Ενώ η αγωνία για την εξεύρεση του Ιάσονα και της Δάφνης κινητοποιεί τους πάντες, τους καθυστερεί ο Δημήτριος ο Ελευθερωτής καθώς γίνεται άθελά του όργανο του Μύστη που τον παγιδεύει. Μετά από αυτή την επιτυχία του, ο Μύστης αποφασίζει να απαλλαγεί κι από άλλα βαρίδια που έχει γύρω του.
***********************************
Πρωί της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ. (γ' μέρος)
..........................
Υπήρχαν όμως κι άλλοι που ανησυχούσαν για τα παιδιά τους. Από νωρίς είχαν έρθει εδώ ο Λέων απ’ τους Κολονούς, ο πατέρας του Ιάσονα κι ο Ανθέστης, ο πατέρας της Δάφνης. Κι οι δυο είχαν μάθει πως είχαν εξαφανιστεί αδικαιολόγητα τα παιδιά τους. Ήταν εξαιρετικά ανήσυχοι για την εξαφάνιση των δύο νέων.
«Να μην καθυστερήσουμε άλλο» είπε ο Μύρων. «Πάμε στο Φάληρο. Αν τους έχουν κρύψει κάπου ο Φαληρέας κι οι Σκύθες, εκεί θα βρίσκονται».
«Μου είπαν χτες ότι θα έρθουν μαζί κι ο Φανοκράτης κι η Ιππαρχία, ίσως και κάποιοι άλλοι» είπε ο Καινέας. «Να μην περιμένουμε λίγο ακόμη;»
Ο Καινέας ήθελε να πάει στο Φάληρο για δυο λόγους. Ο ένας ήταν τα παιδιά που είχαν χαθεί. Παράλληλα ήλπιζε να βρει τον Φαληρέα και να του ζητήσει να μην υπογράψει την αντίδοση εις βάρος του.
«Ας πάμε όσοι είμαστε εδώ» είπε ο Ζείκρατος. «Ο Μύρων έχει δίκιο που λέει να μην καθυστερήσουμε. Κάθε ώρα που περνά, μπορεί να αποβεί κρίσιμη».
«Φεύγουμε λοιπόν αμέσως;» ρώτησε η Κλεοτίμα.
«Πάμε!» είπε ο Καινέας.
Δεν πρόλαβαν όμως να φύγουν.
«Για πού το έβαλες, Καινέα;» ακούστηκε η βαριά φωνή του Αγακάτη. Ο επικεφαλής των Σκυθών πέρασε την πόρτα του σπιτιού και τους είδε όλους μαζεμένους. «Τι δουλειά έχετε εδώ πρωί-πρωί τόσοι άνθρωποι;»
«Εμείς έχουμε δουλειά, εσύ τι θέλεις Αγακάτη;»
Οι Σκύθες που είχε μαζί του ο Αγακάτης έκλεισαν την πόρτα και σκορπίστηκαν κυκλικά τριγύρω. Έμοιαζε σαν να τους συνελάμβαναν.
«Καινέα, πες σε όλους να κάτσουν ήσυχοι. Έχουμε να πούμε κάποια πράγματα».
«Πρέπει να φύγουμε Σκύθη» είπε ο Λέων.
«Ποιος είσαι εσύ;»
«Είμαι ο Λέων από Κολονούς, ο πατέρας του Ιάσονα, ενός φίλου του Ερμόδωρου» είπε αυτός.
Ο Αγακάτης είχε παρατηρήσει πως βρισκόταν εκεί ο Ανθέστης, ο πατέρας της Δάφνης. Τώρα άκουγε πως είχε έρθει κι ο πατέρας του Ιάσονα. Δικαιολογημένα τον έζωσαν φίδια. Ίσως ετοιμάζονταν όλοι μαζί να πάνε να κάνουν καταγγελία. Βέβαια δεν του είχαν επιτεθεί ακόμα φραστικά, άρα μπορεί να μην ήταν απόλυτα σίγουροι για την ενοχή του. Αν τους άφηνε να φύγουν, όμως, πολύ σύντομα θα βρισκόταν κατηγορούμενος. Μετά την διαφυγή του Φαληρέα δεν θα υπήρχε κανείς για να τον σώσει.
