Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

05 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 5η


Μπαίνουμε στο δεύτερο κεφάλαιο σήμερα. Είμαστε στο 1202 μΧ. και η σταυροφορία ξεκίνησε. Πρώτη της στάση -και πρώτο δείγμα γραφής- η Ζάρα, το Ζαντάρ, στην Κροατία. Ο Νικηφόρος είναι εκεί, βλέπει, ακούει και μαζί του βλέπουμε κι ακούμε κι εμείς.

*******************************************
Παραπομπές: 
(1)
Σήμερα τον κυβερνήτη ενός πλοίου, τον πλοίαρχο, τον λέμε καπετάνιο. Τότε ο πλοίαρχος ονομαζόταν “ναύαρχος” ή “κένταρχος”, ανάλογα και με τη δύναμη του πλοίου. "Πλοίαρχος” ήταν τίτλος ενός απλού αξιωματικού στο πλοίο. Ο σημερινός τίτλος του καπετάνιου προέρχεται από τον τίτλο “Κατεπάνω” (εναλλαγή των τ, π) που την εποχή εκείνη είχαν στεριανοί διοικητές μεγάλων διοικητικών περιφερειών και αργότερα ξέπεσε σε μικρότερους διοικητές και κατόπιν διοικητές πλοίων. Στο κείμενο ναύαρχος είναι ο διοικητής ενός πλοίου, δηλαδή ο καπετάνιος.
(2)
Η σακτούρα ήταν ένα πλοίο τύπου Δρόμωνα αλλά με μικρότερο μέγεθος από το επιβλητικό πολεμικό πλοίο της εποχής. Ένας Δρόμων είχε διακόσιους κωπηλάτες ενώ μια σακτούρα μπορούσε να κινηθεί και με πενήντα-εξήντα ή και με λιγότερους. Μικρότερα από τον Δρόμωνα πολεμικά και εμπορικά πλοία και κάπως πιο ευέλικτα ήταν τα Χελάνδια.
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο: ΖΑΡΑ (ΖΑΝΤΑΡ)
1202 μ.Χ.

ΑΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ
 Μόλις είχε τελειώσει η λειτουργία στον Άγιο Δονάτο, τον μεγάλο καθεδρικό ναό του Ζαντάρ. Έτσι ονόμαζαν την πόλη οι Κροάτες κι οι Ούγγροι, ενώ οι Βενετοί την έλεγαν Ζάρα. Η πόλη ήταν ένα στολίδι κι εμπορικό κέντρο του Ουγγροκροατικού Βασιλείου μέχρι πριν λίγες μέρες. Τώρα είχε περάσει στα χέρια των Βενετών. Μετά από πολιορκία, την είχαν καταλάβει οι στρατιώτες της Δ’ σταυροφορίας για λογαριασμό της Βενετίας. Τα ακέφαλα σώματα των αρχόντων της Ζάρας είχαν μόλις χωθεί κάτω από το χώμα.
Ο Βενετός επίσκοπος, πού ’χε αντικαταστήσει άμεσα τον επίσκοπο του Ζαντάρ, είχε καθαγιάσει τα όπλα των νικητών. Οι στρατιώτες που πολιόρκησαν και λαφυραγώγησαν την πόλη ονομάζονταν προσκυνητές, αφού ήταν στρατιώτες του Χριστού. Ο επίσκοπος τούς ευλογούσε την ίδια στιγμή που ο Παπικός Λεγάτος τον αφόριζε. Ο Πάπας είχε συντάξει τον αφορισμό μη μπορώντας να δικαιολογήσει αυτή την επίθεση. Σταυροφόροι χριστιανοί είχαν επιτεθεί ενάντια σε μια χριστιανική πόλη που ανήκε σε πιστό χριστιανό Βασιλιά. Οι ψαλμωδίες αινούσαν τον Κύριο. Είχε φανεί γενναιόδωρος στην πλευρά των στρατιωτών Του και τους είχε δώσει μιαν εύκολη και σπουδαία νίκη.
