Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Να πεθάνει ο Σόιμπλε (ΔΙΗΓΗΜΑ)

ΔΙΗΓΗΜΑ  του Γ. Τσιρίδη


ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ Ο ΣΟΪΜΠΛΕ

Α' Το τσίμπημα της μέλισσας

Ο ήλιος του καλοκαιριού τη μια έβγαινε και έκαιγε τα πάντα και την άλλη κρυβόταν πίσω από σύννεφα. Αυτό δεν ήταν καλοκαίρι φέτος στην Ελλάδα. Οι τουρίστες, που πολλοί εξ αυτών ήταν φανατικοί φίλοι της χώρας μας, είχαν αγανακτήσει. Ωστόσο απολάμβαναν τις περιόδους με ήλιο και ήλπιζαν ότι αυτή η κατάσταση θα έφτανε κάποτε στο τέλος. Έτσι κι ο ξανθός Γερμανός που είχαμε βάλει στόχο, απολάμβανε την ξανθιά παγωμένη μπύρα του με τα πόδια του απλωμένα εμπρός και τα χέρια ριγμένα σχεδόν πίσω από τις πλάτες της καρέκλας του. Ήταν προφανώς ζαλισμένος και σίγουρα χαμένος στις σκέψεις του. Ήτανε χοντρούλης και είχε το στήθος του γυμνό καθώς το πουκάμισό του ήταν ορθάνοιχτο ενώ το κοντό παντελονάκι του άφηνε τα τριχωτά ξανθά πόδια του εκτεθειμένα στον ήλιο που μας έπαιζε κρυφτούλι. Τον λέγαμε Γερμανό αλλά δεν ήμασταν βέβαιοι για την εθνικότητά του. Θα μπορούσε να είναι Σκανδιναβός, ακόμα και Ρώσος, έμοιαζε όμως με Γερμανό κι αυτό μας ήταν αρκετό.
Καθίσαμε σε ένα τραπέζι κάπως μακριά από το δικό του από όπου, όμως, τον βλέπαμε καθαρά. Παραγγείλαμε μπύρες κι αρχίσαμε να πίνουμε και να μιλάμε για άσχετα θέματα, για ποδόσφαιρο και μουσική. Κάτω από την τέντα του παραλιακού μαγαζιού στο οποίο καθόμασταν δεν φαινόταν να υπάρχει κάμερα ή οτιδήποτε άλλο μέσο που να μπορεί να μας καταγράφει, ωστόσο εμείς είχαμε λάβει τα μέτρα μας. Ενεργούσαμε έτσι ώστε να μην έβρισκαν ύποπτες δικές μας κινήσεις ακόμα κι αν μας παρακολουθούσαν με ηλεκτρονικές κάμερες υψηλής ευκρίνειας. Εξ άλλου ήμασταν σε απόσταση ασφαλείας από τον Γερμανό, που δεν ξέραμε στα σίγουρα αν ήταν Γερμανός.
“Στην υγειά σου Τάντρα”, μου είπε από δίπλα μου η Σέρι σιγανά. Λιγότερο την άκουσα και περισσότερο διάβασα τα χείλη της. “Γεια σου και σε σένα” της είπα με τον ίδιο τρόπο. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και αλληλοκοιταχτήκαμε με το γνωστό βλέμμα της αμηχανίας και του ανεκπλήρωτου πόθου. Την ήθελα πολύ αλλά δεν γινόταν να προσπεράσω τον απαράβατο κανόνα που υπήρχε ανάμεσα στα μέλη της σέκτας μας, Απαγορεύονταν οι σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσά μας. Η εμπειρία του επαναστατικού κινήματος είχε δείξει ότι όποτε οι σύντροφοι μιας σέκτας ανακάτεψαν έρωτες στη δουλειά τους, πάντα κάτι είχε στραβώσει. Γι αυτό και δεν μπορούσε να γίνει τίποτε με μας τους δυο. Μόνο κάτι βλέμματα και κάποια υπονοούμενα επιτρέπονταν. Ο Σέξους και η Ίνα τσούγκρισαν τα ποτήρια μας και κατεβάσαμε και οι τέσσερις μια δυο χορταστικές γουλιές για να ξεδιψάσουμε.
Σε λίγο, την προκαθορισμένη ώρα, είδαμε τον Χάρυ να πλησιάζει το μαγαζί. Με το ψεύτικο μουστάκι κάτω από την μύτη, την περούκα στο κεφάλι και τα μαύρα γυαλιά ήταν αγνώριστος. Εμείς, που τον ξέραμε, μπορούσαμε να διακρίνουμε κάτω από το φαρδύ πουκάμισό του να εξέχει η κάνη του πιστολιού. Έμοιαζε με νεροπίστολο και δεν πετούσε σφαίρες αλλά ειδικά μικρά βελάκια-βελόνες. Αν πετύχαιναν γυμνό δέρμα, καρφώνονταν στο σώμα για λίγο και το πότιζαν με το υγρό που είχαν φορτωμένο. Λειτουργούσαν σαν ένεση και άδειαζαν αμέσως υποδόρια το περιεχόμενό τους. Όταν άδειαζαν έπεφταν κάτω από το βάρος της βελόνας που είχε στο πίσω μέρος της ένα φτερό για να ισορροπεί και να πηγαίνει ευκολότερα στον στόχο. Όποιος το δεχόταν ένιωθε ένα τσίμπημα σαν αυτό της μέλισσας. Ο Χάρυ επρόκειτο να την φέρει σε πέρας.
