Σάββατο 30 Μαΐου 2020

06 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 6η

6η συνέχεια σήμερα. Δυο ακόμη υποκεφάλαια του 2ου κεφαλαίου. 
Είμαστε πάντα στο 2002 μ.Χ.. Σε ένα ρωμαίικο πανδοχείο στο Ζαντάρ, ο Νικηφόρος ζει τις συνέπειες της σταυροφορίας και σκέφτεται για τη ζωή του.
******************************************
Παραπομπή


(*) Πράττης ήταν ο έμπορος κυρίως αλλά και ο βιοτέχνης

Γ’ Η ΑΓΝΗ



Αφού είχε πιει το κρασί κι είχε τελειώσει με το φαγητό του ανέβηκε στα δωμάτια του επάνω ορόφου να ξεκουραστεί. Όλο το απόγευμα είχε δουλειές στο καράβι και ήθελε να είναι φρέσκος. Μόλις ξάπλωσε κι έκλεισε τα μάτια, έφερε στον νου του την Αγνή. Κάθε φορά που έμενε μόνος του την σκεφτόταν. Το πρόσωπό της λαμπερό, τα μάτια της γεμάτα ερωτηματικά κι ένα κορμί της γεμάτο δίψα για ζωή τον επισκέφτηκαν. Αυτές οι εικόνες τον ευχαριστούσαν, τον ανάσταιναν, τον αναστάτωναν. Ήταν παιδούλα ακόμα, δεκαοχτώ μόνο χρονών. Εκείνος ήταν δέκα ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερός της. Ήταν η κατάλληλη διαφορά για ένα πετυχημένο γάμο, έλεγαν όλοι. Εκείνος που είχε γίνει ναύαρχος από τα εικοσιέξι του μόλις χρόνια, ένιωθε ικανός κι έτοιμος μια τέτοια δέσμευση.

Ο πατέρας της Αγνής, ο Δωρόθεος Καρτεράνος, ήταν πετυχημένος πράττηςi, των Αθηνών. Ήταν οργανωμένος στο “σύστημά του”, δηλαδή στην συντεχνία που τού πρόσφερε μια σχετική προστασία. Εκεί έβρισκε γνωριμίες και πληροφορίες που ήταν απαραίτητες αυτές τις εποχές στο εμπόριο. Οι στεριές ήταν γεμάτες με ληστές κι οι θάλασσες γεμάτες πειρατές. Ήταν ευκατάστατος, όχι σαν κληρονόμος πλούσιων προγόνων. Είχε ένα καλό εισόδημα που του απέδιδαν τα αγροκτήματά του και το εμπόριο. Διακινδύνευε μεν αλλά εξασφάλιζε καλά κέρδη όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά κι οι εποχές ήταν ειρηνικές. Έστελνε τα προϊόντα της γης του και εμπορεύματα από τη Θήβα ή τα Μέγαρα στις αγορές της ανατολής. Οι Γεννουάτες, οι Βενετοί, οι Πισσάνοι αλλά κι οι Ρωμιοί, τα πήγαιναν ως την Αίγυπτο ή την Παλαιστίνη. Ο Νικηφόρος με το “Δήλος” έκανε αυτή τη δουλειά. Από εκεί Φράγκοι και Σαρακηνοί τα πήγαιναν στην Βαγδάτη και την Περσία. 
 
