούργημα των δυνατών και δικό τους παιχνίδι.»


«Δεν θα μπορούσε να εμπνεύσει απλούς ανθρώπους σε κάτι πιο ευγενικό;»


«Μόνο στα χέρια ενός σοφού που θα ήταν και βασιλιάς ταυτόχρονα Όμως αυτοί οι φιλόσοφοι κυβερνήτες έχουν πάψει να υπάρχουν απ’ τον καιρό του Πλάτωνα. Δεν υπάρχουν τέτοιοι στα χρόνια μας.»


«Οι σκέψεις αυτές, Πάτερ, σε πολλούς θα φαίνονταν σαν αιρετικές.»


Ο Ακομινάτος τον άκουσε αλλά δεν είπε τίποτε, απλά τον κοιτούσε.


«Θα τις ονόμαζαν ακόμα και άπιστες» συνέχισε να λέει ο Νικηφόρος. «Θα έλεγαν ακόμη πως είναι και διαλυτικές για την Εκκλησία.»


«Ίσως και να έχουν δίκιο, Νικηφόρε. Εγώ όμως δεν θα αλλάξω γνώμη.»


«Έστω» έκανε αμήχανα ο Νικηφόρος. «Πάντως αυτοί που ψάχνουν για τον Μεσσία λένε πως θέλουν οικουμενική ειρήνη. Φαίνεται να έχουν καλές προθέσεις.»


«Ο δρόμος για την κόλαση είναι παντού στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις, φίλε μου» είπε ο Ακομινάτος. «Η αναζήτηση του Μεσσία είναι αγώνας για παγκόσμια κυριαρχία. Αν δεν ήταν έτσι, οι δυνατοί θα αδιαφορούσαν!»


«Βασιλιάδες και τόποι κοντά στον παράδεισο, δεν είναι άσχημος!» είπε ο Νικηφόρος.


«Ποιος δεν είναι άσχημος; Ο Ιωάννης;»


«Όχι βέβαια» έκανε χαμογελώντας ο Νικηφόρος. «Για τον μύθο μιλάω. Είναι καλός, έχει ενδιαφέρον και πλοκή, έχει μεσσίες και βασιλιάδες. Έχει έναν παράξενο ιερέα στην άκρη του κόσμου! Δεν είναι και λίγα όλα αυτά!»


Σήκωσε την κούπα του κι ήπιε λίγο ακόμα μυρωδάτο κρασί. Τον συνόδευσε κι ο Μιχαήλ. Του άρεσε του Ακομινάτου εδώ πάνω στον Ιερό Βράχο. Κι όπως η παρέα ήταν καλή, του άρεσε ακόμα περισσότερο. Δόξασε κι ευχαρίστησε για μιαν ακόμη φορά τον Θεό που του χάρισε αυτή την ευτυχία.