Είμαστε στην τρίτη από τοις τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα. Είναι το πρωινό της 11ης Ιουνίου ή τρίτης φθίνοντος Θαργηλιώνος και τα περιθώρια για τον Δημήτριο έχουν στενέψει. Ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει γρήγορα.
*******************************
11η Ιουνίου 307 π.Χ. πρωί
Ζ' Τρίτη φθίνοντος Θαργηλιώνος(*), πρωί
Δεν χόρτασε ύπνο εκείνο το τελευταίο αθηναϊκό βράδυ του ο Δημήτριος Φαληρέας. Κάπου τον κατανικούσε η κούραση από το έντονο διήμερο που είχε προηγηθεί αλλά αμέσως ξυπνούσε. Άλλοτε είχε εφιάλτες κι άλλοτε προβληματισμούς. Και τα δυο είδη αφύπνισης ήταν τρομακτικά. Του φαίνονταν εξίσου δυσβάστακτα μαρτύρια: Το ένα ξύπνημα ερχόταν από εφιάλτες πραγματικούς. Αφορούσαν τα αληθινά αδιέξοδά του: Η Θήβα, η Αίγυπτος, το Μουσείο που δεν θα γινόταν στην Αθήνα, οι τυραννοκτόνοι κι οι ανδριάντες του που έπεφταν. Το άλλο ξύπνημα ήταν από εφιάλτες που μετάλλαζαν τα υπαρκτά θέματα. Γίνονταν φανταστικές περιπέτειες. Τεράστια κήτη κι αμμώδεις νερόλακκοι τον κατάπιναν. Έψαχνε απεγνωσμένα για την έξοδο, για μιαν ανάσα παραπάνω. Οι εφιάλτες του τον ταλαιπώρησαν ολόκληρο το βράδυ.
Όταν αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι μόλις που είχε αρχίσει να χαράζει. Ο ήλιος πίσω από τον Υμηττό φώτιζε τον ουρανό και τον έκανε γαλάζιο. Δεν υπήρχε σύννεφο στον ορίζοντα. Το χτεσινό αεράκι είχε πάρει την αχλή της θάλασσας κι ο αέρας όπως κι ο ορίζοντας ήταν πεντακάθαρος. Παρά το γκρίζο χρώμα της αυγής, η ατμόσφαιρα ήταν τόσο καθαρή που λες και θα άγγιζες τα απέναντι βουνά. Θα έπιανες την Αίγινα αν άπλωνες το χέρι. Είχε μιαν ανακουφιστική δροσιά τριγύρω κι οι ευωδιές που έρχονταν από παντού, έσπαγαν τη μύτη.
Πώς θα αποχωριζόταν το μέρος αυτό που λάτρευε; Πού θα πήγαινε αυτός ο από πολλές γενιές Αθηναίος, απόγονος των Λαπιθών, ο απ’ τα αρχαία χρόνια Φαληρέας; Ποια χώρα θα μπορούσε να αναπληρώσει ετούτη εδώ την απώλεια; Ήξερε πως καμία γη, όσο εύφορη κι αν ήταν, όσο λαμπρά κτίσματα κι αν διέθετε, δεν θα ξεπερνούσε αυτή την πόλη. Ήξερε πως όσο λαμπρούς και καλούς ανθρώπους κι αν είχε, δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει τους Αθηναίους. Καμιά χώρα δεν θα γεννούσε μέσα του την λατρεία που του γεννούσε αυτή εδώ η Αττική γη. Εδώ ήταν η γη του κι η γη των πατέρων του.
Απέναντι από το αρχοντικό του, μέσα στη μεγάλη έπαυλη, υπήρχε το κτίσμα όπου έμεναν οι δικοί του. Εκεί ήταν ο πατέρας, η μητέρα του κι οι αδελφές του. Είδε κάποιον στην βεράντα να κουνά το χέρι. Ήταν ο Φανόστρατος, ο πατέρας του. Είχε ξυπνήσει κι αυτός απ’ τα χαράματα. «Τι όμορφη στιγμή» σκέφτηκε κι αναπόλησε τα παιδικά του χρόνια. Πότε θα τα έβλεπε ξανά όλα αυτά; Ίσως ποτέ! Ήξερε πως το ταξίδι που θα έκανε τώρα, δεν ήταν όπως τότε, πριν ένδεκα χρόνια, ως απέναντι, στη Μουνιχία. Τότε η εξέγερση στηριζόταν σε έναν γέροντα στρατηγό διάδοχο του Αντίπατρου που είχε τάξει ελευθερία κι ισοκρατία. Όμως ο στρατηγός ήταν μακριά κι οι υποσχέσεις του δεν ήταν εύκολο να τηρηθούν. Τότε δεν είχε παρά να περιμένει την επιστροφή του. Τώρα, όμως, εξοριζόταν μακριά γιατί κι ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Τώρα ο γιος του Αντίγονου, είχε καταλάβει την Αθήνα και πολύ σύντομα θα έπαιρνε και τη Μουνιχία. Δεν υπήρχε κανένα ασφαλές μέρος στην Αττική, έπρεπε να φύγει.