Μετέφερε υφάσματα και λάδι στην Ανατολή κι έφερνε από εκεί πιπέρι και μπαχαρικά. Σπανιότερα έκανε μεταφορές και στη Δύση. Για να γίνει η θαλάσσια μεταφορά ο πλοιοκτήτης υπέγραφε με τον βιοτέχνη ή τον έμπορο ένα συμβόλαιο. Αυτό το συμβόλαιο είχε και ισχύ ασφάλειας αφού ποτέ δεν ήταν κανείς σίγουρος για την κατάληξη ενός ταξιδιού. Με τόσα πειρατικά που κυκλοφορούσαν ανενόχλητα στη Μεσόγειο καμιά σιγουριά δεν υπήρχε. Οι συναλλαγές αυτές επομένως είχαν ένα ρίσκο και βασίζονταν στην εντιμότητα των συναλλασσόμενων. Κάθε πλοιοκτήτης είχε ένα ολόκληρο σύστημα γνωστών του εμπόρων. Με αυτούς έκλεινε δουλειές και μεταφορές στηριγμένος στην καλή πίστη.
Ο Νικηφόρος είχε γνωριμίες στην ανατολική Μεσόγειο και την Μικρασία. Γνώριζε πολλούς και σε πόλεις του Θέματος Ελλάδας και Πελοποννήσου. Μιλούσε ιταλικά και γαλλικά και λίγα τούρκικα και σαρακήνικα. Έτσι, μπορούσε να είναι καλός έμπορος. Συναλλασσόταν με τον Δωρόθεο κι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του με τη στάση και τη συμπεριφορά του. Ήλπιζε, λοιπόν, ότι ο πατέρας της Αγνής δεν θα είχε αντιρρήσεις. Αν το ήθελε κι αυτή, τότε η νεαρή κόρη του Δωρόθεου θα γινόταν γυναίκα του, παντοτινή σύντροφός του.
Κοιτάχτηκε σε ένα καθρέφτη και είδε ένα νεαρό άνδρα, ούτε εύσωμο, ούτε ψηλό, ούτε ιδιαίτερα όμορφο. Είχε, όμως, μια συμπαθητική φάτσα με καστανά μαλλιά και γένια και μάτια που έλαμπαν από ζωντάνια. Δεν ήταν βέβαιος αν αυτά ήταν αρκετά για την Αγνή. Ξάπλωσε στο στρώμα να ξεκουραστεί. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τις ανησυχίες του να διαλυθούν. Χαλάρωσε από την κούραση της ημέρας κι από το μυρωδάτο κρασί της κυρίας Ελένης. Είχε εκκρεμότητες να τακτοποιήσει και κυρίως έπρεπε να μάθει ποια θα ήταν η τύχη του εδώ. Το συμβόλαιό του έληγε στις 31 Δεκεμβρίου κι η σταυροφορία δεν είχε ξεκινήσει. Δεν προβλεπόταν να συμβεί αυτό πριν από το καλοκαίρι του 1203. Οι σταυροφόροι είχαν αργήσει πολύ να μαζευτούν έξω από την Βενετία. Αυτός όμως, είχε συμβόλαιο με τους Ενετούς για να ξεκινήσει η εκστρατεία το 1202. Ως το τέλος της χρονιάς έπρεπε να έχουν φτάσει στην Κρήτη.
Ωστόσο τα πράγματα είχαν εξελιχθεί αλλιώς. Στις 29 Ιουνίου του 1202, που επρόκειτο να ξεκινήσουν, είχαν μαζευτεί μόνο 11.000 στρατιώτες του Σταυρού. Ούτε το ένα τρίτο αυτών που περίμεναν δεν ήταν. Το αποτέλεσμα ήταν να αναβληθεί η εκστρατεία και το συμβόλαιό του να λήξει άκαρπο. Μάλλον θα του έδιναν την προβλεπόμενη αποζημίωση και θα του έλεγαν να έρθει εδώ την άνοιξη. Τότε θα ξεκινούσε οριστικά η τέταρτη σταυροφορία. Αυτό όμως θα το διαπίστωνε αύριο μεθαύριο, όταν θα έκανε συζήτηση με τις Βενετικές αρχές.
Όλο το απόγευμα έκανε τις δουλειές που είχε στο πλοίο. Έδωσε επί πλέον οδηγίες στο πλήρωμα και ξαναγύρισε αργά στο χάνι. Μια παρέα Κροατών καθόταν σε μια γωνιά αμίλητη και μερικοί Βενετοί έτρωγαν τα φαγητά της κυρίας Ελένης. Ήταν κουρασμένος και, αφού ήπιε ξανά από το γλυκόπιοτο κρασί που διέθετε η ταβέρνα, ανέβηκε στο δωμάτιό του. Έπεσε σαν ξερός. Δεν σκέφτηκε ούτε τη Αγνή, που θα ήθελε, ούτε και τη λεηλατημένη πόλη με τους δυστυχείς κατοίκους της. Ακόμα κι όταν ξύπνησε δεν θυμόταν τα όνειρα εκείνης της βραδιάς. Ήταν όμως μια άσχημη νύχτα καθώς όλο το βράδυ κρύωνε και σκεπαζόταν συνέχεια όλο και πιο σφιχτά στις κουβέρτες του.




