Η Πανδότη ξεψυχώντας ορμηνεύει τον Υπάνορα πώς να προχωρήσει κι εκείνος το αποφασίζει. Παράλληλα ο Δημήτριος ο Φαληρέας κάνει τις τελευταίες του προσπάθειες με την Δάφνη.
***********************************
Πρωινό της 11ης Ιουνίου (δ' και τελευταίο μέρος αυτού το πρωινού)
......................
Ο Υπάνωρ την έσφιξε στην αγκαλιά του. Ο μόνιμος φόβος του γι αυτήν συνδυαζόταν πάντα με μια βαθιά εκτίμηση. Ο έρωτας που είχαν κάνει χτες το απόγευμα στη «Σπηλιά» δεν ήταν αμελητέος, ούτε σιχαμένος όσο κι αν είχε αντιδράσει. Βασικά είχε διαμαρτυρηθεί που τον είχε βάλει στο κρεβάτι της με φίλτρα και μαντζούνια. Είχε τριπλάσια σχεδόν ηλικία απ’ τη δική του, όμως μέσα της ήταν ακόμα παιδί κι ο Υπάνωρ αυτό τό’χε νιώσει. Δεν την έβαζε δίπλα στην Εριφύλη που αγαπούσε, όμως αυτή εδώ η γυναίκα δεν του ήταν αδιάφορη. Πονούσε τώρα που την έβλεπε να πεθαίνει.
«Άκουσέ με» του είπε «δεν ξέρω πόση ώρα μου μένει».
«Μην το λες αυτό, θα ζήσεις» της είπε τρομοκρατημένος στην ιδέα του θανάτου της.
«Δυστυχώς αυτό δεν θα γίνει, καλέ μου» είπε εκείνη ψύχραιμη. «Ξέρω από δηλητήρια. Άκουσέ με, όμως. Μπορείς να γλιτώσεις από τον Μύστη αν τον καταγγείλεις».
Σταμάτησε κουρασμένη. Ο Υπάνωρ περίμενε.
«Οι φόνοι έγιναν για να πάρει η οργάνωση όλη την περιουσία των νεκρών μέσω της αντίδοση;. Κάποιοι βαλτοί του Μύστη διεκδικούν τις περιουσίες των νεκρών. Λένε ότι είχαν ανταλλάξει μαζί τους χορηγίες και πρέπει να ανταλλάξουν και περιουσίες. Με τη βοήθεια του Φαληρέα και ανθρώπων του στην Επιμελητεία θα το πετύχουν. Εσύ, όμως, μπορείς να τους σταματήσεις».
«Κι ο Φαληρέας γιατί βοηθούσε;»
«Για ανταλλάγματα. Ήθελε να κάνουμε υπάκουη την Δάφνη για να την κάνει δική του και γυναίκα του».
«Ποια Δάφνη; Πού είναι αυτή η Δάφνη τώρα;»
«Στον γυναικωνίτη, στο δωμάτιο του Δημήτριου».
«Και τι μπορώ να κάνω εγώ;»
«Ειδοποίησε τους φίλους του Ερμόδωρου. Θυμάσαι; ... στην κηδεία ... Θυμάσαι;» του είπε ξεψυχισμένα.
Αν θυμόταν λέει; Ανάμεσα στους φίλους του Ερμόδωρου ήταν η Κλεοτίμα κι η Ιππαρχία. Αυτές είχαν υποσχεθεί στην Εριφύλη να τους βοηθήσουν.
«Θυμάμαι. Τι πρέπει να κάνω;»
«Πήγαινε να τους βρεις. Πες τους τι έγινε. Να έρθουν εδώ να την πάρουν από τα χέρια του. Να προσέξουν, όμως, έχει φρουρούς. Νομίζω πως κρατά κι έναν φίλο τους εδώ, να τον ελευθερώσουν κι αυτόν».
«Κι ο Μύστης;»
«Να τον καταγγείλουν! Τον ξέρουν. Είναι ο Παρμίων ο Κεραμεύς. Πες τους το όνομα κι αυτοί θα τον κανονίσουν» είπε σιγανά η Πανδότη. Με δυσκολία πια έβγαιναν τα λόγια της. «Μην τον αφήσεις να ξεφύγει.»
Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Ιεροφάντης στο δωμάτιο. Είδε την Πανδότη να ξεψυχά σχεδόν στην αγκαλιά του Υπάνορα και πλησίασε.
«Τι έχει η Ιέρεια;» είπε στον Υπάνορα αφού εκείνη φαινόταν αναίσθητη.
«Την δηλητηρίασαν».
«Ο Μεγάλος Μύστης;»
«Ναι, με το μαχαίρι του ... και με το μαντίλι».
«Χμ ... καλά το κατάλαβα ότι ήταν δηλητηριασμένο. Γι αυτό κρύφτηκα και τη γλίτωσα» είπε ο Ιεροφάντης.
Η Πανδότη άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της.
«Χάνομαι, σβήνω» είπε.
«Θα εκδικηθώ για τον θάνατό σου» είπε ο Ιεροφάντης.
Η Πανδότη με ένα βλέμμα της τον απαξίωσε. Μιλώντας σιγά απευθύνθηκε στον Υπάνορα.
«Αυτόν εδώ πρόσεχέ τον! Είναι φίδι σαν τον Μύστη. Όλα μαζί τα σκαρώσανε, οι δυο τους».
Ο Ιεροφάντης μόλις την άκουσε να μιλά έτσι αφηνίασε.
«Σκύλα, τι είναι αυτά που λες; Με κατηγορείς ακόμα και στον θάνατό σου; Πέθανε λοιπόν σκύλα, αυτό σου άξιζε!»
Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Ξαφνικά ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στήθος σαν να είχε σκάσει ένας κεραυνός μέσα στο σώμα του. Μετά από λίγα μόνο δευτερόλεπτα το αίμα έτρεξε από το στόμα του που έκλεισε μια για πάντα. Το σπαθί του Υπάνορα είχε τρυπήσει την πλάτη του κι είχε βγει από το στήθος. Το τράβηξε για να ξεκολλήσει από το σώμα του νεκρού. Το σκούπισε καλά να καθαρίσει και το τοποθέτησε ξανά στη ζώνη κάτω από την χλαμύδα του.
«Πάει αυτός» είπε στην Πανδότη
Με κλειστά τα μάτια εκείνη του ψιθύρισε τα τελευταία της λόγια.
«Είσαι τόσο καλός γλυκέ μου. Σου αξίζει κάθε ευτυχία».
Ο Υπάνωρ την είδε να αφήνει την τελευταία της ανάσα. Την φίλησε στο μέτωπο και την ακούμπησε απαλά στο έδαφος. Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω καθώς είχε πολλά να κάνει. Πρώτα από όλα κοίταξε να δει τι υπήρχε έξω από το δωμάτιο. Είδε τους φρουρούς στην πύλη. Μετά κοίταξε προς το μέρος όπου διέμεναν οι συγγενείς του Δημήτριου. Ήταν όλα θεόκλειστα. Σε αυτό το σπίτι συνέβαιναν πολλά κι ο Υπάνωρ είχε αποφασίσει να βοηθήσει να ξεκαθαρίσουν. Είχε ήδη ξεπεράσει για πάντα τη δειλία του τη στιγμή που κάρφωσε το σπαθί του στην πλάτη του Ιεροφάντη.
................................................
Ο Δημήτριος είχε αγανακτήσει με αυτούς τους ορφικούς μα πιο πολύ με τον εαυτό του που τους είχε εμπιστευθεί. Αυτός ο πλατωνικός κι αριστοτελικός ορθολογιστής είχε αποτανθεί σε μάγους με μαγγανείες και μαντζούνια. Το έκανε τυφλός από τον ερωτικό πόθο, για να κερδίσει την καρδιά της Δάφνης. Πώς είχε πιστέψει ότι αυτοί οι απατεώνες θα τα κατάφερναν; Είχε φερθεί σαν τις γυναικούλες που πήγαιναν σ' αυτούς για προξενιά, γητειές κι εξορκισμούς. Η Δάφνη κοιμόταν βυθισμένη ποιος ξέρει σε ποια όνειρα. Έπρεπε να γίνει κάτι πολύ σύντομα. Από ώρα σε ώρα έφευγε από την Αθήνα κι ήθελε να πάρει μαζί του το πιο ακριβό από τα διαμάντια της.
