Ο Δημήτριος ο Φαληρέας έχει στο κρεβάτι του την Δάφνη, ναρκωμένη και χαμένη στις παραισθήσεις, κι όμως δεν την έχει κάνει δική του. Μια τον διακόπτουν, μια τον ξυλοφορτώνει ο Ιάσων, μια τον σταματά η αξιοπρέπειά του, ζει ένα δικό του δράμα, ενώ γύρω του εκτυλίσσονται όλα πολύ γρήγορα. Ευτυχώς που ο πιστός ου Θεόδωρος φροντίζει γι αυτόν.
*******************************
(Μεσημέρι της 11ης Ιουνίου (γ' μέρος)
.........
Ο Αγακάτης ήταν πολύ θυμωμένος με τον Φαληρέα που του είχε μιλήσει με τρόπο απαράδεκτο νωρίτερα. Τον άφηνε ακάλυπτο για τις δυο απαγωγές. Πήγαινε πολύ να φορτωθεί ο Αγακάτης τέτοιες κατηγορίες που θα του στερούσαν την θέση του αρχηγού των Σκυθών. Ήταν πιθανό να τον εξόριζαν κι από την Αθήνα. Το φευγιό του, σαν κυνηγημένος στη Θήβα, δεν ήταν λύση ούτε και μια επιστροφή του, σαν εξόριστος πια, στη Λαμία. Ο Δημήτριος θα πλήρωνε, αλλά, αυτός ήταν Επιμελητής και τύραννος. Τι είχε κάνει ο Αγακάστης για να πληρώσει το ίδιο; Ήθελε να μείνει εδώ και θα υπηρετούσε τον δήμο μια χαρά όπως το είχε κάνει τόσα χρόνια. Στο κάτω κάτω για τον δήμο είχε πολεμήσει τον Αντίπατρο. Εξαιτίας των δημοκρατικών του πεποιθήσεων είχε γίνει αιχμάλωτος και κατόπιν δούλος.
Ο Φαληρέας τον είχε βάλει στην κεφαλή των Σκυθών και του το αναγνώριζε, αλλά, μέχρις εκεί. Ποτέ δεν του άρεσαν οι αυταρχικοί τρόποι του Επιμελητή. Έδειχνε πολύ ψηλομύτης αριστοκράτης έστω κι αν ήταν κατά βάθος καλός άνθρωπος με αγαθή ψυχή. Δεν είχε αντίρρηση να τον υπηρετεί. Δεν ήταν άδικος κι έδειχνε λογικός άνθρωπος. Δεν είχε πρόβλημα να τού είναι πιστός και υπάκουος, όμως, πριν λίγο είχε ξεπεράσει τα όρια. Ο Αγακάτης έπρεπε να σκεφτεί το συμφέρον του, αλλιώς θα γινόταν, κι αυτός, θύμα του Επιμελητή.
Μάζεψε όσους από τους Σκύθες βρίσκονταν στο πατρικό του Φαληρέα. Πήγαν κάτω από ένα υπόστεγο στην αυλή, έτσι ώστε να προστατεύονται από τον ήλιο. Εκεί δεν θα τους έβλεπε κανείς από τον επάνω όροφο.
«Γιατί μας μάζεψες εδώ, Αγακάτη;» τον ρώτησαν.
«Ατρόμητοι Θράκες» τους είπε «πρέπει να πάρουμε όλοι μαζί μερικές αποφάσεις».
«Σε ποιο θέμα;»
«Πρέπει να αποφασίσουμε με ποιον είμαστε από εδώ και πέρα. Θεωρούμαστε δημόσιοι δούλοι άρα δεν ανήκουμε στον Δημήτριο. Μας χρησιμοποιούσε αποκλειστικά σαν προσωπικό του στρατό όσο ήταν Επιμελητής. Τώρα χάνει την εξουσία και θα κυβερνά πάλι ο δήμος. Αν θέλουμε να μείνουμε στις θέσεις μας, να μην έχουμε την δική του τύχη, πρέπει να ξεχωρίσουμε. Πρέπει να πάρουμε θέση υπέρ της δημοκρατίας και να είμαστε πιστοί στο πατρώο πολίτευμα των Ελλήνων».
