Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

37 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 37η

Όλα τα σχέδια του Δημήτριου Φαληρέα αποτυγχάνουν κι είναι ο άλλος Δημήτριος, ο Ελευθερωτής που θα εξασφαλίσει την φυγή του. 

Εδώ τελειώνει και το μεσημέρι της τελευταίας ημέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα. Ουσιαστικά, όλη η δράση έχει ολοκληρωθεί.

********************************


Μεσημέρι της 11ης Ιουνίου (δ' μέρος)

...................

Ο Ανθέστης έτρεξε στα σκαλιά και τον ακολούθησαν η Κλεοτίμα κι η Νικάτα. Έφτασαν στον γυναικωνίτη. Έξω από το δωμάτιο ένας Σκύθης προσπάθησε να τους εμποδίσει.

«Μας είπε να έρθουμε ο Επιμελητής» είπε ο Ανθέστης.

«Άντε ρώτα τον αν δεν μας πιστεύεις» είπε η Κλεοτίμα.

Ο Σκύθης έκανε στην άκρη να περάσουν. Μέσα στο δωμάτιο βρήκαν την Δάφνη, εν μέρει ναρκωμένη κι εν μέρει ξύπνια. Ο Ανθέστης έτρεξε πάνω της, η Νικάτα κι η Κλεοτίμα την περιποιήθηκαν. Την σκούπισαν με βρεγμένα πανιά και με απαλές πετσέτες. Της έδωσαν λίγο καθαρό νερό να πιει και την σήκωσαν να κάτσει στο κρεβάτι για να συνέλθει. Ήταν φανερά πάνω της τα αποτελέσματα των βοτάνων κι εύκολα κατάλαβαν πως την είχαν ναρκώσει.

«Τι έγινε;» τους ρώτησε ξαφνιασμένη η Δάφνη καθώς έβαινε απ’ τον λήθαργο.

«Πώς είσαι Δάφνη;» ρώτησε η Κλεοτίμα.

«Πώς είσαι παιδί μου;» τη ρώτησε κι ο Ανθέστης.

«Ω πατέρα, Κλεοτίμα, Νικάτα! εσείς εδώ; Ω, θεοί, ω, τι καλά! Νομίζω πως γλίτωσα πια» τους είπε.

«Από τι γλίτωσες παιδί μου; Πες μου τι σου έκαναν;» την ρώτησε με αγωνία ο Ανθέστης.

Η Δάφνη θυμόταν πως είχε ζήσει τον έρωτα με τον Ιάσονα και πως αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ζωής της. Από εκεί και πέρα, όλα όσα της είχαν συμβεί ήταν πράγματα που είχαν γίνει χωρίς τη θέλησή της. Αυτό τα έκανε όλα άσχημα. Ωστόσο, ούτε μπορούσε να θυμηθεί τα γεγονότα επακριβώς ούτε μπορούσε να βρει κάτι κακό να της είχαν κάνει. Εξ άλλου μπερδεύονταν τα άσχημα με ένα σωρό συναισθήματα που ήταν γλυκά κι επιθυμητά. Ήταν σαν να μην είχε ζήσει αληθινά τίποτε από όσα είχε κάνει. Μόνο κάποια όνειρά της θυμόταν πολύ αχνά και πέραν τούτου ουδέν!

«Δεν ξέρω πατέρα» είπε «δεν έχω ιδέα τι μου συνέβη».

«Είσαι καλά κορίτσι μου, πονάς πουθενά;»

«Καλά είμαι!» του είπε «δεν έχω τίποτε».

«Πώς νιώθεις;»

«Δεν ξέρω, είμαι ζαλισμένη».

«Σου έκανε τίποτε ο άτιμος ο Επιμελητής; σε άγγιξε;»

Εκείνη δίστασε. Κάτι θυμόταν αλλά ήταν πολύ αόριστο και συγκεχυμένο. Είχε μπλέξει με θεούς και ήρωες αλλά κάπου έμπαιναν στο μυαλό της συνέχεια οι μορφές του Ιάσονα και του Δημήτριου. Θυμόταν το χτεσινό πρωινό στο υπόγειο όταν της είχαν φέρει τον Ιάσονα κι είχε κάνει μαζί του έρωτα. Μετά από αυτό όλα συγχέονταν. Ποια μορφή από τις κατοπινές ήταν αληθινή και ποια ονειρική δεν μπορούσε να πει. Δεν ήξερε με σιγουριά αν την είχαν πειράξει ή όχι.

