Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

18 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 18η

Στο Γ' μέρος του 5ου κεφαλαίου που δημοσιεύουμε σήμερα, είμαστε ακόμα στο "Δήλος" στο ταξίδι του προς την Απάμεια. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης φεύγει κυνηγημένος από την Πόλη και κατευθύνεται στην Προύσα και την Νίκαια.
Ο Νικηφόρος βρίσκει την ευκαιρία και μιλά με τον Θεόδωρο για το όραμα του Ακομινάτου, που είναι και δικό του όραμα, περί ενός νέου ελληνισμού που μπορεί και πρέπει να ανανεώσει το Ρωμαίικο. 
*********************************
παραπομπή: 
(*)Στρατεία: Υποχρέωση των πολιτών με γαιοκτησία να στρατεύονται με άλογο και στολή και συνοδό  

Γ’   ΤΟ ΟΡΑΜΑ


Μια βενετική πολεμική γαλέρα τους σταμάτησε κοντά στα Πριγκιποννήσια για έλεγχο. Είδαν το σταυροφορικό λευκό πανί με τον μαύρο σταυρό στο κατάστρωμα. Κατάλαβαν ότι η σαχτούρα ήταν πλοίο φιλικό προς την Βενετία. Ο πλοίαρχος και αξιωματικοί επιθεώρησαν το “Δήλος”. Ο Νικηφόρος τους έδειξε τα συμβόλαια που είχε υπογράψει πριν δυο χρόνια και πρόσφατα με την Γαληνοτάτη. Είχε το περσινό συμφωνητικό για τη συμμετοχή του στη Ζάρα. Είχε και το συμβόλαιο που τον μίσθωνε από την Εύβοια ως την Κωνσταντινούπολη. Όλα ήταν σωστά και νόμιμα. Τον ρώτησαν για τους επιβάτες.
«Ο κουνιάδος μου Θεόδωρος κι η γυναίκα του Άννα, η αδελφή της γυναίκας μου, Ζωής. Η πεθερά μου κυρά Ευανθία» είπε ο Νικηφόρος. «Ταξιδεύουμε οικογενειακώς για την Αθήνα, από εκεί είμαστε. Το πλήρωμά μου είναι όλοι ναυτικοί από τον τόπο μου, την Αττική, τη Βοιωτία και την Κόρινθο.»
Η Άννα Αγγελίνα αγκάλιασε τον άντρα της για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του. Η Ζωή τον αγκάλιασε κι εκείνη, δειλά βέβαια αλλά –όπως και να το κάνουμε- ήταν αγκαλιά. Εκείνος έχασε προσωρινά τα λόγια του από το άγγιγμά της. Η Ευανθία κοίταξε λίγο αυστηρά την κόρη της γι αυτή την κίνησή της αλλά το κατάπιε. Υπήρχε προφανής σκοπιμότητα που την δικαιολογούσε. Ο Βενετσιάνος έριξε μια ματιά στο πλήρωμα και στα αμπάρια χωρίς να βρει κάτι στραβό. Η Άννα πλησίασε τη Ζωή. Καθώς οι δυο τους ήταν μόνες πάνω στην κουπαστή και, χωρίς να τις ακούει κανείς άλλος, της μίλησε.
«Ζωή» της είπε. «Είσαι πολύ καλή. Σ’ έχω συμπαθήσει. Βλέπω ότι με τον Νικηφόρο ταλαιπωρείστε. Όποτε σου μιλά χάνει τα λόγια του. Είναι ναύαρχος στις θάλασσες αλλά, όποτε σε βλέπει, πνίγεται σε μια κουταλιά νερό.»
«Δεν νομίζω πως είναι έτσι» πήγε να πει η Ζωή.
«Μη μου το αρνηθείς, καλή μου. Είμαι βέβαιη ότι σε έχει ερωτευτεί και βλέπω ότι κι εσύ νιώθεις τα ίδια πράγματα. Γιατί δεν προχωράτε σε μια δέσμευση, σε έναν αρραβώνα; Σου προτείνω μάλιστα να σας αρραβωνιάσουμε εγώ κι ο Θεόδωρος. Θα μας κάνατε τιμή αν το αποδεχόσασταν.»
Να βάλω τα γέλια ή τα κλάματα, σκέφτηκε η Ζωή.
«Ξέρετε Δέσποινα» της είπε. «Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.»
Η Άννα Αγγελίνα κατάλαβε ότι υπήρχαν προβλήματα που δεν επέτρεπαν στη σχέση να ολοκληρωθεί.