Ήταν ένα πιστόλι σαν κι αυτά που χρησιμοποιούσαν για να ποτίσουν με αναισθητικό μεγάλα ζώα και να τα αιχμαλωτίσουν μόνο που αυτό ήταν φτιαγμένο για ανθρώπους. Αντί για αναισθητικό, είχε μέσα στα βλήματα-ενέσεις του ένα υγρό, την επιδερμίνη, που ήταν ένα πανίσχυρο δηλητήριο. Μας το είχε προμηθεύσει ο Σέξους που ήταν γιατρός και το είχε παρασκευάσει μόνος του. Έτσι δεν αφήναμε ίχνη. Κανείς δεν επρόκειτο να μας συλλάβει επειδή αγοράσαμε αυτό το δηλητήριο μια και ήταν δικής μας παρασκευής. Όπως μας είχε πληροφορήσει ο Σέξους, μόλις αυτό το υγρό έμπαινε στον ανθρώπινο οργανισμό, μέσα σε δευτερόλεπτα κι όλας, άρχιζε μια ποικιλία προσβολών διαφόρων οργάνων. Η κυριότερη επιρροή του ήταν στο νευροφυτικό σύστημα που διαλυόταν στην κυριολεξία, όμως, όλα τα ζωτικά όργανα δέχονταν άγρια επίθεση. Πνευμόνια, συκώτι, καρδιά, ακόμα και ο εγκέφαλος, τινάζονταν στον αέρα. Ο θάνατος επερχόταν ακαριαία. Το θύμα που θα δεχόταν μια ποσότητα περίπου είκοσι γραμμαρίων επιδερμίνης αναμενόταν να πάθει ασφυξία, διάρρηξη αγγείων, νευρική παράλυση και, μάλιστα, όλα αυτά να εμφανιστούν ταυτόχρονα. Μιλάμε για ένα σούπερ δηλητήριο.
Στα βελάκια του Χάρυ είχαμε βάλει μόνο πέντε γραμμάρια στοχεύοντας να ταράξουμε σοβαρά τον οργανισμό του θύματος με το σοκ που θα του προκαλούσαμε αλλά όχι και να τον τελειώσουμε. Γι αυτό και η επιχείρηση ονομαζόταν τσίμπημα της μέλισσας κι όχι τσίμπημα του σκορπιού. Μόνο μερικά από τα συμπτώματα θα ένιωθε ο Γερμανός. Θέλαμε να δοκιμάσουμε το όπλο μας και το δηλητήριο σε έναν άνθρωπο, σαν πειραματόζωο. Θα βλέπαμε αν το όπλο στόχευε σωστά, αν το βελάκι ήταν καλά σχεδιασμένο ώστε να τσιμπάει το θύμα και να αδειάζει το περιεχόμενό του πριν πέσει στο έδαφος κι ακόμα αν η επίδραση της επιδερμίνης θα ήταν ακαριαία. Θέλαμε να δούμε την ισχύ του όπλου μας χωρίς να τον σκοτώσουμε ... όμως τον διαλύσαμε!
Ο Χάρυ πλησίασε τον στόχο και πυροβόλησε με το πλαστικό πιστόλι του μία φορά. Ήταν αρκετή για να πετύχει το αμέριμνο θύμα του στο μπράτσο. Ο Γερμανός, που δεν ξέραμε αν ήταν Γερμανός, ένιωσε το τσίμπημα και ενοχλήθηκε κάπως. Με το άλλο του χέρι χτύπησε μια στο μπράτσο του σαν να ήταν εκεί μια μύγα που ήθελε να την εξοντώσει. Εμείς μετρούσαμε από μέσα μας τον χρόνο. Ένα δευτερόλεπτο, δύο δευτερόλεπτα, τρία ... τέσσερα ... πέντε... κι ο Γερμανός τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Το σώμα του στριφογύρισε λίγο κι αμέσως έσκυψε κι έκανε εμετό. Ξαφνιαστήκαμε κι εμείς από την ένταση του τσιμπήματος της μέλισσας. Με μια απότομη κίνηση, καθώς δεν έλεγχε τον εαυτό του, έριξε κάτω από το τραπέζι τα μπουκάλια της μπύρας που είχε καταναλώσει και βρίσκονταν παρατεταγμένα μπροστά του. Καθώς γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος μας, τον είδαμε να αφρίζει και να βγάζει αίμα από τα ρουθούνια και τα μάτια! Το θέαμα ήταν τρομακτικό!
Αν εμείς είχαμε εκπλαγεί, καταλαβαίνει κανείς τι πλάκα είχαν πάθει οι άλλοι πελάτες του μαγαζιού στα γύρω τραπέζια. Τέτοια αντίδραση δεν συναντούσε εύκολα κανείς ούτε σε άρρωστο ούτε σε μια οποιαδήποτε περίπτωση σοκ. Ο Σέξους, ο παρασκευαστής της ουσίας, τον κοίταζε με περιέργεια και εμφανή έκπληξη, η Ίνα τον παρακολουθούσε με τα μάτια γουρλωμένα και η Σέρι μου έσφιξε το χέρι. Ο κόσμος όλος άρχισε να ξεθαρρεύει και να πλησιάζει τον Γερμανό, που δεν ξέραμε στα σίγουρα αν ήταν Γερμανός, για να του δώσει βοήθεια. Κάποιος πήρε το 166 για να έρθει ασθενοφόρο. Πλησιάσαμε κι εμείς. Με ένα ανεπαίσθητο κούνημα του ποδιού μου, πάτησα αρχικά κι ύστερα έσπρωξα μακριά το βελάκι που ήταν μια μικροσκοπική βελόνα με φτερό. Δεν υπήρχε λόγος να μένει το πειστήριο κοντά στο θύμα. Φαινόταν να έχει πάθει οξύ έμφραγμα ή αλλεργικό σοκ και κανείς δεν θα σκεφτόταν ότι δέχτηκε επίθεση με βιολογικό όπλο αλλά για σιγουριά φρόντισα να εξαφανίσω και το όργανο του εγκλήματος.
Κάναμε πως ενδιαφερόμαστε κι εμείς για τον τουρίστα αλλά το ενδιαφέρον μας ατόνησε καθώς άλλοι είχαν προσφερθεί πρώτοι. Φύγαμε διακριτικά χωρίς να κάνουμε εντύπωση σε κανέναν. Ακόμα κι αν υπήρχαν κάμερες που θα κατέγραφαν τις κινήσεις των πελατών στο μαγαζί, εμείς δεν θα έπρεπε να κινήσουμε καμιά υποψία. 'Ο,τι κάναμε ήταν απόλυτα φυσικό. Τρομάξαμε, πλησιάσαμε, είδαμε ότι δεν γινόταν τίποτα και φύγαμε. Τι πιο απλό και φυσιολογικό; Όσο για τον Χάρυ, αυτός είχε εξαφανιστεί πρώτος από όλους. Ακόμα κι αν τον είχαν καταγράψει, και πάλι δεν θα μπορούσαν να τον ταυτοποιήσουν με το μουστάκι και την περούκα που φορούσε.