«Δεν θα πάει κανείς πουθενά. Πρώτα θα απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις μου» είπε ο Αγακάτης.
Ήταν φανερό πως οι Σκύθες θα έκαναν οτιδήποτε για να τους καθυστερήσουν. Όλοι ήξεραν ότι, αν κατηγορούνταν ο επικεφαλής τους, θα μπλέκονταν κι αυτοί.
«Εγώ φεύγω» είπε ο Ζείκρατος.
Έκανε να κινηθεί ανάμεσα από δυο Σκύθες. Εκείνοι τον κράτησαν με το ζόρι και κούνησαν τα μαστίγια απειλητικά για τους άλλους. Ο Μύρων κι ο Καινέας έδειξαν την δυσαρέσκειά τους και σπρώχτηκαν με τους Σκύθες. Με τους ώμους και με τα στήθη, αλλά και με τα χέρια στη συνέχεια άρχισαν να χειροδικούν ο ένας με τον άλλον. Πολύ σύντομα είχε γενικευτεί μια σύγκρουση έστω κι αν χρησιμοποιούσαν μονάχα γροθιές και φωνές. Δεν υπήρχαν τραυματισμοί αλλά η αναστάτωση ήταν μεγάλη. Σύντομα θα μαζευόταν κόσμος κι ας ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Η φασαρία γενικευόταν ώσπου ο Αγακάτης με μια δυνατή φωνή σταμάτησε τον καυγά.
«Σταματήστε όλοι!» φώναξε.
Χρειάστηκε χρόνος να εισακουστεί. Αναγκάστηκε να χτυπήσει το μαστίγιο στο πάτωμα και τους σταμάτησε.
«Ας μιλήσουμε» είπε στον Καινέα και τον Ζείκρατο.
«Έλα κι εσύ Μύρων» είπε ο Καινέας.
«Πολύ ωραία. Οι άντρες θα αποσυρθούν να λύσουν το ζήτημα» είπε ειρωνικά η Κλεοτίμα.
«Ξέρεις ... ο Αγακάτης...» πήγε να πει ο Μύρων.
«Ξέρω, μη σε νοιάζει» είπε εκείνη. «Τελειώστε γρήγορα να φύγουμε. Ο Ιάσων κι η Δάφνη μπορεί να μας χρειάζονται».
Πέρασαν στον χώρο όπου μέχρι χτες ήταν εκτεθειμένο το νεκρό σώμα του Ερμόδωρου. Το δωμάτιο ήταν παντελώς άδειο. Ο Αγακάτης εξηγήθηκε.
«Έχω διαταγές από τον Επιμελητή Αθηνών να κάνω ανακρίσεις για συνωμοσία ενάντια στην εξουσία του. Ακόμα και για προδοσία» τους είπε.
Δεν γέλασαν παρ' όλο που ακουγόταν παράξενο να μιλά για προδοσία της πόλης ο Φαληρέας. Εξάλλου, σε ποιον εχθρό την πρόδιδαν; Οι τελευταίες αλλαγές όχι μόνο αμφισβητούσαν την εξουσία του Επιμελητή αλλά τον έκαναν εκείνον ύποπτο για προδοσία. Δεν γνώριζε ο Αγακάτης πως ο άλλος Δημήτριος, ο γιος του Αντιγόνου, ήταν πλέον ευεργέτης; Δεν γνώριζε πως η εξουσία του τυράννου είχε ξεφτίσει; Ωστόσο, τα γεγονότα έδειχναν ότι το παλιό καθεστώς διατηρούσε ακόμη δυνάμεις. Η πιο ζωντανή απόδειξη γι αυτό ήταν οι Σκύθες, η φρουρά του Φαληρέα κι οι Μακεδόνες στη Μουνιχία. Ναι, από ώρα σε ώρα έχαναν την εξουσία, αλλά, ακόμα υπήρχαν. Αν αποφάσιζαν να δράσουν δυναμικά ίσως γίνονταν επικίνδυνοι.
«Είναι γελοίο να μιλά ο Φαληρέας για προδοσία» είπε ο Μύρων.