«Είσαι παντρεμένη;»
«Όχι. Εγώ όχι» απάντησε η Ζωή. «Εκείνος όμως είναι παντρεμένος. Κι η γυναίκα του στην Αθήνα τον περιμένει να γυρίσει κι έχει στην κοιλιά της το πρώτο τους παιδί.»
«Ω, Θεέ μου, τι μεγάλη ατυχία για τους δυο σας!»
«Γιατί το λέτε ατυχία;» έκανε αποκαρδιωμένη η Ζωή. «Εκείνος έχει τη γυναίκα του και το παιδί του. Έχει αυτό που πρέπει στον κάθε άντρα!»
«Μα δεν τον βλέπω πως λιώνει για σένα; Είσαι νέα και δεν ξέρεις καλά τους άντρες. Εκείνος είναι πιο άτυχος από σένα, καλή μου. Εσύ θα βρεις ένα παλικάρι να τον ξεχάσεις, εκείνος δεν θα το καταφέρει αυτό ποτέ!»
«Ας μην το συζητήσουμε άλλο» την παρακάλεσε η Ζωή. «Αυτό το ζήτημα όσο το σκέφτομαι, τόσο με πληγώνει.»
«Και τώρα, πού πάτε με την μητέρα σου;»
«Πάμε στην Αθήνα. Γυρνάμε πίσω χωρίς τον πατέρα μου. Τον χάσαμε καθώς ερχόμασταν» είπε η Ζωή δακρύζοντας. «Κόλλησε στο πλοίο μια αρρώστια που θέριζε τους Φράγκους και δεν συνήλθε ποτέ!»
«Και πώς θα ζήσετε εκεί;»
«Θα ζητήσω βοήθεια. Ο Ακομινάτος κάτι θα μας βρει.»
«Ένας μητροπολίτης το πολύ που μπορεί να σας βρει είναι ένα μοναστήρι για να σε κλείσει μέσα! Μην πας Αθήνα, καλή μου. Θα αντέξεις να είσαι τόσο κοντά του κι αυτός να είναι με μιαν άλλη;»
Το δάκρυ της Ζωής είχε αρχίσει να γίνεται κλάμα κι η Άννα την αγκάλιασε προστατευτικά.
«Μην κλαις καλή μου. Όλα είναι μέσα στη ζωή και, δυστυχώς, περισσότερο από όλα ο θάνατος! Νομίζω, όμως, πως μπορώ να σε βοηθήσω εγώ. Ελάτε με την μητέρα σου μαζί μας. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα βρούμε στη Νίκαια, αλλά, έχουμε μεγάλη περιουσία στη Βιθυνία και τα βγάζουμε πέρα εύκολα, Έλα σαν ακόλουθός μου, σαν φίλη μου, όπως θέλεις. Εκεί θα μπορώ να σε βοηθήσω.»
«Φοβάμαι πως τίποτε πια δεν μπορεί να με βοηθήσει» είπε η Ζωή καθώς την τράνταζαν οι λυγμοί.
«Εγώ καλή μου έχασα τον πρώτο μου άντρα. Μού τον σκότωσαν σε πόλεμο, κι όμως ξαναβρήκα τη ζωή μου με τον Θεόδωρο. Είμαι τώρα ερωτευμένη μαζί του. Ο χρόνος είναι ο πιο μεγάλος γιατρός.»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ. Ίσως, ούτε και θέλω να τον ξεχάσω!» είπε η Ζωή.
«Έλα μαζί μας. Θα έχεις τουλάχιστον μια φυσιολογική ζωή» της είπε η Άννα Αγγελίνα.
Την άφησε να το σκεφτεί. Ήταν μια διέξοδος για τις δυο γυναίκες που, έχοντας χάσει τον προστάτη τους είχαν μείνει στον αέρα. Η Ζωή δεν ήξερε πώς και τι να απαντήσει. Δεν ήταν προετοιμασμένη να μείνει για πάντα μακριά από την Αθήνα, αλλά, η επιστροφή της ήταν προβληματική. Δεν ήταν μόνο η επιβίωση πρόβλημα, αλλά, και τα χρέη του πατέρα της. Θα την ορέγονταν οι τοκογλύφοι να την πουλήσουν για σκλάβα. Και, το κυριότερο, πώς θα ζούσε με τον Νικηφόρο συμπολίτη της και ξένο ταυτόχρονα;
«Ευχαριστώ πολύ τη Δεσποσύνη σας για την πρόταση» της είπε, «αλλά …»
«Αλλά, τι; Θέλεις να το συζητήσεις μαζί του, ε;»
«Και μαζί του και με την μητέρα μου.»