Μάθαμε την συνέχεια από την τηλεόραση. Έδειχνε τον χοντρό Γερμανό, που ήταν τελικά ένας Δανός τουρίστας, να είναι τεζαρισμένος σε ένα φορείο. Το έβαζαν σε ασθενοφόρο, ενώ η τηλεπαρουσιάστρια εξηγούσε ότι, αργότερα στο νοσοκομείο, επιβεβαιώθηκε ο θάνατός του που οφειλόταν σε απότομο καρδιακό επεισόδιο και σε ένα οξύ έμφραγμα που το ακολούθησε. Αρκετές μέρες αργότερα ο Σέξους μας εξήγησε: “Στο νοσοκομείο οι γιατροί απέδωσαν το επεισόδιο σε κάποιο έντομο”, “Ωραία, το τσίμπημα της μέλισσας!” είπε χαρούμενη η Ίνα, “Είπαν ότι ίσως και να ήταν μέλισσα” συμπλήρωσε ο Σέξους. “Και είπαν ότι αυτό το τσίμπημα προκάλεσε θάνατο;” απόρησα. “Ναι! είπαν ότι ο τουρίστας είχε αλλεργία και έπαθε σοκ που του προκάλεσε οξύ έμφραγμα με κατάληξη τον θάνατό του”, διευκρίνισε ο Σέξους. “Καλύτερα έτσι” είπε η Ίνα, “παρά να άρχιζαν να υποπτεύονται κάτι άλλο”, “... οπότε δεν θα κάνουν έρευνα” συμπέρανα εγώ, “αφού δεν το θεωρούν φόνο αλλά ατύχημα”. “Ακριβώς” επιβεβαίωσε ο Χάρυ.
Τα συζητούσαμε αυτά όταν συναντηθήκαμε δέκα μέρες μετά την επιχείρηση “τσίμπημα της μέλισσας”. Με τις γνωστές προφυλάξεις, φτάσαμε όλοι στο κτήμα του Χάρυ. Χωρίς το μουστάκι και την περούκα φαινόταν καλά αυτό που ήταν, πολύ νέος και όμορφος. Όλοι ήμασταν νέοι, από εικοσιδύο που ήταν ο Χάρυ μέχρι είκοσι έξι που ήταν ο Σέξους. Εγώ στα εικοσιπέντε μου, όπως και η Ίνα ενώ η Σέρι ήταν είκοσι τριών ετών. Ήμασταν εκεί και οι πέντε. Ο Σέξους ήταν όπως πάντα σοβαρός και μετρημένος, η Ίνα, δυναμική και νευρώδης και η Σέρι όμορφη και μαγευτική. Γνωριζόμασταν με τα επαναστατικά μας ονόματα μόνον καθώς η διάχυση των πληροφοριών ήταν ο πιο μεγάλος φόβος της μυστικής μας σέκτας. Τα ίδια τα ονόματά μας στη σειρά κατά ηλικία από την μεγαλύτερη προς την μικρότερη Sexus, Tantra, Ina, Cherie, Harry, έδιναν με τα αρχικά τους το όνομα της σέκτας μας “STICH”. Στα γερμανικά Stich με προφορά “στις” σήμαινε τσίμπημα και η επιλογή μιας γερμανικής λέξης δεν ήταν τυχαία. Με αυτό το όνομα θα υπογράφαμε στο μέλλον τις προκηρύξεις μας με τις οποίες θα εξηγούσαμε τις ενέργειές μας και θα διατυπώναμε τις απόψεις μας για να γίνουν κτήμα των πολλών.
“Αφού με πέντε γραμμάρια τινάξαμε τον Γερμανό στον αέρα, σκέψου τι θα γίνει με είκοσι γραμμάρια επιδερμίνης” είπε η Ίνα. “Δεν ήταν Γερμανός, Δανός ήταν τελικά ο τουρίστας” είπε η Σέρι, “το είπαν στην τηλεόραση”. “Γερμανός, Δανός, το ίδιο κάνει” είπε ο Σέξους, “το πιο σημαντικό είναι που είδαμε να λειτουργούν και το όπλο και το δηλητήριο”. “Νομίζω πως είμαστε έτοιμοι” είπε η Ίνα. “Έγραψες το κείμενο;” με ρώτησε ο Σέξους. “Το έχω εδώ, μπορούμε να το δούμε” είπα.
Η οργάνωση είχε πρωτοκάνει τη δημόσια εμφάνισή της πριν από ένα χρόνο με το πρώτο μας κείμενο. Τότε δηλώναμε τις βασικές μας θέσεις και ειδοποιούσαμε για τα χτυπήματα που περίμεναν την άρχουσα τάξη και τους πολιτικούς που ήταν οι διαχειριστές των υποθέσεών της. Πριν έξι μήνες είχαμε πραγματοποιήσει το πρώτο μας χτύπημα. Ήταν τόσο εντυπωσιακό όσο ήθελε η νοοτροπία της σέκτας μας. Είχαμε χτυπήσει τον πρόεδρο του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, Βιοτεχνών και Επαγγελματιών, του ΣΕΒΒΕ όπως τον αποκαλούσαν και που ήταν το όργανο της αστικής και μικροαστικής τάξης. Όλα τα παράσιτα της ελληνικής κοινωνίας εκπροσωπούνταν από τον ΣΕΒΒΕ κι ο σύνδεσμος εκπροσωπούνταν επάξια από τον πρόεδρό του, τον Βαγγέλη Ζουμπουλάκη. Είχαμε όλοι μας την άποψη ότι οι συγκρούσεις στα Εξάρχεια με την αστυνομία και η ρίψη μολότοφ στο περιθώριο των διαδηλώσεων ήταν ενέργειες με πολύ ρομαντισμό αλλά χωρίς κανένα νόημα ή περιεχόμενο. Εκτόνωναν, βέβαια, τα νεαρά παιδιά που ασφυκτιούσαν από τον αυταρχισμό και την μαυρίλα αλλά χρησίμευαν και στην εξουσία για να σκληραίνει όλο και πιο πολύ τη στάση της. Δεν αφύπνιζαν το συναίσθημα ούτε κινητοποιούσαν τη λογική των πολλών ανθρώπων, των μαζών. Εμείς είχαμε διαλέξει τον δύσκολο δρόμο, όχι της εκτόνωσης αλλά της αφύπνισης.