«Όμως, τόσα χρόνια δεθήκαμε με τον Επιμελητή. Μας φέρθηκε πολύ καλά» είπαν κάποιοι.
«Συμφωνώ, αλλά ο Δημήτριος δεν είναι Επιμελητής και σε λίγο φεύγει από την πόλη. Εμείς θα έχουμε να κάνουμε με κάποιους άλλους που ακόμα δεν τους γνωρίζουμε, όποιους βγάλει η κλήρωση».
«Εγώ δεν προδίδω τον Φαληρέα» είπε κάποιος.
«Όσο είναι ακόμα εδώ δεν μπορώ να πάω εναντίον του. Μας φέρθηκε πολύ καλά!» είπε ένας άλλος.
«Θα δηλώσουμε νομοταγείς σε όποιον έρθει αλλά μέχρι τότε θα ακούμε τον Φαληρέα» είπε κάποιος άλλος.
«Εντάξει, λοιπόν» είπε ο Αγακάτης. «Μείνετε πιστοί μέχρι να έρθει η νέα εξουσία. Εγώ όμως φεύγω από τώρα, δεν θα τον υπακούω άλλο πια»
«Καλύτερα να γίνει έτσι» είπαν κάποιοι. «Θα μπορείς να μεσιτεύσεις για εμάς όταν έρθει η στιγμή»
«Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας κι εσύ κοίτα να κάνεις τη δουλειά σου» είπαν άλλοι.
«Ωραία, λοιπόν, τα συμφωνήσαμε» είπε ο Αγακάτης «σκορπιστείτε τώρα».
Ο Αγακάτης ένιωθε ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με τους φίλους του Σκύθες. Πήγε στο υπόγειο όπου είχαν αφήσει κρατούμενο τον Ιάσονα. Κοιμόταν ακόμα, αλλά, ξυπνούσε σιγά-σιγά απ’ τον λήθαργο. Με το χέρι του τον σκούντηξε κι όταν είδε ότι δεν ήταν αρκετό, τού έριξε ένα κουβά νερό στο πρόσωπο. Ο Ιάσων με το που δέχτηκε το νερό άνοιξε τα μάτια του, αλλά, και πάλι έγειρε και κόντεψε να βυθιστεί ξανά στον ύπνο. Ένας ακόμη κουβάς με νερό τον έκανε να τρανταχτεί και να ξυπνήσει περισσότερο.
«Ξύπνα, Ιάσων, αν θέλεις να γλιτώσεις τη Δάφνη» του είπε ο Αγακάτης.
Αυτό ισοδυναμούσε με άλλους δυο τρεις κουβάδες νερό. Αν και ζαλισμένος ο Ιάσων, σηκώθηκε.
«Πού είναι η Δάφνη;» ρώτησε.
«Στον γυναικωνίτη. Είναι μόνη της με τον Φαληρέα που ετοιμάζεται να της ριχτεί».
Δεν ήταν καλά ο Ιάσων, αυτό έδειχνε το πρόσωπό του. Τα γλαρωμένα μάτια κι οι κινήσεις του τον έκαναν να μοιάζει με μεθυσμένο. Όταν τον ξύπνησε ο Αγακάτης, ο Ιάσων νόμιζε πως τον καλούσαν οι θεοί. Όταν λούστηκε με το νερό νόμισε ότι ήταν κεραυνός του Δία που τον χτύπησε. Ο δεύτερος κουβάς ήταν του Ποσειδώνα. Θεοί κι άνθρωποι είχαν βαλθεί να τον ξυπνήσουν από τον λήθαργο. Ο Αγακάτης έπιασε τους ώμους του και τον ταρακούνησε δυνατά.