Γονάτιζαν οι Σταυροφόροι αρχηγοί στα εικονίσματα και τις γλυπτές φιγούρες του Χριστού. Είχαν μεγάλους σταυρούς ζωγραφισμένους στις λευκές πανοπλίες. Ο κόμης της Φλάνδρας, ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος της Καμπανίας κι οι ευγενείς, ευχαριστούσαν την θεία χάρη. Ο αρχηγός της σταυροφορίας Βονιφάτιος ο Μομφερατικός είχε καθυστερήσει κι έλεγαν ότι το έκανε επίτηδες. Δεν ήθελε να συμμετάσχει στο ανοσιούργημα. Οι βασιλιάδες της Δύσης δεν μετείχαν σε αυτή τη σταυροφορία καθώς όλοι είχαν εσωτερικά δυναστικά προβλήματα. Ο μόνος Χριστιανός βασιλιάς που μετείχε ήταν ο Ούγρος Έμερικ. Κι όχι μόνο έλειπε από την τελετή, αλλά, ήταν εξοργισμένος με την κατάληψη και δήωση μιας πόλης του βασιλείου του. Την ώρα που οι άλλοι ευχαριστούσαν τον Θεό για την νίκη, ο Ερρίκος Δάνδολος, έγραφε στη Βενετία. Το συμβούλιο της Δημοκρατίας έπρεπε να τού αναγνωρίσει τον θρίαμβο. Την ίδια ώρα ο Έμερικ έγραφε ένα φλογερό γράμμα αγανάκτησης στον Πάπα. Ζητούσε να σταματήσει η ληστρική εκστρατεία. Απαιτούσε να αφοριστούν αυτοί που, φορώντας τον σταυρό, είχαν εξοντώσει χριστιανούς για οικονομικά συμφέροντα.
Επί τρεις μέρες λεηλατήθηκε η πόλη από τα στίφη των σταυροφόρων που την είχαν ισοπεδώσει. Έψαχναν να βρουν το παραμικρό χρυσαφικό ή έστω ακόμα και τα μπακιρένια σκεύη μαγειρικής. Τα έλιωναν και τα μετέτρεπαν σε μέταλλο ώστε να τα λαφυραγωγήσουν. Την τρίτη μέρα της λεηλασίας είχαν γίνει φονικές μάχες για το μοίρασμα της λείας. Από τη μια οι Ενετοί κι από την άλλη οι Φράγκοι, Οι κάτοικοι του Ζαντάρ είχαν ξεχυθεί έντρομοι στις τριγύρω αγροτικές εκτάσεις. Όπως-όπως εγκατέλειπαν την πόλη για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Κι οι Βενετοί είχαν πάρει με τον πιο επίσημο τρόπο το κλειδί της πόλης. Είχαν εγκαταστήσει τις φρουρές τους εντάσσοντας, έτσι, το Ζαντάρ στην δική τους επικράτεια. Ο Έμερικ, είχε μετάσχει στην σταυροφορία με στράτευμα, πιστεύοντας ότι εκστράτευε για την ανάκτηση των Άγιων Τόπων. Είδε μια δική του πόλη να γίνεται, πρώτη από όλες, θύμα της βουλιμίας των “συμμάχων” του. Ξεχώρισε τη θέση του και καταράστηκε τους αρχηγούς της Σταυροφορίας αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ο Πάπας αφόρισε όσους αποφάσισαν να συλήσουν μια χριστιανική σύμμαχο πόλη στο ξεκίνημα της εκστρατείας. Κι αυτή η αντίδραση, όμως, έγινε καθυστερημένα και δεν άλλαξε στο παραμικρό τα γεγονότα. Δεν καταδικάστηκαν οι υπαίτιοι σταυροφόροι αλλά μόνο οι Βενετοί. Δεν απαγορεύτηκε στους Φράγκους να συνδιαλέγονται με τους τιμωρημένους συμμάχους τους. Εντέλει, ο αφορισμός δεν είχε πρακτικό αποτέλεσμα μέχρι που ανακλήθηκε και τυπικά.
Ήταν Νοέμβριος του 1202 μΧ. Πριν από μερικούς μήνες άρχοντες από χώρες της Δύσης ανταποκρίθηκαν στο φλογερό κάλεσμα του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’. Κυρίως έρχονταν από την Γαλλία. Είχαν μαζευτεί στη Βενετία για να μεταφερθούν στην Αίγυπτο αρχικά κι από εκεί στους Άγιους Τόπους. Σκοπός τους ήταν η απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ. Οι άρχοντες, οι ιππότες κι οι απλοί “προσκυνητές” ή “στρατιώτες του Χριστού” είχαν μετρήσει καλά τα κέρδη τους. Οι Βενετοί για να μεταφέρουν το ετερόκλητο πλήθος θα έπαιρναν τα 85.000 αργυρά μάρκα που είχαν συμφωνηθεί. Οι Φράγκοι αρχηγοί των Σταυροφόρων είχαν δεχτεί να παραδώσουν το Ζαντάρ στη Βενετία. Αυτή θα ήταν η πληρωμή των κομίστρων μεταφοράς με Βενετσιάνικα πλοία. Οι άλλες περιοχές θα μοιράζονταν στη μέση. Οι “προσκυνητές” θα έκλεβαν ότι μπορούσαν από τα κουφάρια των πεθαμένων, είτε χριστιανών είτε αλλόθρησκων.