Νοστάλγησε την οικογένειά του που την αποχωριζόταν, ίσως και για πάντα. Έγνεψε στον πατέρα του κι έφυγε από το μπαλκόνι. Με ανυπομονησία πήγε απέναντι, στο προσωπικό. Κανείς δεν κοιμόταν εκεί. Τους αγκάλιασε και τους φίλησε όλους. Τους είπε ότι έπρεπε να φύγει, κι εκείνοι του είπαν πως τον καταλάβαιναν. Τους είπε ότι είναι εξασφαλισμένοι. Άφηνε περιουσία στον δήμο για να φερθεί καλά στους ανθρώπους του. Άφηνε και σε εκείνους χρήματα. Τους χαιρέτισε κι έδωσε υποσχέσεις πως, οπωσδήποτε, θα επέστρεφε.
Ξαναγύρισε στο μπαλκόνι. Ο ήλιος είχε φανεί, ανέβαινε πίσω από τον Υμηττό. Όλα γίνονταν χρυσοκόκκινα κι ήταν όλο και πιο δύσκολο να τα αποχαιρετίσει. Αγαπούσε αυτό εδώ το κτήμα, όπως αγαπούσε την Αθήνα, το λιμάνι, τα βουνά και τους αγαπημένους φίλους. Αγαπούσε τον Περίπατο, τις όμορφες γυναίκες και τις εταίρες που τον είχαν αγαπήσει κι αυτές. Αγαπούσε τους πολίτες που τον είχαν -τόσο ανεξήγητα- μισήσει. Ήταν δύσκολο να φύγει χωρίς να πάρει κάτι από όλα αυτά, ίσως το πιο πολύτιμο, τη Δάφνη! Που ήταν βυθισμένη σε κώμα όλο το βράδυ δίπλα του.
Μέσα στην πλήρη ησυχία και την γαλήνη του τοπίου, τα βήματα ενός αλόγου ακούστηκαν. Μαζί του ακούστηκε κι ο θόρυβος των τροχών μιας άμαξας, που σερνόταν πίσω του. Ο ήχος ήταν παράταιρος, δεν ταίριαζε στην ησυχία του τοπίου. Είδε την άμαξα να σταματά στην πύλη και τον επισκέπτη να μιλά με τον Αγακάτη. Κατόπιν, την είδε να μπαίνει στην μεγάλη αυλή. Είχε έρθει ο Μεγάλος Μύστης. Ήταν ο επικεφαλής της ορφικής οργάνωσης που τού ’χε υποσχεθεί -ανεπιτυχώς μέχρι στιγμής- την καρδιά της. Η υπόσχεση συνοδευόταν από κάποια ανταλλάγματα, βεβαίως, που ο Μύστης είχε έρθει να εισπράξει. Δεν θα έπαιρνε τίποτε έτσι που πήγαινε. Κοίταξε πίσω του την Δάφνη. Κοιμόταν βυθισμένη στα πιο βαθιά όνειρα εξ αιτίας των πολλών ναρκωτικών με τα οποία την είχαν ποτίσει. Ήταν παρθένα ακόμη, χωρίς την στάμπα που θα την έδενε μαζί του για πάντα. «Άχρηστοι ορφικοί!» σκέφτηκε. «Έχουν δίκιο που σας λένε τσαρλατάνους!»
Προτίμησε να τον υποδεχτεί στο δωμάτιο συμποσίων, στο ισόγειο. Κατέβηκε φορώντας έναν κόκκινο μανδύα κι ένα δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Με την εμφάνισή του ήθελε να θυμίζει στο Μύστη ποιος ήταν ο συνομιλητής του. Κανείς δεν ήξερε ακόμα ότι ετοίμαζε την φυγή του κι ότι δεν είχε πια στα χέρια του καμιά εξουσία. Δυο τύποι που συνόδευαν τον Μύστη έμειναν έξω από την πόρτα. Κάθισαν σε ένα πεζούλι και τον περίμεναν. Εκείνος έσπρωξε την μισάνοιχτη πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Ο Δημήτριος Φαληρέας, ντυμένος στην τρίχα ως Επιμελητής, τον υποδέχτηκε εγκάρδια.