Δ’ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ



Ο Νικηφόρος σηκώθηκε κακόκεφος και κατέβηκε στην ταβέρνα για το πρωινό που τού είχε ετοιμάσει ο Κωνσταντίνος. Ήταν ένα ωραίο πιάτο με κρασί γλυκό και δυνατό. Είχε κι ένα καλαθάκι με ψωμιά και παξιμάδια, να τα βουτήξει στο κρασί και να πάρει δυνάμεις. Το κρύο ήταν τσουχτερό στην Δαλματία κι όλα τα βουνά τριγύρω ήταν χιονισμένα. Ο χειμώνας ήταν στο φόρτε του στο τέλος του Νοέμβρη. Στο χάνι το τζάκι έκαιγε από τα χαράματα ως αργά το βράδυ για να ζεσταίνει τον χώρο. Ο Νικηφόρος κάθισε σ’ ένα τραπέζι κοντά στη φωτιά κι έβαλε το ψωμί του σε μια σχάρα κοντά στα ξύλα. Ο ταβερνιάρης ήθελε να τον περιποιηθεί δεόντως και του είχε φέρει και μια μικρή γαβάθα με ζεστό γάλα. Έκανε ακόμα πιο ωραίο το πρωινό του. Έφερε την καρέκλα του στο τραπέζι του και στρογγυλοκάθισε.
 
«Έχω νέα» του είπε
 
«Νέα; Πότε πρόλαβες να τα μάθεις πρωί-πρωί;»
«Τα ξέρω από χτες, μετά που πήγες να κοιμηθείς.»
«Τι έγινε στην ταβέρνα χτες βράδυ που το έχασα;»
«Ήρθαν κάτι βλαμμένοι Φράγκοι Βουργουνδοί κι ήπιαν αρκετά. Βέβαια, ήταν πιωμένοι πριν έρθουν εδώ. Ήταν τόσο μεθυσμένοι που τους άφησα στο στάβλο για την νύχτα κι αυτοί κοιμούνται ακόμα και τώρα. Παραμιλούσαν, μάλωναν συνεχώς μεταξύ τους κι άρχισαν να λένε διάφορα απίστευτα πράγματα για τη σταυροφορία. Δεν είναι στρατιώτες του Χριστού ετούτοι εδώ, αλλά, κανονικοί ληστές και κλέφτες!»
 
«Τώρα το κατάλαβες;» του είπε ο Νικηφόρος.
 
«Τώρα σιγουρεύτηκα. Το σημαντικό, όμως, δεν ήταν αυτό. Το “νέο” που έμαθα, από όσα τους ξέφευγαν, είναι ότι οι αρχηγοί τους δεν σκοπεύουν να πάνε στους Αγίους Τόπους. Αλλού θέλουν να οδηγήσουν αυτή τη σταυροφορία.»
 
«Και που θα πάνε;» ρώτησε με περιέργεια ο Νικηφόρος.
 
«Στην βασιλεύουσα! Το φαντάζεσαι; Οι άτιμοι έχουν βάλει στο μάτι την Πόλη του Κωνσταντίνου, την πιο πλούσια πόλη του κόσμου.»
 
