ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ο Αιώνιος έφηβος
*********************
Ο Διόνυσος είναι ο δέκατος τρίτος εκ των δώδεκα θεών του Ολύμπου. Λέγεται 13ος γιατί εισήχθη στο δωδεκάθεο στο τέλος και, μάλιστα, όταν αποχώρησε από τον Όλυμπο η Εστία. Η θεά της οικογένειας και της οικιακής θαλπωρής, έδωσε την θέση της στον θεό της ασωτίας και της ακολασίας. Το πάνθεον χρειαζόταν ανανέωση, κι όπως αποδείχτηκε αργότερα, ούτε κι αυτή δεν ήταν αρκετή.
Σαν γιος του Δία και μιας θνητής, ο Διόνυσος μπορούσε να γίνει ήρωας σαν τον Θησέα ή τον Ηρακλή. Θα έκανε άθλους και θα έπαιρνε την θέση του κι αυτός στο πάνθεον των ηρώων. Μπορούσε να γίνει και θεός, σαν τον Ασκληπιό. Χρειαζόταν γι αυτό παρέμβαση του ίδιου του Δία. Θα μπορούσε να κατοικεί κάπου στον κόσμο ή πάνω στον Όλυμπο. Χρειαζόταν και γι αυτό μια απόφαση του Δία. Μόνο ο Ζευς-Πατήρ θα καθόριζε την μοίρα του που εξαρτιόταν από το μέγεθος και το πλήθος των άθλων του. Ο ίδιος επέλεξε τις δοκιμασίες στις οποίες θα υποβαλλόταν για να κριθεί άξιος του πατέρα του. Δεν πήγε να αντιμετωπίσει τέρατα, δεν τα είχε άσχημα με τους Τιτάνες που ήταν πατέρες των θηρίων. Αποφάσισε να κατακτήσει τον κόσμο. Το έκανε τόσο καλά που άξιζε ανταμοιβής. Με τους άθλους του επί γης απέδειξε ότι δικαιούταν μια θέση στον Όλυμπο. Ανέβηκε εκεί με την Αριάδνη, την κόρη του Μίνωα κι αγαπημένη του. Ο ρόλος που του ανατέθηκε από τον Δία εκτελέστηκε άψογα.
Ο Διόνυσος είναι παράξενος θεός. Δεν έχει καμιά σχέση σχεδόν με τους άλλους. Οι αρχαίοι θεοί δεν προσηλύτιζαν, ο Διόνυσος το έκανε. Κατακτούσε χώρες και πόλεις με στρατό. Ο στρατός του βέβαια δεν είχε ασπίδες και σπαθιά. Είχε για όπλο του τον οίνο τον άκρατο, δηλαδή ανέρωτο και δυνατό. Είχε για στρατό του Σειληνούς, Σάτυρους και Μαινάδες. Ξεσήκωνε τις πόλεις και τις κατακτούσε με μεθύσια και όργια. Ένα διαρκές μεθυστικό καρναβάλι ήταν οι εκστρατείες του. Οι ανυπάκουοι τιμωρούνταν. Κανείς άλλος θεός των Ελλήνων δεν έκανε ποτέ τέτοιες εκστρατείες και προσηλυτισμούς. Κανείς δεν τιμώρησε θνητό που είχε προτιμήσει άλλον θεό. Ο Διόνυσος ήταν ο μόνος που το έκανε.
