Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Η Δημοκρατία ... μήπως είναι, τελικά, ένα άγνωστο πολίτευμα;


Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εμείς ασχολιόμαστε με την Δημοκρατία και την κλήρωση, θα έλεγε κανείς βλέποντας τις τελευταίες αναρτήσεις μου. Αναγνωρίζω ότι το φλέγον δημόσιο θέμα είναι η διαπραγμάτευση αλλά -ας το ομολογήσω- το βαρέθηκα. Δεν μπορώ να ακούω τηλεοράσεις και σχολιαστές να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια. Είπαμε είναι θρίλερ, τα όπλα έχουν βγει και τα μαντάτα θα τα μάθουμε αργότερα, μάλλον μέσα στον Ιούνιο. Ας ασχοληθούμε και με κάτι λίγο διαφορετικό (όχι και τόσο αν δει κανείς την ουσία του).

Με αφορμή, λοιπόν, το τελευταίο μου άρθρο-ανάρτηση με θέμα: "Δημοκρατία-Κλήρωση" έγινε ένας μεγάλος διάλογος και στο γκρούπ "Δρόμοι Φιλίας" αλλά και με ανταλλαγή προσωπικών e-mail με πολλούς άλλους φίλους. Λόγω του ενδιαφέροντος που εκδηλώθηκε επανέρχομαι σήμερα όχι στο ίδιο ακριβώς ζήτημα αλλά σε ένα πολύ σχετικό. Τι σήμαινε για τους Έλληνες (εννοείται τους αρχαίους) η Δημοκρατία και πως ήταν διαρθρωμένη η Αθηναϊκή Δημοκρατία για την οποία ξέρουμε και περισσότερα πράγματα;
Το παρακάτω κείμενο είναι από το βιβλίο του Αλέξανδρου Κόντου "Δημοκρατία, ένα άγνωστο πολίτευμα". Είναι κάπως μακροσκελές αλλά έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Όποιος θέλει να μιλά αναζητώντας ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ με την αρχαία εποχή ή χρησιμοποιώντας όρους εκείνης της εποχής, θα πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζει τα παρακάτω. Να σημειώσω ότι το βιβλίο έχει πάρα πολλές σημειώσεις και παραπομπές που τεκμηριώνουν και εμπλουτίζουν το κείμενο αλλά εγώ εδώ τις παρέλειψα.

ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ

Τα πολιτεύματα είναι μονάχα τρία κατ' ουσία σύμφωνα με την αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και πράξη: η Μοναρχία, η Ολιγαρχία και η Δημοκρατία. Επομένως με βάση αυτά πρέπει να διερευνούμε την πολιτική ζωή τόσο την αρχαία όσο και τη σύγχρονη με την προϋπόθεση βέβαια ότι ενστερνιζόμαστε τα διδάγματα και τα συμπεράσματα της αρχαίας ελληνικής πολιτικής θεωρίας. Αυτά τα τρία πολιτεύματα διαφοροποιούνται το ένα από το άλλο πρώτ' απ' όλα από τον τρόπο με τον οποίο καθένα αναδείχνει τις αρχές του.

Υπάρχουν τέσσερις τρόποι για την ανάδειξη των αρχών: α) το κληρονομικό δικαίωμα, β) η εκλογή, γ) η κλήρωση και δ) ο διορισμός. Ας βάλουμε, για λίγο, κατά μέρος το διορισμό· οι άλλοι τρεις τρόποι ανάδειξης των αρχών συνθέτουν μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία με τα τρία πολιτεύματα: το κληρονομικό δικαίωμα εφαρμόζεται στη Μοναρχία, η εκλογή στην Ολιγαρχία και η κλήρωση χρησιμοποιείται σαν κύριος τρόπος ανάδειξης των αρχόντων στη Δημοκρατία. Ας δούμε τώρα και το διορισμό: αυτόν τον χρησιμοποιούν και τα τρία πολιτεύματα. Όμως ας έχουμε κατά νου πως η διάρκεια της θητείας και ο αριθμός των διορισμένων εξαρτιόνται από τις αρχές που διορίζουν. Έτσι ξέρουμε πως στη Μοναρχία χρησιμοποιείται κατά κόρο ο διορισμός και τα διορισμένα πρόσωπα θητεύουν μόνο όσο θέλει ο μονάρχης. Η Ολιγαρχία χρησιμοποιεί το διορισμό σε μεγάλο βαθμό, ενώ η Δημοκρατία τον χρησιμοποίησε πολύ περιορισμένα.
Δε θα σταθούμε στην κληρονομική διαδοχή κι ούτε στο διορισμό πια, εκτός αν αυτός πραγματοποιείται στη Δημοκρατία, μια και το θέμα μας και ο στόχος μας σ' αυτό το κεφάλαιο είναι να υπογραμμισθεί η στενή σχέση ανάμεσα στη Δημοκρατία και την κλήρωση από τη μια μεριά και την επίσης στενή σχέση ανάμεσα στην εκλογή και κάθε άλλο μη δημοκρατικό και επιλεκτικό σύστημα γενικά. Γιατί οι έννοιες εκλογή-επιλογή θεωρούνταν σαν οι βάσεις της Ολιγαρχίας από τους αρχαίους Έλληνες. Στη συνέχεια θα αναπτύξουμε την επιχειρηματολογία Υπάρχουν τέσσερις τρόποι για την ανάδειξη των αρχών: α) το κληρονομικό δικαίωμα, β) η εκλογή, γ) η κλήρωση και δ) ο διορισμός. Ας βάλουμε, για λίγο, κατά μέρος το διορισμό· οι άλλοι τρεις τρόποι ανάδειξης των αρχών συνθέτουν μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία με τα τρία πολιτεύματα: το κληρονομικό δικαίωμα εφαρμόζεται στη Μοναρχία, η εκλογή στην Ολιγαρχία και η κλήρωση χρησιμοποιείται σαν κύριος τρόπος ανάδειξης των αρχόντων στη Δημοκρατία. Ας δούμε τώρα και το διορισμό: αυτόν τον χρησιμοποιούν και τα τρία πολιτεύματα. Όμως ας έχουμε κατά νου πως η διάρκεια της θητείας και ο αριθμός των διορισμένων εξαρτιόνται από τις αρχές που διορίζουν. Έτσι ξέρουμε πως στη Μοναρχία χρησιμοποιείται κατά κόρο ο διορισμός και τα διορισμένα πρόσωπα θητεύουν μόνο όσο θέλει ο μονάρχης. Η Ολιγαρχία χρησιμοποιεί το διορισμό σε μεγάλο βαθμό, ενώ η Δημοκρατία τον χρησιμοποίησε πολύ περιορισμένα.
Η πεποίθηση πως η Δημοκρατία ήταν συνυφασμένη με την κλήρωση και η Ολιγαρχία με την εκλογή ήταν τόσο εδραιωμένη ανάμεσα στους Έλληνες, ώστε ο Αριστοτέλης, εκτός από τους επιγραμματικούς στίχους, που θέσαμε σαν προμετωπίδα του κεφαλαίου αυτού, γράφει ακόμα πως η Σπάρτη λογίζεται σαν Ολιγαρχία από το γεγονός και μόνο ότι δε χρησιμοποιεί την κλήρωση αλλά την εκλογή για την ανάδειξη των Εφόρων και των Αρχών της γενικά