«Εντάξει, ως την Πάνορμο έχουμε χρόνο.»
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπήρχε καθόλου χρόνος, έπρεπε να σκεφτεί και να αποφασίσει πολύ γρήγορα.
«Θα μιλήσετε γι αυτό με τον σύζυγό σας;» την ρώτησε.
«Δεν χρειάζεται η έγκρισή του. Η πρότασή μου ισχύει. Εσύ κοίτα τι θα κάνεις, εντάξει;»
Έφυγαν από την κουπαστή, η Άννα Αγγελίνα για να ξεκουραστεί κι η Ζωή για να πάει στην μητέρα της. Ο Λάσκαρης πλησίασε τον Νικηφόρο. Ακούμπησε στην κουπαστή, στο ίδιο σημείο όπου στέκονταν οι δυο γυναίκες και συζητούσαν. Οι ακτές της Μικρασίας διακρίνονταν μπροστά τους. Σε λίγο, εκεί θα χώριζαν οι δρόμοι τους. Ο Λάσκαρης ονειρευόταν να γυρίσει σύντομα στην Κωνσταντίνου Πόλη θριαμβευτής για να διώξει τους Λατίνους. Θα μπορούσε να το έχει κάνει ο Αλέξιος Δ', αλλά, δίστασε. Ας καθόταν στον θρόνο όποιος να ήταν, αν και σιχαινόταν τον πεθερό του που είχε αποδειχτεί δειλός.
«Νικηφόρε σ’ ευχαριστούμε εγώ κι η Άννα για όλα όσα κάνεις. Αναγνωρίζουμε ότι χάρη σε σένα σωθήκαμε.»
«Καθήκον μου και υποχρέωσή μου ήταν, Εξοχότατε» του είπε ο Νικηφόρος.
«Φοβάμαι ότι η Πόλη του Κωνσταντίνου δεν θα έχει καλό μέλλον. Έξω από τα τείχη της υπάρχουν στίφη πειρατών κι ο αυτοκράτορας μέσα με τρομάζει.»
«Έχετε δίκιο να βλέπετε το μέλλον μαύρο, Εξοχότατε» είπε ο Νικηφόρος. «Επιτρέψτε μου να πω ότι μια αυτοκρατορία δεν διοικείται έτσι! Ζητώ συγνώμη για το θράσος μου να σας μιλώ ανοιχτά όμως νιώθω ότι έτσι πρέπει να κάνω. Να σας τα πω όπως τα καταλαβαίνω.»
«Μίλησέ μου ελεύθερα, θέλω να ακούσω τη γνώμη σου.»
«Μην θεωρήσετε, Εξοχότατε, ότι εγώ ο αδαής τολμώ να κάνω υποδείξεις. Πρέπει να σας όμως ότι, στη Βασιλεύουσα, δεν έχετε ιδέα τι κάνει ο κόσμος στις επαρχίες για να ζήσει. Εσείς μόνο φόρους και βάρη ξέρετε να βάζετε. Φτιάχνετε στρατούς και κάνετε πολέμους, αλλά, ο κόσμος δεν ξέρει γιατί υπομένει και γιατί πληρώνει. Δεν πιστεύει σε τίποτα. Εύκολα θα δόξαζε έναν οποιονδήποτε ηγεμόνα αρκεί να τού υποσχόταν ότι οι φόροι θα λιγόστευαν
«Δεχόμαστε επιθέσεις από παντού. Χρειάζεται στρατός για να τις αποκρούουμε και γι αυτό υπάρχουν οι φόροι. Δεν φτάνουν οι ευχές και τα θαύματα.»
«Όλος ο στρατός σας πια είναι μισθοφορικός. Ξένοι σας υπερασπίζονται. Ούτε στρατείες(*) έχετε πια, ούτε ιππείς, ούτε στρατιώτες της αυτοκρατορίας. Όλοι είναι ξένοι μισθοφόροι, μάχονται μόνο για τον μισθό τους.»
«Δεν έχεις άδικο. Κάθε φορά που οδηγώ ένα στράτευμα, τρέμω μη με παρατήσουν μόνο μου στη μάχη και φύγουν» είπε ο Λάσκαρης.
