Επ' ευκαιρία του γιορτασμού της πτώσης της Τριπολιτσάς, που εδραίωσε την ελληνική επανάσταση του 1821, δημοσιευω το παρακάτω σύντομο διήγημα.
Είναι γνωστό ότι κατά την εισβολή των επαναστατικών δυνάμεων των Ελλήνων, σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 Τούρκοι.
Δεν κάνω ιστορία, δεν κάνω κριτική, γράφω μόνο ένα διηγηματάκι που με τον τρόπο του τα λέει όλα.
Η ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΟΛΙΤΣΑΣ
ή
Το τρένο του Κολοκοτρώνη
-Ωρέ Γιάγκο, ήρθε ο πρίντζιπος;
-Βεβαίως στρατηγέ!
-Πως το ξέρεις ρε ζαγάρι; τον είδες;
-Βεβαίως στρατηγέ! του απαντώ αμέσως,
ήρθε ο μισερός, αν θες να τον εύρεις
είναι στον απέναντι λόφο, στο κονάκι
του Νικηταρά
-Άϊντε μωρέ, να ιδούμε τι θα κάμωμεν και
με δαύτον, αναστέναξε ο κύριός μου
Πρίντζιπος είναι ο Δημητράκης Υψηλάντης,
όμορφος κι έξυπνος νεανίας, εικοσιπέντε
ετών, μόλις αφιχθείς εκ Ρωσίας. Ερωτών
είναι ο κύριός μου, ο Θεοδωράκης
Κολοκοτρώνης, ο αποκαλούμενος και Γέρων
του Μορέως. Εγώ, ο Γιάγκος, είμαι ο
γραμματικός του και μου έχει αναθέσει
να γράφω τα καθέκαστα του πολέμου ως
ημερολόγιον και να μην παραλείπω τίποτις
από όσα συμβαίνουσιν όλον αυτόν τον
καιρόν που πολιορκούμεν την Ντροπολιτσάν.
Γνωρίζω την ελληνικήν γραφήν και μιλώ
προφορικώς την ρωμέϊκην γλώσσαν εκ
μητρός αλλά χειρίζομαι καλώς και τας
αλβανικήν, βλαχικήν και τουρκικήν. Δι
αυτά μου τα προτερήματα με επέλεξεν ο
στρατηγός ως την ορντινάτζαν του και
την δεξιάν του χείρα.
-Έγραψες για τα χτεσινά ωρέ; για την
ακράτειαν του Ντεληγιώργου έγραψες;
α, χα, χα, τι ήταν κι αυτό το χάλι του, όλη
μέρα πίσω από τα βράχια άδειαζε το άντερό
του ο καψερός! το έγραψες αυτό γραμματικέ;
είπε κι έβαλε τα γέλια σαν μικρό παιδί
Πάντα ανοιχτός χαρακτήρας ο Γέρος
κέρδιζε τον άλλον με τα χωρατά του και
την ανοιχτήν του καρδία. Με αυτά αλλά
και με την στρατηγικήν του ιδιοφυΐα και
δεινότητα είχε γίνει αμέσως μόλις
επήραμεν τα όπλα ο αναμφισβήτητος
αρχηγός μας. Μόνον ο Δημήτριος Υψηλάντης
συγκρινόταν μαζί του σε ανθρωπιά και
αυθορμητισμόν αν και μπροστά στην
ικανότητα του Γέρου κανείς δεν τολμούσε
να βάλει εαυτόν.
-Τα παλικάρια λένε πως ο πρίγκηπας έφερε
κάτι μεγάλο μαζί του από την Ρωσία, του
είπα
-Μεγάλο ε; χα, χα, θα το δεις μωρέ, θα το
δεις κι εσύ και ούλοι σας πόσο μεγάλο
είναι αυτό που έφερε ο πρίντζιπος, είπε
ο Γέρος και γέλασε ξανά με την ψυχή του
Γνωρίζω καλώς ότι τον συμπαθεί τον
πρίγκιπα. Εις τούτον μόνον δείχνει ο
κύριός μου προτίμησην και τον θέλει
μέλλοντα αρχιστράτηγον του έθνους ότε
με το καλόν ορίσει ο θεός των Ελλήνων
να ελευθερωθώμεν. Και ο Δημήτριος όμως
δείχνει άξιος της τιμής. Αν και μικρός
το δέμας περιεβλήθη αμέσως της ολόψυχης
στήριξης των στρατιωτών μας και του
λαού. Τοσούτον συμπαθής κατέστη ο νεαρός
πρίγκηψ και όλοι τον θαυμάζωσιν.