Είδε τον Μεγάλο Μύστη να φεύγει με την άμαξα και τους δυο υποτακτικούς του. Τι είχε γίνει άραγε με τους άλλους; Είχαν φύγει κι αυτοί; Δεν μπορούσε να είναι όλη την ώρα στη βεράντα και να παρακολουθεί τις κινήσεις τους. Προτιμούσε να κοιτάζει μέσα, στο κρεβάτι, εκεί που κοιμόταν ελαφρά σαν οπτασία το αντικείμενο του πόθου του. Εκείνη τη στιγμή τού φάνηκε πως κινήθηκε ελαφρά. Το ίδιο νόμισε κι άλλες δυο-τρεις φορές ως τώρα. Είχε νιώσει ελπίδες πως θα ξυπνούσε, αλλά σύντομα είχε διαπιστώσει πως και πάλι είχε κάνει λάθος. Τώρα άραγε είχε κινηθεί ή ήταν η αγωνία του που τον έκανε να βλέπει φαντάσματα;
Είχε κινηθεί! Νά, αυτή τη φορά είχε ολοφάνερα γυρίσει προς τη μια μεριά του σώματός της. Την πλησίασε. Της έκανε λίγο αέρα στο πρόσωπο γιατί ο ιδρώτας της την έλουζε μέσα στο καλοκαιρινό πρωινό. Η ζέστη χειροτέρευε όσο περνούσε η ώρα και πλησίαζε μεσημέρι.
«Ξύπνα, μωρό μου» της ψιθύρισε.
Εκείνη κουνήθηκε λίγο ακόμα. Γύρισε το πρόσωπό της προς την μεριά του αλλά δεν άνοιξε τα μάτια. Τα βλέφαρά της μόνο τρεμόπαιξαν κάπως. Φαινόταν βυθισμένη σε βαθύ όνειρο. Ένα απαλό βογκητό, κάτι που ελάχιστα μισακούστηκε, τον έκανε να τρελαθεί. Το ένιωθε, ήταν πια βέβαιος. Η Δάφνη θα ξυπνούσε, κι όταν γινόταν αυτό θα ήταν έτοιμη, όπως εκείνος την ήθελε. Έπρεπε να ετοιμαστεί πάλι από την αρχή. Να βάλει αρώματα πάνω του, από εκείνα που ξετρέλαιναν τις νεαρές ή και τους νεαρούς. Το είχε ζήσει τόσες και τόσες φορές όταν έκανε βόλτα του στην οδό Τριπόδων(*1). Θα ράντιζε ξανά με μύρα και λουλούδια το πάτωμα. Βρισκόταν σ’ έναν μαγευτικό χώρο με όμορφες τοιχογραφίες, έξοχες ζωγραφιές, αγάλματα και πλούσια χαλιά. Εδώ μέσα, σε λίγο, θα γινόταν επιτέλους το όνειρό του πραγματικότητα.
Έτρεξε να κάνει τις ετοιμασίες του. Είχε ξεχαστεί, είχε πιστέψει πως εκείνη δεν θα ξυπνούσε ποτέ. Είχε χαθεί στους λογαριασμούς του με τον μεγάλο Μύστη και τις απαιτήσεις του. Ευτυχώς υπήρχε ζεστό νερό και τα αρώματα ήταν όλα στη θέση τους. Είχε φροντίσει να μεταφερθεί εδώ ό,τι καλύτερο διέθετε στο άλλο του σπίτι στο Άστυ. Πλησίασε την Δάφνη για να την δει ξανά από κοντά. Τα βλέφαρά της έπαιζαν, δείγμα ότι θα ξυπνούσε σύντομα.
«Ξύπνα, αγάπη μου» της ψιθύρισε.
Του φάνηκε πως αντιδρούσε.