«Άκουσέ με πρώτα. Θυμάσαι ότι εγώ σε έφερα εδώ για να μην σε φάνε οι αγριόγατες στο Τείχος; Θα θυμάσαι ότι τώρα είμαι εγώ που σε ελευθερώνω;»
«Ναι, εσύ ... αλλά ... γιατί μου τα λες αυτά;»
«Γιατί θα σε χρειαστώ να τα θυμηθείς πολύ σύντομα».
«Τα θυμάμαι ... πες μου, όμως, πού είναι η Δάφνη;»
Είχε τον σκοπό του ο αρχι-αστυνόμος. Εξασφάλιζε τον πιο καλό μάρτυρα, αν τον κατηγορούσαν για απαγωγή. Από την άλλη, έστελνε τον Ιάσονα να καθαρίσει με τον Δημήτριο. Δεν χρειαζόταν να φανεί αχάριστος ο ίδιος απέναντι στο μέχρι τώρα αφεντικό του. Ας έβρισκε την άκρη ο Ιάσων, που είχε και προσωπικούς λόγους.
«Θα σε πάω εκεί που την έχει» του είπε ο Σκύθης.
Βγήκαν από το υπόγειο και προχώρησαν προς τα πάνω. Σε μια στιγμή ο Αγακάτης τράβηξε τον Ιάσονα πίσω από μια κολόνα και του έκλεισε το στόμα για να μην τους ακούσουν. Ο Θεόδωρος είχε μόλις τελειώσει την κουβέντα με τον Φαληρέα κι έβγαινε από το δωμάτιο του γυναικωνίτη. Κρατήθηκαν ώσπου να φύγει και πλησίασαν στην πόρτα. Ο Αγακάτης του έδειξε ότι εδώ μέσα ήταν η Δάφνη με τον Δημήτριο. Ο Ιάσων πήρε στα χέρια του σαν όπλο ένα αγαλματίδιο και έσπρωξε την πόρτα δυνατά για να μπει. Ο Αγακάτης είχε ήδη εξαφανιστεί γυρνώντας στο υπόγειο. Δεν ήταν δική του δουλειά η συνέχεια. Αν ο Φαληρέας την είχε άσχημα, ήταν δικό του το φταίξιμο και δική του η πληρωμή.
Ο Ιάσων μπήκε με φόρα και ... χάθηκε. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σ’ αυτό το δωμάτιο και δεν ήξερε προς τα πού να κοιτάξει για να την δει. Το δυνατό φως που έμπαινε από το μπαλκόνι τον τύφλωνε. Με δυσκολία κατάφερε να διακρίνει το κρεβάτι με τα κατακόκκινα σεντόνια. Είδε τον Δημήτριο πάνω από την Δάφνη. Όρμησε αμέσως, χωρίς την παραμικρή σκέψη, κραδαίνοντας το αγαλματίδιο.
Ο αιφνιδιασμός του Φαληρέα ήταν απόλυτος. Κάποιος τον έκοβε για δεύτερη φορά πάνω στο καλύτερο. Εκεί που είχε έρθει, επιτέλους, η ποθητή στιγμή, χωρίς να έχει πια τύψεις ή δισταγμούς, τον σταματούσαν. Τούτη τη φορά ήταν ο Ιάσων, το φάντασμα που προσπαθούσε να ξορκίσει. Ο Δημήτριος, σχεδόν γυμνός, ένιωσε ανυπεράσπιστος. Δεν είχε δίπλα του ούτε ξίφος ούτε κάποιο αντικείμενο για να το χρησιμοποιήσει για άμυνα. Μαστουρωμένος κι έξαλλος, ο Ιάσων ήταν μαινόμενος ταύρος. Έπεσε πάνω του και τον χτύπησε πρώτα με το αγαλματίδιο, μετά με τις γροθιές, μετά με το κεφάλι. Χτυπούσε με ό,τι έβρισκε πρόσφορο. Ο Φαληρέας του ξέφυγε. Έτρεξε στο μπαλκόνι κι έβαλε μια φωνή για τους φρουρούς του. Ο Ιάσων τον πρόλαβε και τον τράβηξε μέσα στο δωμάτιο. Του επιτέθηκε ξανά και τον σάπισε στο ξύλο. Θα τον σκότωνε -για δεύτερη φορά μετά την χτεσινή απόπειρα- αν δεν άκουγαν τις φωνές του οι Σκύθες και δεν επενέβαιναν.