“Ο Ζουμπουλάκης ήταν η αρχή” είπα, “τώρα θα πάμε ένα βήμα μπροστά, το χτύπημά μας θα ακουστεί σε ολόκληρο τον κόσμο”. “Μόνο έτσι αξίζει τον κόπο” μου είπε η Σέρι κι εγώ διέκρινα και πάλι στο βλέμμα της ένα ανάμικτο αίσθημα θαυμασμού, αγάπης και ... πόθου! Ίσως ονειρευόμουν ξύπνιος, όμως το έβλεπα πως με την Σέρι είχαμε μπλέξει. Την ήθελα πολύ και νομίζω πως έβλεπα καθαρά την ανταπόκρισή της, όμως οι κανόνες απαγόρευαν σκέψεις και πράξεις αντεπαναστατικές. Κι ο έρωτας μεταξύ των μελών της σέκτας είχε κριθεί ότι ήταν πράξη τέτοια! “Έχεις δίκιο Σέρι, μόνο έτσι!” της είπα. “Ανασταίνουμε την παράδοση της 17 Νοέμβρη, ξαναφτιάχνουμε μια ομάδα όπως ο Κόκκινος Στρατός του Μπάαντερ και της Μάϊνχοφ” είπε ενθουσιασμένος ο Σέξους. “Στόχοι που μπορούν να μεταδώσουν μηνύματα” είπε ο Χάρυ.
Για την επίθεση στον πρόεδρο του ΣΕΒΒΕ είχαμε αξιοποιήσει τις τεχνικές γνώσεις του Χάρυ στην μηχανική και τις δικές μου στον μοντελισμό. Είχαμε μελετήσει όλες τις κινήσεις του μεγαλοβιομήχανου και καταφέραμε να κολλήσουμε εκρηκτική ύλη κάτω από την πόρτα του αυτοκινήτου του. Ξέραμε ότι καθόταν πάντα πίσω δεξιά. Για να προκαλέσουμε την έκρηξη είχαμε ετοιμάσει ένα τηλεκατευθυνόμενο αεροπλανάκι το οποίο θα μπορούσε να πλησιάσει στην εκρηκτική ύλη και να την πυροδοτήσει. Αποτύχαμε δυο τρεις φορές αλλά στο τέλος το καταφέραμε. Το αεροπλανάκι πλησίασε και η έκρηξη πυροδοτήθηκε από μακριά. Την ώρα που ο Ζουμπουλάκης έβγαινε, το αυτοκίνητο τραντάχτηκε από την έκρηξη και τις φλόγες. Ο βιομήχανος πετάχτηκε ψηλά στον αέρα και όταν προσγειώθηκε του έλειπαν τα κάτω άκρα. Η ζωή του σώθηκε αλλά δεν θα ξαναπερπατούσε ποτέ πια. Η κοινή γνώμη συγκλονίστηκε, γράφτηκαν τα γνωστά πύρινα άρθρα κατά της τρομοκρατίας αλλά πολλοί σχολιαστές πρόβαλαν μέρη της αλήθειας. Κι εμείς, φυσικά, με την ανάληψη της ευθύνης, δώσαμε την άποψή μας για την κοινωνία που μας ετοιμάζουν και την ανάγκη να την αντιπαλέψουμε με κάθε μέσον.
“Σε μια εποχή μηντιακή όπως η δική μας” είπα “σημασία έχει ο συμβολισμός μιας πράξης και η ευκολία να την καταλάβουν όλοι!”. “Στόχος σαφής, συνδεδεμένος με την άποψή μας και την πολιτική μας” συμπλήρωσε η Ίνα. “Υπάρχει πιο σαφής στόχος από τον Σόιμπλε;” είπε ο Σέξους.
Κανείς μας δεν διαφωνούσε. Εξ άλλου, όλοι μαζί είχαμε αποφασίσει για τον νέο μας στόχο που θα ήταν διεθνής και θα έβαζε και την οργάνωσή μας στην πρώτη θέση των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ο Σόιμπλε καθοδηγούσε την Γερμανία σε ένα δρόμο μονεταριστικό που καταδίκαζε τους λαούς του νότου και της περιφέρειας σε φτώχεια. Ήταν ο “κακός” στο κέντρο της Ευρώπης και του κόσμου. Ήταν ο στόχος που θα τον καταλάβαιναν καλά όλοι, και οι Έλληνες και οι Ευρωπαϊκοί λαοί και οι λαοί της Αμερικής και της Ασίας και της Αφρικής.
Υπήρχαν βέβαια οι προβληματισμοί που μετρίαζαν κάπως την αποφασιστικότητά μας. Ο Σόιμπλε, με την επιμονή του να θέλει μια Ευρώπη κάτω από αρχές προτεσταντικές που επέβαλαν την λιτότητα, είχε αποφασίσει να πετάξει την Ελλάδα έξω από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εμείς δεν ήμασταν αντίθετοι σε αυτό αφού πιστεύαμε ότι η Ελλάδα αλλά και όλες οι χώρες έπρεπε να βγουν από τα υπερεθνικά όργανα ώστε να είναι πιο εύκολη η διάλυση των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης. Ο Σόιμπλε μέσα από την δική του οπτική είχε στόχους που ταίριαζαν με τις επιθυμίες μας, όμως υπερτερούσε σαφώς η νεοφιλελεύθερη τοποθέτησή του και ο ρόλος του σαν δεσμοφύλακα, του γκαουλάϊτερ, των λαών. Αυτή την πλευρά έπρεπε να τινάξουμε στον αέρα και δεν νοιαζόμασταν ιδιαίτερα αν η Ελλάδα θα παρέμενε στην ευρωζώνη ή αν θα έφευγε. Καρφάκι δεν μας καιγόταν για τις επιδιώξεις του Αλέξη Τσίπρα ή του Σταύρου Θεοδωράκη και για τους μύχιες επιθυμίες του Λαφαζάνη ή του Κουτσούμπα. Δεν ήταν δική μας δουλειά να προπαγανδίσουμε ή να αποδομήσουμε το ευρώ. Εμείς θέλαμε να ξεσηκώσουμε τους λαούς που θα μας πρόσεχαν αν μάθαιναν ότι εμείς είχαμε καθαρίσει τον κόσμο από τον ψυχρό και κτηνώδη Γερμανό.