«Κάνατε κι άλλες συλλήψεις αλλού σήμερα πρωί-πρωί, Αγακάτη, ή ήρθατε μόνο σε μάς;» ρώτησε ο Ζείκρατος.
«Δεν πρέπει να το πω αυτό, είναι πολιτειακό μυστικό».
«Σαν πολιτειακό αστείο ακούγεται» είπε ο Μύρων.
«Αν είστε αθώοι, όπως λέτε, δεν θα φοβηθείτε μια ανάκριση» είπε ο Αγακάτης.
«Ποια είναι η κατηγορία;»
«Υπονομεύετε τον Επιμελητή και τον συκοφαντείτε».
Τον κοίταζαν απορημένοι.
«Θα τα πούμε με τον καθένα σας ξεχωριστά» τους είπε.
«Έχω κι εγώ να σε ρωτήσω κάτι» του είπε ο Ζείκρατος. «Εμπρός λοιπόν, ας ξεκινήσουμε το παιχνίδι της ανάκρισης.».
«Συκοφαντείτε τον Επιμελητή σαν τύραννο. Είστε με το μέρος των εχθρών που εισέβαλαν στην πόλη, το αρνείσαι; Όταν ο Επιμελητής ήρθε να αποδώσει τιμές στον Ερμόδωρο, του επιτέθηκαν οι φίλοι σου εδώ μέσα. Το αρνείσαι;»
«Αντιστρέφεις την πραγματικότητα» φώναξε ο Καινέας. «Πώς μας λες προδότες; Τα αγάλματά του Δημήτριου έπεσαν παντού. Εμάς βρήκες να ανακρίνεις;»
Ο Ζείκρατος τους είπε να σωπάσουν. Γι αυτόν ήταν οι ερωτήσεις του Σκύθη.
«Δεν αρνιέμαι τίποτα, Αγακάτη» του είπε.
Ο Αγακάτης περίμενε άλλη αντιμετώπιση, αλλά, τώρα μόλις διαπίστωνε ότι δεν είχε κανένα κύρος απέναντί τους.
«Ο Επιμελητής σου είναι κι επισήμως τύραννος. Ο γιος του Αντιγόνου είναι ελευθερωτής κι ο Φαληρέας δέχτηκε την δίκαιη επίθεση του φίλου μας. Καλά του έκανε! Αν τον σκότωνε θα ήταν τώρα δοξασμένος τυραννοκτόνος.»
Πριν προλάβει ο Αγακάτης να μιλήσει ο Ζείκρατος που είχε πάρει φόρα συνέχισε.
«Κι είναι σειρά μας να σε κατηγορήσουμε ότι εσύ κι οι Σκύθες σου απαγάγατε τον φίλο μας και την Δάφνη. Δεν στο ζήτησε ο δήμος. Εξυπηρέτησες εσύ προσωπικά το αφεντικό σου τον Φαληρέα».
Ο Σκύθης ήξερε ότι μπορεί να έβρισκε τον μπελά του εδώ που είχε έρθει. Ο στόχος του ήταν να τους καθυστερήσει κι ως τώρα το πετύχαινε. Αν ο Φαληρέας κατάφερνε να πείσει τη Δάφνη να την κάνει γυναίκα του, αυτοί θα τον έβλεπαν σαν σωτήρα. Αλλιώς, ας προλάβαινε τουλάχιστον να φύγει πριν του τα φορτώσουν όλα. Ο Αγακάτης κι οι Σκύθες ήταν εκτελεστικά όργανα. Κινούνταν στο όριο των δικαιοδοσιών τους κι έπρεπε να προσέξει.
«Ο Φαληρέας έχει πάρει την υπόσχεση του Ανθέστη για την κόρη του. Νά, εδώ είναι ο Ανθέστης. Το αρνείται;»
Ο Ανθέστης διαμαρτυρήθηκε.
«Μου το ζήτησε ο Δημήτριος και με απείλησε. Δεν του απάντησα θετικά, μόνος του έβγαλε συμπεράσματα. Εγώ του είπα ότι η κόρη μου θέλει τον Ιάσονα» είπε εκείνος.