Η ΠΡΑΞΗ

Ας αρχίσουμε λοιπόν με την πρακτική εφαρμογή της κλήρωσης, με την πράξη των Αρχαίων Ελλήνων. Θα εξετάσουμε πώς ανάδειχναν τους άρχοντές τους πρώτα οι Αθηναίοι, δηλαδή η Δημοκρατία και κατόπι οι Σπαρτιάτες, δηλαδή η Ολιγαρχία (ΣΗΜ. δική μου: Εδώ θα παραθέσω περιληπτικά μόνο τους θεσμούς της Αθήνας. Για τη Σπάρτη μια άλλη φορά).
Αυτές οι δύο πόλεις ήταν οι δύο πόλοι, τα δύο πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα που διαμόρφωσαν τις πολιτικές, πολιτειακές και πολιτιστικές κατευθυντήριες γραμμές, τις οποίες ακολουθούσαν όλοι οι Έλληνες λίγο πολύ μέσα στην Ελλάδα αλλά και στις ελληνικές αποικίες, από τις Ηράκλειες Στήλες, δηλαδή τα Στενά του Γιβραλτάρ, μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.

Α θ ή ν α

Θα εξετάσουμε τον τρόπο ανάδειξης των πολιτών και τη συμμετοχή τους στις τρεις λειτουργίες της εξουσίας. Στην Αθήνα, οι τρεις λειτουργίες διακρίνονταν με πολύ πιο έντονη σαφήνεια χάρη στη δημοκρατική μορφή του πολιτεύματος.

Α. Αρχές κληρωτές.

α) Το Νομοθετικό μόριο.

Το Νομοθετικό μόριο του πολιτεύματος στην Αθήνα αποτελούνταν από όλους τους Αθηναίους πολίτες που ήσαν πάνω από είκοσι χρόνων και είχαν γίνει δεκτοί στην Εκκλησία του Δήμου, αφού είχαν επιτελέσει τη διετή τους στρατιωτική θητεία, από τα 18-20, και είχαν ορκισθεί τον περίφημο Όρκο των Εφήβων σε μια εκκλησία με τελετουργικό ακριβώς γι' αυτό το σκοπό οργανωμένο, στο Διονυσιακό θέατρο. Μέχρι 451/0 π.Χ. ένας νέος γινόταν δεκτός σαν πολίτης στα 18 του, αρκεί να ήταν ο πατέρας του Αθηναίος. Από το έτος αυτό και μετά, με εισήγηση του Περικλή, οι Αθηναίοι αποφάσισαν την ιδιότητα του πολίτη να την παίρνει κανείς, μόνο αν και οι δυο του γονείς ήσαν Αθηναίοι.
Ο νεαρός Αθηναίος, αφού είχε γίνει δεκτός σαν πολίτης, μπορούσε να μετέχει στο νομοθετικό σώμα, στην Εκκλησία του Δήμου, ισόβια, χωρίς καμιά άλλη επιλεκτική διαδικασία. Η Δημοκρατία στην Αθήνα έδινε το δικαίωμα σ' όλους τους πολίτες να μετέχουν στο νομοθετικό όργανο, αν και είναι σχεδόν βέβαιο πως ένα μεγάλο μέρος των Αθηναίων προτιμούσε να παραμένει σπίτι του, στο Λαύριο ή στο Ραμνούντα, παρά να σηκώνεται πριν το χάραμα, ώστε να είναι έγκαιρα στην Πνύκα. Κι ήταν λίγο πολύ φυσικό· τα μέσα μεταφοράς της εποχής δεν ήταν τόσο αποτελεσματικά όσο στις μέρες μας. Γι' αυτό άλλωστε θέσπισαν να μισθοφορούνται (εκκλησιαστικός μισθός) οι παρουσίες στην εκκλησία του Δήμου, κατά την πρώτη δεκαετία του τέταρτου αιώνα· ίσως το 392 π.Χ..