Το μήνυμά μας θα απλωνόταν παντού με μεγάλη ευκολία. Αρκεί να πετυχαίναμε στην ενέργειά μας που την προετοιμάζαμε πολύ καιρό τώρα. Είχαμε κάνει και την κρίσιμη τελευταία δοκιμή με τον “Γερμανό”, που τελικά ήταν Δανός, και που την είχε πληρώσει με πέντε γραμμάρια επιδερμίνης. Για τον Σόιμπλε ετοιμάζαμε σύριγγες με δόσεις των τριάντα γραμμαρίων η κάθε μια. Θα τον τινάζαμε κυριολεκτικά στον αέρα. Θα τον διαλύαμε!

===

Β' Η Εκτέλεση

Η αίθουσα τύπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες γέμιζε σιγά-σιγά. Στα έδρανα των δημοσιογράφων η Σέρι καθόταν σιωπηλή και περίμενε. Ήταν πολύ όμορφη και έτσι όπως στεκόταν, προβληματισμένη, μου άρεσε ακόμα περισσότερο. Την χαιρέτισα από μακριά. Εδώ δεν υπήρχε ο περιορισμός να μην φανεί ότι γνωριζόμασταν. Οι κάμερες σίγουρα μας κατέγραφαν αλλά έτσι κι αλλιώς εκείνη είχε μεσολαβήσει ώστε να είμαι εγώ τώρα εδώ ως φωτορεπόρτερ. Ήταν βέβαιο ότι μετά την “επιχείριση Σόιμπλε”, πολύ εύκολα θα έφταναν σε εμένα σαν εκτελεστή και στην Σέρι σαν συνεργό μου. Εκείνη θα μπορούσε να το παίξει ανίδεη για τους ιδιαίτερους στόχους μου και ίσως να τα κατάφερνε να τους πείσει. Δεν θα αρνιόταν όμως ότι γνωριζόμασταν και ότι εκείνη είχε φροντίσει να βρίσκομαι εγώ τώρα εδώ μέσα, καθώς αυτή η άρνηση θα ήταν εύκολο να καταρριφθεί άμεσα από τις διωκτικές αρχές.
Κουνώντας τα χείλη μου της είπα από απόσταση: “Μωρό μου, είσαι καλά;” Το “μωρό μου” δεν πρέπει να το κατάλαβε αλλά το “είσαι καλά” πρέπει να το έπιασε γιατί μου απάντησε “είμαι Οκέι”. Ήταν μέλος της ομάδας τύπου της ελληνικής κυβέρνησης. Είχε γίνει πολύ δουλειά εδώ και τέσσερις τουλάχιστον μήνες. Καταφέραμε, κινητοποιώντας λυτούς και δεμένους στον Σύριζα, να μπει στην κυβερνητική ομάδα τύπου. Ήταν όταν ο Βαρουφάκης, σαν νέος υπουργός οικονομικών θέλησε να αξιοποιήσει νέους που είχαν διακρίσεις ή συμμετοχές σε καινοτόμα προγράμματα. Βρεθήκαμε και οι δυο εθελοντές στις ομάδες που φτιάχτηκαν. Δεν είχαμε δει προσωπικά τον υπουργό -ποιος μπορούσε άλλωστε να τον δει προσωπικά;- αλλά στέλναμε τις ιδέες μας σε μια δεξαμενή σκέψης και αν τις έβρισκαν καλές τις αξιοποιούσαν. Όταν μου είπε η Σέρι ότι την είχαν επιλέξει για το γραφείο τύπου στις Βρυξέλλες, το πανηγυρίσαμε δεόντως.
“Σέρι, αξίζεις πολλά” της είπε ο Σέξους. “Χωρίς τη δική σας παρέμβαση, σύντροφοι δεν θα γινόταν τίποτε” είπε σεμνά η Σέρι. Ήταν αλήθεια αυτό. Η προσπάθειά μας ήταν να βρεθεί σε κυβερνητικό πόστο στις Βρυξέλλες και το γραφείο τύπου μας ήρθε κουτί. “Τώρα με τη διαπραγμάτευση έχουν στείλει πολύ κόσμο στις Βρυξέλλες” είπε η Ίνα. “Έτσι είναι” είπε η Σέρι, “αλλά δεν τελειώσαμε, πρέπει τώρα να φέρουμε και τον Τάντρα εκεί”. Την κοίταξα -με ανάρμοστη για την περίσταση λαγνεία- και της είπα: “Θα έρθω κι εγώ, μην ανησυχείς, έχουμε βρει επαφή με την Παναρίτη”. Η Έλενα Παναρίτη εργαζόταν εθελοντικά στο πλευρό του Βαρουφάκη κι είχε κι αυτή κάποιους φίλους να την υποστηρίζουν. Μέσω κοινών γνωστών μας, με είχε πάρει στις Βρυξέλλες. Τα έξοδα, βέβαια, ήταν δικά μας, της οργάνωσης. Η παρέμβαση της Σέρι τα έκανε όλα πιο εύκολα.
Η Παναρίτη είχε ήδη ξεπεραστεί εδώ κι ένα μήνα από τότε που ο Βαρουφάκης την πρότεινε για το ΔΝΤ και του την έπεσαν. Μάλιστα, μετά το κυριακάτικο δημοψήφισμα, είχε και ο ίδιος παραιτηθεί. Αυτοί οι δυο έλειπαν από τις Βρυξέλλες και την τελική διαπραγμάτευση εμείς όμως ήμασταν εδώ και βρισκόμασταν πλέον πολύ κοντά στον στόχο μας. Πολύ σύντομα η αίθουσα γέμισε κόσμο και βγήκε ο εκπρόσωπος του Ντάϊσελμπλουμ να ενημερώσει ότι άρχιζε η συνέντευξη τύπου. Μίλησε ο πρόεδρος του Γιούρο γκρουπ, δέχτηκε μια δυο ερωτήσεις και έφυγε. Ήρθε ο Μοσκοβισί και μετά ο Σόιμπλε. Πλησίασα κοντά και είδα πως έπρεπε να τον πλησιάσω. Έγνεψα ένα “ναι” στην Σέρι κι εκείνη μου χαμογέλασε. Τι γλυκό πρόσωπο που είχε! Ξανακοίταξα προς το γραφείο που θα καθόταν ο υπουργό οικονομικών της Γερμανίας για να δω πως ακριβώς θα έπρεπε να βγω μπροστά του για να τον αιφνιδιάσω. Ξαφνικά η προσοχή μου διασπάστηκε. Η Σέρι είχε δίπλα της έναν ξανθό παιδαρά και του χαμογελούσε.