«Βοήθεια, είναι τρελός» φώναζε ο Δημήτριος.
«Θα σε σκοτώσω τύραννε, παλιάνθρωπε» τού φώναζε ο Ιάσων.
«Σταμάτα!» του φώναζαν οι Σκύθες.
Τον κατάφεραν σχετικά εύκολα. Με ένα χτύπημα στο κεφάλι τον ζάλισαν ακόμα περισσότερο. Τον έστειλαν ξανά μεσ’ στον βαθύ ύπνο από τον οποίο, ξαφνικά, είχε βγει. Η Δάφνη, με το κεφάλι σφηνωμένο κάτω απ’ το μαξιλάρι για να μην ακούει θορύβους, έμενε ακίνητη κι αμίλητη. Ακόμη δεν είχε συνέλθει. Ο ονειρικός κόσμος της για πολύ λίγο μόνο είχε χαθεί από το προσκήνιο. Στο διάστημα της φασαρίας και του καυγά είχε και πάλι αποκοιμηθεί, τυλιγμένη από τα ζεστά ερωτικά της όνειρα. Στο δωμάτιο επικρατούσε μια σιγή παράξενη μετά από τόση φασαρία.
«Τι θα κάνουμε με αυτόν τον παλαβό που σου ρίχνεται, Επιμελητή;» ρώτησαν οι Σκύθες τον Δμήτριο.
«Κρατήστε τον κάπου μερικές ώρες. Και μην σας φύγει πάλι, είναι επικίνδυνος» τους είπε εκείνος.
Ο Δημήτριος κοίταξε τους μώλωπες που του είχε κάνει με τα χτυπήματά του ο Ιάσων.
«Να φωνάξουμε έναν γιατρό, Επιμελητή;» τον ρώτησαν.
«Όχι, δεν χρειάζεται» τους είπε.
«Ξάπλωσε λίγο, τουλάχιστον να ξεκουραστείς».
«Πηγαίνετε, είμαι καλά» είπε και τους απομάκρυνε.
Πονούσε κι ένιωθε πως τού χρειαζόταν να ξαπλώσει. Δεν ήθελε όμως να έρθει γιατρός, δεν ήθελε κανέναν. Μόνος του θα συνερχόταν. Κοίταξε την Δάφνη που κοιμόταν ξανά. Ήταν ελαφρύς αυτός ο ύπνος της, δεν είχε πέσει σε κώμα. Θα την ξυπνούσε εύκολα όταν θα ήταν κι αυτός έτοιμος, μόνο που χρειαζόταν λίγο χρόνο για να συνέλθει.
«Άραγε, θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο;» σκέφτηκε.
Ξεκουράστηκε για λίγο δίπλα της. Ήταν τόσο βυθισμένη στον κόσμο της που ελάχιστα πράγματα είχε καταλάβει απ’ την πάλη που είχε προηγηθεί. Ήταν όμορφη και ποθητή έτσι που την έβλεπε μισόγυμνη και παραδομένη στις επιθυμίες της. Την ήθελε όλο και πιο πολύ.
«Πρέπει να μαζευτώ και να συνέλθω» σκέφτηκε. Η ώρα περνούσε κι η ζέστη ήταν έντονη. Έπρεπε να τακτοποιήσει τον χώρο, να φροντίσει τα τραύματά του κι η υπέροχη κόρη ήταν δική του. Θα έπαιρνε ό,τι πιο πολύτιμο είχε, την παρθενία της και θα της πρότεινε να ζήσουν μαζί τον υπόλοιπο βίο τους.