Τον ενθυμούμαι άμα τη αφίξει του. Ήτο
ενδεδυμένος με στολήν μαυροφορίτου,
είχεν εις τους ώμους αργυράς επωμίδας
και το πρόσωπόν του έδειχνε αποφασισμένον
δια νίκην ή θάνατον. Είδα σύσσωμον το
έθνος να καταλαμβάνεται υπό ενθουσιασμού
δια τον εκ του ξανθού γένους προερχόμενον
και να τον θεωρεί ηγεμόνα, ελευθερωτή
και σωτήρα.
-Ετούτος ο νιος έχει καρδιά μεγάλη ωρέ,
έλεγε από την πρώτη στιγμή ο Γέρος
-Τι σκοπεύεις Στρατηγέ; θα τον κάνεις
βασιλέα των Ρωμιών; τον ρώτησα
-Πρώτα να διώξουμε τους αγαρηνούς
γραμματικέ, και μετά έχουμε καιρό γι
αυτά. Κι ούτε κατά νου έχω να βάλω κανέναν
βασιλέα πάνω από το κεφάλι των Ρωμιών
μόλις καταφέρουν να γλιτώσουν από την
τυραννίαν του Σουλτάνου. Θα έχωμεν
δημοκρατίαν ωρέ, ωσάν κι αυτήν των Γάλλων
που μας έλεγεν ο Κοραής, ωσάν κι αυτήν
που μας τραγούδησεν ο Ρήγας, ωσάν του
Περικλή. Το λοιπόν γραμματικέ, μη βιάζεσαι
του λόγου σου και θα σκοντάψεις, μου
είπε ο Γέρος και με έβαλε στη θέση μου
Έχει δίκαιον! Βεβαίως και προέχει η
εκδίωξις των εχθρών μας. Πριν φθάσουν
αι ειρηνικαί ημέραι του μέλλοντος
προηγείται η εκδίωξις των δυναστών από
τα εδάφη εις τα οποία οι πρόγονοί μας
κατοικούσαν από αρχαιοτάτων χρόνων.
Πρώτα να ελευθερωθώμεν, να αποδειχθώμεν
αντάξια τέκνα του Θεμιστοκλέους και
του ενδόξου Λεωνίδου. Και πρώτιστον
καθήκον μας η κατάκτησις της πρωτευούσης
του Μορέως την οποίαν ο κύριός μου έχει
περισφίξει και μετ' ολίγον θα κατορθώσει
να πνίξει εις το ίδιον αυτής αίμα.
Η Ντροπολιτσά είναι γεμάτη τώρα με
Τούρκους κι Αλβανούς μουσουλμάνους,
στρατιώτες και γυναικόπαιδα. Ευρίσκεται
αποκλεισμένη από τον στρατόν μας -ο θεός
να είπη στρατόν το μπουλούκι μας- και
μετρά τας ημέρας που της έχουν απομείνει.
Δεν θα αντέξει επί πολύ η φρουρά και
συντόμως η πόλις θα γίνει εδική μας.
Μετά τα μεγάλας νίκας του κυρίου μου
εις Βαλτέτσιον, Δολιανά και Γράναν, μετά
τας καταστροφάς του Κεγαγιάμπεη του
Δεφτερντάρη και του Κιαμήλ Μπεη, η αίγλη
που περιέβαλε τους Τούρκους αφέντες
και τους Αλβανούς υποτακτικούς των έχει
πλέον καταστραφεί οριστικώς. Ο ραγιάς
σήκωσε κεφάλι και το φρόνημα των
εγκλωβισμένων έχει καίρια τρωθεί.
Την εξαίρετον επιτυχίαν οφείλει το
γένος μας εις τον έξοχον κύριόν μου
καθότι ο Πετρόμβεης τυπικώς μόνον
κατέχει την υπερτάτην αρχηγίαν του
πολέμου, κατ' ουσίαν όμως είναι απών.