Οι πολιορκημένοι της χριστιανικής, καθολικής, πόλης της Δαλματίας ύψωσαν ξύλινους Εσταυρωμένους παντού. Τους είχαν κρεμάσει στις πολεμίστρες και στους πύργους μήπως και σωθούν. Οι Εσταυρωμένοι δεν σταμάτησαν τους στρατιώτες του Χριστού. Δεν τους εμπόδισαν να ανέβουν στα τείχη και να σκοτώσουν όποιον αμυνόμενο βρήκαν μπροστά τους. Η επίθεση ήταν επιτυχής. Η πόλη κατελήφθη και παραδόθηκε ολόκληρη στους προσκυνητές για να την συλήσουν. Η εικόνα της τέλειας καταστροφής ήταν παντού απλωμένη κι οι φωτιές σιγόκαιγαν ακόμη εδώ κι εκεί.

Β’ Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
 Ο Νικηφόρος ήταν πλοιοκτήτης αλλά και ναύαρχος(1) της δικάταρτης σαχτούρας(2) με το όνομαΔήλος”. Την είχε κληρονομήσει εδώ και δυο χρόνια όταν έχασε ξαφνικά τον πατέρα του. Ο Νικηφόρος ήταν παρών στην τελετή στο Ζαντάρ γιατί αποτελούσε κι αυτός μέρος της Σταυροφορίας. Το “Δήλος” είχε μισθωθεί από τους Βενετούς σαν βοηθητικό πλοίο για να δίνει υλικό τροφοδοσίας στα δικά τους πλοία. Τα πλοία που θα μετέφεραν στρατό κι άλογα στην Αίγυπτο δεν θα έπιαναν στα λιμάνια της διαδρομής. Το “Δήλος” θα έτρεχε μπροστά για να φέρνει από βενετσιάνικους σταθμούς τρόφιμα και νερό, ακόμα και νέα. Έτσι, η Βενετική αρμάδα θα έπλεε με ασφάλεια και με επάρκεια μέσων Το “Δήλος” είχε καρίνα κατάλληλη για να διασχίζει ανοιχτές θάλασσες και πανιά για να εκμεταλλεύεται τους ανέμους. Είχε και ναυτικούς που είχαν φάει τη ζωή τους στη θάλασσα. Στην Κρήτη θα ολοκλήρωνε την αποστολή του κι ο Νικηφόρος θα ήταν ελεύθερος να φύγει.
Προς το παρόν ο Νικηφόρος ήταν εδώ, στο Ζαντάρ, κι είχε γίνει αυτόπτης μάρτυς της καταστροφής. Μπήκε στην πόλη την τρίτη μέρα και δεν βρήκε παρά μόνο ερείπια και χάος. Το μόνο μέρος που είχε διασωθεί από την αρπακτική μανία των “στρατιωτών του Χριστού” ήταν το κέντρο. Εκεί έμεναν απ’ την αρχή οι ευγενείς κι οι ιππότες. Εκεί βρισκόταν κι η ταβέρνα του Κωνσταντίνου Κοτρωνιάτη, ενός Ρωμιού που ζούσε στο Ζαντάρ με την οικογένειά του. Οι Κοτρωνιάτηδες από πάππου εις πάππο είχαν διατηρήσει την ταβέρνα κι ένα χάνι για ταξιδιώτες και ναυτικούς. Το όνομα που είχε το χάνι ήταν “Ο Λεωνίδας της Σπάρτης”. Έκαναν κι εμπόριο. Έμεναν εδώ από τον καιρό της συνθήκης του Άαχεν, πριν από τετρακόσια χρόνια. Από τότε το Ζαντάρ ανήκε στην δικαιοδοσία των Ρωμαίων.