Πλύθηκε, καθάρισε τα αίματα, έβαλε αρώματα, πούδρες και προσπάθησε να ανασυνταχθεί. Είχε μια δουλειά να κάνει. Από ευχάριστη κι ηδονική είχε καταντήσει σισύφειο μαρτύριο, έτσι που άρχιζε συνέχεια απ’ την αρχή. Ήταν αποφασισμένος. Τίποτε δεν θα τον σταματούσε, ούτε ο εαυτός του με τις ανόητες τύψεις ούτε κανείς άλλος. Πονούσε όλο του το σώμα. Έκανε κουράγιο και την πλησίασε. Ήταν πανέμορφη κι ανέγγιχτη από την βία και την ταραχή που επικρατούσε. Την ράντισε με μύρα για να μυρίζει όμορφα.
«Πώς νιώθεις, αγάπη μου;» τη ρώτησε.
Με κλειστά πάντα τα μάτια της αλλά με τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν του ψιθύρισε σαγηνευτικά.
«Νιώθω τόσο όμορφα, πάρε με στην αγκαλιά σου».
«Ναι, κορίτσι μου γλυκό, ό,τι θέλεις εσύ!» της είπε και την αγκάλιασε τρυφερά.
«Ω Ιάσων, πόσο σε θέλω!» του ψιθύρισε.
...................................................
Ο Θεόδωρος ένιωθε και πάλι τη δύναμη του Αντιγονίδη. Δεν αισθανόταν μυρμήγκι μπροστά σε ελέφαντα αλλά ούτε και ίσος προς ίσον. Όχι μόνο γιατί ήταν δούλος αυτός κι άρχοντας ο άλλος, αλλά γιατί ο Δημήτριος ήταν ξεχωριστός. Απέπνεε ένα μεγαλείο και μιαν ανεμελιά που μόνο ο Φιλίππου Αλέξανδρος, είχε επιδείξει ως τώρα. Κατά βάθος τού άρεσε του Θεόδωρου κι ας ήταν ο εχθρός που τους έσπρωχνε στην εξορία.
Ο Ελευθερωτής δεν είχε λόγο να συζητά με τον Έλληνα, που είχε σταθεί με στους Πέρσες κόντρα στους Μακεδόνες. Απ’ τη σημερινή του θέση, του δούλου, κι από το παρελθόν του, ήταν άξιος περιφρόνησης. Παρ' όλα αυτά, όταν άκουσε πως είχε έρθει στη σκηνή του, είπε να τον περάσουν μέσα.
«Χαίρε γιε του Αντιγόνου, κύριε κατακτητή της Ασίας» είπε ο Θεόδωρος όταν μπήκε.
«Θα μού απευθύνεσαι με τον τίτλο μου, σαν αυτό που είμαι δούλε. "Ελευθερωτή" θα με λες!»
«Χαίρε Ελευθερωτή των Αθηνών και της Ελλάδας».
«Την Ελλάδα δεν την ελευθέρωσα ακόμη».
«Είμαι βέβαιος πως θα το κάνεις» είπε ο Θεόδωρος.
«Τι θέλει ο κύριός σου;»
«Ο ίδιος δεν ζητά άλλο από ό,τι του υποσχέθηκες».
«Και γιατί σε έστειλε; Ποια χάρη θα μού ζητήσεις;»
«Ο Επιμελητής έχει έρθει στο πατρικό του. Σκοπεύει να φύγει από το λιμάνι του Φαλήρου με ένα μακεδονικό πλοίο που θα τον μεταφέρει στην Αυλίδα. Ο φόβος του είναι μήπως του στήσουν παγίδα».
«Του έχω εγγυηθεί την ασφαλή διαφυγή».