Με τον Σόιμπλε είχα τελειώσει.. Ακόμα κι αν δεν είχα τελειώσει, δεν θα καθόμουνα άλλο εδώ να κοιτάω τον σακάτη και η Σέρι να χαριεντίζεται με τον ξανθό. Κούνησα το χέρι μου, κούνησα την μηχανή, γύρισα ολόκληρος προς το μέρος της αλλά εκείνη τίποτα. Κι όχι μόνο ... τώρα του χαμογελούσε. Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να την βλέπω να μιλάει σε έναν άλλον άντρα. Ήταν παράλογο, το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει έτσι κτητικά. Ποτέ μου δεν είχα εξευτελιστεί τόσο πολύ στον ίδιο μου τον εαυτό. Ήταν όμως ένα συναίσθημα που δεν μπορούσα να το κρύψω και ήξερα καλά το γιατί.
Ήταν η πρώτη μου φορά που αντιδρούσα σαν έφηβος ερωτευμένος γιατί την στιγμή αυτή αισθανόμουνα την Σέρι κυριολεκτικά δική μου. Σήμερα ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θα την είχα πραγματικά δική μου. Αυτή ήταν η συμφωνία μας με την οργάνωση. Αυτή η μέρα θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής μου. Μετά την απόπειρα κατά του Σόιμπλε, ήταν πολύ πιθανό πως θα με σκότωναν επί τόπου. Κι αν πάλι δεν τα κατάφερναν αυτοί, τότε θα σκοτωνόμουν μόνος μου. Είχα έτοιμο το δικό μου δηλητήριο που θα με γλύτωνε από βασανιστήρια και εξευτελισμούς. Μαζί με τον ψυχρό Γερμανό, τον εκδικητικό σαν τον άγριο θεό του, της παλαιάς διαθήκης, θα ταξίδευε κι η δική μου ψυχή προς την ίδια με αυτόν ανυπαρξία. Ίσως και της Σέρι, που πάντως θα πλήρωνε κι αυτή για τη σχέση της μαζί μου. Η περίπτωση να γλιτώσουμε, είτε εγώ, είτε εκείνη, είχε μηδαμινές πιθανότητες. Ξανακοίταξα προς το μέρος της. Είδα ότι ήταν μόνη. Την πλησίασα και την ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία μου. “Θα έρθεις μαζί μου τώρα που τελειώσαμε από εδώ;” “Αλίμονο, το ρωτάς;” μου απάντησε. “Έχω τη μηχανή μου στο γκαράζ, θα σε συναντήσω στην είσοδο” της είπα.
Το Στάνχοπ Μπράσσελς Οτέλ απείχε λιγότερο κι από ένα χιλιόμετρο από τα γραφεία της Ένωσης. Με τα πόδια δέκα λεπτά απόσταση, προτίμησα όμως να πάμε με την μηχανή. Ήθελα να την νιώσω να καβαλάει πίσω μου, να με αγκαλιάζει, να με αγγίζει. Ήθελα να νιώσω τα μαλλιά της να τα παίρνει ο αέρας και να έρχονται στο πρόσωπό μου, έστω κι αν το σκέπαζα με το κράνος μου. “Πάμε” της είπα και ξεκίνησα. “Σ' αγαπάω”μου ψιθύρισε πριν προλάβω να περάσω το πρώτο φανάρι. Κόντεψα να χάσω τον έλεγχο της μηχανής. Σταμάτησα στην άκρη, έβγαλα το κράνος μου και το δικό της και την φίλησα. Δεν με ένοιαζε καθόλου τι σκέφτονταν οι πεζοί που μας έβλεπαν. Το φιλί κράτησε πολύ και όσο την έσφιγγα στην αγκαλιά μου ένιωθα ευτυχισμένος. “Αλήθεια, μ' αγαπάς;” την ρώτησα ξανά και ξανά. Καθώς μου έγνεφε “ναι” κι αφηνόταν στην αγκαλιά μου της ψιθύριζα ότι κι εγώ την αγαπούσα. “Πάμε στο ξενοδοχείο”, μου είπε, “όσο περνάει ο χρόνος είναι σε βάρος μας”. Τρελάθηκα.
ΣΑΒΒΑΤΟ 11 Ιουλίου 2015, Στάνχοπ Οτέλ, ώρα 9 το πρωί
Όλο το βράδυ την άκουγα να βογκάει από ηδονή και να λιώνει μέσα στην αγκαλιά μου. Νομίζω πως αυτό το βράδυ έμαθα τι θα πει ευτυχία. Όλα ήταν πιο όμορφα κι από όσο το είχα ποτέ μου ονειρευτεί.
Μετά από την χτεσινή νύχτα, ένιωθα πως είχα χάσει πλέον κάθε έλεγχο του εαυτού μου και δεν ήξερα πως να συγκρατηθώ. Όταν έχεις γνωρίσει την ομορφιά της ζωής είναι πολύ πιο δύσκολο να την αποχωριστείς. “Μωρό μου, ξέρεις κάτι ... λέω να μην πάμε”. “Τι είναι αυτά που λες;” μου είπε ανήσυχη. “Δεν ξέρω ... μου άρεσε τόσο πολύ που ήμασταν μαζί ... δεν θέλω να σε χάσω”. Ήξερα πως έλεγα ανοησίες. Οι αποφάσεις του καθενός μας είχαν ληφθεί με μεγάλη περίσκεψη και ήταν σταθερές. Τα πισωγυρίσματα δεν ήταν για εμάς. Ήμασταν παιδιά της επανάστασης κι ήμασταν ένα βήμα πριν από την ώρα της θυσίας. “Θέλω να είσαι γενναίος” μου ψιθύρισε. “Θα κινδυνέψεις κι εσύ” της είπα. “Το ξέρω όμως τα έχουμε μετρήσει όλα, κι ό,τι αποφασίσαμε, θα το κάνουμε”. Ήταν υπέροχη και με έκανε να θέλω να ζήσω αλλά και να μην μπορώ να την απογοητεύσω. “Κι εγώ λυπάμαι που θα σε χάσω” μου είπε, “σ' αγάπησα στ' αλήθεια, νιώθω ερωτευμένη για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου”. “Τουλάχιστον το ζήσαμε” της είπα φιλώντας την για μια ακόμη φορά, “κι αυτό θα με κάνει πιο δυνατό”.
