Ξεκινάει η σχολική χρονιά για κάποιες χιλιάδες παιδιά των προσφύγων και μετναστών που φιλοξενούνται στην Ελλάδα. Άλλοι αντιδρούν σηκώνοντας την ελληνική σημαία και βάζοντας λουκέτα στις πόρτες των σχολείων, άλλοι πανηγυρίζουν για τον θρίαμβο της "ανθρωπιάς" κι άλλοι -οι πολλοί- στέκουν αδιάφοροι και μάλλον με θετικά συναισθήματα χωρίς να αξιολογούν το γεγονός ούτε ως καταστροφικό ούτε ως θριαμβευτικό αλλά απλά ως αναγκαίο. Όπως κι αν το βλέπουν όμως οι γηγενείς Έλληνες ή οι Αλλοδαποί που ζουν στη χώρα κι έχουν μια τακτοποιημένη ζωή, φτωχή είτε πλούσια, με φουρτούνες ή χωρίς, σημασία έχει πως το βλέπουν τα ίδια αυτά τα παιδιά.
Χωρίς να φταίνε ατομικά αλλά ούτε και με κάποιο συλλογικό τρόπο (π.χ. σαν γενιά, σαν οικογένεια) τα παιδιά αυτά βρέθηκαν μακριά από τις πατρίδες τους, πολλά από αυτά χωρίς γονείς, ξεκρέμαστα, χωρίς πατρίδα και χωρίς μέλλον. Για όσο κινούνταν από πρόχειρο καταυλισμό σε καράβι, σε τρένο και σε άλλο καταυλισμό, σε βάρκα ή σε πλοίο, σε σωσίβιο ή σε κάποιο υπόστεγο, όσο κινούνταν και έτρεχαν για να φύγουν από κάπου ή να φτάσουν κάπου αλλού, το πράγμα κυλούσε. Μόλις όμως έμειναν πια σε μια εγκατάσταση, μάλλον προσωρινή κι αυτή αλλά πιο σταθερή πια, με ταβάνι για τον ήλιο και τη βροχή και κρεβάτι για τον βραδινό ύπνο, μόλις μπόρεσαν να σκεφτούν επί τέλους για τη ζωή και το μέλλον τους, τότε θα ήρθε σαν ταφόπλακα να τους σκεπάσει η μαύρη ομίχλη που έχει καλύψει τη ζωή τους.
Δεν το βλέπεις όταν τρέχεις να σωθείς, δεν το παρατηρείς όταν ελπίζεις κάπου να τερματίσεις, το νιώθεις όμως όταν κάνεις μιαν ανάπαυλα για να σκεφτείς. Κι αυτά τα παιδιά βλέπουν τα χρόνια τους να φεύγουν χαμένα. "Δεύτερη ζωή δεν έχει" λέει ο ποιητής κι αν αυτή τη μόνη ζωή που έχουν την χάσουν στις διαδρομές Αϊβαλί-Μυτιλήνη-Ειδομένη-Πειραιάς το τραύμα θα είναι δυσαναπλήρωτο. Γι αυτό η κανονικότητα είναι η μόνη θεραπεία και μια και είναι αδύνατο στο ελληνικό κράτος να τους την προσφέρει με τρόπο ολοκληρωμένο (εδώ δεν μπορεί να το κάνει στα δικά του τα παιδιά) τουλάχιστον ας τους δώσει το ελάχιστο που μπορεί πέραν του αυτονόητου (της τροφής και της στέγης). Και το πρώτο παραπανίσιο που μοιάζει με κανονικότητα, είναι το σχολείο.
Ίσως να ήταν η πρώτη φορά σήμερα που αυτά τα παιδιά ξύπνησαν για να πάνε σχολείο όχι με την γκρίνα γιατί έχασαν τον ύπνο αλλά με την προσμονή και τη λαχτάρα πως κάτι θα ακούσουν, κάτι θα δουν, κάτι θα συναντήσουν που να τους θυμίσει πως είναι κι αυτά άνθρωποι ΚΑΝΟΝΙΚΟΙ, παιδιά που θα έχουν κάποτε κι αυτά στον ήλιο μοίρα.
Γι αυτό και ας πούμε μια "καλημέρα" και μια "καλή αρχή" σε αυτά τα παιδιά, στους δασκάλους και τους γονείς για τους οποίους αρχίζει μια σχολική χρονιά μέσα σε τόσο δραματικές γι αυτού συνθήκες ζωής. Κι ας κλείνουν κάποιοι τις πόρτες των σχολείων με τα λουκέτα. Ευτυχώς, δεν κάνουν (ακόμα) αυτοί κουμάντο στη χώρα.