Αντιθέτως, ο Γέρων αρχηγεύει των
εξεγερμένων, ουχί δια του τίτλου του
στρατηγού αλλά κυρίως ως κατακυριεύσας
τας ψυχάς στρατιωτών και αόπλων. Σύμπαν
το γένος των έως χθες ραγιάδων εις το
σεπτόν πρόσωπόν του βλέπει ελπίδα
σωτηρίας από την μακραίωνα σκλαβιάν.
Το γνωρίζουσιν αυτό και οι εγκλωβισμένοι.
Φοβούνται και τον Νικηταράν, που έλαβε
το όνομα Τουρκοφάγος, φοβούνται και τον
Αναγνωσταρά και τον Δικαίον αλλά ουδένα
συγκρίνωσιν με τον κύριόν μου του οποίου
το κύρος αναγνωρίζουν και τιμούν.
Επτά χιλιάδες Ρωμιοί πρώην κάτοικοι
έφυγαν ενώ κεκλεισμένοι εντός των τειχών
συμπιέζονται περισσότεροι των τριάντα
χιλιάδων μουσουλμάνοι που συγκεντρώθηκαν
εδώ από όλον τον Μορέα. Δεν ελπίζουν
πλέον σε τίποτε, ούτε εις την σουλτανική
βοήθεια ούτε εις τον Χουρσίτ Πασά. Έχασαν
την περίφημη οθωμανική στρατιά του
Μορέως, χάθηκαν και οι ενισχύσεις του
Χουρσίτ. Πεινούν και λιμοκτονούν.
Συνηθισμένοι να τρώγουσιν ό,τι καλύτερον
έβγαζε ή έθρεφεν η γης, τώρα έχουν φτάσει
εις το τραγικόν σημείον να βλέπουν
μεγάλους και παιδιά να πεθαίνουν από
την πείνα. Ανθεί παράνομον εμπόριον
ανάμεσα στους Ρωμιούς που βρίσκονται
εκτός των τειχών με τους Αλβανούς που
βρίσκονται εντός. Τα τρόφιμα που
διακινούνται μεταπωλούνται ακριβώτερον
εις τους Τούρκους και πολλοί έγιναν
πλούσιοι εξ αυτού του παραδόξου εμπορίου.
Λίαν συντόμως όμως όλαι αυταί αι πράξεις
θα λάβουσιν τέλος με την είσοδον του
στρατού μας και των ατάκτων εις την
πόλιν.
Αλίμονο, τι θα γίνει εκείνην την φοβεράν
ημέραν; Αν δεν λυπηθεί ο Αλλάχ τους
δυστυχείς πιστούς του ουδείς εξ αυτών
θέλει ιδεί ημέραν άλλην ανατέλλουσα
πλην εκείνης της τελευταίας. Το εκδικητικό
σπαθί του ραγιά δεν θα αφήσει ουδέ μίαν
ψυχήν ζώσα. Μετά τας σφαγάς που έκαναν
οι Τούρκοι παλαιότερον αλλά και προσφάτως,
η εκδίκησις θέλει πέσει επί τας κεφαλάς
δικαίων και αδίκων ως ρομφαία αγγέλου.
Ο στρατηγός όμως κι ο πρίγκηψ κάτι
ετοιμάζουν. Δεν θέλουν την θανάτωσιν
των χιλιάδων ψυχών. Ήδη ο Γέρος συνεννοήθηκε
με τον αδελφοποιτόν του Κιαμίρ Αγά δια
να εξέλθωσιν τρεισχίλιοι Αλβανοί με
ασφάλεια και να φύγουν εις Ακαρνανίαν.
Με τους λοιπούς όμως τριάκοντα χιλιάδας
τι θα κάνει;
-Ωρε Γιάγκο, πρόσεξε καλά, αν γίνει κάποια
έφοδος στην πόλη, πρέπει να είμαι εγώ ο
πρώτος που θα το μάθει! Πρόσεχε ζαγάρι
μου σου φύγει τίποτις!