β) Το Δικανικό μόριο.

Το κυριότερο, το ανώτατο, όργανο της Δικανικού μορίου του πολιτεύματος στην Αθήνα ήταν η Ηλιαία που αποτελούνταν από 6000 δικαστές κληρωτούς. Η Ηλιαία ήταν το σύνολο των ανώτατων δικαστηρίων. Αυτά τα δικαστήρια δίκαζαν και πρωτόδικα αλλά και κατ' έφεση ανάλογα με την περίπτωση· άλλωστε οι Ηλιαστές, τα μέλη της Ηλιαίας, λέγονταν και Εφέτες.
Οι Ηλιαστές ήταν αναδειγμένοι με κλήρωση, 600 από καθεμία από τις δέκα φυλές· 500 από αυτούς, 50 κατά δήμο, δίκαζαν, δηλαδή ψήφιζαν μετά την ακρόαση, χωρίς σύσκεψη και χωρίς να έχουν μιλήσει καθόλου ούτε μεταξύ τους ούτε ρωτώντας τους διάδικους· οι υπόλοιποι εκατό, 10 κατά δήμο, εκτελούσαν διοικητικά καθήκοντα· αυτές οι αρχές, όπως τους αποκαλεί ο Αριστοτέλης, εκτελούσαν όλες τις απαραίτητες για τη λειτουργία των δικαστηρίων υπηρεσίες, δηλαδή επιτηρούσαν τις κλεψύδρες, διενεργούσαν την καταμέτρηση των ψήφων, τη διανομή των συμβόλων, δηλαδή των κερμάτων που δίνονταν στους Ηλιαστές, για να μπουν στην αίθουσα της δίκης λίγο πριν εκείνη αρχίσει. Τα σύμβολα μετά τη δίκη επιστρέφονταν κι έτσι πληρωνόταν (δικαστικός μισθός) ο κάθε δικαστής. Όλες αυτές οι υπευθυνότητες αναθέτονταν με κλήρωση. Οι κυρίως δικαστές ψήφιζαν μονάχα.
Είναι αυτονόητο πως οι δικαστές δεν ήταν επαγγελματίες και ότι θα έπρεπε να τους παρομοιάζουμε με τους σημερινούς ένορκους, αν και οι Ηλιαστές είχαν δικαστικές αρμοδιότητες πολύ περισσότερες και σπουδαιότερες από εκείνες που αποδίδει το σημερινό νομικό πλαίσιο στους ένορκους· κάθε Αθηναίος μπορούσε να γίνει δικαστής, χωρίς να απαιτείται κάποια ειδική εκπαίδευση· του αρκούσε η γενική παιδεία που του πρόσφερε σε μόνιμη και διαρκή βάση η πόλη· και μπορούσε κάθε πολίτης να γίνει πολλές φορές δικαστής στη ζωή του αρκεί: α) να τον είχε ευνοήσει η κλήρωση, β) να είχε κλείσει τα τριάντα του και γ) να μην είχε χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα.
Οι αποφάσεις των Ηλιαστών ήταν οριστικές, τελεσίδικες και αμετάκλητες και δεν υπήρχε κανένα ένδικο μέσο, ώστε να ακυρωθούν, να εφεσιβληθούν ή να αναβληθεί η εκτέλεσή τους. Μόνο η Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή το ανώτατο πολιτειακό όργανο, το ίδιο το Νομοθετικό μόριο της πολιτείας, είχε αυτή τη δυνατότητα· όμως αυτό γινόταν πολύ σπάνια· τουλάχιστο στο απόγειο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις πληροφορίες, που μας έχουν διασωθεί. Έτσι συμπεραίνουμε πως το Νομοθετικό ήταν ισχυρότερο από το Δικανικό.
Ένα δικαστήριο της Ηλιαίας μπορούσε να έχει 201, 401 για τις αστικές υποθέσεις, και 500, 1000 ή 1500 μέλη για τις ποινικές υποθέσεις· όμως τα περισσότερα δικαστήρια αριθμούσαν 500 μέλη.
Η κλήρωση των δικαστών διεξαγόταν από τους Εννέα Άρχοντες, δηλαδή το Βασιλιά, τον Επώνυμο και τον Πολέμαρχο και τους Έξι Θεσμοθέτες. Οι Εννέα Άρχοντες έγιναν δέκα με το Γραμματέα των Θεσμοθετών κι έτσι καθένας τους κλήρωνε τους δικαστές της φυλής του.
Υπήρχαν ακόμη σαράντα κατώτεροι δικαστές, κληρωτοί φυσικά κι αυτοί, τέσσερις κατά φυλή· την κλήρωση γι' αυτούς την έκανε η Βουλή, για την οποία θα μιλήσουμε, όταν θα αναφερθούμε στo Αρχικό μόριο του πολιτεύματος, τη Διοικητικο-Εκτελεστική λειτουργία της εξουσίας. Αυτοί οι σαράντα είχαν αρμοδιότητα να δικάζουν υποθέσεις μέχρι δέκα δραχμές· «και τις πάνω από αυτή την αξία [των δέκα δραχμών] υποθέσεις τις παραδίδουν στους διαιτητές...». Όλοι οι πάνω από τα εξήντα πολίτες ήταν πιθανοί διαιτητές και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αρνηθεί μια τέτοια υπηρεσία, γιατί ο νόμος διέταζε να είναι άτιμος [να χάνει δηλαδή τα πολιτικά του δικαιώματα] όποιος διοριζόταν διαιτητής από τους τέσσερις δικαστές της φυλής του και δεν ασκούσε τις διαιτησίες που του κλήρωναν πάλι οι τέσσερις δικαστές. Τελικά ο συνολικός αριθμός των κληρωτών δικαστών έφτανε τους 6040.
Θα ήταν πιθανά κουραστικό να εισχωρήσουμε περισσότερο στις λεπτομέρειες του αθηναϊκού δικανικού συστήματος. Προς το παρόν σταματάμε εδώ· θα επανέλθουμε, όταν θα εξετάσουμε τη διάκριση των τριών μορίων του πολιτεύματος, των τριών λειτουργιών της εξουσίας. Πρέπει πάντως να επισημάνουμε ακόμη μια φορά πως ό,τι αφορούσε το Δικανικό μόριο του πολιτεύματος στην αρχαία Αθήνα ρυθμιζόταν με την κλήρωση, που φυσικά θεωρούνταν ότι ήταν κάτι πιο δίκαιο και που ταίριαζε καλύτερα στο δημοκρατικό πολίτευμα, μια και μόνο η κλήρωση μπορούσε να διαφυλάξει την ακεραιότητα των δικαστών, την αμεροληψία τους και την ανεξαρτησία τους από τα άλλα δύο μόρια του πολιτεύματος.