«Αν δεν το είπες καθαρά, τότε τι φταίει ο Επιμελητής, Ανθέστη;» είπε ο Αγακάτης. «Ο Φαληρέας είχε το δικαίωμα να μιλήσει με τη μέλλουσα γυναίκα του. Εμπόδισε τον Ιάσονα να ανακατεύεται στα πόδια του».
«Ομολογείς λοιπόν, Σκύθη ότι εσύ και το αφεντικό σου απαγάγατε το παιδί μου» φώναξε ο Λέων.
«Άτιμοι κι οι δυο» φώναξε ο Ανθέστης.
Ο Αγακάτης τα είχε βρει σκούρα. Ούτε καθυστέρηση μπορούσε να κάνει πια ούτε να πάρει πίσω όσα είχε πει. Άθελά του είχε ομολογήσει ότι αυτοί ήταν πίσω απ’ την απαγωγή.
«Λέγε, πού τους έχετε; Στο Φάληρο, ε;» του φώναξαν.
Τίποτε πια δεν τους κρατούσε στο σπίτι του Καινέα. Το δείπνο ας έπαιρνε αναβολή. Προείχε να πάνε στο Φάληρο αφήνοντας τον Αγακάτη γι αργότερα. Αυτό θα έκαναν, αν δεν κατέφτανε στο σπίτι του Καινέα ένα σώμα είκοσι Μακεδόνων οπλιτών του Αντίγονου. Η εισβολή των είκοσι Μακεδόνων ήταν αναπάντεχη και τους εξέπληξε δυσάρεστα. Ένας λοχαγός, με φανταχτερή στολή και περικεφαλαία, ξεχώρισε μπροστά και τους μίλησε.
«Εδώ είναι το σπίτι του Καινέα;»
«Ναι, είμαι ο Καινέας. Τι θέλετε;»
«Είμαι ο λοχαγός Αρίστιππος Αλμωπαίος. Ήρθαμε για μια έρευνα με εντολή του Δημήτριου Αντιγονίδη. Μπορούμε να σας μιλήσουμε;»
«Ξέρετε, βιαζόμαστε, φεύγαμε» πήγε να πει ο Καινέας.
«Θα αρνηθείτε να βοηθήσετε σε έρευνα που σας ζητά ο άνθρωπος που τον λέτε ελευθερωτή της πόλης σας;»
Το ύφος του λοχαγού ήταν ειρωνικό. Απορούσαν όλοι τι είδους έρευνα ήταν αυτή. Τι τους ήθελε ο Ελευθερωτής;
«Εμείς πρέπει να φύγουμε» είπε ο Αγακάτης κι απέσυρε τους Σκύθες. Το έργο του είχε αναλάβει να το συνεχίσει, για άγνωστους λόγους ο στρατός του Αντιγονίδη.
«Γιατί είστε συγκεντρωμένοι τόσοι πολλοί σε αυτό το σπίτι πρωί-πρωί;» ρώτησε ο λοχαγός.
Του είπαν για την κηδεία που είχε γίνει χτες και για την προετοιμασία του δείπνου.
«Από τώρα ήρθατε για ένα βραδινό;» αναρωτήθηκε με καχυποψία ο Μακεδόνας.
«Λοχαγέ Αρίστιππε» του είπε ο Ζείκρατος «πες μας τι είδους έρευνα κάνετε;»
«Δεν μπορώ να πω λεπτομέρειες, δεν θα φύγει όμως κανείς από εδώ αν δεν τελειώσουμε» είπε ο λοχαγός.
Ο Αρίστιππος μπήκε στο δωμάτιο όπου ήταν εκτεθειμένη η σωρός μέχρι χτες. Ζήτησε να μπαίνουν ένας-ένας όλοι όσους είχε βρει στην αυλή.
«Ας έρθει ο οικοδεσπότης».
Ο Καινέας μπήκε πρώτος. Άρχισε να απαντά σε κάποιες άσχετες ερωτήσεις. Του φαίνονταν ανόητες κι εκνευριστικές, αλλά, δεν είχε τον τρόπο να τις σταματήσει.
«Ας περάσει ο επόμενος».