Είχαμε λίγο χρόνο ακόμη δικό μας. Εκεί που ήμουν γεμάτος παραστάσεις από το θαυμάσιο σώμα και το γλυκό της πρόσωπο, ξαφνικά μπήκε στη σκέψη μου, σαν παράσιτο, η ξινή φάτσα του υποψήφιου θύματός μας. Είδα ξανά στην οθόνη του μυαλού μου το ύπουλο χαμόγελό του, όταν χαιρόταν με τον πόνο που προκαλούσε, κι η ανέκφραστη φάτσα του, όταν υπονόμευε συστηματικά κάθε προσπάθεια να επικρατήσει άλλοτε η λογική και άλλοτε η αλληλεγγύη. Αν υπήρχε διάολος -πράγμα για το οποίο αμφέβαλα ζωηρά- δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο εκπρόσωπό του πάνω στη γη. Το βλέμμα του έμοιαζε να προέρχεται από μηχάνημα κι όχι από άνθρωπο με σάρκα και οστά. Νοιαζόταν μόνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη που την έβλεπε κι αυτός σαν ζωτικό χώρο του, όπως και άλλοι προκάτοχοί του παλιότερα. Σταυροφόρος, έτοιμος να επιβάλει τον νόμο του δικού του θεού σε εμάς τους άπιστους, με λάφυρα τις χώρες του νότου.
“Είναι τρελό αν σκεφτείς ότι ο Σόιμπλε δουλεύει για εμάς” μου είπε με αυτοσαρκαστικό ύφος η Σέρι. “Πως το εννοείς αυτό;” τη ρώτησα. “Θέλει να πετάξει την Ελλάδα έξω από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ένωση ... ε, λοιπόν, αυτό δεν θέλουμε κι εμείς;”. Δεν είχε άδικο. Ο Τσίπρας είχε πάρει ένα τεράστιο όχι στο δημοψήφισμα και αντί να τους το τρίψει στη μούρη, τώρα συζητούσε μαζί τους μια νέα συμφωνία για ένα τρίτο μνημόνιο. Ο Σόιμπλε ήταν η μόνη μας ελπίδα για να αποκοπούμε επιτέλους από την αυτοκρατορία των Γερμανών και των Αμερικάνων. “Ο εχθρός του εχθρού μας φίλος; αυτό εννοείς;” ρώτησα. “Κάπως έτσι” μου είπε. “Άλλαξες γνώμη;” την ρώτησα με μια κρυφή ελπίδα πως μπορεί να διασωζόμασταν την τελευταία στιγμή. 'Όχι δεν άλλαξα, απλά επισημαίνω μιαν αντίφαση”, “Δεν υπάρχει αντίφαση μωρό μου” της εξήγησα, “διαλέγουμε τον Σόιμπλε όχι γιατί θέλει κρατήσει ή να διώξει την Ελλάδα από την ευρωζώνη αλλά γιατί συγκεντρώνει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας και γιατί εκπροσωπεί το απόλυτο κακό”.
Αφήσαμε τον Σόιμπλε και κάναμε και πάλι έρωτα. Ήταν ίσως η τελευταία μας φορά και η πράξη ολόκληρη είχε κάτι το δραματικό. Όταν τελειώσαμε ξάπλωσα βαριανασαίνοντας στο κρεβάτι ανάσκελα με τα χέρια μου ανοιχτά. Ήρθε πάνω μου και μου ψιθύρισε: “Είσαι έτοιμος; εννοώ από κάθε πλευρά ...”. Της έδειξα τα βελάκια που ήταν ταυτόχρονα και μικρές σύριγγες. “Τριάντα γραμμάρια σε κάθε βελονάκι για το τιμώμενο πρόσωπο” της είπα, “κι εδώ το δικό μου”. Της έδειξα μια μικρή αμπούλα με το δηλητήριο που είχε ετοιμάσει ο Σέξους ειδικά για μας. Ήταν καλό γιατί προσέφερε γρήγορο θάνατο χωρίς σπασμούς και πόνους. “Ένα γλυκό μούδιασμα και τέλος” είχε πει για το φάρμακο αυτό ο Σέξους. Θα το έπινα αν έβλεπα ότι θα με έπιαναν ζωντανό. Το ίδιο και η Σέρι, μόνο που εκείνη θα αργούσε περισσότερο. Οι πιθανότητες να το σκάσω μέσα στην αναμπουμπούλα ήταν ελάχιστες αλλά θα το προσπαθούσα. Πάντως ήμουν προετοιμασμένος να τερματίσω την ζωή μου. “Θα το πιω κι εγώ αν δω ότι δεν γίνεται αλλιώς” μου είπε και σφίχτηκε στην αγκαλιά μου.
Σαββάτο 11 Ιουλίου 2015, Γραφεία ΕΕ, ώρα 2 μεσημέρι
Ο Σόιμπλε είχε ήδη δεχτεί τρία θανατηφόρα βλήματα με 30 γραμμάρια επιδερμίνης στο καθένα από αυτά. Μέσα στη μεγάλη αίθουσα, είχα σταθεί μπροστά του, πίσω από το γραφείο όπου καθόταν για την συνέντευξη τύπου, τον είχα σημαδέψει σταθερά και χωρίς να τρέμει το χέρι μου και του είχα στείλει τρία βελάκια-σύριγγες που τον είχαν βρει στον λαιμό, στο σβέρκο και στο μπράτσο. Τον είχα ποτίσει με ενενήντα γραμμάρια από το δραστικό δηλητήριο του Σέξους. Με πέντε μόνο είχαμε εξοντώσει τον Δανό τουρίστα. Στα δέκατα του δευτερολέπτου που μεσολαβούσαν μεταξύ των τριών πυροβολισμών είχα κάνει τη διαίρεση: Ενενήντα δια πέντε ίσον δεκαοχτώ.