γ) Το Αρχικό μόριο.

Αρχηγοί του Αρχικού μορίου του πολιτεύματος, της Διοικητικο-Εκτελεστικής λειτουργίας της εξουσίας ήσαν οι Εννέα Άρχοντες που μαζί με το Γραμματέα των Θεσμοθετών έγιναν δέκα, για να αντιστοιχούν στις δέκα κλεισθένειες φυλές. Κάθε χρόνο η Βουλή κλήρωνε τους δέκα άρχοντες της επόμενης χρονιάς. Ο πρώτος από αυτούς και αρχαιότερος ονομαζόταν Βασιλιάς (βασιλεύς), δεύτερος σε αρχαιότητα ήταν ο Πολέμαρχος και τρίτος ο [κατ’ εξοχή] Άρχοντας, ο οποίος είχε και περισσότερες αρμοδιότητες, μια και η δημιουργία αυτού του αξιώματος είχε γίνει σε χρόνους αρκετά προχωρημένου εκδημοκρατισμού· πραγματικά η αρχή αυτή δημιουργήθηκε, όταν η θητεία των αρχόντων είχε πια γίνει ενιαύσια. Να σημειωθεί από τώρα πως ειδικά στο Αρχικό μόριο το ίδιο αξίωμα δεν επαναλαμβανόταν για το ίδιο πρόσωπο από χρόνους πολύ παλιούς.
Ο Άρχοντας ονομαζόταν και Επώνυμος Άρχοντας, γιατί η χρονιά έπαιρνε την ονομασία της, (δηλαδή προσδιοριζόταν) από αυτόν· ήταν ο επίσημος τρόπος προσδιορισμού του χρόνου για τους Αθηναίους· κάτι ανάλογο γινόταν στη Σπάρτη με τους Εφόρους. Πάντως και οι τρεις αυτοί άρχοντες είχαν θεσμοθετηθεί από πολύ παλιά και έδρευαν ο Βασιλιάς στο Βουκολείο, ο Πολέμαρχος στο Επιλύκειο κι ο Επώνυμος στο πρυτανείο. Αργότερα θεσπίστηκαν έξι καινούργιοι άρχοντες με την επωνυμία Θεσμοθέτες. Από τον καιρό κιόλας του Σόλωνα, για την καλύτερη λειτουργία της πόλης, και οι Εννιά Άρχοντες είχαν συγκεντρωθεί στο θεσμοθετείο, την έδρα των Θεσμοθετών. Στους χρόνους προφανώς του Κλεισθένη προστέθηκε ένα δέκατο αξίωμα, ο Γραμματέας των Θεσμοθετών κι έτσι οι Εννέα Άρχοντες γίνηκαν δέκα, ώστε να αντιστοιχούν στις δέκα κλεισθένειες φυλές.
Θα πρέπει να επισημάνουμε πως ο Σόλωνας είχε θεσπίσει σύστημα μικτό κλήρωσης και εκλογής για την ανάδειξη των Εννέα Αρχόντων, οι οποίοι παλιότερα εκλέγονταν. Πραγματικά, όρισε να εκλέγονται προηγουμένως δέκα υποψήφιοι από κάθε φυλή, ανάμεσα στους οποίους γινόταν η κλήρωση. Με τη θέσπιση αυτού του τρόπου ανάδειξης των Εννέα Αρχόντων, εισήγαγε συνάμα και το δεκαδικό σύστημα στην πολιτική ζωή της Αθήνας· αργότερα ο Κλεισθένης με τη δική του μεταρρύθμισή το γενίκευσε. Οι προεκλεγμένοι υποψήφιοι την εποχή του Σόλωνα ήταν βέβαια σαράντα, αφού οι φυλές ήταν τέσσερις.
Όταν έφυγε ο Σόλωνας, οι Αθηναίοι κράτησαν τους νόμους του, κυρίως εκείνους που αφορούσαν την κλήρωση των Εννέα Αρχόντων, αλλά μόνο για τέσσερα χρόνια. Η δίψα της εξουσίας, δίψα παλιά όσο κι η Πατριαρχία, τους παρακίνησε σε νέες διαμάχες για το αξίωμα του Επώνυμου Άρχοντα και κατάργησαν και την κλήρωση. Και, όπως λέει ο Αριστοτέλης: «...επειδή στασίαζαν, τους φάνηκε καλό να εκλέξουν δέκα άρχοντες, πέντε από τους ευπατρίδες, τρεις από τους αγρότες και δύο από τους τεχνίτες· και αυτοί ήρξαν τη μετά το Δαμασία χρονιά [579/8 π.Χ.].».
Μπορούμε να διαπιστώσουμε πως, αν οι Αθηναίοι άλλαξαν γνώμη σχετικά με την κλήρωση σαν τρόπο ανάδειξης του Επώνυμου Άρχοντα, διατήρησαν το δεκαδικό σύστημα, τη χρήση του οποίου την είχε ενισχύσει ο ίδιος ο Σόλωνας στην αττική οικονομική ζωή: η μνα που προηγουμένως σήμαινε το ποσό των 70 δραχμών, από το Σόλωνα κι έπειτα σήμαινε το ποσό των 100 δραχμών. Πρόκειται βέβαια για την πρώτη ανατίμηση της δραχμής και του νομίσματος γενικότερα. Επί πλέον το τάλαντο που περιείχε πριν 63 μνες, μετά το Σόλωνα περιείχε 60· η στρογγυλοποίηση προς το δεκαδικό σύστημα είναι προφανής.
Κι όσο αφορά την εκλογή, η τυραννία του Πεισίστρατου τη διατήρησε. Αυτή η ενέργεια συμβάδιζε με τη νοοτροπία της τυραννίας, αφού η εκλογή προτιμιέται και θα προτιμιέται πάντα από κάθε πνεύμα μη δημοκρατικό, μια και είναι πιο ελέγξιμη και επί πλέον περνιέται για διαδικασία δημοκρατική. Η κλήρωση των Εννέα Αρχόντων εμφανίστηκε πάλι το 487/6 π.Χ. Εκείνη τη χρονιά οι Αθηναίοι εκλέξανε πέντε πολίτες από κάθε δήμο -οι δήμοι ήσαν 100, όπως ήδη το έχουμε αναλύσει- για να γίνει ανάμεσα σ' αυτούς τους 500 εκλεγμένους πολίτες κλήρωση για τους Εννέα Άρχοντες και το Γραμματέα των Θεσμοθετών, το δέκατο αξίωμα, που είχε προστεθεί από τον Κλεισθένη, για να υπάρξει αντιστοιχία ανάμεσα στους άρχοντες και τις δέκα κλεισθένειες φυλές. Επειδή κληρώνονταν επίσης πέντε πολίτες, κατά δήμο, για να συνθέσουν τη Βουλή των Πεντακοσίων και 500 πολίτες, 50 κατά φυλή, για να κληρωθούν πάλι ανάμεσά τους 10 σαν κριτές των δραμάτων στο θέατρο, και επειδή ακόμα ο συνήθης αριθμός των δικαστηρίων της Ηλιαίας ήταν 500, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως θεωρούσαν τον αριθμό 500 σαν γενικά επαρκή για κάθε περαιτέρω κλήρωση.