«Όταν μάχονται μόνο για το χρήμα, ποιος ο λόγος να κινδυνεύσουν να πεθάνουν; Αν είναι να μην το χαρούν, γιατί να δώσουν την μάχη; Λογικό είναι, λοιπόν, να φύγουν αν δουν ότι μπορεί στα σοβαρά να χτυπηθούν με τον εχθρό. Φεύγουν πριν την μάχη. Γι αυτό διαλύονται οι στρατοί σας μπροστά στις επιθέσεις των βαρβάρων. Οι βάρβαροι ελπίζουν σε λεηλασία κι έχουν κίνητρο.»
Ο Λάσκαρης ήξερε πως ο συνομιλητής του είχε δίκιο. Εξ αιτίας αυτής της συμπεριφοράς των μισθοφόρων ο ρωμαϊκός στρατός έμοιαζε σαν ένα άθροισμα δειλών.
«Ήμουν δίπλα στον Αλέξιο Γ’» συνέχισε ο Νικηφόρος. «Είδα την αντίδρασή του όταν βρέθηκε απέναντι στον στρατό των Φράγκων. Εντάξει, ήταν διστακτικός, δειλός, αλλά ήταν και πολύ σκεπτικός. Είχε ένα στρατό τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερο των Φράγκων αλλά ένιωθε μειονεκτικός. Εκείνοι πολεμούσαν για τη ζωή τους, για πλούτη και δόξα ενώ ο δικός του δεν είχε κίνητρο. Θα πέθαιναν για τον αυτοκράτορα και για ανθρώπους που τους περιφρονούν;. Θα πολεμούσαν για ένα μισθό; Αν ήταν να πεθάνουν, καλύτερα να έφευγαν. Αυτό φοβήθηκε ο Αλέξιος και γι αυτό υποχώρησε.»
«Υπήρχαν γενναίοι άρχοντες. Ο Βρανάς, ο αδελφός μου, ο Παλαιολόγος, ο Κοντοστέφανος και τόσοι άλλοι. Αυτοί θα μάχονταν μέχρι θανάτου» είπε ο Θεόδωρος.
«Εσείς θα πολεμούσατε. Αν υποταχτείτε χάνετε φέουδα ολόκληρα και πρόνοιες και πόλεις δικές σας που σας υπηρετούν. Οι στρατιώτες σας όμως τι έχουν να χάσουν; Γιατί να πεθάνουν πολεμώντας για σας; Αν φύγουν, έχουν τουλάχιστον τη ζωή τους! Χωρίς στρατείες και ιππείς, ο στρατός δεν πιστεύει σε τίποτε πια!» είπε ο Νικηφόρος που είχε οίστρο.
Μ’ αυτά που έλεγε προβλημάτιζε τον Λάσκαρη.
«Και τι μπορούμε να κάνουμε; Οι άντρες, κι ιδιαίτερα οι νέοι, προτιμούν τα μοναστήρια. Πληρώνουν για να αποφεύγουν τον στρατό.»
«Αν δεν θέλουν να υπερασπιστούν τον τόπο τους, ποιος λόγος υπάρχει για να μπουν στη μάχη; Αν αδιαφορούν για το ποιος θα είναι ο αφέντης τους, αν νιώθουν ξένοι με όλους, για ποιο λόγο να πολεμούν;»
«Μα ... θα υπερασπιστούν την αυτοκρατορία.»
«Συγνώμη και πάλι Εξοχότατε, αλλά δεν πολεμούν για την αυτοκρατορία. Πολεμούν για τους αυτοκράτορες και για την αυλή!» είπε ο Νικηφόρος.
Φοβήθηκε μήπως ο λόγος του έρεπε προς την ασέβεια.
«Χωρίς τον ρωμαϊκό στρατό θα επικρατήσει πλήρης αναρχία» είπε ο Θεόδωρος.