-Βεβαίως στρατηγέ! τον καθησύχασα
-Έχεις ετοιμάσει τους πυρσούς; Θα βγάζουν
τους καπνούς που θέλουμε; Είμαστε έτοιμοι
μωρέ ή θα τρέχουμε την τελευταία στιγμή
και δεν θα φτάνουμε;
-Βεβαίως στρατηγέ! έτοιμοι είμαστε
-Αμέσως να ειδοποιηθεί ο πρίντζιπος! με
διέταξε. Αμέσως! ακούς;
-Βεβαίως στρατηγέ επανέλαβα
-Ωραία, έκανε ο Γέρων ικανοποιημένος
Κάτι εσχεδίαζαν αυτοί οι δύο. Ο Δημητράκης
Υψηλάντης ήτο νουνεχής επίσης ως ήτο
και ο κύριός μου. Δεν ήθελαν την σφαγήν
δια να μην δυσφημιστεί η επανάστασις
αλλά δεν ηδυνάμην να αντιληφθώ πως θα
κατόρθωναν να την αποφύγουν. Εκείνη τη
στιγμή ήκούσθη η πρώτη φοβερή κραυγή
του θριάμβου.
-Το τείχος άνοιξε, μπαίνουμε στην
Ντροπολιτσά, φάτε τους αγαρηνούς, σφάξτε
τα σκυλιά!
-Ήρθεν η ευλογημένη ώρα, άρχισαν να
φωνάζουν οι παπάδες και να κουνάνε τις
αγιαστούρες, ήρθεν η ώρα να δοξαστεί ο
υιός του Θεού!
-Φάτε τους, μην αφήσετε ψυχή ζώσα,
ακούστηκαν οι εντολές από τους καπετάνιους
Ο Κολοκοτρώνης πετάχτηκε αμέσως από
την κοτρώνα στην οποία καθόταν και εξ
αιτίας της οποίας είχε πάρει το όνομά
του. Η ανησυχία κάλυπτε το πρόσωπό του.
Αντί να είναι εξαγριωμένος με τους
εχθρούς μας, αντί να νιώθει τον θρίαμβο
να σκεπάζει από τώρα κι όλας με δάφνες
το σεπτό κεφάλι του, αντί να σπρώχνει
τους στρατιώτας εις την πρώτην γραμμήν,
όπως έκανε πάντα, τώρα ήταν ανήσυχος
πολύ.
-Δώσε αμέσως το σήμα στον πρίντζιπο, μου
φώναξε
-Βεβαίως στρατηγέ, του απάντησα χωρίς
πολλά-πολλά
Άναψα έναν γιγάντιο πυρσό που άρχισε
να βγάζει τον σκούρο μπλε καπνό. Δεν
ήταν ώρα τώρα για καθυστερήσεις. Τα
παλικάρια μας ορμούσαν μέσα στην πόλη
σείοντας τα σπαθιά και προτείνοντας τα
τουφέκια. Αν μπορούσαν θα έγδερναν και
τον τελευταίο Τούρκο σπαχή, αγά και
ιμάμη. Κανείς δεν θα γλίτωνε, ούτε οι
μανάδες ούτε τα μωρά, τίποτε δεν θα
έπρεπε να μείνει ζωντανό από τους
τυράννους. Οι φωνές και οι αλλαλαγμοί
εντείνονταν και μετά από λίγο θα ήταν
αδύνατον πλέον να σταματήσει κανείς
τον ποταμόν της οργής και τις λίμνες
του αίματος που θα προκαλούσε.
-Ρε Γιάγκο, που χαζεύεις ωρέ; Μιλά ρε
χαμένε, απάντησε στο σήμα μας ο Ψηλάντες;
-Βεβαίως στρατηγέ, του είπα
Έβλεπα το σήμα του πρίγκιπα στον απέναντι
λόφο από όπου ένας σκούρος βαθυκόκκινος
καπνός πεταγόταν προς το ουρανό.
-Δώσε τώρα σήμα στους αγάδες, μου φώναξε
Έκανα ό,τι μου είπε. Ο δικός μας πράσινος
καπνός άρχισε να ανεβαίνει πάλι πάνω
από τον λόφο μας όπου ήταν το κονάκι του
Γέρου του Μωριά. Γιατί άραγε έστελνε
σήμα στους πολιορκημένους; Ποιο μήνυμα
έστελνε, άραγε, στους αγάδες; Δεν είχα
ιδέα ποιο ήταν το σχέδιό του αλλά δεν
τολμούσα να ρωτήσω.
