Σάββατο 23 Μαΐου 2015

RGR απόσπασμα από ένα ανέκδοτο βιβλίο με αναφορές στο παρελθόν και το μέλλον


Μια προδημοσίευση σήμερα από ένα βιβλίο μου που γράφτηκε το 2010 και που δεν έχει εκδοθεί και που αμφιβάλω πολύ αν θα εκδοθεί ποτέ.
Έχει τον τίτλο "RGR: Η Αργυρή εποχή των Ανθρώπων"
Στο μικρό απόσπασμα που θα παραθέσω (από το τέλος του βιβλίου), βρισκόμαστε σε ένα Πύργο στο Εδιμβούργο, το 2010, και μια ομάδα ερευνητών και επιστημόνων έχουν παρακολουθήσει να ζωντανεύει μια ιστορία που ξεκινά από τους Άτλαντες του 9.600 π.Χ και φτάνει στην ύστερη νεολιθική εποχή του 3.600 π.Χ.
Μιλά ο ιδιοκτήτης του Πύργου, που είναι διάσημος καθηγητής της Ιστορίας και κλείνει την παρουσίαση του μύθου.

"Είδαμε έναν από τους πιθανούς δρόμους μετάβασης από την εποχή των Ατλάντων, όπου όλα σχεδόν είναι άγνωστα για την ιστορική επιστήμη, μέχρι την κλασσική εποχή, όπου όλα είναι γνωστά και καταγεγραμμένα.
Ο κάθε απλός αναγνώστης –όπως και ο κάθε γνώστης ιστορικός- μπορεί να παρακολουθήσει και να ζήσει την ιστορία αυτή συμπληρώνοντάς την με τη δική του φαντασία και αντιλαμβανόμενος ο ίδιος την αλήθεια της με τον δικό του τρόπο!
Είτε το αντιλαμβάνονται όμως, είτε όχι, η επέκταση της ιστορίας προς το παρελθόν ξεκίνησε ήδη και ελπίζω πως η αναζήτηση της Αργυρής εποχής των ανθρώπων θα έχει να μας μάθει κάτι. Ίσως αυτή η βαθιά βουτιά στο παρελθόν να μπορέσει να μας διδάξει πως η ιστορία δεν είναι μια διαρκής βελτίωση, δεν είναι μια αταλάντευτη πορεία προς τα εμπρός, πως σε κάθε εποχή η πρόοδος και η οπισθοδρόμηση είναι δυο δρόμοι εξ ίσου δυνατοί και σε εμάς έγκειται η σωστή επιλογή. Οι πολιτικές που ακολουθούν οι ισχυροί του κόσμου μπορούν να έχουν θετική επίδραση ή πολύ δυσάρεστες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη ζωή του πλανήτη. Είθε ένα τέτοιο μήνυμα να περάσει ταυτόχρονα με την ανάγκη να ξαναγραφτεί η ιστορία”
Μέσα στο ειδυλλιακό τοπίο στον κήπο του πύργου των Μακ Ντάγκλας και μέσα στον ναΐσκο που είχε μετατραπεί σε αρχαιοελληνικό ναό και κατόπιν σε κινηματογραφική αίθουσα, οι θεατές άκουγαν κι έβλεπαν τον καθηγητή να εξηγεί το έργο της ζωής του. Επέμενε στα μηνύματά του κι ας φαινόταν παράταιρος καθώς η ανθρωπότητα έδειχνε να μην έχει πια ανάγκη από έναν Προμηθέα για να της χαρίσει την νέα Αργυρή εποχή, ή από μια Αριάδνη για να λύσει τους σύγχρονους γρίφους. Δεν χρειαζόταν ο κόσμος πλέον ούτε την ατελή κιβωτό με το μήνυμα της ελπίδας, ούτε τους θεούς ούτε τους ήρωες αφού τους είχε αντικαταστήσει με μηχανές και ψηφιακές οντότητες.
Με το τέλος της ταινίας βγήκαν όλοι στον κήπο και στο γρασίδι. Ο καιρός ήταν καλός και με τη φροντίδα του προσωπικού του πύργου σερβιρίστηκαν ποτά και καφέδες και όλοι άρχισαν να μιλούν με όλους. Μια οντότητα άυλη, αθέατη από όλους, έφυγε από ανάμεσά τους ανεβαίνοντας αργά-αργά προς τον ουρανό.
Ήταν ο θεός Ερμής, ο γιος του μεγάλου Δία και απεσταλμένος των αθανάτων θεών, που είχε έρθει μέχρι εδώ, στην υπερβόρεια χώρα, για να δει με τα μάτια του και να μεταφέρει στον Όλυμπο τα τεκταινόμενα. Του θύμιζε αυτή η συνάντηση, μιαν άλλη μάζωξη στη Σαμοθράκη, πριν από πεντέμισι περίπου χιλιάδες χρόνια, ένα χρονικό διάστημα που για τους αθάνατους δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Τότε οι άνθρωποι έσφυζαν από ελπίδες και φόβους ενώ τώρα ήταν πιο άνετοι και χαλαροί. Αυτό δεν άρεσε στον Ερμή. Σκέφτηκε ότι παλιά τους ζήλευε, τώρα όμως όχι!
Μπορεί να είχαν αποχωρήσει από το προσκήνιο οι θεοί, μπορεί να έπλητταν αφόρητα από μια βαρετή ανθρωπότητα που ήταν γεμάτη με ανισότητες, που περιφρονούσε τη φύση, που λάτρευε τις υλικές απολαύσεις και ξεχείλιζε από ποταπές επιδιώξεις, μπορεί να ήταν ακόμα και λίγο θυμωμένοι που οι άνθρωποι είχαν σταματήσει να τους αγαπούν και να τους δοξάζουν, ωστόσο ενδιαφέρονταν πάντα για τις τύχες των δημιουργημάτων τους. Γι αυτό είχαν στείλει τον γοργόφτερο Ερμή με την παραγγελία να αντιληφθεί από κοντά τα συναισθήματα των ανθρώπων και να τα μεταφέρει στους θεούς που θα τον περίμεναν πίνοντας νέκταρ και αμβροσία. Καθώς απομακρυνόταν προς τον ουρανό ο Ερμής σκεφτόταν αν αυτοί οι θνητοί με τη σύντομη ζωή τους ήταν πιο τυχεροί από τους θεούς που, καταδικασμένοι στην αιωνιότητα, δεν είχαν τίποτε για να υποφέρουν και τίποτε για να ελπίζουν. Μπορεί ο κόσμος να είχε γίνει πολυπληθής και άσχημος όμως το αναπάντητο ερώτημα ορθωνόταν όπως πάντα ολόιδιο μπροστά του. Τι θα έλεγε για όλα αυτά στους αθανάτους; αναρωτήθηκε.
“Εγώ είμαι ένας απλός γιος του Δία και δεν γνωρίζω τις απαντήσεις … εκείνος σαν πατέρας θεός ας φροντίσει να μάθει τι είναι καλύτερο…” σκέφτηκε και έριξε μια τελευταία ματιά εκεί χαμηλά στον κήπο του πύργου του Εδιμβούργου όπου τσούγκριζαν τα ποτήρια και αντάλλασσαν λόγια και εντυπώσεις, περνώντας άλλη μια μέρα της σύντομης ζωής τους, οι θνητοί.