Τον καιρό του Αριστοτέλη ο θεσμός των δέκα πια αρχόντων εκδημοκρατίσθηκε κι άλλο, γιατί κλήρωναν -δεν εκλέγανε- δέκα πολίτες κατά φυλή και μετά ξαναέκαναν κλήρωση με κουκιά -κυάμους, στα αρχαία, κυαμευτοὶ ἄρχοντες- για να κρατήσουν την παράδοση, κι έτσι έβγαζαν έναν άρχοντα κατά φυλή. Όλα αυτά δείχνουν τη διεύρυνση της εφαρμογής της κλήρωσης και τη συνεχή προσπάθεια εκδημοκρατισμού του αθηναϊκού πολιτεύματος μέσα από αυτή: αντικαθιστούσαν διαρκώς και με πείσμα -θα λέγαμε- την εκλογή με την κλήρωση. Για τους Αθηναίους, όταν πρόκειταν για τους ίδιους, η Δημοκρατία δεν ήταν απλά ιδεολογία -ή κωμωδία, που έβριθε από βαρύγδουπους λόγους αφηρημένους- αλλά πράξη συγκεκριμένη.
Ας δούμε τώρα την εφαρμογή της κλήρωσης στις άλλες αρχές, στο υπόλοιπο του Αρχικού μορίου του πολιτεύματος. Πρόκειται για όλους τους κατώτερους άρχοντες και υπαλλήλους που εξυπηρετούσαν τη διοίκηση της πόλης· ανάμεσά τους συγκαταλεγόταν και η Βουλή των Πεντακοσίων, οι Βουλευτές της οποίας κατά το αθηναϊκό πολίτευμα αποτελούσαν τμήμα του Αρχικού κι όχι του Νομοθετικού. Οι Βουλευτές λοιπόν ήσαν 500, 50 κατά φυλή, 5 κατά δήμο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Η Βουλή είχε πολλές αρμοδιότητες αλλά κυρίως λειτουργούσε σα νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τα ψηφίσματα και τα νομοσχέδια, τα οποία κατόπι συζητιόνταν και ψηφίζονταν στην Εκκλησία του Δήμου, το ανώτατο πολιτειακό όργανο του αθηναϊκού πολιτεύματος.
Δε θα υπεισέλθουμε εδώ στις λεπτομέρειες των αρμοδιοτήτων της Βουλής, γιατί αυτό που μας ενδιαφέρει σ' αυτό το τμήμα της μελέτης είναι να δείξουμε τη χρήση της κλήρωσης στο Αρχικό μόριο του αθηναϊκού πολιτεύματος γενικά. Να επισημάνουμε πάντως πως οι 50 Βουλευτές της κάθε φυλής πρυτάνευαν, δηλαδή κυβερνούσαν, στην πόλη για ένα δέκατο περίπου του χρόνου, το οποίο ονομαζόταν πρυτανεία. «Και πρυτανεύει με τη σειρά της καθεμιά από τις φυλές» λέει ο Αριστοτέλης· οι 50 Βουλευτές τότε ονομάζονταν Πρυτάνεις και η φυλή πρυτανεύουσα. Το ενδιαφέρον σ' αυτή τη λειτουργία είναι πως η σειρά της πρυτανείας κάθε φυλής καθοριζόταν πάλι με κλήρωση.
Ας αναφέρουμε τώρα τις άλλες Αρχές που κληρώνονταν ανάμεσα στους Βουλευτές.
Κάθε μέρα ένας από τους πενήντα Πρυτάνεις κληρωνόταν, για το αξίωμα του Επιστάτη των Πρυτάνεων· πρόκειται για το αντίστοιχο σημερινό αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η διαφορά βέβαια είναι πως ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε θητεία μονοήμερη και μία και μόνη φορά στη ζωή του.
Ο Επιστάτης κλήρωνε εννέα Προέδρους, έναν από καθεμιά από τις άλλες φυλές· ένας από τους εννιά Προέδρους κληρωνόταν Επιστάτης των Προέδρων. Οι οχτώ Πρόεδροι και ο Επιστάτης τους διευθύνανε τις εργασίες της Βουλής των Πεντακοσίων και της Εκκλησίας του Δήμου τον 4ο αι.
Και κλήρωναν ακόμα οι Βουλευτές από ανάμεσά τους 10 Λογιστές (21), για να λογοδοτούν σ' αυτούς οι διάφορες αρχές κατά κάθε πρυτανεία. Εκλέγει ακόμα η Βουλή από τους Βουλευτές δέκα Τριηροποιούς υπεύθυνους για την κατασκευή νέων τριήρων ή τετρήρων, αν η Εκκλησία του Δήμου είχε αποφασίσει κάτι τέτοιο. Από αυτό συνάγουμε ακόμη μια φορά το συμπέρασμα πως οι Βουλευτές δεν ήσαν επαγγελματίες πολιτικοί αλλά πολίτες από όλα τα επαγγέλματα, από τα οποία ζούσαν και στα οποία επανέρχονταν μετά το πέρας της βουλευτικής θητείας, μια και δεν υπήρχε πιθανότητα να ξανακληρωθούν στο βουλευτικό αξίωμα παρά για μια ακόμα και τελευταία φορά στη ζωή τους κι αυτό πολύ σπάνια κι αν είχαν περάσει από το βουλευτικό αξίωμα όλοι οι πάνω από τα τριάντα πολίτες και ξανάμπαινε το όνομα όλων στην κληρωτίδα.
Άλλες αρχές που κληρώνονταν από τη Βουλή ήσαν:
10 Ταμίες της Αθηνάς· 10 Πωλητές· 10 Αποδέκτες· 10 Εύθυνοι και 2 Πάρεδροί για κάθε Εύθυνο, δηλαδή συνολικά 20· 1 Ταμία για τους αδύνατους, δηλαδή τους πολίτες με ενιαύσιο εισόδημα κάτω από 200 δραχμές και ανίκανους για εργασία λόγω αναπηρίας· 10 Επισκευαστές των ιερών.