«Καλή σου μέρα άρχοντα Δημήτριε» είπε ο Μύστης.
«Καλή μέρα και για σένα» είπε ο Δημήτριος.
Δεν τον χώνευε τον τύπο, άσχετα αν τον είχε προσλάβει γιατί είχε πάρει τις καλύτερες συστάσεις γι αυτόν. «Με τα βότανά του μπορεί να κάνει θαύματα» του είχαν πει. «Με φάρμακα κι εξορκισμούς ένας ορφικός εξαλείφει προπατορικές αδικίες. Γητεύει γαμπρούς για να πάρουν νύφες χωρίς προίκα. Γιατί να μην κερδίσω κι εγώ την καρδιά μιας κοπέλας με τα κόλπα του;» είχε σκεφτεί. Δεν ήταν τόσο ανοήτη η σκέψη του όσο εξ αρχής φαινόταν. Ας του έφερναν αυτοί οι απατεώνες την Δάφνη πρόθυμη στο κρεβάτι του και μετά ήξερε αυτός να ενεργήσει. Όμως, φαίνεται, πως είχαν κάνει λάθος στην δόση. Την είχαν κοιμίσει κι ένα ολόκληρο βράδυ αυτός ξεροστάλιαζε ανήμπορος δίπλα της!
«Πέρασα από το Λύκειο» είπε ο Μύστης. «Ο Θεόφραστος απ’ τη νύχτα ακόμη ετοιμάζεται να έρθει να σε βρει».
«Χμ... θα έχει φοβηθεί πολύ φαίνεται».
«Επιτέθηκαν κάποιοι θρασείς στο Λύκειο και κάποιοι άλλοι ενόχλησαν ακόμα και την Ακαδημία»
«Αυτά έχει η ισοκρατία! Όταν ο όχλος γίνεται ίσος με τους φιλόσοφους νομίζει ότι μπορεί να γκρεμίσει τη φιλοσοφία όπως γκρεμίζει ένα άγαλμα» είπε ο Δημήτριος.
«Γιατί δεν βγάζεις τους τοξότες και τους Σκύθες να τους βάλουν στη θέση τους;» ρώτησε ο Μεγάλος Μύστης.
«Γιατί δεν τους ελέγχω» είπε ο Δημήτριος. «Μόνον ο Αγακάτης κι οι Σκύθες μου έμειναν πιστοί»
Ο Μύστης άκουσε τα λόγια του, είδε και το πρόσωπό του και κατάλαβε. Αυτός που στεκόταν απέναντί του δεν ήταν πια ο ισχυρός Επιμελητής, αλλά, ένας φοβισμένος κι αδύναμος άνθρωπος. Έκανε γρήγορα υπολογισμούς και τις αναγκαίες ανακατατάξεις στο μυαλό του.
«Αν είναι έτσι, πρέπει να φύγεις» του είπε.
«Αυτό θα κάνω» είπε ο Δημήτριος. «Εσένα περίμενα να μου το πεις; Τα δικά σου τώρα: Το ξέρεις ότι ο Ιεροφάντης κι η ιέρειά σου απέτυχαν; Το κορίτσι έπεσε σε κώμα, την νάρκωσαν και δεν έγινε τίποτα!»
«Μπορεί ακόμα να γίνει αν το θέλεις».
«Και βέβαια το θέλω. Φρόντισέ το!»
«Θα πρέπει να συζητήσουμε τα ανταλλάγματα».
Τι ήθελε να πει τώρα ο Μύστης; Αφού είχαν συζητήσει τα ανταλλάγματα, θα ήταν η έγκριση της αντίδοσης για τρεις πλούσιους. Με την υπογραφή του έχαναν τις περιουσίες τους υπέρ των ανθρώπων που είχε καθορίσει η οργάνωση. «Τι άλλο θέλει τούτος εδώ;» σκέφτηκε ο Φαληρέας.
«Ισχύει ακόμη η υπογραφή σου;» ρώτησε ο Μύστης.
«Και βέβαια ισχύει. Είμαι ακόμα Επιμελητής».
«Κι όταν φύγεις σε λίγο; Θα ισχύει ακόμα; Μήπως αν δείξω αύριο την υπογραφή σου στη πρυτανεία θα με πάνε και μένα σε δίκη;»
«Δεν ξέρω τι θα κάνεις. Αυτό συμφωνήσαμε».