«Και τώρα, τι επικρατεί, τάξη; Αν κοιτάξετε γύρω σας θα δείτε τα σημάδια της διάλυσης» είπε ο Νικηφόρος. «Ο Λέων Σγουρός έχει το δικό του φέουδο στην Ελλάδα. Ο Μαυροζώμης διοικεί όπως θέλει τον Μαίανδρο. Ο Καλογιάννης είναι Τσάρος στη Βουλγαρία. Ο Γαβαλάς είναι άρχοντας στη Ρόδο. Ο Δαβίδ Κομνηνός έχει δική του την Τραπεζούντα! Στη Μικρασία, στο στήριγμα της αυτοκρατορίας, δεκάδες Γαζήδες πολιορκούν και τρομοκρατούν τις πόλεις μας. Αυτοανακηρύσσονται άρχοντες, Κομνηνοί, Δούκες και Άγγελοι. Όλοι, Ρωμιοί και ξένοι, τον λαό απομυζούν. Δεν βλέπει η Ευγένειά σας ότι δεν υπάρχει κάτι που νσ ενώνει τους λαούς της αυτοκρατορίας; Ή μήπως θεωρείτε ότι οι Βλάχοι κι οι Βούλγαροι είναι δικοί μας, ότι νιώθουν -έστω και λίγο- Ρωμαίοι;»
«Τι θα μπορούσε να γίνει κατά τη γνώμη σου ναύαρχε;» ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Κατά τη γνώμη μου, Εξοχότατε, ο κόσμος χρειάζεται μιαν έμπνευση!» είπε ο Νικηφόρος.
Δεν το είχε καλοσκεφτεί αλλά ένιωθε ότι έλεγε κάτι σωστό. Άγγιξε κάτι που απασχολούσε τον συνομιλητή του
«Και πώς την εννοείς εσύ αυτή την έμπνευση που μου λες;» ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Να υπάρχει κάτι πολύ παραπάνω από το συμφέρον του αυτοκράτορα. Ένα λάβαρο για όλη τη Ρωμιοσύνη.»
«Λάβαρο της Ρωμανίας είναι η χριστιανοσύνη.»
«Χριστιανοί είναι κι αυτοί που σας πολιορκούσαν και σας επιτέθηκαν!»
«Να το διορθώσω, λοιπόν, λάβαρό μας η Ορθοδοξία!»
«Ορθόδοξοι είναι κι οι Βούλγαροι που περιμένουν να φύγουν οι σταυροφόροι για να πάρουν εκείνοι την Πόλη! Και οι Σέρβοι το ίδιο, κι οι Ρώσοι που καραδοκούν, Ορθόδοξοι είναι κι εκείνοι!»
Ο Λάσκαρης προβληματιζόταν. Αυτά που έλεγε τώρα ο Νικηφόρος ήταν και δικές του σκέψεις. Τον στενοχωρούσαν, αλλά, δεν έβλεπε και διέξοδο.
«Και τι πιστεύεις ότι θα μπορούσε να γίνει;»
«Δεν είμαι πολιτικός ούτε φιλόσοφος» είπε ο Νικηφόρος. «Άκουσα όμως σοφούς ανθρώπους να μιλούν και μπορώ να μεταφέρω στην Χάρη σας τη γνώμη τους.»
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης έδειχνε να είναι όλος αυτιά. Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον. Βρισκόταν στο κέντρο των εξελίξεων που τον έστελναν αυτή τη στιγμή στην εξορία.
«Ο Μιχαήλ, ο μητροπολίτης μας, έχει μια γνώμη. Λέει πως πρέπει να πάψουμε να αντιδρούμε και να διαφωνούμε όταν οι Λατίνοι μας χαρακτηρίζουν Γραικούς.»
Ο Θεόδωρος περίμενε κάτι περισσότερο. Του φάνηκε λίγο αυτό που άκουσε.
«Ο Ακομινάτος λέει πως είναι πιο ένδοξο το γένος των Ελλήνων από εκείνο των Ρωμαίων» συνέχισε ο Νικηφόρος.
«Κι είναι μητροπολίτης, ε; Θαρραλέος, λοιπόν, αυτός ο αδελφός του Νικήτα. Σαν τον αδελφό του που η πένα του δεν έχει αφήσει αυτοκράτορα σε χλωρό κλαρί!»
«Λέει πως έστω κι αν γίναμε χριστιανοί, παραμένουμε Έλληνες. Αυτό πρέπει να το θυμηθούμε ξανά.»
«Μα θα έχει συνέπειες στην οικουμενική πολιτική μας» είπε ο Θεόδωρος. «Η αυτοκρατορία μας ισχυρίζεται ότι είναι το Βασίλειο του Θεού. Είμαστε προορισμένοι να διατηρούμε τον κόσμο ολόκληρο κάτω από το σκήπτρο του Θεού.» Όσο μιλούσε σκεφτόταν. Δεν απέρριπτε αυτά που είχε μόλις ακούσει από τον Νικηφόρο, αντιθέτως τα ζύγιζε καλά στο νου του.