Δεκαοχτώ τουλάχιστον Γερμανοί θα είχαν εξοντωθεί με την ποσότητα που έστειλα κατ' ευθείαν μέσα στο κυκλοφορικό σύστημα του Γερμανού υπουργού οικονομικών, αλλά αυτός παρέμενε εκεί ανέκφραστος και ελάχιστα ταραγμένος. Το γνωστό μηχανικό βλέμμα του ήταν στραμμένο πάνω μου εν μέρει με έκπληξη και εν μέρει με αγωνία αλλά κοίταζε και τριγύρω για να δει τις αντιδράσεις των άλλων, δημοσιογράφων και μη που βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα εκείνη τη στιγμή. Με μια σχεδόν αδιάφορη κίνηση, σαν να σκουπιζόταν από σκόνη που είχε επικαθίσει στο πουκάμισό του, πέταξε το τρίτο βελάκι που είχε καρφωθεί στον λαιμό του και δεν είχε πέσει κάτω. Με μια επιδέξια κίνηση των ποδιών του -ναι! των ποδιών που ήταν παράλυτα- έσπρωξε κάτω από το αναπηρικό καροτσάκι του τα τρία βελάκια που του είχα καρφώσει. Από την θέση που ήμουν, μόνο εγώ μπορούσα να δω ότι ο παράλυτος από τη μέση και κάτω Γερμανός μπορούσε να κάνει κινήσεις χορευτικές με τα πόδια του. Ένας-δυο βοηθοί του που είχαν εκπλαγεί με την κίνησή μου και δεν είχαν καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει, έκαναν να κινηθούν προς βοήθειά του. Ψύχραιμα εκείνος τους έκανε νόημα με το χέρι του να μην πλησιάσουν.
Τα είχα παίξει. Αυτός ο κύριος -ή μήπως έπρεπε να λέω “αυτό το πράγμα”;- μπροστά μου είχε δεχτεί δραστικές ουσίες που θα διέλυαν ένα ανθρώπινο ον στα εξ ων συνετέθη κι όμως έμενε ατάραχος. Και ένα κουνούπι μόνο να τον είχε τσιμπήσει -όχι μια μέλισσα ή ένα δηλητήριο- θα είχε αντιδράσει πιο έντονα. Το τρομακτικό χτύπημά της επαναστατικής μας οργάνωσης STICH είχε λιγότερες συνέπειες πάνω στον στόχο μας κι από το τσίμπημα ενός “κώνωπα του ανωφελούς”. Και στα λίγα δευτερόλεπτα που στεκόμουν μπροστά του και τον κοίταζα, που περνούσαν αργά, σαν λεπτά ή σαν ώρες, συνειδητοποίησα την φοβερή αλήθεια! Αυτό που είχα μπροστά μου, ο Σόιμπλε, δεν ήταν άνθρωπος αλλά ένα μηχανικό κατασκεύασμα, ένα ρομπότ!
Όλες οι κινήσεις τώρα εξηγούνταν. Σκούπισε από πάνω του τα βελάκια και τα έκρυψε για να μην τα βρουν και δουν τι περιείχαν και καταλάβουν ότι δεν ήταν άνθρωπος με νευρικό σύστημα και φλέβες αλλά μηχανή. Σταμάτησε τους τύπους που έτρεξαν να βοηθήσουν για να μην πάρουν χαμπάρι τι είχε συμβεί. Και ήταν προφανές ότι περίμενε να εξαφανιστώ πριν με πιάσουν και αρχίσουν να με ανακρίνουν και πω αυτά που είδα. Κοίταξα προς τους δημοσιογράφους. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτε. Είδα μόνο τα μάτια της Σέρι που με κοίταζαν με έκπληξη αλλά και μια ανακούφιση. Ένας αστυνομικός που με είχε δει με όπλο στα χέρια, πλησίασε. Δεν είχε ακουστεί πυροβολισμός, όμως έπρεπε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Έβγαλε από την τσέπη μου το όπλο και το περιεργάστηκε. “Νεροπίστολο” είπε γελώντας η μηχανή- Σόιμπλε αθωώνοντάς με. Ήταν προφανές ότι εκείνος ενδιαφερόταν περισσότερο από εμένα να εξαφανιστώ. Δεν θα του χάλαγα το χατίρι! “Νεροπίστολο” είπα κι εγώ στο όργανο χαμογελώντας, “ένα αστείο ήταν”. Ο αστυνομικός έδειξε διάθεση να με συλλάβει για να μάθω να πληρώνω τέτοια αστειάκια αλλά ένα νεύμα του ρομπότ Σόιμπλε τον έκανε να με αφήσει ήσυχο.
Ήμουν ελεύθερος. Είδα ξανά το βλέμμα της Σέρι γεμάτο από περιέργεια και -πως είχα κολλήσει έτσι;- πόθο. Πήγα προς το μέρος της, την πήρα από το χέρι και βγήκαμε από την αίθουσα τύπου και από το κτήριο. Ήμασταν σαν καινούριοι. Σαν να είχαμε πάει μια βόλτα στην κόλαση και να είχαμε επιστρέψει. Από μακριά είδαμε τον Σέξους με την Ίνα. Λίγο πιο εκεί ήταν ο Χάρυ. Δεν τους πλησιάσαμε. Ίσως να νόμιζαν πως η απόπειρα είχε για κάποιο λόγο αναβληθεί. Θα καταλάβαιναν από την γλώσσα του σώματός μας πως οι περιγραφές και οι εξηγήσεις θα δίνονταν άλλες στιγμές. Μπήκαμε σε ένα ταξί. Προηγούνταν τώρα άλλα πράγματα. “Στο Στάνχοπ Οτέλ παρακαλώ” είπα στον οδηγό. Η Σέρι με φίλησε στο στόμα και εγώ την αγκάλιασα σφιχτά. Χωμένη στον λαιμό μου, μου ψιθύρισε: “Πολύ χαίρομαι που ζούμε ακόμα”. “Δεν είναι άνθρωπος, είναι ρομπότ!” της είπα στο αυτί. Είχε καταλάβει πως κάτι περίεργο συνέβαινε αλλά αυτό που της έλεγα ήταν πολύ, δεν το περίμενε. “Τον πέτυχες;” “Καρφώθηκαν πάνω του και τα τρία βελάκια και άδειασαν μέσα του τρεις σύριγγες με ενενήντα γραμμάρια επιδερμίνης μωρό μου”. “Ρομπότ, ε;” έκανε συνειδητοποιώντας σιγά-σιγά τι της είχα πει. “Άσε τον αυτόν τώρα” της ψιθύρισα, “ας πάει στο διάολο το κωλομηχάνημα, τώρα είναι η δική μας στιγμή”.


===

ΤΕΛΟΣ