«Είσαι βέβαιος;» τον ρώτησε ο Νικηφόρος ξυπνώντας απότομα από την κατάσταση της υπνηλίας. «Πώς ξέρεις ότι δεν έλεγαν χαζομάρες;»
«Δεν ήταν δικές τους κουβέντες αυτές. Επαναλάμβαναν ό,τι είχαν ακούσει και πανηγύριζαν ότι θα έβγαζαν τρελά κέρδη! Κατάλαβες; Οι λεχρίτες; φοράνε τον σταυρό στο στήθος τους και ληστεύουν τις χριστιανικές πόλεις. Το Ζαντάρ τους άνοιξε την όρεξη και τώρα θέλουν να καταπιούν τη πιο μεγάλη πρωτεύουσα του κόσμου. Μόνο έτσι θα ξεδιψάσουν!»
 
«Μήπως όλα αυτά είναι σχέδια χωρίς καμιά σημασία;» είπε ο Νικηφόρος «Δεν αλλάζει έτσι εύκολα ο βασικός στόχος μιας σταυροφορίας.»
 
«Ε, βέβαια» έκανε ειρωνικά ο Κωνσταντίνος. «Είναι ο Πάπας στη μέση, οι βασιλιάδες … Τι θα πουν όλοι αυτοί, ε;»
 
«Εξάλλου πώς θα μπουν στην Πόλη;» είπε ο Νικηφόρος. «Τα τείχη της άντεξαν Αβάρους κι Άραβες. Κράτησαν έξω τον Φρειδερίκο τον Μπαρμπαρόσα. Θα φοβηθούν αυτό το τσίρκο; Θα τους αφήσει ο αυτοκράτορας;»
 
«Δεν ξέρω τι σκέφτονται» είπε ο ταβερνιάρης. «Φοβάμαι όμως, τον διαβολόγερο τον Δάνδολο. Είναι ικανός για όλα.»
«Μα, ίσα-ίσα. Αυτός την ξέρει καλά την Πόλη. Θα ξέρει ότι είναι απόρθητη!»
«Εγώ σου είπα αυτά που άκουσα. Δεν μπορώ να ξέρω τι έχει στο νου του ο πονηρός γέρος. Ογδόντα εννέα, ίσως και ενενήντα χρονών πήγε και δεν κάθεται στα αυγά του! Πήρε το Ζαντάρ και θα τον αφορίσει ο Πάπας, αλλά, αυτός θα συνεχίσει να κάνει του κεφαλιού του!»
 
«Ελπίζω να ήταν φανφάρες των κουτόφραγκων που είναι βλαμμένοι» είπε ο Νικηφόρος.
Η πρωινή κουβέντα έκλεισε εκεί. Φεύγοντας, πήρε μαζί του και ένα αντίγραφο του μισθωτηρίου συμβολαίου του με την Γαληνότατη Δημοκρατία.
«Αν μου πουν ότι μου ανανεώνουν το συμβόλαιο, αυτό θα σημαίνει ότι πάμε Αίγυπτο!»
«Για να δούμε, λοιπόν, τι θα σου προτείνουν» είπε ο ταβερνιάρης.
Ο Νικηφόρος πήγε να πάρει το άλογό του από τον στάβλο. Παρατήρησε μια περίεργη κίνηση στο βάθος. Πλησίασε και τράβηξε το σπαθί από το ζωνάρι του. Φορούσε μια ελαφριά πανοπλία με τον σταυρό κεντημένο στο στήθος. Εμφανιζόταν με την στολή σαν μέλος της σταυροφορίας στους Ενετούς. Όταν τον είδαν κάποιοι εκεί στο βάθος ταράχτηκαν. Ο Νικηφόρος έτρεξε καταπάνω τους κι εκείνοι το έσκασαν τρέχοντας. Πήγε να δει τι είχε γίνει και είδε δυο μεθυσμένους Φράγκους. Από το κρασί και τα κρεμμύδια βρωμοκοπούσαν. Ήταν γδυτοί, δεμένοι με σχοινιά, ιδρωμένοι και τρομοκρατημένοι.
 