Ένας ένας έμπαιναν στο πρόχειρο ανακριτικό γραφείο που είχε στήσει ο Αρίστιππος. Υποβάλλονταν όλοι στο μαρτύριο μιας άσκοπης εξέτασης. Ο λοχαγός το απολάμβανε να ρωτά αυτούς τους ψηλομύτες. Όλοι οι Αθηναίοι ήταν ψηλομύτες γι αυτόν. Φαινόταν περίεργο που είχαν μαζευτεί εδώ πρωί-πρωί τόσοι πολλοί χωρίς να δίνουν ικανοποιητική εξήγηση. Ίσως πραγματικά έκρυβαν κάποια συνωμοσία και δεν είχε τίποτε να χάσει ερευνώντας την. Χρόνο εκείνος είχε αρκετό, οι άλλοι δεν είχαν καθόλου. Ήταν σε αναμμένα κάρβουνα όσο περνούσε η ώρα άσκοπα, όμως δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Ήταν εκεί εγκλωβισμένοι απ’ τους Μακεδόνες και τον καχύποπτο λοχαγό τους.
.............................................
Εκείνο
το βράδυ, ο Ιεροφάντης, η Πανδότη κι ο
Υπάνωρ το πέρασαν
στο πατρικό του
Δημήτριου. Κοιμήθηκαν
στο κτίσμα
του πατέρα του. Πάνω ο Φανόστρατος κι
οι οικοδεσπότες και κάτω, σε ένα στάβλο,
φιλοξενήθηκαν τα μέλη της οργάνωσης.
Σκοπός ήταν το πρωί, να ετοιμάσουν
την Δάφνη, σωστά αυτή τη φορά, για τον
Επιμελητή. Ξύπνησαν κι έπλυναν τα μούτρα
τους αναλογιζόμενοι τα όνειρά τους. Η
Πανδότη έβλεπε τον Υπάνορα. Έλιωνε όλη
νύχτα στην αγκαλιά του. Ο Ιεροφάντης
έβλεπε την Πανδότη σαν προσωπική του
ιέρεια κι ερωτική του σύντροφος. Μαζί
της κατείχε και ξεκοκάλιζε την περιουσία
των νεκρών. Ο Υπάνωρ έβλεπε την Εριφύλη
του κι ένα ταξίδι σε άγνωστες πολιτείες,
στην Ατλαντίδα ή την Παγγαία. Μετά τα
όνειρα, είχε έρθει η πραγματικότητα.
«Απορώ πώς δεν μας φώναξε ως τώρα ο Φαληρέας» είπε ο Ιεροφάντης.
«Ακούω βήματα, έρχεται κάποιος» είπε ο Υπάνωρ.
Ήταν ο Μεγάλος Μύστης. Είχε έρθει αποφασισμένος να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες και να καλύψει τα νώτα του. Φυσικά, οι άλλοι δεν ήξεραν τι είχε πει με τον Επιμελητή ούτε τις αποφάσεις του. Είπε στον Ιεροφάντη και τον Υπάνορα να βγουν έξω για λίγο και τον υπάκουσαν. Στον λόγο του δεν χωρούσε αντίρρηση, ούτε κάν απορία. Έμεινε μόνος του με την Πανδότη.
«Τα έκανες θάλασσα χτες» της είπε.
«Θα επανορθώσουμε σήμερα» του είπε εκείνη. «Και δεν είναι ωραίο αυτό που συμφώνησες για το κορίτσι».
«Δεν σου πέφτει λόγος τι είναι ωραίο και τι όχι» της είπε αυστηρά.
«Είμαι Ιέρεια, μπορώ να έχω γνώμη» είπε εκείνη.
«Είσαι Ιέρεια, όπως είπες, και ... θα τιμωρηθείς!»
Δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα αλλά δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση. Όχι μόνο είχε αποτύχει με την κοπέλα αλλά είχε εκφράσει κι αντιρρήσεις στα σχέδια του Μύστη. Με αυτό είχε ξεπεράσει τα όρια. Δεν υπήρχε μεγαλύτερο έγκλημα στην οργάνωση από την απειθαρχία, επομένως άξιζε μια, έστω και συμβολική, τιμωρία.