«Και κληρώνονται αστυνόμοι δέκα· και από αυτούς πέντε άρχουν στον Πειραιά και πέντε στο άστυ και τις αυλητρίδες και τις λυρίστριες-ψάλτριες και τις κιθαρίστιες επιτηρούν αυτοί, ώστε να μη μισθωθούν με περισσότερο από δύο δραχμές· κι αν περισσότεροι την ίδια μελετήσουν να πάρουν, αυτοί ρίχνουν κλήρο και τη μισθώνουν σ' όποιον του λάχει.».

Παραθέσαμε το απόσπασμα αυτό το σχετικό με τις αυλητρίδες και τις άλλες μουσικούς, για να γίνει πιο εύληπτο το ακόλουθο σχόλιο: Η Δημοκρατία δεν ήταν, φαίνεται, υπέρ της ελεύθερης αγοράς· το μίσθωμα, μιας κοπέλας που μισθωνόταν δημόσια, αυλητρίδας, λυρίστριας ή κιθαρίστριας, δε μπορούσε να φτάσει σε ύψη δυσβάσταχτα για την οικονομική δυνατότητα των πιο φτωχών, γιατί κάτι τέτοιο ήταν ασυμβίβαστο με το πνεύμα της δημοκρατίας και θα προκαλούσε κοινωνικο-πολιτικό σκάνδαλο` κανείς δε μπορούσε να απολαύσει τις χάρες και την τέχνη της μουσικού από το γεγονός και μόνο πως ήταν πλουσιότερος. Γι' αυτό, αφού τέλος πάντων η τιμή ανέβαινε μέχρι κάποιο ύψος, η κλήρωση αποφάσιζε σε ποιον θα παραχωρούνταν η κοπελιά!