-Μη χαζεύεις ρε χαμένε, μου φώναξε, τι
λένε οι αγάδες; πήραν το σήμα μας,
απάντησαν;
-Βεβαίως στρατηγέ, του είπα, βγάζουν
μαύρο καπνό από τη μεριά τους
Ησύχασε κάπως ο Γέρος. Δεν μπορούσα όμως
να ησυχάσω κι εγώ. Κοίταζα την κατακαημένη
Ντροπολιτσά. Από μέσα μου την έκλαιγα.
Σε λίγο δεν θα 'βρισκε η μάνα το παιδί
και το παιδί τη μάνα! Οι πρώτες φλόγες
είχαν αρχίσει να υψώνονται στα τείχη
της. Ένα μέρος της οχύρωσης είχε πέσει
και η άμυνα είχε καταρρεύσει. Η φωτιά
σε λίγο θα απλώνονταν σε ολόκληρη την
πόλη. Και τότε είδα το σήμα των αγάδων
να αλλάζει, να μεγαλώνει και να φουσκώνει
απρόσμενα. Είδα έναν πολύ πυκνό μαύρο
καπνό να ανεβαίνει από το κέντρο περίπου
της πόλης, κάτω από το φρούριο που ήταν
χτισμένο στην κεντρική πλατεία απέναντι
από το σεράϊ.
-Αχά, έκανε ο Γέρος, ξεκίνησε!
Τον είδα να χαμογελά σαν μικρό παιδί.
Αντί να τρέξει στη μάχη, καθόταν και
έπαιζε με καπνούς και σήματα. Εκείνη τη
στιγμή ήρθε κοντά μας καβάλα στο άλογό
του ο Δημήτριος Υψηλάντης. Ανήσυχος κι
αυτός, ξεπέζεψε και στάθηκε κοντά στον
Γέρο του Μοριά.
-Θα δουλέψει το διαβολομηχάνημα; ρώτησε
ο Κολοκοτρώνης με περίσκεψη και σοβαρότητα
-Θα δουλέψει στρατηγέ, είναι η τελευταία
λέξη της τεχνολογίας, ολόκληρη η Ρωσία
δούλεψε για να το φτιάξει
Ο καπνός που σηκωνόταν από την πόλη σε
απάντηση του σήματός μας δεν ήταν σαν
τον μπλε ούτε σαν τον κόκκινο ούτε και
σαν τον πράσινο που υψώναμε προηγουμένως.
Αυτός ήταν κατάμαυρος, γεμάτος λες με
σίδερο και κάρβουνο, και ασύγκριτα πιο
πολύς. Σκέπαζε τον ουρανό και έκρυβε
τον ήλιο. Και τότε άκουσα τον φοβερό
θόρυβο. Ήταν σαν να άνοιγαν οι ουρανοί
και να μας χτυπούσαν οι αρχαίοι θεοί με
τους κεραυνούς τους κι οι νεότεροι
άγγελοι με τις σάλπιγγες της Ιεριχούς.
Ένα ρίγος διαπέρασε τις ράχες όλων μας.
Κάτι θεϊκό, κάτι ολότελα μαγικό συνέβαινε
κι εμείς είμασταν οι τυχεροί ή οι άτυχοι
που το ζούσαμε.
Σταθήκαμε ακίνητοι και αμίλητοι μπροστά
στο θαύμα. Κάποιοι έπεσαν στο έδαφος
και έκρυψαν το πρόσωπό τους για να μην
βλέπουν. Το έδαφος κάτω από τα πόδια μας
άρχισε να τρέμει και κανείς δεν γνώριζε
πια αν ήμασταν ακόμη στην γη του Μοριά
ή στη γη της Σκύλας και της Χάρυβδης,
στην Πομπηία που βούλιαζε σε στάχτες
και φωτιές, στον Άδη ή στην Άβυσσο. Ήταν
ταυτόχρονα σεισμός και καταποντισμός,
καταιγίδα κι ανεμοστρόβιλος. Κανείς
δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν.