«Δεν ξέρω ... δεν νομίζω ... δεν θυμάμαι ..». είπε.

«Θα το ξέρεις αν πειράχτηκες ..». της είπε η Νικάτα.

«Ίσως να μην έγινε τίποτε» είπε ο Ανθέστης.

«Είναι όλα συγκεχυμένα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ ...»

«Μην την ταλαιπωρούμε άλλο» είπε η Κλεοτίμα.

Ο Ανθέστης σταμάτησε την ανάκριση βλέποντας πως την είχε κουράσει. Ίσως ο Δημήτριος είχε δίκιο που έλεγε ότι δεν την είχε αγγίξει. Ακόμα κι ο Υπάνωρ νωρίτερα, που τους είχε αποκαλύψει όλες τις προθέσεις του Φαληρέα, το ίδιο είχε πει. Ο Δημήτριος δεν την είχαν πειράξει.

«Θέλω να φύγω από εδώ» είπε η Δάφνη.

«Θα σε πάρουμε» τη διαβεβαίωσε η Νικάτα

«Ο Ιάσων» είπε ξαφνικά η Δάφνη. «Πού είναι ο Ιάσων;»

«Δεν ξέρουμε ακόμα, αλλά κάπου εδώ θα είναι και θα τον βρούμε. Τον ψάχνουμε» της είπε η Κλεοτίμα. «Πες μου, όμως, εσύ τον έχεις δει καθόλου;»

«Ήταν εδώ ... κοιμηθήκαμε μαζί ... δεν ξέρω ... ίσως να κάνω λάθος» είπε μέσα σε μια θολούρα η Δάφνη.

«Ησύχασε, θα τον βρούμε» είπε κι η Νικάτα.

«Ω, θεοί, κάτι θυμάμαι ... νομίζω πως ... πως σκότωσε κάποιον» είπε ξαφνικά η Δάφνη. «Πάλεψε με κάποιον και τον σκότωσε!»

«Κι αν τό 'κανε, καλά έκανε» είπε η Κλεοτίμα. «Όμως, καλή μου, δεν σκότωσε κανένα ο Ιάσων, μην ανησυχείς. Θα τον βρούμε και θα μας τα πει εκείνος»

«Πώς σε έκαναν έτσι Δάφνη μου; Τι έκαναν στο κορίτσι μου;» έλεγε από δίπλα ο Ανθέστης.

«Κατέβα κάτω εσύ, Ανθέστη» του είπε η Κλεοτίμα.

Γύρισε προς την Νικάτα.

«Θα ετοιμάσουμε την Δάφνη και θα έρθουμε».

Ο Ανθέστης αποχώρησε κι αμέσως η Δάφνη ρώτησε:

«Πού είναι ο Ιάσων; Είναι κάπου εδώ; Τον είδα. Δεν είμαι βέβαιη, όμως, νομίζω πως τον είδα»

«Τον ψάχνουν καλή μου» είπε η Κλεοτίμα. «Αλλά, μην ανησυχείς δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε τώρα».

Η Κλεοτίμα είχε παρατηρήσει τα σεντόνια που ήταν καθαρά πάνω στο κρεβάτι. Αυτό σήμαινε πως δεν είχε συμβεί καμιά παραβίαση παρθενιάς. Και τα απαλά νυχτικά της ήταν καθαρά όπως και το σώμα της. Δεν υπήρχε πουθενά τριγύρω κανένα ίχνος βιασμού ή, έστω, και ηθελημένου έρωτα.

«Σε πείραξε ο Δημήτριος;» τη ρώτησε.

«Ποιος Δημήτριος;» απόρησε η Δάφνη.

«Ο Φαληρέας, αυτός που σε απήγαγε» είπε η Νικάτα.

«Δεν τον είδα καθόλου» είπε η Δάφνη.

Ήταν ζαλισμένη κι ένιωθε μπερδεμένη. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι από όσα είχε δει και είχε ζήσει ήταν αληθινό και τι ήταν όνειρο.