Να συνεχίσουμε όμως την απαρίθμηση:
10 Αγορανόμοι. 10 Μετρονόμοι. 10 Σιτοφύλακες. 10 Επιμελητές του εμπορίου. 10 Αθλοθέτες. 11 που φρόντιζαν για τις θανατικές εκτελέσεις. 5 Εισαγωγείς των δικών στα δικαστήρια· η εισαγωγή έπρεπε να γίνει μέσα σε ένα μήνα. 5 Οδοποιοί που επισκεύαζαν με εργάτες τους δρόμους. 10 Λογιστές και 10 βοηθοί τους, που τους έλεγαν Συνήγορους, στους λογιστές αυτούς ευθυνοδοτούσαν όλες οι αρχές και ήταν διαφορετικοί από τους Λογιστές. 1 Γραμματέας κατά πρυτανεία· κατά συνέπεια κληρώνονταν συνολικά 10 Αθηναίοι σαν Γραμματείς των δέκα πρυτανειών κατά τη διάρκεια κάθε χρονιάς. 1 Γραμματέας των νόμων. 10 Ιεροποιοί υπεύθυνοι για τα ιερά σφάγια· άλλοι 10 Ιεροποιοί για τις ιεροπραξίες της χρονιάς· 1 Άρχοντας στη Σαλαμίνα και 1 Δήμαρχος στον Πειραιά.
Όλες αυτές οι κληρώσεις γίνονταν από τη Βουλή.

Πρέπει να αναφέρουμε ακόμη 10 Επιμελητές των Μεγάλων Διονυσίων που κληρώνονταν από τον Επώνυμο Άρχοντα.
Το σύνολο όλων αυτών των κληρωτών αρχόντων είναι 6040 πολίτες για το Δικανικό μόριο (συν τους διαιτητές τον αριθμό των οποίων δεν τον αναφέρει ο Αριστοτέλης, γιατί προφανώς δεν ήταν καθορισμένος) και 765 για το Αρχικό. Η διάρκεια της θητείας ήταν συνήθως ενιαύσια. Όμως σ' αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε πως ο Αριστοτέλης αλλού κάνει έναν άλλο υπολογισμό, τον οποίο και αντιγράφω:
«Κι εγκατέστησαν και ευπορία τροφής για τους πολλούς, όπως ακριβώς εισηγήθηκε ο Αριστείδης. Γιατί συνέβαινε από τους φόρους και τα τέλη και τους σύμμαχους να τρέφονται περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες πολίτες. Γιατί ήσαν έξι χιλιάδες δικαστές, χίλιοι εξακόσιοι τοξότες και μαζί μ' αυτούς ιππείς χίλιοι διακόσιοι και η Βουλή, πεντακόσιοι βουλευτές, και φρουροί των νεωρίων πεντακόσιοι και μαζί μ' αυτούς στην Ακρόπολη φρουροί πενήντα και αρχές ένδημες στην Αττική, περίπου εφτακόσιοι πολίτες και αρχές έξω από τα όρια της Αττικής περίπου άλλοι εφτακόσιοι· και μαζί μ' αυτούς, ύστερα, όταν συναποφάσισαν τον πόλεμο, οπλίτες δύο χιλιάδες πεντακόσιοι και τριήρεις ακταιωρές είκοσι και άλλες τριήρεις που έφερναν τους φόρους [κενό στο αρχαίο κείμενο] και τους δύο χιλιάδες κληρωμένους με κουκιά πολίτες· και ήταν ακόμη το πρυτανείο και τα ορφανά, οι δεσμοφύλακες· για όλους αυτούς γενικά η διατροφή ήταν από τα κοινά.»

Εκτός από τα ορφανά, γυναίκες και παιδιά των νεκρών του πολέμου, των οποίων ο αριθμός βέβαια δεν έπρεπε να είναι σταθερός και τα οποία, όλα χωρίς εξαίρεση, τρέφονταν από το δημόσιο, οι άλλοι κληρώνονταν στα διάφορα πολιτειακά όργανα, αφού κανένα ιδιαίτερο κριτήριο δεν απαιτούνταν, κατά τα δημοκρατικά ήθη και θέσμια, εκτός φυσικά από την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Περισσότεροι λοιπόν από είκοσι χιλιάδες Αθηναίοι κληρώνονταν για διάφορες δημόσιες θέσεις και πληρώνονταν από το δημόσιο ταμείο. Από αυτούς 6040 τουλάχιστο ανήκαν στο Δικανικό μόριο του πολιτεύματος και 1465 τουλάχιστο ανήκαν στο Αρχικό μόριο· γιατί υπήρχαν 765 ένδημοι άρχοντες και 700 άρχοντες που θήτευαν έξω από τα όρια της Αττικής. Δηλαδή οι κληρωτοί άρχοντες στην Αθήνα ήσαν τουλάχιστο 7505. Με τους διαιτητές που θα ΄ήσαν τουλάχιστο δέκα ο αριθμός θα γινόταν τουλάχιστο 7515. Στους υπόλοιπους που τρέφονταν κι εκείνοι από το δημόσιο, ανήκαν από τη μια μεριά οι ενήλικοι πολίτες, που εκτελούσαν κάποια δημόσια υπηρεσία και δε θα τους λογαριάσουμε σαν άρχοντες αλλά σαν απλούς δημόσιους υπάλληλους, και από την άλλη οι χήρες και τα ορφανά πολέμου.
Συνήθως ο μισθός ήταν τρεις οβολοί, μισή δραχμή, την ημέρα, για τους περισσότερους από τους αξιωματούχους του δημοσίου, και πολύ σπάνια μία δραχμή την ημέρα. Φυσικά μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε πως, αφού η αποζημίωση ήταν ίδια για όλους, οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι τα διάφορα αξιώματα και υπηρεσίες ήταν ισοδύναμα.