Ο ρόλος που ανατέθηκε στον Διόνυσο αφορούσε τους Ολύμπιους και την ανθρωπότητα. Όλα χρειάζονταν μιαν αναδιάταξη έτσι ώστε το γένος των ανθρώπων να παραμείνει κυρίαρχο στη Γη με τους Ολύμπιους για οδηγούς του. Στον ρόλο αυτό, ο Διόνυσος δεν τα κατάφερε. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να τα καταφέρει, μήτε θνητός μήτε αθάνατος. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά, από την αρχή της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Ο άνθρωπος πάνω στη γη ήταν μόνος κι αδύναμος. Είχε πολύ λίγα όπλα για να επιβιώσει ανάμεσα στα άλλα είδη. Ούτε τρίχωμα για τα κρύα είχε, ούτε βρόγχους για την θάλασσα, ούτε γαμψά νύχια ή κοφτερά δόντια. Είχε όμως μυαλό. Νίκησε πρώτα τα κοντινά του ζώα, Τα ξεγέλασε και τα έκανε τροφή του. Υπέταξε και την φύση γύρω του. Χρησιμοποίησε τη λάσπη των ποταμών και των βούρκων. Όργωσε το χώμα, έφτιαξε αναβαθμίδες όπου είχε λόφους και βουνά, φύτεψε σπόρους για την τροφή του. Θεοποίησε το μυαλό που τού έδωσε την δύναμη να υποτάσσει την φύση. Η καρδιά κι η ψυχή -αυτό που καίει εσώτερα τον άνθρωπο- υποχώρησαν μπροστά στη δύναμη του μυαλού. Η γη η ίδια άλλαξε μορφή χάρη στον πολιτισμό, τα εργαλεία, τις μηχανές και τη συσσωρευμένη γνώση. Η νίκη του πολιτισμού πάνω στην άγρια φύση, πανηγυρίστηκε από θεούς και θνητούς. Ήταν η νίκη των Ολυμπίων πάνω στην τιτανική τάξη, πάνω στην τιτανική αλήθεια της άγριας φύσης. Ήταν η νίκη του Δία στην Τιτανομαχία.
Οι Ολύμπιοι υπηρέτησαν την έλλογη τάξη του κόσμου κι απαίτησαν από τους θνητούς το ίδιο. Φοβισμένοι οι θνητοί από τις δυσκολίες της ζωής, συμμορφώθηκαν όσο καλύτερα γινόταν. Ο Διόνυσος όμως είδε την παράλογη φουρτούνα που ξεσπούσε στην καταπιεσμένη ψυχή και την γενετήσια ορμή. Αυτές ακριβώς τις δυνάμεις απελευθέρωσε. Σκότισε το μυαλό με το κρασί του κι άφησε να ξεχυθεί παντού η λαγνεία με τις Μαινάδες. Έφτιαξε την τραγωδία και με αυτήν τραγούδησε τους καημούς και τα πάθη των θεών και των ανθρώπων. Γι αυτό ήταν ελευθερωτής και θεάνθρωπος. Παράλληλα ήταν εκείνος που θυσιάστηκε για τους θνητούς. Κυνηγήθηκε, υπέφερε και στο τέλος διαμελίστηκε. Πέθανε, αλλά,αναστήθηκε και τα μέλη του συντέθηκαν ξανά σε μιαν ολότητα. Με την επάνοδό του από τον κάτω κόσμο σκόρπισε παντού την χαρά. Γιατί κοντά στην μέθη, τον χορό και τον έρωτα, πρόσθεσε την ελπίδα μιας επανόδου μετά θάνατον, μιας αιώνιας ζωής.
Οι Έλληνες είχαν τον Διόνυσο πιο ψηλά από κάθε άλλο θεό. Σε όλες τις πόλεις είχαν βωμούς και ιερά δικά του. Παντού είχαν καθιερώσει γιορτές προς τιμήν του. Οι γιορτές του ήταν λαϊκά πανηγύρια που η κάθε εξουσία σεβόταν και τιμούσε. Η ελληνική ψυχή είχε δυο βάσεις, μια στο μυαλό και μια στην καρδιά. Στο μυαλό ήταν ο Δίας κι οι Ολύμπιοι, οι φιλόσοφοι κι οι νομοθέτες, ο δήμος και το πατρώο πολίτευμα. Στην καρδιά ήταν ο Διόνυσος, οι ποιητές, οι ήρωες κι οι τραγωδοί. Σε πολλά μοιάζει η θρησκεία του Διόνυσου, όπως την διαμόρφωσαν οι Ορφικοί, με την θρησκεία του Χριστού. Ο θεός της ήταν κι εδώ κι εκεί ο θεάνθρωπος. Δίδαξε, είχε ακολούθους, προσηλύτισε και -αφού πέρασε πολλά πάθη- πέθανε κι αναστήθηκε. Μίλησε στις ψυχές των πιστών και -κυρίως- είχε πιστούς.