«Η αλήθεια είναι ότι ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι έχω δει και τι όχι. Την πραγματικότητα απ’ τα όνειρα δεν τα ξεχωρίζω. Είδα πολλά όνειρα, κοιμήθηκα πολύ βαριά»

«Ησύχασε γλυκιά μου. Όλα ήταν ένα κακό όνειρο που όμως τελείωσε. Ο εφιάλτης πέρασε» της είπε η Κλεοτίμα.

Όσο οι άλλοι έτρεξαν πάνω στον γυναικωνίτη για την Δάφνη ο Μύρων κατέβηκε στο υπόγειο για να βρει τον Ιάσονα. Είδε τον αρχι-αστυνόμο, τον Αγακάτη που, πριν προλάβει να τον ρωτήσει, του έδειξε μια πόρτα. Εκεί μέσα ήταν πραγματικά ο Ιάσων, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Ο Μύρων φοβήθηκε για το χειρότερο αλλά ο Αγακάτης τον καθησύχασε.

«Κοιμάται» του είπε.

«Από πότε;»

«Πριν λίγο τον ξύπνησαν, αλλά, αυτός επιτέθηκε ξανά στον Δημήτριο κι έτσι αναγκάστηκαν να τον εξουδετερώσουν».

«Ας τον ξυπνήσουμε πάλι» του είπε ο Μύρων. «Τώρα τα πράγματα άλλαξαν».

«Το ξέρω» είπε ο Αγακάτης.

Έφεραν νερό κι έπλυναν το πρόσωπό του. Στην αρχή το έκαναν απαλά, αλλά, μετά χρειάστηκε να τον ταρακουνήσουν για να ξυπνήσει.

«Τι έγινε;» είπε ο Ιάσων κι έπιασε το κεφάλι του στο σημείο που είχε δεχτεί το τελευταίο χτύπημα. «Μύρων! εσύ;» έκανε έκπληκτος μόλις είδε τον φίλο του.

«Τελείωσε η ταλαιπωρία σου, φίλε μου» είπε ο Μύρων και τον αγκάλιασε.

«Πού είναι η Δάφνη; Την έχει ο άτιμος! Θα πεθάνει!» έκανε έξαλλος ο Ιάσων μόλις συνήλθε κάπως.

«Ηρέμησε, Ιάσων. Πάμε πάνω μαζί» του είπε ο Μύρων.

«Ανεβείτε» είπε ο Αγακάτης, «εγώ θα μείνω εδώ».

Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας Σκύθης για τον Αγακάτη.

«Έλα στην αυλή, έχουμε σύσκεψη» του είπε.

Ο Αγακάτης βγήκε στην αυλή με τον Σκύθη. Ο Μύρων με τον Ιάσονα ανέβηκαν να βρουν τον Φαληρέα. Μαζί τους κι ο Υπάνωρ που δεν ήθελε να περιμένει άλλο στην αυλή.

....................................................

Ο Δημήτριος είχε δει τους Σκύθες να βγαίνουν από το δωμάτιο κι είχε ανησυχήσει. Ήταν η μόνη του προστασία από αυτούς εδώ που του απέδιδαν κατηγορίες, άλλες σωστές κι άλλες ανύπαρκτες. Τους φοβόταν έτσι που στέκονταν εχθρικά απέναντί του. Ύστερα είδε τον παλαβό νεαρό κι αντίζηλό του, εκείνον τον Ιάσονα. Δεν πρόλαβε να αμυνθεί καθώς ο Ιάσων μπήκε με ορμή στο δωμάτιο και του όρμισε. Χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις, προσπάθησε να τον χτυπήσει.

«Τι κάνεις εκεί;» πρόλαβε να πει ο Δημήτριος.

«Άτιμε, τύραννε, βιαστή!» του φώναξε ο Ιάσων καθώς του επιτέθηκε με ορμή.