Γονάτισε πρόθυμα μπροστά του και περίμενε καρτερικά τις αποφάσεις του. Θα μπορούσε ακόμα και να την χτυπήσει, αν υπήρχε σοβαρός λόγος. Μπορούσε, όμως, μόνο συμβολικά να χτυπήσει ελαφρά τον λαιμό της και να καλέσει τον Ορφέα να συγχωρήσει το λάθος. Ήταν βέβαιη πως αυτό θα της έκανε, μια συμβολική τιμωρία, αφού δεν είχε ενεργήσει κακόβουλα. Έσκυψε το κεφάλι της και τον περίμενε. Ένιωσε ένα τσούξιμο στον λαιμό, σαν να την έκοψε κάτι. Ενοχλήθηκε κι έκανε να το αποφύγει. Τον αισθάνθηκε που της έπιασε το κεφάλι από τα μαλλιά πιο σταθερά και συνέχισε με τον λαιμό της. Ένιωσε ένα κόψιμο να την καίει. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή, έσπρωξε απότομα το χέρι του κι αποτραβήχτηκε.
«Τι κάνεις; τρελάθηκες;» του φώναξε.
Τα χέρια της πήγαν στον λαιμό της κι ένιωσε εκεί μιαν υγρασία. Είδε τα δάχτυλά της κατακόκκινα από το αίμα της. Στο χέρι του Μεγάλου Μύστη ήταν ένα μικρό μαχαίρι με μια λάμα που ήταν επίσης κατακόκκινη από το αίμα της. Πάγωσε από τη σκέψη ότι ο Μύστης έκοβε απαλά και εν ψυχρώ τον λαιμό της τόση ώρα.
«Ηρέμησε» της είπε ο Μύστης «τελειώσαμε»
Της έδωσε ένα μαντίλι. Η Πανδότη, έκπληκτη, έσφιξε το τραύμα για να πάψει η αιμορραγία. Τον κοίταξε απορημένη και πολύ θυμωμένη.
«Τι έκανες; Με έσφαξες; Είσαι τρελός;»
Ο Μύστης σκούπισε το μαχαίρι και το έβαλε με κινήσεις τελετουργικές στη ζώνη του. Αναστατωμένοι από τις φωνές που άκουσαν, μπήκαν μέσα ο Ιεροφάντης κι ο Υπάνωρ.
«Πρόσεξε πώς μου μιλάς» της είπε με ψυχραιμία. «Μην ξεχνάς τη θέση σου και ποιος είμαι».
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Ιεροφάντης.
«Τι έχεις στον λαιμό Πανδότη; Σε μαχαίρωσε;» είπε ο Υπάνωρ κοιτώντας την έκπληκτος.
«Τα βλέπεις;» της είπε ο Μύστης. «Με την ακολασία και τον βρομερό σαρκικό σου πόθο, έκανες αυτόν τον νεαρό να αυθαδιάζει ενώπιόν μου».
Ο Ιεροφάντης καθόταν καθηλωμένος από γεγονότα που δεν έλεγχε. Ο Υπάνωρ έβλεπε πράγματα που τον ξεπερνούσαν. Η Πανδότη ένιωθε ξεγελασμένη κι αηδιασμένη από τον Μύστη. Την είχε πάρει στο κρεβάτι του όταν ήταν να την μυήσει, αλλά, τώρα την έλεγε «ακόλαστη». Τον μίσησε και της χρειάστηκε μια μόνο στιγμή αναλαμπής γι αυτό.
«Είσαι ένας βρομερός παλιόγερος» του είπε.
Τον έφτυσε αν και το σάλιο της δεν πήγε πολύ μακριά. Εκείνος δεν αντέδρασε, μόνο χαμογέλασε ειρωνικά σίγουρος πως τίποτα δεν τον άγγιζε. Εξ άλλου είχε ήδη πάρει την δική του εκδίκηση προκαταβολικά.
«Πρόσεχε πώς μιλάς, είμαι ο Μεγάλος Μύστης!» της είπε. «Ξέρεις ότι είμαι ανέγγιχτος. Όποιος από την οργάνωση με βλάψει, βλάπτει τον εαυτό του!»