Παρέμειναν εδώ παρά τις αλλαγές που έγιναν, όταν ενοποιήθηκε η Δαλματία με το Κροατικό Βασίλειο. Έμειναν και πιο μετά, στη διάρκεια της Βενετικής κατοχής. Έμειναν εδώ κι αργότερα, όταν η πόλη πέρασε στη δικαιοδοσία του Ούγγρου βασιλιά Μπέλα, πατέρα του Έμερικ. Οι Κοτρωνιάτες ήταν από τους πιο παλιούς κατοίκους του Ζαντάρ που είχε μιαν αξιόλογη ρωμαίικη παροικία.
Όποτε ερχόταν εδώ στο Ζαντάρ, ο Νικηφόρος έμενε στο χάνι του “Λεωνίδα της Σπάρτης”. Το ίδιο έκανε πάλι καθώς εδώ το μέρος είχε γλιτώσει την καταστροφή. Γύρισε στο χάνι μετά από την τελετή στον καθεδρικό ναό της πόλης. Ένιωθε μιαν αποστροφή για όλο αυτό το υποκριτικό σκηνικό. Αηδίαζε όταν οι “προσκυνητές” δέχονταν τις ευλογίες του δοτού Ενετού Επισκόπου. Ήξερε πως είχαν ξεκάνει μια χριστιανική πόλη που δεν τους είχε φταίξει σε τίποτα. Όχι μόνο δεν τους είχαν προκαλέσει οι Ζανταριανοί, αλλά, αν ήθελαν, ήταν στη διάθεσή τους για να βοηθήσουν. Ήταν κι αυτοί τμήμα του βασιλείου του “συμμάχου” τους Έμερικ.
Ήταν απίστευτο αυτό που είχε γίνει. Έδειχνε όχι μόνο τον χαρακτήρα των σταυροφοριών αλλά κυρίως τις ληστρικές “αρχές” της Δύσης. Πάνω σ’ αυτές είχε χτιστεί η φεουδαρχία. Οι φεουδάρχες δεν το είχαν κρυφό. Έπιναν τις κούπες το κρασί διηγούμενοι τα κατορθώματά τους. Πώς παλούκωσαν τον ένα και πώς ξεκοίλιασαν τον άλλον. Περηφανεύονταν για το γεγονός ότι στο παρελθόν σεν ήταν παρά αρχηγοί ληστρικών συμμοριών. Έχτιζαν τα κάστρα τους στις κορυφές των λόφων για να επιβλέπουν με τις συμμορίες τους μια περιοχή. Αυτό ήταν το φέουδό τους. Εξέτρεφαν τους ανθρώπους για δούλους, ακριβώς όπως άλλοι εξέτρεφαν κοπάδια προβάτων. Όπως οι κτηνοτρόφοι απομυζούσαν γάλα, μαλλί, και δέρμα κι έσφαζαν τα ζωντανά για το κρέας τους, έτσι κι αυτοί. Μόνο που οι φεουδάρχες δεν έτρωγαν το κρέας των ανθρώπων, αλλά το χρησιμοποιούσαν αλλιώς. Το είχαν για τους πολέμους τους, για να κατακτούν εδάφη μικρότερων φεουδαρχών. Έστηναν έτσι ένα σύστημα υποτελών που έφτανε ως τον Βασιλέα, πρώτο κι υπέρτατο φεουδάρχη, ληστή του λαού του.
Όχι πως οι θεόπεμπτες οικουμενικές αυτοκρατορίες, τα φημισμένα «Βασίλεια ελέω Θεού» ήταν καλύτερα. Οι Πέρσες, οι Ρωμαίοι, οι Άραβες είχαν ιδρύσει τέτοια βασίλεια. Δεν ήταν πιο συμπονετικά ή πιο ευαίσθητα στον ανθρώπινο πόνο, αλλά, εκεί είχαν μεγαλύτερο παρελθόν. Είχαν προηγηθεί πολλά χρόνια πολιτειακής παιδείας που επέτρεπαν να υπάρχουν καλύτερα προσχήματα. Υπήρχαν παραδόσεις και θρησκείες, νόμοι των ανθρώπων και γραφές των θεών. Με αυτές εξασφάλιζαν οι δυνατοί την υποταγή του αδύνατου, κι όχι με την φωτιά και το τσεκούρι. Στη δύση η επιβολή του ισχυρού ήταν απροσχημάτιστη και κυνική. Ένα δείγμα αυτού του είδους της επιβολής ήταν αυτό που είχε πάθει η Ζάρα.
«Κυρία Ελένη, πρέπει να μου βάλετε κάτι να πιω για να αντέξω αυτό που είδα.»