Ο Δημήτριος ήταν δυνατός άντρας και γυμνασμένος, αλλά, εδώ οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Εδώ μετρούσαν η οργή και το μίσος περισσότερο από τις τεχνικές άμυνας, τις λαβές ή την θέση του σώματος. Εδώ δεν ήταν γυμναστήριο, εδώ έμοιαζε με δικαστήριο όπου η αυτοδικία είχε τον πρώτο λόγο. Κι ο νεαρός σε ένα τέτοιο στίβο είχε πλεονεκτήματα τον άλογο θυμό του και την αίσθηση της αδικίας. Ο Δημήτριος απέφυγε τα πρώτα χτυπήματα αλλά δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο και με τα επόμενα. Πονούσε ακόμη πολύ από το ξύλο που είχε φάει προηγουμένως. Τότε ο Ιάσων τον χτυπούσε είτε με το αγαλματίδιο, είτε με τα γυμνά του χέρια. Τώρα δεχόταν και νέο γύρο γρονθοκοπημάτων κι ένιωσε πως θα κατέρρεε.

«Μη Ιάσων, δεν είναι ανάγκη» έλεγε ο Μύρων.

«Δικαίως τον βαράς αλλά του χρειάζεται κάτι χειρότερο. Άσε να τον αναλάβει ο δήμος» έλεγε ο Ζείκρατος.

«Άσε τον παιδί μου» έλεγε κι ο Καινέας. Μισούσε βαθιά τον Φαληρέα. Τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον χαμό του γιου του. «Θα τον κάνουμε να πιει το κώνειο».

Καθώς τις έτρωγε πια χωρίς να αντιδρά, ο Δημήτριος έβλεπε το περιβάλλον ως ολότελα εχθρικό. Οι Σκύθες είχαν βγει έξω, ο Θεόδωρος έλειπε, οι εχθροί του είχαν πλημμυρίσει το δωμάτιο. Δίπλα σε όλα αυτά, ο οργισμένος νεαρός ήθελε να τον ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου. Αλλιώς είχε φανταστεί το τέλος του! Ένδοξο είτε ατιμωτικό, απολαυστικό ή επίπονο, στο πεδίο της μάχης ή στο κρεβάτι του, πάντως όχι τέτοιο. Πώς μπορούσε ποτέ να προβλέψει, πως θα πέθαινε από το ξύλο που του έριχνε ένας ερωτικός αντίζηλος;

Όταν είχε πια απελπιστεί, είδε να μπαίνουν στο δωμάτιο οι Σκύθες. Τον απέσπασαν απ’ τα χέρια του μαινόμενου νεαρού. Ένιωσε την ανακούφιση της σωτηρίας αν και πονούσε πολύ σε όλο του το σώμα και το κεφάλι. Του έβρεξαν το πρόσωπο και τον ξάπλωσαν γιατί δεν ήταν σωστό να στέκεται όρθιος στην κατάστασή του. Του άνοιξαν τα μάτια που είχαν πρηστεί από τις γροθιές. Είδε τότε τον Ιάσονα να συγκρατείται όχι από τους Σκύθες αλλά απ’ τους φίλους του Ζείκρατο και Μύρωνα. Είδε και τους άλλους απρόσκλητους επισκέπτες που είχαν εισβάλει στο σπίτι του να γελούν μαζί του. Μιλούσαν με τον Αγακάτη και τους Σκύθες σαν καλοί φίλοι. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν και πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα.

«Αγακάτη τι συμβαίνει; Τους γνώριζες κι από χτες όλους αυτούς;» ρώτησε με φωνή που μόλις έβγαινε.

«Σε έσωσαν οι Σκύθες, Επιμελητή, δεν το αναγνωρίζεις; Αν δεν ήμασταν εμείς θα σε είχε στείλει στον Άδη ο Ιάσων».

«Ωραία, λοιπόν, και τώρα συλλάβετε τους εισβολείς!» τους παρότρυνε ο Δημήτριος.

Έβλεπε τους Σκύθες ψυχρούς να στέκουν απέναντί του κι ανησυχούσε. Ο Φανοκράτης ανέλαβε να του εξηγήσει.

«Δημήτριε, οι Σκύθες είναι νομοταγείς στη δημοκρατία. Χτες η εκκλησία των Πειραιωτών αποφάσισε να συλληφθείς. Είναι θέμα χρόνου να μπει το θέμα σου στην Ηλιαία και να παραπεμφθείς σε δίκη για ό,τι έκανες στην τυραννία σου. Οι Σκύθες δεν ακούν πια εσένα αλλά τον δήμο. Καιρός είναι να το καταλάβεις καλά!»