Ο Ιεροφάντης, είδε κάτι τρελό στο βλέμμα του και κάτι ακόμα πιο τρελό έπιασε στον τόνο της φωνής του. Πάγωσε. Ο Μύστης τον πλησίασε. Ο Ιεροφάντης έκανε σαν να τον άγγιξε λεπρός και βγήκε απ' το δωμάτιο. Ο Μύστης είδε πως ξέφευγε κι ο Ιεροφάντης και γύρισε προς τον Υπάνορα.
«Έλα εδώ εσύ νεαρέ» του είπε.
Ο Μύστης κρατούσε και πάλι στο χέρι το μαχαίρι του.
«Πρόσεχε!» είπε η Πανδότη με φωνή αδύναμη.
Ο Υπάνωρ έβγαλε απ’ τη ζώνη, κάτω από τον μανδύα του, ένα σπαθί. Το έστρεψε απειλητικά προς τον Μύστη.
«Άσε κάτω το σπαθί» είπε ο Μύστης.
«Σκότωσέ τον, είναι κάθαρμα» ακούστηκε η Πανδότη.
Ο Υπάνωρ θα εκτελούσε τη διαταγή της Πανδότης κι όχι του Μύστη, όμως για λίγο έμεινε ακίνητος. Η φυσική του δειλία τον εμπόδισε να κινηθεί. Ο Μεγάλος Μύστης είδε πως δεν μπορούσε πια να μαχαιρώσει τον Υπάνορα όσο εκείνος είχε το σπαθί προτεταμένο. Αποφάσισε πως ήταν προτιμότερο γι αυτόν να φύγει. Βγήκε έξω κι έψαξε με το βλέμμα του να βρει τον Ιεροφάντη. Εκείνος είχε κρυφτεί πίσω από ένα δεμάτι άχυρα και δεν φαινόταν.
«Την άμαξα. Φέρτε την άμαξα αμέσως εδώ!» φώναξε από μακριά στον Ληθόνου και τον Φερεθάνη.
Ο Μύστης ανέβηκε στην άμαξα. Ο Ληθόνους κρατούσε τα γκέμια κι ο Φερεθάνης τον βοηθούσε. Βγήκαν από την πύλη του αγροκτήματος. Όλη αυτή την ώρα ο Ιεροφάντης παρέμενε στην κρυψώνα του. Αν τον έβλεπαν, ήξερε ότι κινδύνευε. Ο Μύστης θα έστελνε ξοπίσω του τους δυο παλικαράδες για να τον κυνηγήσουν κι αυτοί ήταν ικανοί για φόνο. Ήταν βέβαιος, απ’ το βλέμμα του, πως ο Μύστης τον προτιμούσε νεκρό. Έτσι δεν βγήκε καθόλου από την κρυψώνα. Ούτε πήγε στο δωμάτιο όπου είχε γίνει ο καυγάς, περίμενε μόνο να χαθεί ο Μύστης εντελώς από το βλέμμα του.
Στο μεταξύ ο Υπάνωρ είχε πλησιάσει την Πανδότη. Η Ιέρεια είχε ξαπλώσει χάμω και φαινόταν χλωμή σαν άρρωστη. Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει κι η ανάσα της δεν έβγαινε παρά με μεγάλη δύσκολα.
«Ο άτιμος, με δηλητηρίασε» είπε χαμογελώντας πικρά στον Υπάνορα που ήθελε να την βοηθήσει αλλά δεν μπορούσε.
«Μα πώς;» τη ρώτησε μόνο.
«Το μαχαίρι είχε δηλητήριο. Το μαντίλι που μου έδωσε να σκουπιστώ, ήταν δηλητηριασμένο κι αυτό».
«Μα πώς; γιατί;» έκανε ο Υπάνωρ με μια μεγάλη θλίψη να τον κυριεύει.
«Καλέ μου Υπάνωρ, εγώ φεύγω, εσύ πρόσεχέ τον!» του είπε η Πανδότη με τη φωνή της να σβήνει σιγά σιγά.
***********************************
Αύριο Πέμπτη 5/11 η 33η συνέχεια.