Κραυγές ακούγονταν και όλοι έκαναν τον
σταυρό τους. Και τότε το είδαμε!
Ήταν σαν ένα τέρας της αποκάλυψης και
πιο φοβερό ακόμα. Μια κατάμαυρη και
σιδερένια ουράνια άμαξα, από σίδερο κι
ατσάλι. Μήκος είχε όσο μια πόλη, πλάτος
όσο ένα μεγάλο δωμάτιο. Και έτρεχε σαν
ποταμός ορμητικός βγάζοντας από παντού
καπνούς, πετώντας γύρω του φωτιές. Είχε
κάτω του σιδερένιες ρόδες που κυλούσαν
πάνω σε σιδερένιες βέργες. Οι στριγκλιές
από τα μέταλλα που τρίβονταν αναμεταξύ
τους μας κούφαιναν και μας είχαν
ακινητοποιήσει. Το τεράστιο αυτό όχημα
έτρεχε πάνω σε ένα σιδερένιο χαλί που
το αποτελούσαν δυο παράλληλες ράγες
που ξεκινούσαν από την πόλη κι έφταναν
ως πέρα στα βουνά κι ακόμα πιο μακριά.
Πάνω σε αυτές τις ράγες έτρεχε το
καταραμένο άλογο του Σατανά κι οι θόρυβοι
που έκανε έσκιζαν τα αυτιά μας ενώ οι
καπνοί και οι φωτιές έκαναν τα μάτια
μας να πονούν. Η ορμή του, η μαυρίλα του,
η τρομακτική του υφή και το απόκοσμο
της έλευσής του εξουθένωσε τους
επιτιθέμενους. Το έβλεπαν να περνά και
το μόνο που μπόρεσαν να διακρίνουν ήταν
πως μέσα στα σιδερένια δωμάτιά του
βρίσκονταν οι μουσουλμάνοι της
Ντροπολιτσάς. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω
στον άλλον, εξ ίσου τρομαγμένοι με εμάς
-αυτοί ίσως και πιο πολύ- προσεύχονταν
κι έκλειναν τα μάτια. Ο Αλλάχ -καθώς
φαίνεται- είχε στείλει τον Βελζεβούλ
τον ίδιο για να σώσει τους πιστούς του!
-Δουλεύει Στρατηγέ, άκουσα τον Δημήτριο
Υψηλάντη να λέει περήφανος στον
Κολοκοτρώνη
-Άϊντε μωρέ, τα αξίζεις τα ψωμιά σου, τα
κατάφερες μικρέ πρίντζιπα!
Κατάλαβα πως αυτό το θαύμα ήταν δική
τους δουλειά. Ήταν οι μόνοι που δεν
σταυροκοπιόντουσαν κι οι μόνοι που
χαμογελούσαν. Δεν ήξερα πως τα είχαν
καταφέρει αλλά είχαν σώσει τριάντα
χιλιάδες μουσουλμάνους του Μοριά και
μαζί τους είχαν σώσει και την τιμή της
επανάστασης που θα ατιμαζόταν αν οι
Ρωμιοί σκόρπιζαν τέτοιο θανατικό σαν
κι αυτό που είχε ετοιμαστεί. Με ένα
ρυθμικό θόρυβο “τσαφ-τσουφ” και με την
τρομακτική του όψη, αυτό το εξώκοσμο
όργανο του Θεού ή του Διαβόλου συνέχιζε
ασταμάτητο τον δρόμο του προς τα βουνά
και τον βορά.
-Τι κοιτάς σαν χάνος ρε Γιάγκο; μου είπε
ο Κολοκοτρώνης
-Δεν ξέρω τι να γράψω στρατηγέ, του είπα,
τι ήταν αυτός ο διάβολος και που πάει
τους αγαρηνούς;
-Τρένο το λένε ρε χαμένε! Γράψε πως πάει
τους κιοτήδες στην Πόλη, πεσκέσι στον
Βεζίρη για να μας ελευθερώσει χωρίς
πόλεμον! Κατάλαβες ωρέ; Τρένο είναι, το
τρένο του Κολοκοτρώνη!