«Αυτό είναι επανάσταση» είπε ο Φαληρέας.

«Ακριβώς» είπε ο Φανοκράτης. «Έγινε επανάσταση».

«Κι η επανάσταση όπως κι η νέα αρχή σε καθαίρεσαν» συμπλήρωσε ο Ζείκρατος.

«Ο Πειραιάς δεν φτάνει για να φύγει ένας Επιμελητής».

«Θα το κάνει σύντομα η εκκλησία του δήμου, Φαληρέα, μην έχεις καμιά αμφιβολία» είπε ο Καινέας.

Οι Σκύθες παρέμεναν σιωπηλοί στη διάρκεια αυτής της κουβέντας. Ο Αγακάτης μόνο του είπε πως λυπούνταν που από άρχοντας κατάντησε κρατούμενος. Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι ενάντια στη θέληση του δήμου.

«Γι αυτό θα μείνουμε νομοταγείς» του τόνισε.

«Είσαι τυχερός που σε έσωσαν. Θα σε έσκιζα με τα ίδια μου τα χέρια βιαστή» του φώναξε ο Ιάσων.

«Σιχαμένος είναι αλλά όχι βιαστής» του είπε η Κλεοτίμα. «Έλα να σε πάω στη Δάφνη»

«Πού είναι; είναι καλά;» ρώτησε ο Ιάσων που στη μανία του να εκδικηθεί είχε αφήσει την Δάφνη να τον περιμένει.

«Έλα, πάμε επάνω»

Ο Ιάσων έφυγε για τον γυναικωνίτη. Ο Δημήτριος έβαζε ξανά νερό στις πληγές του κι άπλωνε κάποια βότανα που του έδωσαν για να απαλύνει τον πόνο. Είχε ξυλοκοπηθεί άγρια για δεύτερη φορά από τον Ιάσονα. Τα μάτια του ήταν πρησμένα ενώ μώλωπες υπήρχαν σε όλο του το σώμα και τον έτσουζαν. Η κατάστασή του ήταν για λύπηση.

«Μόλις τον καθαρίσετε να του δέσετε τα χέρια» είπε στους Σκύθες ο Φανοκράτης.

Είχε κληρωθεί σαν «ευθύνος». Ευθύνοι ονομάζονταν οι αρμόδιοι να παραλαμβάνουν καταγγελίες κατά των αρχόντων και να τις στέλνουν για δίκη. Ήταν, λοιπόν, ο αρμόδιος για να συλλάβει τον Δημήτριο. Ο λόγος του ήταν διαταγή για τους Σκύθες κάτι που ως τώρα ίσχυε για τον λόγο του Φαληρέα. Τι ειρωνεία! Ο Δημήτριος κατάλαβε πως τα πράγματα είχαν γίνει σκούρα. Χτυπημένος κι ανήμπορος να δραπετεύσει, οδηγείτο σε μια δίκη από την οποία δεν είχε πιθανότητα να γλιτώσει. «Αυτό θα είναι το τέλος μου!» σκέφτηκε. Πλησίασαν κοντά του ο Ζείκρατος ο Μύρων κι η Ιππαρχία.

«Δημήτριε, αν δικαστείς μόνο για την πολιτική σου θα έχεις ελπίδες να πείσεις πολλούς που ευεργετήθηκαν. Το πολύ να εξοριστείς για δέκα χρόνια. Αν, όμως, δικαστείς για φόνους κι απάτες δεν θα έχεις την παραμικρή ελπίδα. Και το κυριότερο, το όνομά σου θα αμαυρωθεί. Θα γίνεις το μίασμα του οίκου σου» του είπε η Ιππαρχία.

«Και τι μ' αυτό;» ρώτησε ο Δημήτριος χαμογελώντας σαν να μην τον ένοιαζε τίποτε πια.

«Μπορείς να γλιτώσεις από τις πιο βαριές κατηγορίες, που θα αμαυρώσουν την τιμή σου» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πώς;»

«Δώσε μας μια έγγραφη κατάθεση για τους απατεώνες. Γράψε τι ζητούσαν κι ότι ήταν δολοφόνοι» είπε ο Μύρων.