«Θα αλλάξουμε τη συμφωνία μας» είπε ο Μύστης.
«Τι ζητάς;» τον ρώτησε απελπισμένα ο Φαληρέας.
«Αυτήν εδώ την έπαυλη» είπε ο Μύστης κι έδειξε γύρω.
«Αγακάτη!» έβαλε μια φωνή ο Δημήτριος.
Ο Σκύθης εμφανίστηκε στο λεπτό. Ήταν κάπου κοντά και παρακολουθούσε αν ο Μύστης θα ήταν ήσυχος απέναντι στον επιμελητή.
«Πάρ' τον από εδώ, διώξ' τον από το σπίτι μου!»
«Όπως διατάζεις επιμελητή» είπε αυτός.
Η συνεργασία τους είχε λήξει άδοξα κι ο Αγακάτης δεν θα αστειευόταν. Ο Μεγάλος Μύστης έδειξε στον Σκύθη πως δεν έπρεπε να τον αγγίξει. Δεν χρειαζόταν. Με αξιοπρέπεια γύρισε και βγήκε από τον οίκο του Φαληρέα. Αποχωρώντας, τού ζήτησε λίγο χρόνο για να μιλήσει πρώτα με τους δικούς του ανθρώπους.
«Έχει δίκιο» είπε ο Φαληρέας. «Οι δικοί του βρίσκονται στο απέναντι σπίτι, στου πατέρα μου. Πήγαινέ τον εκεί. Ας τους πάρει μαζί του, δεν τους χρειάζομαι»
Γύρισε στο δωμάτιό του, στον πάνω όροφο του σπιτιού. Η Δάφνη εξακολουθούσε να κοιμάται στο κρεβάτι του. Ήταν ακόμα νωρίς, μόλις είχε βγει ο ήλιος, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, δεν είχε υπομονή.
«Ξύπνα γλυκό μου κορίτσι» της ψιθύρισε.
Ουδεμία ανταπόκριση. Την ταρακούνησε. Όπως εκείνη δεν αντιδρούσε της έριξε ένα ελαφρύ χαστούκι.
«Ξύπνα αγάπη μου γλυκιά» της είπε πιο δυνατά.
Εις μάτην. Της φώναξε στο αυτί. Τίποτα! Την κούνησε.
«Ξύπνα λοιπόν άτιμο θηλυκό!» της φώναξε.
Αν συνέχιζε να κοιμάται έτσι του καλού καιρού, θα την ξυπνούσε με δυνατά χαστούκια. Δεν είχε πια την άνεση να την περιμένει, δεν ήταν ήρεμος όπως άλλες φορές. Άφηνε τον χρόνο να κυλά κι απολάμβανε την κίνηση μέσα στην αλλαγή. Να αλλάζουν όλα γύρω σου κι εσύ να μένεις ακίνητος. Ν’ ανοίγει τα φύλλα του το τριαντάφυλλο, ο ήλιος να κινείται πάνω από το κεφάλι σου, να κρύβεται το φεγγάρι. Να πορεύονται οπλίτες σε εκστρατείες και πλοία σε θάλασσες κι εσύ να μένεις εκεί, σταθερό σημείο στον χώρο. Να γλιστράς μονάχα στον χρόνο, τέλειο ακίνητο ον χωρίς τα μικροσκοπικά αεικίνητα άτομα των Ιώνων φυσικών. Μια αιθέρια μείξη των πλατωνικών ιδεών και του αριστοτελικού νου, ψυχή χωρίς υλική υπόσταση.
«Πότε θα ηρεμήσω άραγε για να μπορέσω να απολαύσω και πάλι τη ζωή;» αναρωτήθηκε ο Δημήτριος. Ας τελείωνε πια το μαρτύριο της μετάβασής του από την απόλυτη δράση στην απόλυτη αδράνεια. «Ας πάρουν την εξουσία ναύτες, ψαράδες και γεωργοί να την μοιράσουν μεταξύ τους όπως θέλουν. Ας μου αφήσουν εμένα τη ζωή μου, τις ιδέες και τα όνειρά μου» σκεφτόταν.
Ο Θεόδωρος μπήκε στο δωμάτιό του, αφού του χτύπησε την πόρτα, και τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
«Ξύπνησες, βλέπω, πρωί-πρωί» του είπε ο Θεόδωρος.
«Δεν ξέρω αν κοιμήθηκα καθόλου, ούτε και πότε» είπε ο Δημήτριος.