«Ξύπνα να σε γεμίσω με φιλιά και να σε ανεβάσω στ’ άστρα» της είπε αυτί
Την είδε να κινεί ελάχιστα τα χείλη της, αδιόρατα έστω, σαν να ήθελε κάτι να πει.
«Αντιδρά» σκέφτηκε «πρέπει να ετοιμαστώ. Τι κάθομαι και κάνω; Δεν έχω χρόνο!»
Ήταν μέσα στο υπέροχο δωμάτιο του γυναικωνίτη στο πατρικό του στο Φάληρο, την τελευταία του μέρα στην Αθήνα. Ετοιμαζόταν να τρυγήσει το πιο όμορφο και χυμώδες φρούτο της, την αγαπημένη του Δάφνη. Ο Δημήτριος ζούσε το όνειρό του. Κι εκείνη έδειχνε να βγαίνει από τον λήθαργο. Είχε τα δικά της όνειρα, ψεύτικα και κατασκευασμένα. Ήταν αποτέλεσμα των βοτάνων της Πανδότης που, μόλις λίγα μέτρα πιο κάτω, άφηνε την τελευταία της πνοή.
..........................................................
Ο Υπάνωρ έτρεξε να προλάβει την Εριφύλη και τους φίλους του Ερμόδωρου. Άφησε την Πανδότη, άψυχο πτώμα πια, σε ένα κρεβάτι κι έφυγε με το μυαλό καθαρό. Με τα πόδια η διαδρομή τριάντα τριών σταδίων(*2) δεν ήταν μεγάλη ωστόσο δεν χρειάστηκε να την διανύσει όλη. Οι φίλοι του Ερμόδωρου, κατάφεραν κάποια στιγμή να ξεμπλέξουν από τους Μακεδόνες. Ξέροντας πως είχαν χάσει χρόνο, ξεκίνησαν αμέσως για το Φάληρο. Είχαν καθυστερήσει πολύ ώρα μέχρι να πείσουν τον Αρίστιππο πως δεν ήταν ελέφαντες.
O γραφειοκράτης λοχαγός που είχε στείλει ο Πολεμίων ήθελε να ελέγξει τους ισχυρισμούς της επιστολής. Είχε αγαθές προθέσεις, ήταν, όμως, πολύ αργός. Κάποια στιγμή, κατάλαβε ότι εξέταζε λάθος ανθρώπους, νομοταγείς κι υποστηρικτές της δημοκρατίας. Η πληροφορία πως εδώ κρύβονταν εχθροί του Αντίγονου και του γιου του ήταν παντελώς λανθασμένη. Τους άφησε να πάνε όπου ήθελαν καθώς η δική του δουλειά είχε τελειώσει. Έτσι, λοιπόν, ο Ζείκρατος, ο Μύρων, η Κλεοτίμα, η Νικάτα, ο Καινέας κι ο Ανθέστης ξεκίνησαν για το Φάληρο. Στα μισά περίπου του δρόμου συνάντησαν τον Υπάνορα. Μαζί τους ήταν η Εριφύλη, η Ιππαρχία κι ο Φανοκράτης που στο μεταξύ είχαν έρθει στου Ερμόδωρου. Όταν ο Υπάνωρ είδε την Εριφύλη να έρχεται, έτρεξε κοντά της. Της είπε πώς ήξερε πού πήγαιναν όλοι μαζί και πως έπρεπε να τον ακούσουν πριν συνεχίσουν για το Φάληρο.
Υπό την σκιά ενός δέντρου, στις εκβολές του Κηφισού ποταμού, ο Υπάνωρ τους τα είπε όλα. Επιβεβαίωσε κι αυτός ότι η βρομοδουλειά είχε «κλείσει» ανάμεσα στην οργάνωση και σε υπαλλήλους της Επιμελητείας. Τους είπε ότι θα υπέγραφε ο ίδιος ο Επιμελητής. Τους επιβεβαίωσε, έτσι, και το κίνητρο και τον δολοφόνο. Όσο μιλούσε κανείς δεν τον ρώτησε αν κι ο ίδιος ήταν μεταξύ των εκτελεστών. Τους είπε για τη σχέση του Μύστη με τον Φαληρέα που είχε σχέση με την Δάφνη. Τους είπε πως η Δάφνη βρισκόταν στα χέρια του κι έπρεπε να τρέξουν για να την γλιτώσουν. Δεν ήξερε να τους πει πού ακριβώς κρατούσαν τον Ιάσονα αλλά πίστευε πως κάπου εκεί θα τον είχαν κρύψει κι αυτόν.