«Δεν το γνωρίζουν όλοι. Ίσως κάποιοι το αγνοήσουν επίτηδες» είπε ο Θεόδωρος.
«Δίκιο έχεις. Θα στείλω ένα απόσπασμα από δικούς μου οπλίτες στο σπίτι του Φαληρέα. Θα τον συνοδεύσουν στο λιμάνι. Πες του να είναι ήσυχος».
«Θα το πω, άρχοντά μου, κι εκείνος θα σε ευγνωμονεί» είπε ο Θεόδωρος κι έκανε να φύγει.
Οπισθοχώρησε προς την έξοδο κρατώντας τους τύπους με σεβασμό. Πριν βγει τον σταμάτησε η φωνή του Δημήτριου.
«Για πες μου κάτι, δούλε, πριν φύγεις» ρώτησε. «Δεν νιώθει καμιά ντροπή ένας Έλληνας που στάθηκε στο πλευρό των Περσών ενάντια στον Αλέξανδρο;»
«Είναι λίγο περίπλοκα τα πράγματα άρχοντά μου».
«Δυσκολεύεσαι να μου εξηγήσεις; Φοβάσαι μήπως και δεν καταλάβω; Ρωτώ: ντρέπεται ο Ρόδιος που πολέμησε με τους Πέρσες ενάντια στους Έλληνες ή όχι;»
Ο Θεόδωρος ούτε ντρεπόταν ούτε φοβόταν ή δίσταζε, απλά δεν το έβρισκε σωστό να σκαλίζει παλιές πληγές.
«Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από ό,τι οι Αθηναίοι».
«Αθηναίοι πολεμούσαν στο πλευρό του Αλέξανδρου».
«Στις μάχες του με τους Πέρσες, οι Αθηναίοι ζητούσαν απ’ τους θεούς να νικήσει ο Μεγάλος Βασιλιάς. Ήλπιζαν έτσι να απαλλαγούν από αυτόν» είπε ο Θεόδωρος.
«Οι πολλοί, όμως, ήταν μαζί του» είπε ο Δημήτριος.
«Όταν πέθανε στήσανε πανηγύρια» είπε ο Θεόδωρος.
Στον Δημήτριο δεν άρεσε καθόλου η συζήτηση αυτή.
«Εσένα όμως σε έχουν για ελευθερωτή. Δεν σε έχουν το ίδιο ούτε με τον Αλέξανδρο ούτε με τον πατέρα του» είπε ο Θεόδωρος.
«Μου προφήτεψες ότι θα με μισήσουν».
«Λόγια ενός δούλου, άρχοντά μου» είπε εκείνος. «Το είπα γιατί ξέρω πόσο εύκολα αλλάζουν γνώμες».
«Πότε δεν θα αλλάξουν γνώμη; Τι θέλουν από μένα;»
«Θέλουν κάτι που δεν μπορείς ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος, να τούς δώσει. Θέλουν την χαμένη περηφάνια και την αλλοτινή τους δόξα. Θέλουν δημοκρατία αλλά δεν μπορούν να την στηρίξουν με τις ασπίδες τους. Την ζητάνε πότε από σένα και πότε από τον Πολυπέρχοντα».
«Φύγε» είπε ο Δημήτριος. «Θα σου δώσω κι οπλίτες μου για να προστατέψουν τον Φαληρέα».
Γύρισε προς τον υπασπιστή του.
«Επέστρεψε ο Αρίστιππος;» ρώτησε.
«Μόλις γύρισε».
«Πες του να πάρει μαζί του δέκα οπλίτες κι αυτόν εδώ και να πάει στο Φάληρο. Αποστολή του είναι να φτάσει σώος ο Επιμελητής σε ένα μακεδονικό πλοίο που θα τον περιμένει στο λιμάνι».
*******************************
Αύριο Τρίτη η συνέχεια (3ο μέρος του Μεσημεριού της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.)