«Βέβαια, θα μου πεις ότι με αυτά που κάνουμε πιο πολύ για βασίλειο του Διαβόλου μοιάζουμε» συνέχισε ο Λάσκαρης.
Είχε ένα ύφος εξομολογητικό μιλώντας.
«Ωστόσο, το σημαντικό δεν είναι το ηθικό μέρος. Όταν λέμε “Βασίλειο του Θεού” εννοούμε ότι είμαστε προορισμένοι να κυβερνάμε όλη την οικουμένη. Διεκδικούμε όλα όσα είχαν κατακτήσει ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος ή ο Βασίλειος. Κάποτε απλωνόμασταν από τον Δούναβη ως τον Ευφράτη και από την Αφρική ως τη Χερσώνα.»
«Όμως είμαστε πια σε άλλη εποχή, Εξοχότατε.»
«Ναι» παραδέχτηκε ο Θεόδωρος. «Η αλήθεια είναι ότι τώρα συρρικνωθήκαμε. Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούμε να τα ξανακερδίσουμε όλα αυτά!»
Αναπολούσε τα χαμένα μεγαλεία και συνέχισε να μιλά.
«Η Ρωμανία είχε σε όλα αυτά τα μέρη χριστιανικούς πληθυσμούς που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Δυστυχώς αυτό έχει αλλάξει οριστικά. Η Μικρασία γέμισε Τούρκους. Στη Δύση χάσαμε την Ιταλία και τη Σικελία και κινδυνεύουμε από τους Νορμανδούς. Αλλά μήπως μπορούμε να ξαναπάρουμε την Αίγυπτο ή την Συρία; Οι Άραβες είναι εκεί πεντακόσια χρόνια. Μας θυμάται πια κανείς εκεί;»
«Η Ρωμανία εξουσιάζει πια μέρη που μιλάνε ελληνικά. Παντού στη Ρωμανία οι άνθρωποι νιώθουν να κατάγονται από τους Έλληνες» είπε ο Νικηφόρος.
«Μια ελληνική αυτοκρατορία, λοιπόν! Αυτό είναι που ονειρεύεται ο Ακομινάτος, ε; Ένα βασίλειο με μια γλώσσα, μια θρησκεία και μια ταυτότητα, άνθρωποι με κοινές ρίζες! Ωραίο ακούγεται» είπε ο Λάσκαρης.
«Μου επιτρέπετε να σας θυμίσω κάτι που μου είπε ο Μιχαήλ Ακομινάτος;»
«Τι σου είπε ο σοφός άνθρωπος;»
«Κάτι για τον Βασίλειο τον δεύτερο που τον λέμε και Βουλγαροκτόνο.»
«Τι σου είπε ο Μιχαήλ γι αυτόν;»
«Αυτός ο μεγάλος αυτοκράτορας, όταν κατανίκησε τους Βούλγαρους δεν πήγε για τον θρίαμβό του στην Πόλη. Διάλεξε να περάσει πρώτα από τις Θερμοπύλες κι απέδωσε φόρο τιμής στον Λεωνίδα. Μετά πήγε στην Αθήνα για να προσευχηθεί για την νίκη του. Ήταν συμβολική η κίνησή του, έδειχνε από που έπαιρνε δύναμη. Δεν ήταν ειδωλολάτρης. Προσευχήθηκε στο ιερό της Παρθένας Αθηνάς που τώρα έχει γίνει Παρθένα κυρά-Παναγιά!»
«Ναι, αυτό το ξέρω κι εγώ. Έτσι έκανε ο Βασίλειος.»
«Ίσως λοιπόν αυτό να είναι ο συνεκτικός ιστός για όλη τη Ρωμανία, άρχοντα Θεόδωρε. Η ελληνική ιδέα, η γλώσσα, η καταγωγή, η αρχαιότητα!» είπε ο Νικηφόρος. «Αυτό πιστεύει ο Ακομινάτος παρά το γεγονός ότι είναι ο ίδιος μητροπολίτης.»
«Δεν ακούγεται άσχημο» είπε ο Λάσκαρης. «Μήπως, όμως, είναι ο μόνος;»
«Απ’ ό,τι φαίνεται υπάρχουν κι αρκετοί άλλοι που το βλέπουν εφικτό.»
«Μοιάζει μακρινό αυτή τη στιγμή» είπε ο Λάσκαρης.
«Αν μου επιτρέπετε, πρέπει να δω την πορεία μας» είπε ο Νικηφόρος κι έφυγε.
***********************************
Η συνέχεια αύριο