«Ποιοι είναι πίσω από αυτή την οργάνωση που μας λες;» τον ρώτησε ο Ζείκρατος.
«Ο Μεγάλος Μύστης κι ο Μεγάλος Ιεροφάντης. Δεν υπάρχουν άλλοι ανώτεροι.»
«Και πού βρίσκονται τώρα αυτοί οι δυο;»
«Έφυγαν. Ο Μύστης πήγε προς το Άστυ. Ο Ιεροφάντης πήγε σίγουρα στον Άδη. Τον έστειλα εγώ».
«Ο Δημήτριος είναι μόνος του;»
«Με τους οπλίτες και φρουρούς του».
«Πού είναι η κόρη μου;» τον ρώτησε ο Ανθέστης.
«Στον γυναικωνίτη του Δημήτριου. Κοιμάται».
«Και τι κάνει στον γυναικωνίτη; Ποιος την πήγε εκεί;»
«Την έχει ο Φαληρέας. Θέλει να την κάνει δική του και μετά να την παντρευτεί».
«Μα» απόρησε ο Ανθέστης «έτσι γίνονται οι γάμοι;»
«Θα φύγει από την Αθήνα και θέλει να την διακορεύσει για να την αναγκάσει να πάει μαζί του. Τρέξτε να προλάβετε».
Έφυγαν τρέχοντας αφού όσα τους είχε πει ο Υπάνωρ επιβεβαίωναν τις υποψίες κι έλυναν όλες τις απορίες τους. Μόνο για την τύχη του Ιάσονα δεν είχαν μάθει λεπτομέρειες. Κοντά στον Υπανορα έμειναν μόνον η Εριφύλη κι η Ιππαρχία. Η Εριφύλη τον αγκάλιασε.
«Μπράβο Υπάνορα, συντάχτηκες τη σωστή ώρα με τη σωστή πλευρά» του είπε η Ιππαρχία. «Μόνο πες μου αν ξέρεις ποιος είναι ο Μεγάλος Μύστης».
«Λέγεται Παρμίων, είναι Κεραμεύς».
«Το αρπακτικό!» είπε η Εριφύλη.
«Θα καταθέσεις εναντίον του;» τον ρώτησε η Ιππαρχία.
«Ναι!» είπε ξεκάθαρα ο Υπάνωρ «δεν φοβάμαι πια!»
«Ωραία, λοιπόν, πάμε κι εμείς στο Φάληρο» είπε η Ιππαρχία. «Προέχει η τύχη της Δάφνης και του Ιάσονα τώρα».
...... === ......
παραπομπές:
(*1) Η αρχαία οδός Τριπόδων (κατά τον Παυσανία) ξεκινούσε από το Πρυτανείο, στη βορειοδυτική πλευρά της Ακρόπολης κοντά στο Θησείο, έκανε τον γύρο της Ακρόπολης, μέσα από την σημερινή Πλάκα, κι έβγαζε μέχρι το θέατρο του Διονύσου. Ήταν ένας από τους πιο συνηθισμένους περιπάτους των Αθηναίων. Ακόμα και σήμερα υπάρχει οδός Τριπόδων στην ίδια περίπου διαδρομή, κι ονομάστηκε έτσι σύμφωνα με την περιγραφή του αρχαίου δρόμου.
(*2) Από το Παλιό Φάληρο μέχρι το κέντρο του Πειραιά είναι περίπου 6 χιλιόμετρα (κάπου 33 στάδια), λίγο πάνω από μια ώρα με τα πόδια.
***********************************
Αύριο Παρασκευή 6/11 στην 34η συνέχεια ξεκινάει το Μεσημέρι εκείνης της τελευταίας μέρας εκ των τριών που συγκλόνισαν την Αθήνα. Η δράση βρίσκεται στο κατακόρυφο.