«Μας έσωσες! Σου χρωστάμε τη ζωή μας!» του είπαν στα γαλλικά μόλις τον είδαν.
Ο Νικηφόρος τους έλυσε τα χέρια και τα πόδια και τους έδωσε να φορέσουν τα ρούχα τους. Τους έφερε κι ένα κουβά με νερό να πιουν, να πλυθούν και να συνέλθουν.
 
«Θα μας σκότωναν αν δεν ερχόσουν εσύ συμπολεμιστή» είπε ο ένας. «Να σου συστηθώ όμως. Ρομπέρ ντ’ Επινάκ, από τη Βουργουνδία.»
Του έκανε μια υπόκλιση όπως και ο άλλος που με την σειρά του συστήθηκε κι αυτός
 
«Φιλίπ ντ’ Επινάκ, αδελφός του Ρομπέρ. Σου χρωστώ κι εγώ τη ζωή μου!»
Ήταν φανερό πως είχαν περάσει μια μεγάλη τρομάρα. Αυτοί οι σιδηρόφρακτοι, άφοβοι κι ατρόμητοι πολεμιστές, είχαν πιαστεί λόγω της μέθης τους στη φάκα. Είχαν δει τον χάρο με τα μάτια τους. Ο Νικηφόρος ήξερε τα γαλλικά από μικρός που ο πατέρας του έκανε δουλειές με Νορμανδούς της Σικελίας. Μιλούσε τη γλώσσα τους έστω και με κάπως σκληρή προφορά.
 
«Μα … δεν χρειάστηκε να πολεμήσω» τους είπε. «Οι κλέφτες έφυγαν μόνοι τους.»
 
«Αν δεν ήσουνα εσύ, όμως, να τρέξεις καταπάνω τους, τότε» είπε ο Ρομπέρ.
 
«Σε φοβήθηκαν. Είδαν και το σταυρό στο στήθος σου και τρόμαξαν!» είπε ο Φιλίπ.
Πραγματικά οι Ζανταριανοί που τους είχαν ληστέψει μπορεί και να τους σκότωναν μέσα στην απόγνωσή τους. Μόνο έτσι δεν θα μπορούσε κανείς να τους αναγνωρίσει και να τους εκδικηθεί. Με αυτή την έννοια, τους είχε σώσει.
 
«Σε ποιο τάγμα ανήκεις προσκυνητή;» τον ρώτησαν.
 
«Με λένε Νικηφόρο Σερφιώτη» είπε. «Ναυτικός είμαι από το Αιγαίο. Έχουν μισθώσει το πλοίο μου οι Ενετοί!»
Τον αγκάλιασαν σταυρωτά κι ορκίστηκαν να τον έχουν σαν αδελφό τους.
 
«Όταν πάρουμε τα λάφυρα που μας ανήκουν, θα σου δώσουμε κομμάτι από το μερίδιό μας» του υποσχέθηκαν.
 
«Και θα είναι μεγάλο μερίδιο!» είπε ο άλλος με πονηρό χαμόγελο στα χείλη.
 
«Δεν θέλω τίποτα. Σας απαλλάσσω απ’ την υποχρέωση. Εσείς, όμως, να προσέχετε όταν πίνετε. Στην πατρίδα μου λέμε για το ποτό “να το πίνετε εσείς, κι όχι να σας πίνει”! Εντάξει;»
 
«Είμαστε οι ντ’ Επινάκ και σου χρωστάμε τη ζωή μας, προσκυνητή» επανέλαβαν καθώς ο Νικηφόρος έφευγε.
 
«Χαίρετε κύριοι και χάρηκα για τη γνωριμία» τους είπε.