«Να εξηγήσεις τον ρόλο του Μύστη» είπε ο Ζείκρατος. «Έτσι θα εξιλεωθείς κι εσύ που τούς εμπιστεύτηκες».

«Μην λυπάσαι τον Μύστη. Αυτός ευθύνεται για τους φόνους αθώων πολιτών. Για τον Ερμόδωρο, τον Σπεύσιππο και τον Χρηστία» είπε ο Μύρων.

«Και της Πανδότης» συμπλήρωσε ο Υπάνωρ.

«Και του Ιεροφάντη» είπε η Ιππαρχία. «Ευθύνεται για όλα έστω κι αν έβαζε άλλους να το κάνουν. Πρέπει, Δημήτριε, να καταδείξεις τον ένοχο»

Ο Δημήτριος το σκεφτόταν. Φυσικά θα υπέγραφε αλλά έπρεπε να δει τι θα κέρδιζε.

«Και ... θα με αφήσετε να φύγω;»

«Αυτό δεν γίνεται» είπε ο Ζείκρατος. «Θα δικαστείς αλλά μόνο για τα πιο απλά αδικήματά σου».

«Θα ζητήσουμε από το δικαστήριο επιείκεια. Το πολύ να εξοριστείς» είπε η Ιππαρχία. «Δεν νομίζω να σε βλάψει αυτό».

«Φέρ' τε μου να υπογράψω» είπε ο Δημήτριος.

Κάθισαν σε ένα τραπέζι με καρέκλες γύρω. Ο Δημήτριος πήρε το μελάνι και παπύρους κι άρχισε να γράφει. Το κείμενο αυτό με την σφραγίδα-υπογραφή του ήταν καταδικαστικό για τον Παρμίονα. Τον έλεγαν και Μεγάλο Μύστη αλλά ο κόσμος τον έλεγε κι «αρπακτικό». Άφησε έξω από κάθε ευθύνη τον Υπάνορα, τον Φερεθάνη και τον Ληθόνου.

«Πάρ' τε το» είπε μόλις τελείωσε.

«Ήταν μια σωστή πράξη αυτή» του είπε η Ιππαρχία.

«Στη δίκη σου θα σε βοηθήσουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Ευχαριστώ, δεν θα χρειαστώ βοήθεια. Η καταδίκη μου είναι βέβαιη» είπε εκείνος πικρόχολα. «Υπάρχουν πολλοί που θα με θέλουν νεκρό».

Οχλοβοή ακούστηκε από την αυλή. Ένα σώμα ιππέων μπήκε φουριόζικα και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.

«Είναι Μακεδόνες» είπε ο Υπάνωρ.

«Μακεδόνες του Αντιγονίδη» είπε ο Μύρων.

«Χμ... με διεκδικούν πολλοί» είπε πικρά ο Δημήτριος.

Πρώτος στο δωμάτιο μπήκε ο Θεόδωρος, ο δούλος του. Δίπλα του ήταν ο λοχαγός Αρίστιππος. Ο Δημήτριος κοίταξε τον Θεόδωρο με ευγνωμοσύνη.

«Δημήτριε Φαληρέα, ο Δημήτριος Ελευθερωτής θέλει να σου μιλήσει» είπε ο Αρίστιππος απευθυνόμενος στον Φαληρέα. Γύρισε προς τον Αγακάτη. «Εσείς οι Σκύθες πρέπει να μας τον παραδώσετε!»

«Θα δικαστεί. Ο Επιμελητής ανήκει στον δήμο και θα λογοδοτήσει» πετάχτηκε ο Φανοκράτης.

«Αυτές είναι οι διαταγές που έχω» είπε ο Αρίστιππος.

Έλυσαν τον Δημήτριο και τον ανέβασαν σε ένα άλογο. Έφυγαν βιαστικά, όπως είχαν έρθει, αφήνοντας πίσω τους ένα σύννεφο σκόνης.

********************************

Από αύριο Πέμπτη το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.

Είμαστε στο απόγευμα της 11ης Ιουνίου. Ώρα για σκέψεις και απολογισμούς.