Β. Αρχές αιρετές

Ας δούμε τώρα τις αιρετές αρχές στην Αθήνα· αυτές αφορούσαν μόνο το Αρχικό μόριο του πολιτεύματος, το τρίτο μόριο της πολιτείας κατά τον Αριστοτέλη:
10 Στρατηγοί, 10 Ταξίαρχοι, 2 Ίππαρχοι, 10 Φύλαρχοι, 1 Ίππαρχος στη Λήμνο, 1 Ταμίας της Παράλου, 1 Ταμίας της Αμμωνιάδας· 1 Ταμίας των στρατιωτικών και προφανώς 10 του θεωρικού, 1 Επιμελητής των κρηνών· 4 Επιμελητές του Άρχοντα Βασιλιά, για να τον βοηθούν στον εορτασμό των Ελευσίνιων Μυστηρίων· 1 Γραμματέας για να διαβάζει στη Βουλή των Πεντακοσίων και στην Εκκλησία του Δήμου όποιο κείμενο χρειαζόταν.
Οι εκλεγμένοι πολίτες λοιπόν δεν ήταν περισσότεροι από 51 από τους οποίους μόνο οι Στρατηγοί είχαν δύναμη και αρμοδιότητες πολιτικές και στρατιωτικές συνάμα· οι άλλοι είχαν είτε στρατιωτικές αρμοδιότητες (και δεν ήσαν ποτέ επαγγελματίες), είτε απλές πολιτειακές αρμοδιότητες. Οι Στρατηγοί ακριβώς επειδή ήταν αιρετοί και είχαν και πολιτικές αρμοδιότητες ήταν κάτω από διηνεκή έλεγχο.
Φυσικά είναι αυτονόητο πως κληρονομικοί άρχοντες δεν υπήρχαν στην Αθήνα· θα ήταν τελείως ασυμβίβαστο με την έννοια της Δημοκρατίας, όπως τουλάχιστο την εννοούσαν στην Ελληνική Αρχαιότητα.

Γ. Αρχές διορισμένες

Να περάσουμε τώρα στο διορισμό. Οι διορισμένοι ήσαν ελάχιστοι και δευτερεύουσας πολιτικής εμβέλειας: Δεν ήταν παρά έξι και οι πρωτοβουλίες τους ήταν σαφώς καθορισμένες· ο Άρχοντας Βασιλιάς, ο Πολέμαρχος και ο Επώνυμος Άρχοντας, οι τρεις πρώτοι από τους Εννέα Άρχοντες διόριζαν καθένας δύο Παρέδρους· αυτοί βέβαια οι Πάρεδροι, όπως και κάθε αξιωματούχος λογοδοτούσαν μετά το πέρας της θητείας τους, η οποία ταυτιζόταν με τη θητεία του άρχοντα που τους διόριζε.
Άλλοι διορισμένοι: Κάθε Ταξίαρχος διόριζε τους Λοχαγούς του. Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει πάλι τον αριθμό τους, όμως μπορούμε να τον συναγάγουμε, μια και καθένας Ταξίαρχος ήταν ηγέτης των οπλιτών της φυλής του και ο Λοχαγός ηγέτης των οπλιτών του δήμου στον οποίο ανήκε κι ο ίδιος. Αφού λοιπόν οι δήμοι ήταν 100, 10 κατά φυλή, -δεν πειράζει, αν το ξαναθυμίζουμε- οι Λοχαγοί ήσαν κι εκείνοι 100.

Συμπέρασμα. Συμπερασματικά διαπιστώνουμε πως δίπλα στους 7505 πολίτες κληρωτούς στα διάφορα αξιώματα της πόλης, υπήρχαν 106 διορισμένοι, από τους οποίους μόνο έξι είχαν αρμοδιότητες πολιτικές κι αυτές δευτερεύουσες, ενώ όλοι οι διορισμένοι εξαρτιόνταν από εκείνους που τους είχαν διορίσει· κι αυτοί ήταν όλοι κληρωτοί· άρα και οι διορισμένοι ήσαν κατ’ ουσία κληρωτοί. Υπήρχαν και 51 αιρετοί, από τους οποίους μονάχα οι δέκα στρατηγοί είχαν και πολιτικές αρμοδιότητες. Η σύγκριση των αριθμών είναι πολύ ενδεικτική, αποδεικτική: Η πρωτοκαθεδρία της κλήρωσης σαν τρόπου ανάδειξης των αρχών είναι τελείως προφανής στη Δημοκρατία. Μόνο 0,13% των αρχόντων της Αθήνας ήσαν αιρετοί και 99,87% ήσαν κληρωτοί.
Πριν τελειώσει αυτό το μέρος του κεφαλαίου, πρέπει να θυμίσουμε πως η συνήθης διάρκεια της θητείας όλων των αξιωμάτων ήταν ενιαύσια, γιατί έτσι εφαρμόζονταν τρεις -θα τις δούμε όλες αργότερα- από τις βασικές αρχές της Δημοκρατίας: Η πρώτη αρχή, δηλαδή η συχνή αλλαγή των πολιτών στην εξουσία, έτσι ώστε να τη νέμονται όλοι, η δεύτερη αρχή, δηλαδή η ισότητα και ο μη επαγγελματισμός στην άσκηση της εξουσίας που έκανε μη επαναλήψιμα τα αξιώματα του Αρχικού και η τέταρτη αρχή, δηλαδή η βραχεία διάρκεια της θητείας· ακριβέστερα: η διάρκεια της θητείας κάποιου αξιώματος πρέπει να είναι αντίστροφη των αρμοδιοτήτων του.