Η Ελένη ήταν η σαραντάρα σύζυγος του Κωνσταντίνου Κοτρωνιάτη, μια δυναμική γυναίκα. Στήριζε τον άντρα της και κρατούσε την ταβέρνα και το πανδοχείο.
«Έχω καλό κρασί, με μυρωδικά» του είπε. «Έχω και ψωμί με αρνίσιο τυρί.»
«Τι έγινε Νικηφόρε;» τον ρώτησε ο ταβερνιάρης. «Πώς σού φάνηκε; Σου άρεσε το θέαμα;»
«Αηδία με έπιασε Κωνσταντίνε, κόντεψα να ξεράσω!»
«Είναι Χριστιανοί; Αμφιβάλω!» είπε ο ταβερνιάρης
«Τι έγιναν οι Ζανταριανοί;» ρώτησε ο Νικηφόρος. «Δεν είδα καθόλου κόσμο καθώς ερχόμουν.»
«Έφυγαν. Τι νά ’καναν; Στ’ αποκαΐδια πώς να ζήσουν;»
«Τους εκδικήθηκαν οι Βενετοί Νικηφόρε» είπε η Ελένη. «Το ξέραμε όλοι πως μια μέρα θα έρθουν να εκδικηθούν, δεν το περιμέναμε, όμως, τόσο γρήγορα.»
«Ήταν πολλά χρόνια προστάτες οι Βενετοί. Θεωρούσαν το Ζαντάρ δικό τους. Δεν το ανέχτηκαν που προτιμήσαμε την ουγγρική προστασία από την δική τους!» είπε ο Κωνσταντίνος.
«Πάντως, κακό ξεκίνημα είχε αυτή η σταυροφορία! Το μόνο καλό είναι που δεν θα περάσουν οι βάρβαροι από τα μέρη μας αυτή τη φορά» είπε ο Νικηφόρος.
«Έτσι πιστεύεις, ε;»
«Μα το ξέρω Κωνσταντίνε. Μ’ έχουν μισθώσει. Θα τους συνοδεύσω με το “Δήλος” και θα τους τροφοδοτώ με υλικό από τους βενετικούς σταθμούς. Θα το κάνω αυτό μέχρι να βγούνε στο Λιβυκό πέλαγος. Εγώ θα είμαι μαζί τους μέχρι την Κρήτη. Εκεί θα τους αφήσω γιατί αυτοί θα συνεχίσουνε για Αίγυπτο.»
«Είσαι βέβαιος;»
«Έχω υπογράψει συμβόλαιο μαζί τους. Γι αυτό είμαι κι απολύτως βέβαιος!»
«Μακάρι να πάνε από την θάλασσα αυτή τη φορά γιατί αλλιώς …»
«Ξέρω» είπε ο Νικηφόρος. «Στις τρεις προηγούμενες σταυροφορίες που γίνανε ως τώρα κοντέψαν να ξεκάνουνε το γένος των Ρωμαίων.»
«Ό,τι προσπάθεια έκαναν οι Κομνηνοί να αναχαιτίσουν τον Βούλγαρο και τον Τούρκο, την χάλαγε ο Σταυροφόρος. Έφτανε έξω από την Πόλη κι απειλούσε την αυτοκρατορία» είπε ο Ανδρόνικος.
Ο Ανδρόνικος ήταν ο μεγάλος γιος του Κωνσταντίνου που μπήκε κι αυτός στην κουβέντα.
«Αν αφήσουν τον αυτοκράτορα ήσυχο, θα ξανακερδίσει τα χαμένα εδάφη» είπε ο Νικηφόρος.
«Ίσως φτάσει κι εδώ. Λέτε να ξαναδούμε κάποτε την χρυσοπόρφυρη σημαία των Ρωμαίων στα κάστρα μας; Λέτε να κατέβουν οι σημαίες των Βενετσιάνων και των Ούγγρων;» είπε με ενθουσιασμό ο Ανδρόνικος.
«Πιο σιγά παιδί μου» του είπε ο πατέρας του. «Ποτέ δεν ξέρεις αν θα μας ακούσει κανείς και πώς θα το πάρει.»
«Δεν μιλάνε ελληνικά, πατέρα.»
«Καταλαβαίνουν. Κι ακόμα χειρότερα, καταλαβαίνουν ό,τι θέλουνε!»
«Εντάξει, θα προσέχω» είπε ο Ανδρόνικος.
«Πάω κι εγώ» είπε ο Νικηφόρος. «Ας ξαπλώσω λίγο.»