«Έγινε τίποτα;» ρώτησε ο Θεόδωρος δείχνοντας με το βλέμμα του στο κορίτσι πάνω στο κρεβάτι.
«Κοιμάται βαθιά λες και δεν ανασαίνει. Τι της δώσανε;»
«Πρέπει να ξέφυγε η δόση. Θέλαν να την χαλαρώσουν. Εξάλλου ... τους ξέρεις ..».
Ο Θεόδωρος καθόλου δεν τους συμπαθούσε.
«Μη
με στραβοκοιτάς. Τέτοιες δουλειές,
δεν γίνονται παρά με τέτοιους ανθρώπους»
είπε
ο Φαληρέας.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Θα περιμένω».
«Με την περιουσία σου, εννοώ. Θα στην πάρει ο Δήμος αν δεν προλάβεις να την χαρίσεις εσύ».
«Τα είπαμε αυτά. Έδωσα ήδη ένα τρίτο στην Ευρυδίκη. Θα αφήσω ένα τρίτο στον δήμο για να μην πειράξουν το σπίτι και την οικογένειά μου. Θα δώσω το υπόλοιπο ένα τρίτο στο προσωπικό».
«Μπράβο άρχοντα, είσαι σωστός. Αυτό να κάνεις!»
«Έλα να με βοηθήσεις να τα ετοιμάσω».
Έκατσαν μαζί και μοίρασαν ακριβοδίκαια ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του Δημήτριου στο προσωπικό. Είχε δυο οίκους, έναν εδώ κι έναν στο Άστυ. Έφτιαξε τις βεβαιώσεις. Ελευθέρωνε κάποιους απ’ τους δούλους ενώ άλλους τους άφηνε ως δημόσιους. Όταν τελείωσε η μοιρασιά, υπέγραψε κι αυτό το έγγραφο σε πάπυρο και τον έκλεισε σε μια θήκη από δέρμα.
«Αυτό θα πάει στον Δημοχάρη, τον εμπιστεύομαι» είπε ο Δημήτριος.
«Με τον Μύστη τι έγινε;»
«Τον έδιωξα! Όταν είδε ότι δεν μετρά η υπογραφή μου, μου ζήτησε περιουσία. Ήθελε το αγρόκτημα. Τον πέταξα έξω από το σπίτι».
«Το είδα και ... φοβήθηκα. Είναι ικανός να σε σκοτώσει και να παριστάνει τον τυραννοκτόνο!»
«Το ίδιο φοβήθηκε κι ο Αγακάτης, γιατί καθόταν εκεί πίσω, σαν σκιά μου».
«Καλά έκανε! Ο Μύστης τώρα έχει πάει απέναντι, είναι στου πατέρα σου».
«Εκεί είναι οι δικοί του, τους μαζεύει για να φύγουν».
«Και με τη Δάφνη, τι θα κάνεις;»
«Χαμένη υπόθεση!» είπε απογοητευμένος ο Δημήτριος.
«Καλύτερα για σένα ... νομίζω» είπε ο Θεόδωρος.
«Τι είναι καλύτερο για μένα, άσε Θεόδωρε, να το ξέρω καλύτερα εγώ!» φώναξε θυμωμένος ο Δημήτριος.
Ήταν φανερό ότι τον πείραζε πολύ που θα εγκατέλειπε την Δάφνη φεύγοντας. Η μανία του να την πάρει μαζί του, όπου κι αν πήγαινε, ήταν κάτι περισσότερο από την επιθυμία για μια γυναίκα μόνο. Θα ήταν ένα κομμάτι της Αθήνας, το καλύτερο! Θα ήταν η σύνδεσή του με το παρελθόν, η πιο τρανή απόδειξη ότι η ζωή του είχε συνέχεια.
«Θεόδωρε, αν ο Μύστης δεν τα βρει με τους δικούς του, ίσως μπορέσεις να κάνεις εσύ μια συμφωνία μαζί τους».
«Τι συμφωνία;»
«Να με βοηθήσουν με τη Δάφνη κι ας πάρουν ό,τι βρουν από εδώ μέσα. Έχω χρυσαφικά κι ωραίες χρυσές κούπες σαν αυτές εδώ. Τι λες;»
«Θα το δω. Ας κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια».
Παραπομπή:
(*) Όπως προαναφέρθηκε ο Θαργηλιών αντιστοιχεί στο διάστημα από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου και «Τρίτη Φθίνοντος» ήταν η τρίτη μέρα πριν φύγει ο μήνας δηλαδή η 11η Ιουνίου (307 πΧ)
*******************************
Αύριο Τρίτη η συνέχεια